28.10.13

ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΣΙΟΥ: Στη μνήμη των αδερφών Εμμανουήλ


ΟΔΟΣ 13.6.2013 | 696

Στις λιμναίες όχθες μια γλυκύτατη λέξη ξαναγράφεται εκπληκτικότερη από ποτέ. Από χρόνια τώρα το «στάδιο» των μικρών παιδιών του Ντολτσού, των Ρόδων, της Ελευθερίδας περιοχής ευρύτερα, ήταν κάπου εκεί ανάμεσα στου Νατζή το γεφύρι και στα Πετσιά, άκρα της λίμνης, του όρμου, σ’ ένα θαυμάσιο άπλωμα, ευάνεμο, αλλού αμμουδερό, αλλού χορταριασμένο.
Εκεί συνάζονταν ολημερίς οι μικροί παίδες, εκεί έπαιζαν πέρα δώθε, γυμνάζονταν… Είχαν χαραγμένο τόσο μέρος για το τρέξιμο, ως εκατό μέτρα και είχαν διάπλατο σκάμμα για τα αθλήματα.
Ήταν να μην έρχονταν οι ζεστές μέρες της άνοιξης, ύστερα καλό χειμώνα θα τα ξέκοβες από ‘κει. Το έβλεπαν και οι γονείς τους πόσο ευεργετικό ήταν αυτό το μέρος για τα παιδιά τους. Το σκάμμα εκεί, ως ένα γόνα άμμο είχε, ως εφτά οκτώ μέτρα μάκρος. Αν για λίγο το έβλεπαν να αδειάζει, το ξαναγέμιζαν πάλι.
Τα παιδιά συνάζονταν εκεί και δώστου εκτινάζονταν στον αέρα. Άλλοτε έτρεχαν ως πέρα... Κι αν στις αρχές ήταν αδέξια, από μέρα σε μέρα, όλο και καλύτερα τα πήγαιναν. Κάποια απ’ αυτά γίνονταν ως και «αξεπέραστα». Ήδη στα χρόνια, πεντ’ έξι παιδιά ξεχώριζαν, ήταν δεν ήταν προέφηβα μόλις.

Μέσα σ’ αυτά ήταν και τα δύο αδέρφια Εμμανουήλ. Στερνά στερνά, στις μέρες τους, ο προέφηβος κιόλας Ιωάννης, δεν ήταν να τον συναγωνίζεται κανείς της εδώ περιοχής τους, μήτε στο τρέξιμο μήτε στο άλμα.

Ο αδερφός του και αυτός, ο Παναγιώτης, ίσως από τα χρόνια του, ήταν ως μια ιδέα παραπίσω. Ωστόσο ήταν ο πρώτος με τα παιδιά της ηλικίας του. Αλλά ο αδερφός του ο Γιάννης, ο Γιαννάκης, αυτός ξεπερνούσε και τα μεγαλύτερα, ως και τα δεκαπεντάχρονα ακόμα˙ θες στο τρέξιμο θες στο άλμα. Σαν σαΐτα εκτινάζονταν πέρα… είκοσι τριάντα άλματα έκανε στο κάθε δειλινό τους, έτρεχε άλλο τόσο. Ώσπου κατάκοπους τους έβρισκε το σύθαμπο˙ ξαναγύριζαν σιγά-σιγά ο καθένας για τα σπίτια τους.  Έρχονταν παιδιά κι από μέρη του Απόζαρι, παρόλο που κι εκεί είχαν κάτι ανάλογο. Έρχονταν και ήταν προγυμνασμένα. Έρχονταν ακριβώς για να πιαστούν και με άλλα παιδιά. Είχαν και εκεί τους καλύτερους αθλητές στο τρέξιμο, στο άλμα.

Και σαν από σύμπτωση, ένας δεκατριάχρονος ήταν και εκεί ο άπιαστος, ο πρώτος. Ένας προέφηβος που για φέτος πρωτοπήγαινε στον ανώτερο κύκλο μαθημάτων, στις εγκύκλιες σπουδές. Πήγαινε εκεί στην άκρη της Ελευθερίδας, στο Φροντιστήριο του Κυρίτζη, στον άγιο Νικόλαο τον Πετρίτη, της ενορίας Δραγωτά. Εκεί μαζί του ήταν και ο πρωτότοκος γιος του Εμμανουήλ, ο Γιάννης.
Ίσως μόνον εκεί αν τον ξεπερνούσε λίγο ο Γιάννης, όμως εδώ στο σκάμμα, στο τρέξιμο, ήταν αδύνατον να πάρει το προβάδισμα. Όπως αδύνατον ήταν και στον άλλον προέφηβο, να τον ξεπεράσει με βεβαιότητα. Παρά εκεί στον πόντο ήταν πάντα˙ ως ένα βήμα αν θα έμεινε κάποιος πίσω στο τρέξιμο.

