Ένας Μακεδόνας στην καταγωγή και το φρόνημα. Μαθητής και συνεργάτης του Βάγκνερ. Πιστός φίλος της οικογένειας και μεγάλος θαυμαστής του δασκάλου του. Κι ο Βάγκνερ είχε μεγάλο θαυμασμό για τον Λάλα. Ήταν πιανίστας, μαέστρος και σπουδαίος συνθέτης, που το έργο του κατάπιε ο Θερμαϊκός κόλπος.
Να λησμονήσεις φίλους,
να περιγελάσεις τον τεχνίτη,
Και το βαθύτερο μυαλό
να το περνάς μικρό και τιποτένιο,
Ο θεός το συχωράει – μην ταράξεις μόνο
Ποτέ σου την ειρήνη των αγαπημένων.
(Σεπτέμβριος του 1798) μετ. Ζήσιμου Λορεντζάτου
O ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ και της τέχνης γενικότερα έχει προσηλωμένο το βλέμμα του φέτος στη μεγάλη μορφή, της όπερας, στον Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1813. Χρονιά αφιερωμένη, στον μεγάλο αυτόν συνθέτη. Στη μουσική ιδιοφυΐα. Τον αγαπημένο των θεών, όπως τον αποκαλούν, με τις ανθρώπινες αδυναμίες. Πόσα και πόσα δεν έχουν γραφτεί για την τεράστια αυτή προσωπικότητα και την πολυτάραχη ζωή του. Τη λατρεία των φίλων της όπερας και της μουσικής, όσο και για τα αμφιλεγόμενα αισθήματα που εμπνέει στις καρδιές το ίνδαλμά τους. Έχουν περάσει 125 χρόνια από τον θάνατό του, πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου του 1883, και το 2008 κηρύχθηκε ανά τον κόσμο έτος Βάγκνερ.
Ο εξαίρετος μουσικολόγος και ερευνητής Γεώργιος Λεωτσάκος σ’ ένα βιβλίο του γράφει: «Όταν γίνεται λόγος για την επίδραση του Ρίχαρντ Βάγκνερ στην ελληνική μουσική δημιουργία, ο μόνος πραγματικός μαθητής του, με την έννοια του πιστού, και συνεργάτης του, υπήρξε ένας Μακεδόνας την καταγωγή και το φρόνημα, ο Δημήτριος Στεργίου Λάλας».
Ο Έλληνας Μακεδόνας, Δημήτριος Λάλας, ήταν στενός φίλος και οικείος επισκέπτης στο σπίτι του ζεύγους Κόζιμα και Ρίχαρντ στο Μπάϊρόιτ για ένα χρόνο και οκτώμισι μήνες. Στο διάστημα αυτό κάνει μουσική με τον Ρίχαρντ. Συνεργάστηκε με τον Βάγκνερ και στις τέσσερες όπερες του κύκλου «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν». Κι όπως έγραφε ο καθηγητής Ορτακώφ, ίσως ήταν Konzertmeister (:Μαέστρος) της ορχήστρας, κατά τις τελετές των εγκαινίων του θεάτρου του Μπάϊρόιτ, όταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ παρουσίασε για πρώτη φορά τις τέσσερες αυτές όπερες το 1876 στο πρώτο φεστιβάλ, σε ένα ακροατήριο που περιελάμβανε τον Κάιζερ, τον Νίτσε και τον Τσαϊκόφσκι. Τις πρεμιέρες παρακολούθησαν ‘επίσης μεταξύ άλλων ο Franz Liszt, o Αυτοκράτορας Γουλιέλμος, ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας, ο Αυτοκράτορας της Βραζιλίας καθώς και οι συνθέτες Anton Bruckner και Edward Grieg.
