10.10.12

ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ: Το χώμα και το σώμα που με γέννησαν


Με αφορμή μια είδηση…
«Μια 67χρονη γυναίκα στη Νιγηρία ξεγλίστρησε από το θάνατο και μετά από 12 ημέρες που θεωρείτο νεκρή επανήλθε στη ζωή. Η γυναίκα, που νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Νιγηρίας, κρίθηκε κλινικά νεκρή.»

-Να σας φέρω ένα καφέ;
-Ναι, θα ήθελα, ευχαριστώ.
Η φωνή με το μαντήλι στο κεφάλι και το σκούρο δέρμα βγήκε απ’ τις αναμνήσεις μου. Μια βδομάδα σχεδόν κατοικώ στο αεροδρόμιο του Χίθροου και με κατοικούν οι μνήμες. Είμαι εγκλωβισμένη στον παρόντα χώρο του αεροδρομίου και στον παρελθόντα χρόνο της ζωής μου. «Εξαιτίας της πανεθνικής απεργίας για την περικοπή του επιδόματος καυσίμων στη Νιγηρία αναστέλλονται οι πτήσεις προς τη χώρα, μέχρι τη λήξη της απεργίας» Τα γράμματα στον πίνακα ανακοινώσεων του αεροδρομίου αναβοσβήνουν. Ε-ξαιτίας, αναστέλλονται, καυσίμων… «Ε- ξαιτίας της έλλειψης καυσίμων αναστέλλονται όλες οι λειτουργίες του σώματος της κυρίας Βικτωρίας Μπαμπατούντε». Η πατρίδα μου, η Νιγηρία. Η μητέρα μου η Βικτωρία. Το χώμα και το σώμα που με γέννησε. Και τα δύο σε αναστολή λειτουργιών. Κλινικά νεκρά.
Παίρνω τον καφέ που μου φέρνει η καθαρίστρια του αεροδρομίου. Με βρίσκει καθηλωμένη κάθε μέρα στην ίδια θέση. Στα μεταλλικά καθίσματα της αίθουσας αναμονής του αεροδρομίου. Τελειώνει η βάρδια της, εγώ εδώ. Αρχίζει η βάρδια της, εγώ πάλι εδώ. Σχεδόν μια εβδομάδα, ίσως και περισσότερο.
-Στην πατρίδα θέλεις να πας;
-Εγώ θέλω. Εκείνη δεν με θέλει, όπως φαίνεται.
-Πως να μας θέλει; Την αφήσαμε και φύγαμε. Άλλοι στη Γαλλία, άλλοι στην Αγγλία, σκορπίσαμε σ’ όλο τον κόσμο. Κι αυτοί που έμειναν παρακαλούν ένα επίδομα για καύσιμα. Τι να σου κάνει το επίδομα. Η γη είναι γκαστρωμένη. Γεμάτη πετρέλαιο. Κι εμείς ζητιανεύουμε της μάνας μας το γάλα.
Γέμισε η μνήμη μου μαύρο σάλιο. Βδέλλες κυοφορούν το αίμα της μητέρας μου. Μαζί με τα καλάμια απ’ τους βάλτους του ποταμού Μπόνυ κουβαλούσε πάνω της και τις βδέλλες. Τις έβαζε σ’ ένα μπουκάλι, κολλούσαν σα βεντούζες στα τοιχώματα του, για τα ρευματικά έλεγε. Τα ρευματικά ήταν το φαγητό της βδέλλας, όταν δεν έτρωγαν λάσπη. Έτσι νόμιζα όταν ήμουν μικρή. Μέχρι που τις είδα να φουσκώνουν πάνω στο σώμα της μάνας μου. Τότε κατάλαβα ότι τρέφονται με αίμα. Το χωριό μου το Όγιου, χωμένο στις λάσπες, στο Δέλτα του Νίγηρα. Έξω λάσπες, μέσα πετρέλαιο. Μαύρα και τα δυο. Μόνο που το πετρέλαιο ξερνάει τη μαυρίλα στις λάσπες για τους κατοίκους του χωριού. Τον χρυσό τον κρατάει φυλαγμένο για τους ξένους.
-Πιες, θα κρυώσει. Από μάνα ή πατέρα Νιγηριανό, είσαι;
-Από μάνα.
-Ο πατέρας; στρατιώτης; Εγγλέζος;
-Όχι, ναυτικός, Έλληνας. Χάλασε το καράβι στο Πορτ Χάρκουρτ κι έτσι γνώρισε τη μάνα μου.
Πέντε μήνες στην αγκαλιά της θάλασσας. Αλμύρα και υγρασία. Να σου τρυπάει τα κόκαλα. Και να ’ρχεται το κύμα θεόρατο να τα σκορπίζει στη θάλασσα. Μία μέρα στην αγκαλιά της Βικτωρίας, γλύκα και ζεστασιά. Να σου λιώνει το μυαλό. Και να ’ρχεται η φωνή της, σκέτο σουέλ, να σε ζαλίζει και να χύνεσαι, βούτυρο λιωμένο. Έτσι έλεγε ο πατέρας μου όταν τον ρωτούσαν πως ξέμεινε στο Όγιου.
«Για σένα Ρούσα και ξανθιά, κλαίνε του κόσμου τα παιδιά» μου τραγουδούσε ο πατέρας μου «ξανθιά μπορεί να μην είσαι, αλλά είσαι Ρούσα και μελιά με σπάνια ομορφιά». «Ελπίδα για να έχεις κάτι απ’ την Ελλάδα.» Ελπίδα Ρούσου του Τζανή. Ελπίδα, Ελλάδα. Το έγραφα και το ξανάγραφα, σε τετράδια, σε βιβλία, στο χώμα, στους καθρέφτες με κραγιόν, όταν άρχισα, στα κρυφά, να βάφω τα χείλια μου. Σε μια ακρούλα έγραφα Βικτωρία Γκμπεμίσολα Μπαμπατούντε, απ’ το Όγιου. Νιγηρία. Από πάνω τραβούσα δυο γραμμές χιαστή ή σταυρωτά. Χαρακιές στο σώμα της μάνας και της χώρας. Τώρα πεθαίνουν και οι δύο. Η μία λειτουργικά νεκρή και η άλλη κλινικά.
