6.7.14

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Τζίνα Μπαχάουερ




Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση της διάσημης πιανίστας Τζίνας Μπαχάουερ είχε διοργανωθεί πέρυσι στις 21 Μαΐου τιμητική εκδήλωση (γκαλά) στη μνήμη της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Τα έσοδα της συναυλίας διατέθηκαν για το ταμείο υποτροφιών του Διεθνούς Μουσικού Ιδρύματος «Τζίνα Μπαχάουερ», καθώς ο σκοπός του Ιδρύματος είναι και εκπαιδευτικός. Αυτό μου θύμισε ότι εδώ και αρκετά χρόνια είχα παρακολουθήσει μια παλιά συνέντευξη της διάσημης διεθνώς πιανίστας στην Αθηνά Σπανούδη. Την παρουσίαζε από τα αρχεία του Προγράμματος ο πολύ γνωστός στους ακροατές του Τρίτου προγράμματος για τις ενδιαφέρουσες και επιτυχημένες εκπομπές του συνεργάτης του σταθμού Βαγγέλης ΨυράκηςΚαι να η απομαγνητοφώνηση της κασέτας, που είχα γράψει τότε:

«Ελληνίδα Αυστροϊταλικής καταγωγής, που τελικά απέκτησε και την Αγγλική υπηκοότητα, η Τζίνα Μπαχάουερ γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1913. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών με τον Βόλντεμαρ Φρήμαν φοιτώντας παράλληλα, κατ’ απαίτηση του πατέρα της λένε, και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αργότερα σπούδασε στην Παρισινή Εκόλ ντε Μουζίκ (École de Music) με τον Κορτώ (Cortot) και αργότερα το 1935 με τον Ραχμάνινωφ τελευταίο καθηγητή της. Στα 1933 βραβεύτηκε από το Δήμο Βιέννης σε διαγωνισμό πιάνου στην Αυστριακή Πρωτεύουσα. Ως αρχή της καριέρας της αναφέρεται η εμφάνισή της σε συναυλία με αρχιμουσικό τον Δημήτρη Μητρόπουλο στην Αθήνα το 1935. Ακολούθησαν αρκετές ευρωπαϊκές εμφανίσεις και ο διορισμός της ως καθηγήτριας στο Ωδείο Αθηνών. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποκλείστηκε στην Αίγυπτο, όπου πραγματοποίησε πάνω από 600 εμφανίσεις για τα συμμαχικά στρατεύματα.

Πρωτοεμφανίστηκε στο Λονδίνο στο Άλμπερτ Χώλ (Albert Hall) στα1947 και στη Νέα Υόρκη στο Κάρνετζι Χώλ (Carnegie Hall) στα 1950. Ήδη σύζυγος του άγγλου αρχιμουσικού Άλεκ Σέρμαν, που συνέδεσε το όνομά του με πρώτες εκτελέσεις έργων των Καλομοίρη και Χρήστου, είχε στη συνέχεια ως επίκεντρο της σταδιοδρομίας της τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στα 1962 περιόδευσε στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Το 1971 έδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ στο Κέντρο Κένεντυ της Ουάσιγκτον ως «ιδρύτρια καλλιτέχνις». Κατά το λεξικό των ερμηνευτών του Αλαίν Πάρις (εκδόσεις Λαφόν) οι περιοδείες της και οι συναυλίες της στην Ευρώπη ήταν πολύ εντυπωσιακές και η συναυλία στο Κάρνετζι Χώλ θριαμβευτική.
Για να ξαναφέρουμε νοερά κοντά μας τη Τζίνα Μπαχάουερ σας προτείνουμε να ακούσουμε αποσπάσματα από συνέντευξή της στην Αθηνά Σπανούδη από το αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Η Μπαχάουερ μιλάει για την εμπειρία της από το Ηρώδειο, για τους συνθέτες και τους μουσικούς τόπους, που αγαπά.