Το όνομα του Έλληνα μουσικού Δημητρίου Λάλα είναι χαραγμένο στην αναμνηστική πλάκα, που βρίσκεται στο περιστύλιο του θεάτρου, πράγμα που αποδεικνύει τη συμβολή του στην επιτυχία του βαγκνερικού οράματος. Αυτές τις μέρες μάλιστα, διαβάσαμε στις εφημερίδες ότι: «...το φεστιβάλ Βάγκνερ στο Μπάϊρόιτ, το οποίο εγκαινιάστηκε από τον ίδιο το συνθέτη (Richard Wagner) το 1876, γνώρισε μεγάλη ακμή επίσης στα τελευταία 57 χρόνια από τότε που οι εγγονοί του συνθέτη το αναστήσανε το φεστιβάλ του παππού τους το 1951. Ειδικά ο Βόλφγκανγκ, κράτησε το Μπάϊροϊτ και το μοναδικό, οραματικό του θέατρο στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής και γνώρισε μεγάλη ακμή στα χρόνια της διεύθυνσής του». Τώρα, τον διαδέχτηκαν οι δύο κόρες του, Καταρίνα και Εύα.
Άλλωστε στα ημερολόγιά της, που πρωτοεκδόθηκαν το 1976 από τον οίκο R. Piper & co Verlag στο Μόναχο, στις 6 Απριλίου του 1877, ημέρα Παρασκευή, η Κόζιμα Βάγκνερ σημειώνει: «...Ο ξένος της ημέρας είναι ο καλός μας Λάλας, που ήρθε εδώ από το Ζάλτσμπουργκ για να μας αποχαιρετήσει. Επιστρέφει στο Μοναστήρι. Σκεφτόμαστε τις μέρες των Νιμπελούγκεν...». Ο Λάλας, επιπλέον, για κάμποσο καιρό διετέλεσε ο δοξασμένος μαέστρος της μεγάλης ορχήστρας του Ζάλτσμπουργκ. Στενός φίλος του ήταν ο σοφός φιλόλογος Πέτρος Ν. Παπαγεωργίου γιός του εγκατεστημένου στο Ελληνικό τότε Μοναστήρι Νικολάου Παπαγεωργίου και εγγονός του Καστοριανού Πέτρου Παπαγεωργίου. Το σπίτι του σοφού φιλολόγου το θυμούνται οι Θεσσαλονικείς πριν κατεδαφιστεί και ο δρόμος φέρει το όνομά του.
Ο σοφός λοιπόν αυτός φιλόλογος όχι μόνο γνώριζε προσωπικά τον Λάλα αλλά ήταν και στενός φίλος του. Στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο» του 1913, με τον τίτλο «Ο Δημήτριος Στεργίου Λάλας και το έργον αυτού», ανάμεσα σε πλήθος ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που στην έρευνά του ο εκλεκτός μουσικολόγος τις λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν, έγραφε σε καθαρεύουσα: «Τα μέγιστα τον Λάλα ετίμα και η αντάξια του Wagner γυνή, η μουσοχαρής Cosima, θυγάτηρ του Ούγγρου μελοποιού Liszt τα κατά την μουσικήν δε και σκηνοθετικήν ανδρός και γυναικός συνεργασίαν πολλάκις ο Λάλας κατ’ εξαίρεσιν του κανόνος ιδιότροπον και ταύτην, αφηγείτο μεθ’ ηδονής». Και μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρούσε το κύπελλο απ’ το οποίο ο Βάγκνερ είχε πιει γάλα κατά την τελευταία τους συνάντηση στο Μπάϊροιτ.
Αλλά κι η Κόζιμα, μετά το θάνατο του Βάγκνερ, ενώ ζούσε απομονωμένη και δεν δεχόταν κανέναν, όταν την επισκέφτηκε, πηγαίνοντας για το Παρίσι, ο Αιμίλιος Ριάδης, ένας από τους διάσημους μαθητές του Λάλα, της έφερε ένα γράμμα από κείνον. Τον δέχτηκε με καταφανή συγκίνηση και διάβασε το γράμμα του παλιού φίλου με δάκρυα στα μάτια, όπως διηγιόταν αργότερα ο Ριάδης. Ο Λάλας ήταν πραγματικά μια φυσιογνωμία βγαλμένη θαρρείς από τις σελίδες της γερμανικής ρομαντικής λογοτεχνίας, με μια εξίσου ρομαντική φιλοπατρία, που δεν διστάζει να μεταφέρει και να εκφράσει με παρρησία μέσα στο ίδιο το σπιτικό του Βάγκνερ.
