4.3.14

ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΔΑΛΑΜΑΓΚΑ: Το δικό μου αντίο


ΟΔΟΣ 7.11.2013 |  714

Πλησιάζει η ώρα που θα έρθω να σε βρω και να σε αποχαιρετίσω. Θέλω να γράψω, μα δεν ξέρω τι. Θέλω να φωνάξω μα δεν ξέρω γιατί.  Είναι τόσα πολλά αυτά που φτάνουν στην άκρη των χειλιών μα δεν τολμούν να βγουν...
Κλείνω τα μάτια και ξαπλώνω στη λιακάδα. Αφήνω το κορμί να ζεσταθεί από τις τρυφερές ακτίνες του ήλιου και το μυαλό να εξαγνιστεί από το δυνατό του φως. Το μυαλό γυρνάει χρόνια πίσω.... όταν ακόμη δεν με ένοιαζαν πολλά, παρά μόνο τι ώρα θα βγω να κυλιστώ στο χώμα, να τρέξω, να παίξω, να γελάσω...

Βγαίνω από την αυλή και τρέχω στην αλάνα... πρόσωπα γνώριμα που ακόμα και σήμερα είναι κοντά μου... αλλά και πρόσωπα που χάθηκαν κι ακόμα αναρωτιέμαι το γιατί... φωνές, γέλια, πειράγματα...
Αρχίζει και σκοτεινιάζει... αυτή η ώρα πάντα μου άρεσε. Με τα χρώματα που παίρνει ο ουρανός, είναι σαν να μου φανερώνει την μυστική πόρτα του παραδείσου και να μου δείχνει λίγη από τη μαγεία που κρύβει... έπειτα σκοτάδι... με έναν ουρανό γεμάτο άστρα και ευχές... την λατρεύω τη νύχτα, σου δίνει τροφή για σκέψη, σκέψεις όμορφες αλλά και μελαγχολικές.
Ανοίγω τα μάτια και ο ήλιος με έχει ήδη ξεκουράσει, σηκώνομαι και περπατάω αργά, βλέπω τα φύλλα των δέντρων που έχουν πάρει αυτό το χρυσοκόκκινο υπέροχο χρώμα... άνθρωποι περπατούν δίπλα μου και με προσπερνάνε. Τι να σκέφτονται άραγε;

Μια κυρία κάθεται σε ένα παγκάκι και κοιτάζει την λίμνη καπνίζοντας ένα τσιγάρο, πιο πέρα ένα κοριτσάκι κυνηγάει τις πάπιες και αυτές βρίσκουν καταφύγιο στα σωτήρια νερά της λίμνης!
Σκέφτομαι τα χρόνια μου σε αυτή την πόλη, σκέφτομαι τους ανθρώπους που γνώρισα, που αγάπησα, που εκτίμησα. Σκέφτομαι εσένα.
Ο καθένας κάτι μου έδωσε και κάτι πήρε από εμένα... ο καθένας τους άφησε ένα αποτύπωμα μέσα μου.
Κάθομαι σε ένα παγκάκι, στρίβω ένα τσιγάρο μα δεν το ανάβω, κοιτάζω την ομορφιά του τοπίου και σκέφτομαι πως θα μπορούσε να είναι η ζωή μου μετά από χρόνια σε αυτή την πόλη;
Θα την άντεχα; Θα μου άρεσε; Ή θα έψαχνα μια έξοδο διαφυγής; Οι άνθρωποι αλλάζουν με τα χρόνια; Ξεχνάνε; Δεν ξέρω...

Ανάβω το τσιγάρο και το μυαλό ξαναγυρίζει πίσω...ξαναγυρίζει σε εκείνη την αυλή, σε εκείνη την αλάνα, σε εκείνα τα γέλια...
Πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί τώρα...να τρώω γρανίτα στα σκαλιά της γειτονιάς...να κάθομαι με τον Ν. στο παγκάκι και να συζητάμε...
Να πηγαίνουμε βόλτες με τα ποδήλατα στο βουνό, να γυρνάμε κουρασμένοι και να καθόμαστε στο μπαλκόνι του σπιτιού και να τρώμε τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς μου.
Χτυπάει το τηλέφωνο και με ξυπνάει από το λήθαργο της ανάμνησης, το βγάζω από την τσάντα και το απενεργοποιώ.
Όσο και να αγαπάς μερικούς ανθρώπους, είναι στιγμές που προτιμάς να είσαι μόνος... σηκώνομαι από το παγκάκι και συνεχίζω το περπάτημα μου.