Τζίνα Μπαχάουερ: Το αρχαίο θέατρο είναι ένας ιερός χώρος, που νομίζω ότι για κάθε αρτίστα είναι μια από τις μεγαλύτερες χαρές εάν ποτέ του δοθεί η ευκαιρία να παίξει εκεί πέρα μέσα. Και θα θυμάμαι πάντοτε τον καιρό που ήρθε ο Μπρούνο Βάλτερ και που ποτέ δεν είχε κάνει καμιά πρόβα στο αρχαίο θέατρο —όλες οι πρόβες είχανε γίνει σε κλειστό χώρο —και ανέβηκε πάνω στο πόντιουμ για να διευθύνει και ξαφνικά σήκωσε τα μάτια του βεβαίως για να χαιρετήσει το κοινό, το οποίο στεκόταν όρθιο και τον χειροκροτούσε και είδε ξαφνικά τον Παρθενώνα απάνω απ’ το κεφάλι του. Και εκεί με σηκωμένο το κεφάλι χωρίς να μπορέσει να κατεβάσει το κεφάλι και να χαιρετήσει το κοινό άρχισε να κλαίει. Το κοινό ολόκληρο σταμάτησε για μια στιγμή να χειροκροτεί, και βεβαίως δεν μπορούσα να το δω αυτό το πράγμα, αλλά δεν ξέρω γιατί ένιωσα, ότι όλος αυτός ο κόσμος έκλαιγε μαζί του εκείνη την ώρα. Νομίζω ότι κάθε καλλιτέχνης, που μπαίνει εκεί πέρα μέσα αισθάνεται το ίδιο πράγμα. Είναι μια experience, που δεν ξεχνάει κανείς ποτέ στη ζωή του νομίζω.

Μ’ αρέσει να παίζω κάθε όμορφη μουσική, οπουδήποτε τη βρίσκω κι’ οποτεδήποτε νιώθω ότι μπορώ να δώσω το καλλίτερο. Γιατί βεβαίως μέσα στους κλασικούς και μέσα στους μοντέρνους από το σήμερα υπάρχουν πολλοί πάρα μα πάρα πολύ μεγάλοι συνθέτες και έχουν γράψει ωραιότατα πράγματα, αλλά ορισμένα απ’ αυτά τα πράγματα, αισθάνομαι, ότι μπορώ να τα δώσω καλλίτερα από τα άλλα. Και γι’ αυτό, όταν αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να δώσω ότι πρέπει ακριβώς απ’ το μεγάλο συνθέτη, προτιμώ να μην το παίξω καθόλου. Γι’ αυτό διαλέγω πάντοτε μέσα στα προγράμματά μου να βρίσκω πράγματα που αγαπώ και λατρεύω και τότε νομίζω, ότι ίσως ίσως —ξέρω ‘γω —να μην πηγαίνω πολύ μακριά απ’ αυτό που αγαπώ και θέλω. Και νομίζω ότι ένας καλλιτέχνης σήμερα, λέω σήμερα διότι αυτό το είδος του καλλιτέχνου άλλοτε, που έπαιζε μονάχα πιάνο ή ένας άλλος που έπαιζε βιολί ή ένας άλλος, που τραγουδούσε μόνο έχει εκλείψει τελείως , δεν υπάρχει πιά αυτό το πράγμα. Ένας καλλιτέχνης σήμερα πρέπει να έχει μια αφάνταστη μόρφωση και μια γενική μόρφωση και προπαντός να μπορεί, να ξεύρει και να γνωρίζει πολλά πράγματα για διάφορες άλλες τέχνες για να μπορεί να τα παραβάλλει. Δεν μπορώ να καταλάβω πως είναι δυνατόν σήμερα ένας άνθρωπος να μπορέσει να δώσει ότι θέλει μέσα από την ψυχή του χωρίς να νιώθει κάτι από ζωγραφική, να νιώθει κάτι από ποίηση, να νιώθει κάτι από sculpture (=γλυπτική), κάτι από φιλολογία. Είναι αδύνατον. Εγώ θυμάμαι πάρα πάρα πολύ καλά, ότι όταν ήμουν παιδί, πάντα παραπονιόμουνα όταν ο πατέρας μου μού ’λεγε ότι για να μάθεις να παίζεις πιάνο, πρέπει να μάθεις πολλά άλλα πράγματα δίπλα σ’ αυτό. Και βεβαίως ήμουν παιδί ήθελα να μελετήσω , ήθελα να παίξω λίγο, δεν είχα καιρό να κάνω ό,τι μου ζητούσε να κάνω, αλλά σήμερα τον ευλογώ απ’ το πρωί ως το βράδυ γιατί βλέπω τί με βοηθάει, ότι έμαθα στη ζωή μου για να μπορέσω σήμερα, να μπορέσω να δώσω επιτέλους κάπως κάτι απ’ αυτό που έμαθα

Αθ. Σπανούδη: «να ακτινοβολήσεις με τον τρόπο, που ακτινοβολείς»