Τον είδαμε να γίνεται ένας από τους συχνούς και οικείους επισκέπτες του σπιτιού των Βάγκνερ. Δεν κάνει όμως μόνο μουσική με τον δάσκαλό του, αλλά το ζεύγος συχνά τον επισκέπτεται για να πιει καφέ στο σπίτι του. Τους συστήνει κι έναν από τους αδελφούς του, τον οποίον και δέχονται στο σπίτι τους τουλάχιστο δυο φορές. Τα καταγράφει όλα αυτά, μαζί με άλλα πολύ ενδιαφέροντα που τον αφορούν, η Κόζιμα σε πολλά σημεία του ημερολογίου της. Υπήρξε ο Λάλας μια πραγματικά συναρπαστική φυσιογνωμία.
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1848 στο Μεγάροβο του Μοναστηριού. Ήταν γόνος βαθύπλουτης οικογένειας. Κατά τον δικηγόρο και ιστοριοδίφη του Μοναστηριού Γεώργιο Μόδη, παλιά στο Μοναστήρι, δίναν μια ευχή που ’λεγε: «Να ‘χεις του Λάλα τα καλά». Αδέλφια του ήταν η Δόμνα, ο Κωνσταντίνος, ο Μιχαήλ και ο Πέτρος. Η Φανή Λάλα, εγγονή του Μιχαήλ Λάλα, έγραφε, μεταξύ πολλών άλλων, στον Γεώργιο Λεωτσάκο, ότι στο Μοναστήρι, η οικογένεια είχε σπίτι περιστοιχισμένο από μια τεράστια έκταση, με όλων των ειδών τα ζώα.
Πράγματι, από την έρευνα, που με τόσο βάθος έκανε ο εκλεκτός μουσικολόγος, μέχρι τις αρχές του 1978 τουλάχιστον, υπήρχε στο Μοναστήρι ένα σπίτι που συσχετιζόταν μ’ αυτό της οικογένειας. Μάλιστα οι κληρονόμοι της συζύγου του Κωνσταντίνου, αδελφού του συνθέτη, Κατίνας Λάλα, περίφημης καλλονής, διατηρούσαν τα υπάρχοντα αυτού του σπιτιού.
Από το Μοναστήρι ο Δημήτριος Λάλας έφυγε 12 χρονών, το 1856, και φοίτησε σε σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Δάσκαλός του εκεί ήταν ο περίφημος Μαργαρίτης Δήμητσας. Η μεγάλη αυτή μορφή των γραμμάτων, εκείνης της εποχής.
Το 1859 πήγε στην Αθήνα για τη συνέχεια των σπουδών του στο γυμνάσιο. Εικάζεται, προσθέτει ο Λεωτσάκος, ότι εκεί πήρε και τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Αλλά ο πατέρας του, εύλογα αντίθετος κατά τα ήθη της εποχής, να σπουδάσει ο γιος του μουσική, τον έστειλε στο Ινστιτούτο Thudicum της Γενεύης, ένα είδος Ανωτάτης εμπορικής Σχολής, απ’ όπου, μεταξύ 1856 και 1858, αποφοίτησε με άριστα. Για δύο χρόνια (1868-1870), γράφτηκε στο ωδείο του Μονάχου, και τα υπόλοιπα στο Μπάϊροιτ, «τα ειδικά μυούμενος παρά του μεγάλου Wagner», όπως έγραψε ο Πέτρος Παπαγεωργίου. Ο ίδιος, στο Μακεδονικό ημερολόγιο, λέει και πάλι για τον Λάλα: «...Εν τη Βιέννη, ο Λάλας, καίπερ μηδεμία μουσικήν αυτού σύνθεσιν, μήτε δημοσιεύσας ποτέ, ήτο τούτ’ αυτό persona gratissima…».