Ήταν ένα σαϊτεμένο αγόρι και αυτό˙ ίσως και λίγο και πιο ανεξάντλητος στις αντοχές του. Από μέρα σε μέρα, από τα πρώτα τους συναπαντήματα ακόμα, έγιναν οι πρωτόφιλοι. Είναι φορές που πήγαιναν και τα παιδιά εδώ του Ντολτσού, των Ρόδων, ως τα μέρη πίσω του Απόζαρι, στις εκεί γειτονιές, στις ακρολιμνιές, στα γεφύρια. Μα συχνότερα έρχονταν αυτά εδώ. Έρχονταν και καταβούιζαν τον τόπο.
Άγνωστο πώς, σε ποιους καιρούς, προγράφτηκε εκεί στην υγρή άμμο, άκρα της λίμνης, του σκάμματος, μια κάποια λέξη. Από τότε πια, μέσα στα γέλια τους, έγινε σαν απαράβατο χρέος τους. Πάντα η κάθε τους μέρα, οι αγώνες τους, να αφιερώνονται σε κάποιον αξιομνημόνευτο άνθρωπο της γης τους, της φιλτάτης πόλης, ως ευρύτερα της πατρίδας τους. Σε κάποιον ευεργέτη τους, στους ήρωες των καιρών, στους προγόνους τους. Άλλοτε να γράφεται το όνομα εκεί κάποιας γης κτλ.
Πάντα που εκτινάζονταν εκεί στο σκάμμα οι παίδες, μαζεύονταν και τα μικρά κορίτσια της περιοχής, τους έβλεπαν, τους χειροκροτούσαν στις επιδόσεις τους.

Έρχονταν και τόσα μικρά Εβραιόπουλα, αγόρια-κορίτσια, άκαυτα και ασακάτευτα από τις δύο πρόσφατες πυρκαγιές, τις σφοδρότατες (εφτά χρόνια διαφορά η μία από την άλλη), από τις δύο τρεις τρομερές επιδημίες, ταυτόχρονα, από τους ξεσπιτωμούς τους πάλι για κάποιους μήνες στ’ απόμακρα μέρη της Κρεπενής, της εκεί «μέλαν γης», της χλοερής, της καλλίκαρπης, της τρίσβαθης.
Έρχονταν λοιπόν κι αυτά και ρίχνονταν στο σκάμμα, άλλα έτρεχαν… Οι μικρές τους κόρες χάραζαν στην άμμο τα δικά τους ονόματα, τα δικά τους ιερά, τα βιβλικά˙ τα όσα τους προφύλαξαν από τα υστερνά τους δεινά κτλ.
Ως και τέσσερα πέντε μικρά τουρκάκια, από τα δυτικά μέρη των Λουτρών (του Ταμπαχανέ μαχαλά), έρχονταν ως εδώ πίσω στην περιοχή του Ντολτσού. Ήταν γνωστά στις μέρες τους, σε όλα τα παιδιά.
Ήταν παιδιά Οθωμανών˙ ενός ψαρά, ενός βυρσοδέψη εργάτη, κάποιου άλλου αχθοφόρου. Ένα δυο ήταν αδέλφια, άλλα εκεί της γειτονιάς. Ήταν η μικρή Χαϊριέ, η Καϊμέτ, η Αϊσέ, ο Ισμαήλ, ο Μουχτάρ, τα τακτικότερα. Γίνονταν όλα ένα μεταξύ τους. Μόνον από τις ενδυμασίες τους αν τα ξεχώριζες, μόνον σαν άκουγες τα ονόματα τους. Αυτά τα μικρά των Εβραίων, τα ξεσπιτωμένα ήδη, ήταν... τρίγλωσσα. Ήξεραν αρκετά καλά τα ελληνικά, ήξεραν τόσες λέξεις των Τούρκων.
Οι μικροί Καστοριείς, αν ήξεραν τα ελάχιστα, όσο όσο να χαιρετιούνται.