Τζίνα Μπαχάουερ: Ευρίσκω ότι στον κάθε τόπο και στην κάθε πόλη, που παίζω υπάρχει ένα εντελώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν μπορεί κανείς να παραβάλει καμιά πόλη με την άλλη. Και θα πρέπει να πω, ότι ένας απ’ τους τόπους, που έκανε μια πάρα πάρα πολύ μεγάλη πρόοδο στη μουσική είναι η Αμερική βεβαίως. Και μάλιστα μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια. Και θυμάμαι όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αμερική το 1950 και άρχισα βεβαίως κι’ έπαιζα κάθε χρόνο στα διάφορα Πανεπιστήμια και στα διάφορα κολλέγια εκεί, θυμάμαι τους φοιτητάς και τα νέα παιδιά εκεί, βεβαίως έπρεπε να ‘ρθουν στο κοντσέρτο, ήταν μέσα στο πρόγραμμά τους κι έπρεπε να ρθουν να τ’ ακούσουν, αλλά ποτέ δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον. Αλλά σήμερα, μέσα σ’ αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια η διαφορά είναι αφάνταστη. Μεγάλη διαφορά. Τώρα πριν κάθε κοντσέρτο ακούνε σε δίσκους ολόκληρο το πρόγραμμα και όχι μόνο από ένα καλλιτέχνη αλλά από δύο ή τρείς για να μπορέσουν να κρίνουν ακριβώς, όταν θα τ’ ακούσουν απ’ αυτόν, τον οποίον έχει καλέσει το κολλέγιο και το Πανεπιστήμιο και να μπορούν να κρίνουν μόνοι τους ποιός του άρεσε περισσότερο.

Αθ. Σπανούδη: «να ακτινοβολήσεις με τον τρόπο, που ακτινοβολείς»

Τζίνα Μπαχάουερ: Ευρίσκω ότι στον κάθε τόπο και στην κάθε πόλη, που παίζω υπάρχει ένα εντελώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν μπορεί κανείς να παραβάλει καμιά πόλη με την άλλη. Και θα πρέπει να πω, ότι ένας απ’ τους τόπους, που έκανε μια πάρα πάρα πολύ μεγάλη πρόοδο στη μουσική είναι η Αμερική βεβαίως. Και μάλιστα μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια. Και θυμάμαι όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αμερική το 1950 και άρχισα βεβαίως κι’ έπαιζα κάθε χρόνο στα διάφορα Πανεπιστήμια και στα διάφορα κολλέγια εκεί, θυμάμαι τους φοιτητάς και τα νέα παιδιά εκεί, βεβαίως έπρεπε να ‘ρθουν στο κοντσέρτο, ήταν μέσα στο πρόγραμμά τους κι έπρεπε να ρθουν να τ’ ακούσουν, αλλά ποτέ δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον. Αλλά σήμερα, μέσα σ’ αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια η διαφορά είναι αφάνταστη. Μεγάλη διαφορά. Τώρα πριν κάθε κοντσέρτο ακούνε σε δίσκους ολόκληρο το πρόγραμμα και όχι μόνο από ένα καλλιτέχνη αλλά από δύο ή τρείς για να μπορέσουν να κρίνουν ακριβώς, όταν θα τ’ ακούσουν απ’ αυτόν, τον οποίον έχει καλέσει το κολλέγιο και το Πανεπιστήμιο και να μπορούν να κρίνουν μόνοι τους ποιός του άρεσε περισσότερο. μόνοι τους ποιός του άρεσε περισσότερο.
Ξεύρουν σχεδόν απ’ έξω όλο το πρόγραμμα και ύστερα από κάθε κοντσέρτο γίνεται πάντοτε ένα είδος δεξιώσεως, όλα αυτά τα παιδιά είναι καλεσμένα πάντοτε, και είναι αδύνατον να σου πω τί ερωτήσεις βάζουν αυτά τα παιδιά.

Αθηνά Σπανούδη: Φωτισμένες.

Τζίνα Μπαχάουερ: Φωτισμένες, σωστές, με μυαλό, με κρίση, με… Είναι κάτι τι ,που δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει. Όταν βλέπει λοιπόν κανείς μια τέτοια πρόοδο στους νέους.

Αθηνά Σπανούδη: Μέσα σε δέκα μόνο χρόνια!