Πράγματι, όλοι όσοι έγραψαν, στα χρόνια που πέρασαν, για τον Λάλα, εδώ και δώδεκα χρόνια που πρωτάκουσα να γίνεται λόγος γι’ αυτή την παράδοξη προσωπικότητα, οι γνώμες όλων συγκλίνουν πως πράγματι ο Δημήτριος Λάλας ασκούσε παντού μια γοητεία. Του ανοίγαν, όπως όλοι βεβαιώνουν, τα πιο κλειστά σαλόνια των γερμανικών πόλεων και αργότερα και της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα. Σ’ αυτά τα σαλόνια ο γοητευτικός Λάλας, με τους άψογους τρόπους του, εξωτικός Έλληνας, αρνήθηκε τον έρωτα της κόρης του Βιεννέζου ευπατρίδη βαρόνου Χιλλ στη Βιέννη, που τον ήθελε για άντρα της. Στη Βιέννη ζήτησε να τον γνωρίσει κι ο πρίγκιπας Σβάρτσενμπεργκ. Οι Σβάρτσενμπεργκ, μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Αυστρίας.
Ξαφνικά, κι όταν ήταν ήδη διάσημος και με προοπτική για λαμπρή καριέρα στα επόμενα χρόνια, πήρε την απόφαση ν’ απομακρυνθεί από τον φίλο του Βάγκνερ, ν’ αφήσει το Μπάϊροιτ και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Παρασκευή, 6 Απριλίου του 1877. Πολλά ειπώθηκαν γι’ αυτό. Όλες οι πηγές αναρωτιούνται γι’ αυτή την περίεργη απόφασή του. Ίσως, καταλήγουν λίγο πολύ όλοι, αν αυτά δεν είναι μυθεύματα, κάποιο κρυφό αίσθημα του Λάλα για τη γυναίκα του Βάγκνερ, τη θρυλική Κόζιμα, κόρη του Λιστ και πρώην γυναίκα του μαέστρου φον Μπύλοφ, και η επιθυμία του, σαν ένα ισχυρότατο πρόσχημα, να μην προδώσει τον φίλο του, να του υπαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας έτσι μια λαμπρή καριέρα.
Αρχικά πηγαίνει στο Μοναστήρι, κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου διδάσκει για ένα διάστημα στη Χάλκη, και καταλήγει στη Θεσσαλονίκη.
Ο Παπαγεωργίου έγραφε: «...Διότι εν τη Ανατολή, έξω της Μακεδονίας, ο Λάλας διετέλεσε άγνωστος ων, πλην ότι επί βραχύ τινά χρόνον προ πολλών ετών εγνώρισε αυτόν η ερατεινή πρωτεύουσα της Τουρκίας διδάσκοντα την μουσικήν εν τη σχολή της Χάλκης..».
Γράφει πάλι για την αυτοεξορία του ο Παπαγεωργίου: «...μακράν δε των αμούσων ακοών των περί αυτόν βεβήλων τέρπων και παραμυθούμενος την εαυτού ψυχήν δια του κλειδοκυμβάλου και του τετραχόρδου (βιολιού)...».
Σ’ αυτή τη Θεσσαλονίκη, μαρτυρούν όλοι, μοναχικός προφήτης στη μουσική της έρημο, θα διδάξει μουσική επί τρεις δεκαετίες. Κι από την εφημερίδα «Το Φως», πληροφορούμαστε: «...Η πρώτη σοβαρή εκδήλωση για τη δημιουργία μουσικής σχολής, εσημειώθη με την άφιξη και εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη του μαθητού του Βάγκνερ Δημητρίου Λάλα...».