Κλίνη, γεμάτη απ’ το μεγάλο σώμα της μητέρας μου και απ’ τα κουτσούβελα ολόγυρά της. «Γερό σκαρί» έλεγε ο πατέρας. Φρεγάτα στην αρχή, μαούνα, μετά από πέντε παιδιά. Το ένα μετά το άλλο. Στο χρόνο. Κι άλλα θα ’κανε, αν δεν έχανε το τελευταίο μέσα στο βάλτο. Ακατάσχετη αιμορραγία. Η λάσπη έγινε κόκκινη. Ίσα που γλύτωσε κι αυτή. Χοροπηδούσαμε πάνω στο κρεβάτι, όσο περίσσευε απ’ τα κιλά της. Μου άρεσε να πέφτω «κατά λάθος» πάνω στη μεγάλη κοιλιά της, στα μαλακά μπούτια της, να ζουλάω τα βυζιά της. Σαν βδέλλα. Ήταν τόσο αφράτη και μυρωδάτη, σαν ζεστή σοκολάτα. Μέχρι που η αφράτη σοκολάτα, έγινε στα μάτια μου, ένα βουνό από μαύρο λίπος. Λίπος, λάσπη, βδέλλες. Έφυγα θυμωμένη.
-Πηγαίνεις να δεις τους γονείς σου;
-Τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ζει.
-Όσο θα του ανάβεις κανένα κερί, η ψυχή του θα ζει. Δεν θα χάνεται στα σκοτάδια.
-Έχει τους φάρους να του δείχνουν το δρόμο.
Το Έλελε είναι μια πόλη κοντά στο χωριό μου. Προς την πλευρά του Δέλτα, νόμιζα. Τη φανταζόμουνα σαν μια πολύ κακιά γυναίκα. Κάθε φορά που άκουγα τον πατέρα μου να λέει τ’ όνομά της δάκρυζε. Έριχνε το βλέμμα στα νερά του Μπόνυ, έσμιγε με τον Νίγηρα και χανόταν στη μεγάλη θάλασσα. «Ώλελε» έλεγε ο πατέρας μου «όταν πεθάνω να με βάλετε σε μια βάρκα και να πείτε του βαρκάρη να με ξεπροβοδίσει μέχρι τη θάλασσα. Να μη χαθώ στο Δέλτα και βολοδέρνει η ψυχή μου. Δώστε του και κάτι τις. Μετά, ας μ’ αφήσει. Ξέρω το δρόμο για το γυρισμό.» Στο Μπράιτον, όταν βραδιάζει κατεβαίνω στην παραλία. Για να συναντήσω την ψυχή του. Ίσως και να τη φέρει ο αέρας. Τι ζυγίζει μια ψυχή; Το βάρος του «ώλελε» τ’ άφησε στο βαρκάρη. Περατίκι. Δεν είχε και τίποτ’ άλλο. «Για σένα ρούσα και ξανθή, κλαίει και μένα η ψυχή, γιατί είσαι άκαρδη σκληρή», ακούω τη φωνή των κυμάτων.
-Η μητέρα σου, μόνη της ζει;
-Ζούσε. Ζει… δεν ξέρω. Με τον αδερφό της. Είναι παπάς.
Παπάς. Βαρκάρης με ράσα. «Δεν θα σ’ ενοχλούσα παιδί μου, αλλά εδώ και τρεις μέρες η μητέρα σου είναι κλινικά νεκρή. Την πήρα στο σπίτι και περίμενα να πεθάνει πραγματικά. Όμως δεν λέει να πεθάνει. Αναρωτιέμαι μήπως δεν θέλει να φύγει πριν σε δει για τελευταία φορά. Έλα, μήπως και ησυχάσει η ψυχή της.». Δεν αντέχω να σκέφτομαι άλλη μια ψυχή να βολοδέρνει. Αντ’ αυτής, βολοδέρνω εγώ.
Οι αναμνήσεις με παίρνουν και οι ενοχές με σηκώνουν. Με βυθίζουν στα κύματα της αυτοαναίρεσης για επιλογές που δεν ήταν δικές μου. Δεν επέλεξα να γεννηθώ στη Νιγηρία από πατέρα Έλληνα και μάνα Αφρικανή. Δεν επέλεξα να ζω στη φτώχεια και στους βάλτους του Μπόνυ, στο Δέλτα του Νίγηρα. Δεν επέλεξα να είμαι μιγάδα. Ούτε μαύρη σαν τη μάνα μου, ούτε άσπρη σαν τον πατέρα μου. Δεν ανήκω σε κανέναν. Κανείς δεν μου είπε ποτέ «εσύ είσαι σαν και μένα». Δεν επέλεξα μόνη μου, να έρθω στην Αγγλία. Οι σκλάβοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής. Επέλεξα όμως να ξεχάσω. Να κόψω τις ρίζες μου. Αυτή είναι η τελευταία παραχώρηση, η ύστατη… μετά θα ξεκόψω εντελώς. Δεν θα χρωστώ τίποτα σε κανέναν. Θα είμαι ελεύθερη.
-Μην κλαις παιδί μου. Η μητέρα σου θα σε περιμένει. Χτυπάει το τηλέφωνό σου.
«Έλα, παιδί μου. Ο θείος σου είμαι. Ακόμη στο αεροδρόμιο είσαι; Πήγαινε στο σπίτι σου. Η μητέρα σου σε λυπήθηκε. Σήμερα, ο υπάλληλος του νεκροτομείου που φρόντιζε το σώμα της, της αγρίεψε. Κουράστηκε κι αυτός. Της φώναζε τι μάνα είν’ αυτή που δεν πεθαίνει επιτέλους και ταλαιπωρεί το παιδί της, μια εβδομάδα στ’ αεροδρόμιο. Και πάνω που της λέει άντε πέθανε επιτέλους να σε θάψουμε και να συνεχίσουμε τις ζωές μας, η μητέρα σου φταρνίστηκε κι άνοιξε τα μάτια της. Την είδε ο γιατρός και μας είπε ότι είναι καλά. Με την ησυχία σου λοιπόν. Έλα όταν και αν θέλεις.»