Τζίνα Μπαχάουερ: Τα νέα παιδιά μεταξύ δεκαέξι και είκοσι δύο φαντάζεσαι τί έχει γίνει στα άλλα, στους ανθρώπους τους πιο μεγάλους και τους πιο ανεπτυγμένους. Έχει φτάσει σε ένα σημείο σήμερα, όχι μονάχα βεβαίως στις μεγάλες πόλεις της Αμερικής, αλλά στις εντελώς μικρές πόλεις, ξέρω εγώ, όπως είναι στο…. όπως είναι στη Βιρτζίνια, που έχει μονάχα 70.000 κατοίκους να έχουν ένα κόντσερτ χωλ (Concert Hall) και να το γεμίζουνε και το κόντσερτ χώλ αυτό να παίρνει 7.000 ανθρώπους και να είναι σολντ άουτ (sold out). Λοιπόν καταλαβαίνεις τί γίνεται. Αλλά αυτό βεβαίως είναι ένα πράμα που στην Αμερική θα το περίμενε κανείς να το δει αυτό το πράμα. Αλλά βλέπω τί έγινε τελευταίως, όταν πήγα να παίξω και στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία. Καταλαβαίνεις ... γι’ αυτό σου λέω ακριβώς ότι κάθε τόπος , κάθε πόλις έχει το δικό της έχει το δικό της ενδιαφέρον και τη δικιά της… το δικό της χρώμα.

Αθηνά Σπανούδη: Κι εμείς έχουμε ένα τεράστιο ενδιαφέρον…

Τζίνα Μπαχάουερ: Εμείς έχουμε ένα αφάνταστο, αφάνταστα καλό κοινό, και δεν είναι τώρα, εμείς δεν έχουμε κάνει πρόοδο, εμείς το είχαμε πάντοτε αυτό το κοινό και ήτανε καιρός, θυμίζω ότι όταν είχαμε εδώ πέρα τον Μητρόπουλο εδώ πέρα στοκάριζε; ο Ρουμπινστάιν με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του κόσμου. Και γι’ αυτό ακριβώς βρίσκω ότι μπορούμε να πάμε μπροστά και ακόμη ακόμη πολύ περισσότερο. Βεβαίως το φεστιβάλ μας είναι ένα αριστουργηματικό φεστιβάλ, που μπορεί κανείς να το παραβάλλει με τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Με το να γίνεται αυτό το φεστιβάλ σ’ αυτό τον ιερό χώρο, σ’ αυτό το θέατρο, που δεν μπορεί κανείς να το βρει πουθενά αλλού, είναι ένα άλλο μεγάλο, σπουδαίο γεγονός αλλά εκτός απ’ αυτό πρέπει να κάνουμε κάτι, ώστε να μην έχουμε μονάχα το φεστιβάλ μας το Καλοκαίρι, πρέπει να έχουμε την ίδια μουσική κίνηση το Χειμώνα. Και πρέπει να κάνουμε κάτι ώστε να μην είναι μονάχα η Αθήνα μ’ αυτό το περίφημο, μ’ αυτό το θαυμάσιο φεστιβάλ, που έχει την ευκαιρία κάθε χρόνο να ακούει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου, να έχει τους μεγαλύτερους σολίστ του κόσμου —όλα αυτά είναι πάρα πολύ καλά και άγια— και ένας Θεός ξέρει αν δεν είμαι εγώ η πρώτη, η οποία δοξάζω το Θεό, που έγινε αυτό το φεστιβάλ και το έχουμε, αλλά δεν φτάνει μονάχα αυτό. Πρέπει να κάνουμε κάτι, ώστε να έχουμε όλο το χρόνο την ίδια μουσική κίνηση. Τότε μονάχα θα μπορέσουμε να πούμε, ότι ξαναφτάσαμε εκεί που ήμαστε πριν απ’ τον πόλεμο και όταν ήμουν εγώ α-κόμα παιδί, που θυμάμαι όλους αυτούς τους μεγάλους καλλιτέχνες, που ήταν εδώ.»

Βαγγ. Ψυράκης: Ήταν η Τζίνα Μπαχάουερ από παλιά ηχογράφηση της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Η Τζίνα Μπαχάουερ ανήκε στην οικογένεια των μουσικών, που μπορούν να παίξουν πολλά πράματα χωρίς να ειδικευτούν για να εμβαθύνουν σε μια πτυχή του ρεπερτορίου, γράφουν βιογράφοι της. Ωστόσο ένιωθε άνετα κυρίως με τα έργα του δέκατου ένατου και της αρχής του εικοστού αιώνα. Ιστορική παραμένει και μοναδική ίσως σε παγκόσμια κλίμακα η ερμηνεία της στο κοντσέρτο για πιάνο του Grieg στο Ηρώδειο στις 8 Σεπτεμβρίου 1974. Ήταν η πρώτη της εμφάνιση μετά την Απριλιανή επταετία κατά την οποία η Μπαχάουερ δεν έπαιζε στην Ελλάδα.