Μαζί του ο Λάλας στη Θεσσαλονίκη, είχε φέρει ολόκληρη βιβλιοθήκη από παρτιτούρες. Απέφευγε όμως να προωθεί στη δημοσιότητα τις συνθέσεις του. Ο Παπαγεωργίου και πάλι: «...Ο Λάλας ουδέποτε έλιπεν αυτήν, ει και πολλαχόθεν του τε Βορρά (Οδησσόν) και του Νότου Αθήνα) πυκναί απεστέλλοντο προς αυτόν προτάσεις επί συμφορωτάτοις όροις». Και αλλού επανέρχεται: «...Και δεν είναι μεν ψευδές ότι η αγνή αυτή μετριοφροσύνη παρά τω Λάλα ουχί σπανίως μετέπιπτεν εις ιδιοτροπίας, ας να παρερμηνεύση ηδύνατο μόνος ο αγνοών ή επιλανθανόμενος ότι έξοχα πνεύματα ουκ ολίγα ουδ’ ολιγάκις εκ τε φύσεως και εκ παιδείας και εξ αγωγής δουλεύουσιν εις ιδιορρυθμίας, αλλά ουχ’ ήττον αψευδές είναι ότι η ιδιότροπος του Λάλα μετριοφροσύνη συγκεκραμένη και πικρά τινι απογοητεύσει απέβαινεν εν τέλει αξιοθρήνητον ελάττωμα...».
Στη Θεσσαλονίκη ακόμη παίρνει μέρος κάποιες φορές σε μουσικές εκδηλώσεις και παραδίδει μαθήματα πιάνου. Οι δύο διάσημοι μαθηταί του, ήταν ο Αιμίλιος Ριάδης, στον οποίο αναφέρθηκα ήδη, και ο ιδρυτής του πρώτου Ωδείου Θεσσαλονίκης Σωτήρης Γραικός. Αναφέρεται επίσης μια μαθήτριά του Ιφιγένεια, το επίθετό της άγνωστο στις μέρες μας, που τη μουσική της καλλιέργεια, αλλά και το ευαίσθητο παίξιμό της στο πιάνο, παίνεσε κάποτε κι ο τενόρος Ενρίκο Καρούζο. Μαθήτριά του ήταν και η μητέρα του ηθοποιού και διευθυντή του Δημοτικού θεάτρου της Βιέννης Ραούλ Ασλάν, η Κορίνα Ασλάν, η οποία είχε μια φωνή με «σκούρο» ηχόχρωμα μετζοσοπράνο. Ο γιος της, στις σελίδες της βιογραφίας του, γράφει ότι ο Λάλας εμφύσησε στη μαθήτριά του, λατρεία για τον Βάγκνερ και τους γερμανούς ρομαντικούς, Σούμπερτ και Σούμαν. Η μητέρα του, έγραφε, τραγουδούσε στα γερμανικά Lieder και άριες χωρίς να ξέρει τη γλώσσα.
O Λάλας πέθανε στο Μοναστήρι το 1911, με το τέλος ενός άλλου μεγάλου ρομαντικού, του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ, από επιδημία χολέρας, γιατί αρνιόταν να πάρει το παραμικρό προφυλακτικό μέτρο.
Το συνθετικό έργο του Λάλα ήταν πλούσιο σε όγκο. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το 1917, μαζί με άλλα συμμαχικά στρατεύματα, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και μια ιταλική μεραρχία με μουσικούς, επανδρωμένη από στελέχη, όπως τονίζει ο Λεωτσάκος, εξαιρετικής αγωγής και παιδείας. Ήταν Αυστριακοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Ιταλοί και Ρώσοι. Συγγενείς του Λάλα, ο αδελφός του συνθέτη συγκεκριμένα, έδειξαν το έργο του σε ιταλό ταγματάρχη της μουσικής. Εκείνος έμεινε έκπληκτος από την υψηλή ποιότητά του. Θέλησε όμως να διασταυρώσει τη γνώμη του, με εκείνες των άλλων ξένων συναδέλφων του. Φαίνεται ότι όλοι αποφάνθηκαν ομόφωνα για το εξαιρετικό ενδιαφέρον της δημιουργίας αυτής και αποφάσισαν, με τη συναίνεση των συγγενών, να στείλουν τα χειρόγραφα στην Ιταλία, ώστε να εκδοθούν.