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Ιουλίου 2012, αρ. φύλλου 652

8 σχόλια:

  1. όμορφο, καλογραμμένο, τρυφερό και βαθύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος10/10/12

    Συγκινητικό ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος10/10/12

    Χωρίς διάθεση ειρωνίας:
    Ωραίο το λογοπαίγνιο στον τίτλο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Athina10/10/12

    Μ' άρεσε πώς παρουσιάζεται η ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας που σκέφτεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος11/10/12

    Φταρνιστηκε και ανοιξε τα ματια της,προτωτυπος ο τροπος της επαναφορας στην ζωη.Εδω γελαμε.Μηπως να χρησιμοποιουμε μαυροπιπερο στους ετοιμοθανατους, για να φτερνιζονται και να ξυπνανε?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος11/10/12

    Ανώνυμε νούμερο 5 είσαι ζουρλός!
    (αλλά μ' αρέσεις)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος12/10/12

    Γιατι βρε ειμαι ζουρλος?Δεν ειναι για γιελια ο τροπος?[και εσυ μ'μαρεσεις].

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ανώνυμος13/10/12

    Δεν μπορώ να σου εξηγήσω... Είναι θέμα χωροχρόνου.
    Δεν πιστεύω να προσβλήθηκες. Έχει και η "ζούρλα" τη χάρη της! Γι' αυτό είπα ότι μ' αρέσεις. Χαίρομαι πάντως που βρίσκεις και το κωμικό μέσα στο τραγικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