Εκεί λοιπόν, για νωρίς το δειλινό, πρωτοβρέθηκε ο Γιάννης των Εμμανουήλ. Αν είδε για λίγο την εύπλοη βάρκα τους, μα πάλι δεν πέρασε μέσα της. Όπου να’ ναι, το ήξερε, θα ερχόταν και ο αδερφός του, ο Παναγιώτης˙ θα τον περιμένει να ανοιχτούν μαζί στα βάθη της λίμνης.  Από λίγο πλεύρισε ως το σκάμμα. Ίσως για αργά αργά, στο ηλιοβασίλεμα, να είχαν πάλι τα σάλτα τους. Δίπλα του εκεί, είδε ένα δύο ονόματα χαραγμένα στο αμμόχωμα. Στο ένα έγραφε: Εβραΐδα γη˙ στο άλλο: Κυμοπόλεια….
Χμ… αχνογέλασε από μόνος του ο Ιωάννης.

Αν κοίταξε και εκεί στο γνωστό μέρος, στο μόνο μέρος που γραφόταν πάντα η ίδια λέξη, τώρα έβλεπε κάτι που τον παραξένεψε. Από λίγο το είχε βέβαιο, ότι, ουδέποτε, άλλοτε, γράφτηκε αυτή η λέξη με τόσο τέλεια γράμματα, τόσο αρμονικά, ομοιόμορφα. Σαν να ήταν από καλούπι βγαλμένα, μικρά κομμάτια, από μέταλλο, από ξύλο. Ακόμα και αυτός που τόσο σταθερό χέρι είχε, πάλι σαν δύσκολα θαρρεί να το κατάφερνε. Ω, ήταν τόσο θαυμάσια γράμματα, τόσο αχνά χαραγμένα… Ίσως τότε να το πρωτοένιωσε κι αυτός, στ’ αλήθεια ως πόσο γλυκύτατη ήταν αυτή η λέξη που γραφόταν εκεί, από χρόνια…

Έτσι γονάτισε σαν προσκυνητός μπροστά της και της περιεργαζόταν. Του ήταν αδύνατον να βρει από ποιον γράφτηκε τόσο τέλεια αυτή η ανεκτίμητη λέξη: ελευθερία ! Για μια στιγμή αναρρίγησε ολόκορμος: Θεέ μου… ψέλλισε. Εκεί, γονατιστός ακόμα, τον βρήκε από λίγο και ο μικρός αδερφός του, ο τολμηρός Παναγιώτης. Ήταν πανέξυπνο και αυτό το παιδί˙ να, στο χρόνο πέρα, θα τελείωνε τον πρώτο κύκλο μαθημάτων του, θα περνούσε στις εγκύκλιες σπουδές. Μεμιάς κατάλαβε τι ήταν αυτό που μάγεψε τον αδερφό του.

Έτσι γονάτισε αυθόρμητα κι αυτός εκεί, χωρίς να του πει λέξη, απλώς έφερε το χέρι του αχνά πάνω από τα οχτώ εννιά γράμματα: Πόσα όμορφα είναι… ψέλλισε. Κάπως έτσι τους βρήκαν οι φωνές των μικρών παιδιών˙ πήραν να κυκλώνουν εκεί το άπλωμα, το σκάμμα σε λίγο, τα δυο αδέρφια που ανασηκώθηκαν από την άμμο. Ήταν κάπως νωρίς ακόμα. Αν οι άλλοι μικροί παίδες ρίχνοταν στα άλματα, αυτοί πέρασαν στη βάρκα τους κι από λίγο ανοίχτηκαν στο βάθος. Έφτασαν ως την άκρη του βουνού, της Μύτκας, μα δεν πισωγύρισαν, παρά πλεύρισαν ως τα μέρη της Μονής Μαυριώτισσας (της βυζαντινής μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Παναγίας της Μαυριώτισσας, της Κρεπενιώτισσας Παναγίας, της Μεσονησιώτισσας, της Λιμναίας Παναγίας).

Εκεί συναντήθηκαν και με άλλους μικρούς που έρχονταν και από τα μέρη του Απόζαρι. Και πριν από όλους τους, προπορευόταν ο παιδικός τους φίλος, ο προέφηβος γιος της οικογένειας Νισλή, ο αθλογέννητος Κλεάνθης…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13 Ιουνίου 2013, αρ. φύλλου 696

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