«Μας μιλούσε ο πατέρας και η μητέρα, ότι τα έργα του θείου μας ήταν σ’ ένα μεγάλο κασόνι», έγραφε η πιανίστα, ανεψιά του Δημήτρη Λάλα, σε γράμμα της στον Λεωτσάκο. Πήγε να τα παραλάβει ο Ιταλός, κι ο πατέρας της άνοιξε τότε το κασόνι και κράτησε μερικά έργα. Ήταν αυτά που η κυρία Λάλα είχε στην κατοχή της μετά. Η μητέρα της (Βικτωρία, το γένος Κεχαγιά, σύμφωνα με το γενεαλογικό δέντρο που είχε στείλει στον Λεωτσάκο) δεν συμφωνούσε να δοθούν. Παρά ταύτα, τα εμπιστεύτηκαν, μάλιστα δίχως να φροντίσουν να κρατηθούν αντίγραφα. Το πλοίο όμως αυτό, που θα ταξίδευε μαζί τους για την Ιταλία, τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο έξω από τη Θεσσαλονίκη και βυθίστηκε μαζί μ’ ολόκληρο το έργο του Λάλα.
Από τα έργα του Λάλα που σώθηκαν είναι και το «Αγγελούδι του φτωχού παιδιού», έργο ιδιαίτερης αρμονικής ευαισθησίας, που θυμίζει έντονα το τραγούδι του Μάλερ: «Η επίγεια ζωή». Όμως, όπως παρατηρεί ο Λεωτσάκος: «...μένουμε έκπληκτοι διαπιστώνοντας ότι το τραγούδι του Λάλα τυπώθηκε το 1885 στην Οδησσό, ενώ του Μάλερ γράφτηκε μεταξύ Απριλίου του 1892 και καλοκαιριού του 1893 και πρωτοεκτελέστηκε με ορχήστρα στη Βιέννη, στις 14 Ιανουαρίου του 1900...». «Εύλογα αναρωτιέται κανείς», συνεχίζει ο εκλεκτός μουσικολόγος, «πόσο ο Δημήτρης Λάλας γνώριζε τον Μάλερ ή τον Χούγκο Βολφ», και συμπληρώνει ότι «βέβαια γεγονός ήταν ότι διατήρησε τακτική αλληλογραφία, όχι μόνο με τον Βάγκνερ αλλά με πολλούς άλλους μουσικούς».
Άλλωστε όταν πριν από πολλά χρόνια, είχα διαβάσει στο βιβλίο του Τομανά (Η καλλιτεχνική κίνηση στη Θεσσαλονίκη, 1885-1944. εκδ. Νησίδες) ότι σε μια μουσική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Φεβρουαρίου του 1888, σε μια συναυλία συγκεκριμένα, με έργα για φλάουτο, τον Ευρυσθένη Γκίζα, το πρώτο φλάουτο της όπερας της Βιέννης, τον είχε συνοδεύσει στο πιάνο ο Δημήτρης Λάλας. Ο διάσημος φλαουτίστας Ευρυσθένης Γκίζας ήταν στενός φίλος του Μάλερ. Όταν πέθανε ο Γκίζας, ο Μάλερ ήταν από τους πρώτους συνεργάτες και φίλους του που τον συνόδεψαν στο τελευταίο του ταξίδι.
Ο Λάλας πάντως, έγραψε ο Λεωτσάκος, τόσο στο τραγούδι, “το αγγελούδι του φτωχού παιδιού”, όσο και σε άλλα, εντυπωσιάζει με την ευαισθησία του στο συγκινησιακό και εκφραστικό περιεχόμενο της ποίησης, που εκφράζεται με εύστοχες αντιθέσεις ρυθμικής αγωγής, τονικότητας ή ακόμη και μέτρου, και με την άνεσή του στην αντιμετώπιση τραγουδιών με «διάλογο» κατά το πρότυπο λ.χ του “Ερλκένιγκ” του Σούμπερτ.