Μετά από λίγα λεπτά, φτάνω στον προορισμό μου. Αφήνω μερικά κέρματα στο παγκάρι και παίρνω ένα κερί, προχωράω μέσα στην ηρεμία του κοιμητηρίου ώσπου να φτάσω σε σένα... ανάβω το κερί και στρίβω άλλο ένα τσιγάρο, να το καπνίσω μαζί σου.
Χθες βράδυ έκλαψα πολύ για σένα... ήρθες στο μυαλό μου και έκλαψα πολύ. Δεν σε χόρτασα, σε ήθελα λίγο ακόμα κοντά μου. Θυμάμαι κάθε σου συμβουλή, κάθε σου αστείο, κάθε σου πείραγμα, αλλά και κάθε σου σιωπή... Στις σιωπές σου αυτές σε απολάμβανα περισσότερο, σε κοίταζα στα μάτια και θαύμαζα αυτό το υπέροχο χρώμα που είχαν...

Έφυγες χωρίς να το περιμένω, το ήξερα ότι θα γινόταν κάποια στιγμή αλλά όχι τόσο σύντομα. Δεν σε χόρτασα. Τελειώνω το τσιγάρο, κοιτάζω τη φωτογραφία σου, και έπειτα φεύγω...
Ο ήλιος έχει αρχίσει να κρύβεται πίσω από το βουνό κι αρχίζω να περπατάω γρήγορα.
Φτάνω σπίτι, ανοίγω την πόρτα και αντικρίζω μια γλυκιά φατσούλα να με κοιτάζει και να με περιμένει με ανυπομονησία στον καναπέ! Κάθομαι δίπλα της και την παίρνω αγκαλιά.
Πόση αγάπη μπορεί να δώσει ένα τέτοιο πλασματάκι που δεν μιλάει, που δεν ξέρει τι σκέφτομαι κι όμως... μπορεί να με παρηγορήσει καλύτερα από τον καθένα.
Φτιάχνω έναν καφέ και ανοίγω τον υπολογιστή. Απόψε δεν θέλω να κοιμηθώ, προτιμώ να θυμηθώ... πίνω δυο γουλιές από τον καφέ ακούγοντας ένα λατρεμένο τραγούδι... « τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο, τσάμπα οικόπεδο σε παραλία...» σου το αφιερώνω...

Σηκώνομαι, αφήνω την κούπα στο νεροχύτη και ανοίγω ένα μπουκάλι κρασί. Το πρώτο ποτήρι τελείωσε πριν καλά-καλά το καταλάβω. Ξαναγεμίζω το ποτήρι και αποφασίζω να πάρω τηλέφωνο σε κάποιον που έχω πολύ καιρό να μιλήσω... σχηματίζω τον αριθμό όμως το μετανιώνω και κλείνω το τηλέφωνο, ανάβω μερικά κεριά και σβήνω τα φώτα, ψάχνω παλιές φωτογραφίες στον υπολογιστή...

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, οι φωτογραφίες του καθενός φανερώνουν την ιστορία της ζωής του... άνθρωποι που ήρθαν, που έφυγαν, καινούργια άτομα που μπήκαν στη ζωή μου, μέρη που γνώρισα, όμορφες στιγμές που πέρασα όλα ξεδιπλώνονται στα μάτια μου μέσα από αυτές τις φωτογραφίες... ακόμα και η αλλαγή του εαυτού μου.
Όχι ότι χρειαζόμουν τις φωτογραφίες για να μου το θυμίσουν...
Το μπουκάλι τελείωσε, η ώρα έχει πάει 4 και ο Μορφέας με τραβάει απ’ το χέρι.
Λέω να κοιμηθώ, ίσως στα όνειρα οι αναμνήσεις πονάνε λιγότερο...
Καληνύχτα Σουλίτσα...
Να είσαι σίγουρη ότι θα σε θυμάμαι πάντα...

Στην μνήμη της λατρεμένης μας Σουλίτσας, με αφορμή τη συμπλήρωση 6 μηνών από τον θάνατό της.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Νοεμβρίου 2013, αρ. φύλλου 714

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