Αριστοκράτισσα της μουσικής η Μπαχάουερ ενίσχυσε με την παρουσία και τις γνωριμίες της το φεστιβάλ Αθηνών. Πέθανε λίγες ώρες πριν εμφανιστεί στο Ηρώδειο στις 22 Αυγούστου 1976. Το Ίδρυμα «Μπαχάουερ», που ιδρύθηκε στη μνήμη της, ενισχύει οικονομικά νέους Έλληνες μουσικούς. Ας δούμε πως σκιαγραφεί τη Τζίνα Μπαχάουερ ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας μέσα απ’ τις κριτικές του για τη μεγάλη πιανίστα μας:

«Στα μουσικά χρονικά της εποχής μας», έγραψε ο Μίνως Δούνιας στα 1959, «δεσπόζει η επιβλητική φυσιογνωμία της Τζίνας Μπαχάουερ. Όλοι θυμούνται ,πώς ξεκίνησε από το Ωδείον Αθηνών, μια νεωτάτη άγνωστη πιανίστα για τη μεγάλη περιπέτεια της Τέχνης. Μέσα στην καταιγίδα του πολέμου χάσαμε τα ίχνη της. Όμως εκεί στις μακρινές περιπλανήσεις της, πέρα από τα στενά όρια του τόπου μας ωρίμαζε το ασύγκριτο ταλέντο της. Κι’ όταν την ξανακούσαμε στην πρώτη μεταπολεμική της επίσκεψη, θαυμάσαμε την οργιαστική εξέλιξή της σε πιανιστική προσωπικότητα. Έκτοτε η Μπαχάουερ μας οδηγεί από έκπληξη σε έκπληξη καθώς ανεβαίνει το ένα μετά το άλλο τα σκαλοπάτια της ωριμότητος. Η Μπαχάουερ» συνεχίζει ο Μίνως Δούνιας «είναι μία θερμή καλλιτέχνις, που ξεύρει να εκφράζεται άνευ περιστροφών με δύναμη και απλότητα. Συναρπάζει το ακροατήριό της χάρις στην και ευθύτητα και θετικότητα των προθέσεών της, αλλά και την αλάνθαστη πιανιστική της καλλιέργεια, όπως εκδηλώνεται στον ασύγκριτο ήχο της. Δυναμικό, γοητευτικό και διαφανές ύφος ερμηνείας τεχνική αντοχή, ψυχικό σθένος, ποιητική ιδιοσυγκρασία, ρυθμός και μελωδία γεμάτα λεπτότητα, σπινθηροβόλος πιανιστική τέχνη, και βαθιά πνευματικότητα, ήταν αρετές, που η κριτική σταθερά εξήρε στις εμφανίσεις της Τζίνας Μπαχάουερ. Μπορούσε να παίξει δυό φορές το ίδιο έργο με την ίδια ακρίβεια και πιστότητα…».

Ας ξαναγυρίσουμε στη σκιαγραφία της Μπαχάουερ από τον Μίμω Δούνια: «Λίγοι μουσικοί» γράφει ο Δούνιας, «έχουν την ικανότητα να διακρίνουν τόσο καθαρά τα χαρακτηριστικά των μεγάλων ιστορικών εποχών, όπως η Τζίνα Μπαχάουερ. Η γνώσις της εξελίξεως του ύφους και των μορφών, αλλά και ο πλούτος των εκφραστικών μέσων, που διαθέτει η καλλιτέχνις, της επιτρέπουν να πραγματοποιεί εικόνες ποικίλων πιανιστικών αποχρώσεων. Η Μπαχάουερ παρουσιάζει μιά σπανία περίπτωση καλλιτέχνιδος με δύο ξεχωριστές, θάλεγα, προσωπικότητες». προσθέτει ο Δούνιας. «Πράγματι κατορθώνει να διαφοροποιεί και να αποδίδει με την ίδια πειστικότητα τόσο το μνημειώδες πάθος του μπαρόκ, όσο και την νταντελένια χάρη του ροκοκό, όπως λίγοι από τους εξόχους ακόμη συναδέλφους της» καταλήγει ο Μίνως Δούνιας


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Μαρτίου και στις 10 Απριλίου 2014,
αρ. φύλλων 733 & 735 αντίστοιχα.
.


Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