Εν προκειμένω παραπέμπουμε στο αριστούργημά του, το οκτάφωνο «Η σκήτη», σε ποίηση J.V. Voge, ιδιαίτερης αρμονικής ευαισθησίας έργο, κορύφωμα των χαρισμάτων του Λάλα ως συνθέτη. Το έργο αυτό, για οκτάφωνη μεικτή χορωδία, συγκαταλέγεται στο μουσικό άλμπουμ της πολιτιστικής Ολυμπιάδας του 2004 με τον τίτλο «Αντίς για όνειρα», με έλληνες συνθέτες. Από τα έργα του συνθέτη, που διασώθηκαν η «Σκήτη» σε εκτέλεση υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Αντώνη Κοντογεωργίου με τη συμμετοχή της χορωδίας της ΕΡΤ προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση [σχετικά "εδώ"]. Ο Αντώνης Κοντογεωργίου έχει επιμεληθεί την έκδοση και παρουσίαση όσων έργων του Λάλα περιήλθαν στην κατοχή του από τους απογόνους του. Για τα έργα του Λάλα αναφέρεται επίσης, ότι συνέθεσε την όπερα «Σαλώμη» σε κείμενο του Ουάιλντ. Επίσης η μουσική της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή (που από καιρό συνέθετε) έμεινε δυστυχώς ημιτελής εξ αιτίας του θανάτου του.
Άλλο ένα από τα έργα του, το «Μακεδονικός παιάνας», το έδωσε ο Λάλας στον Ίωνα Δραγούμη, όταν γνωρίστηκαν στο Μοναστήρι. Ο Ίων, έλεγε κι εκείνος ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αξίας και εξαιρετικό ταλέντο, κι ότι ήθελε το έργο του αυτό να παιχτεί μόνο σε Μακεδονική γιορτή.
Πράγματι, ο «Μακεδονικός παιάνας», παίχτηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1907, ημέρα Πέμπτη στο «Μακεδονικό χορό», στη στρατιωτική λέσχη της Αθήνας, από μπάντα 30 μουσικών της Ανακτορικής φρουράς. Το έπαιξαν μάλιστα δυο φορές και άρεσε πολύ. «...και αλήθεια είναι ωραιότατος· απ’ αρχής μέχρι τέλους είναι μελαγχολικός· κατ’ αρχάς παριστάνει την λυπηράν κατάστασιν της Μακεδονίας, αίφνης ακούονται σάλπιγγες εξεγείρουσαι πάλιν την συνείδησιν των Ελλήνων και εις το τέλος συναρμολογεί την αρχήν του εθνικού ύμνου, δηλών ούτω τας ελπίδας του Ελληνισμού, και τελειώνει με ήχους ενθουσιασμού. Αισθάνεται κανείς ότι είναι [ο Λάλας] μαθητής του Wagner και θαυμαστής του Beethoven», έγραφε στο ανέκδοτο, προσωπικό ημερολόγιό του ο Φίλιππος Δραγούμης. Το υλικό αυτό διέθεσε στον Λεωτσάκο ο φίλος του, μουσικολόγος Μάρκος Δραγούμης. Στην εκδήλωση αυτή ήταν μαζί, ο Ίων, η αδελφή του Νάτα Μελά, ο Μαζαράκης και βέβαια πολύς κόσμος.
Το περιοδικό «Μουσικός Ελληνομνήμων» (τεύχος 21-22, Μάιος-Δεκέμβριος 2015) αναφέρει πολλά και ενδιφέροντα, άγνωστα ως τώρα, για τον συνθέτη Λάλα, όπως και για το Διατμηματικό Μουσικολογικό Συνέδριο στην Κέρκυρα , υπό την αιγίδα της Ελληνικής Μουσικολογικής Εταιρείας (30 Οκτωβρίου - 1η Νοεμβρίου 2015).
Ο Γεώργιος Νάζος, διευθυντής του «Ωδείου Αθηνών» μας πληροφορεί για την ύπαρξη μιάς επιστολής του Βάγκνερ προς το Λάλα, στην οποία ο Γερμανός συνθέτης αποκαλούσε το μαθητή του «γεννημένο μουσικό». Ακόμη στα αρχεία του Ωδείου υπάρχει μιά επιστολή, που διαβάζοντάς τη κανείς συμπεραίνει, ότι αυτή συνόδευε τη δωρεά πέντε χειρογράφων συνθέσεων του Λάλα. Ο αποστολέας της Γ. Κωνσταντινέας τα είχε αποκτήσει στο Μόναχο από τον ίδιο το συνθέτη, ο οποίος του τα είχε αφιερώσει ή χαρίσει και εκείνος με τη σειρά του τα έστειλε στον διευθυντή του Ωδείου.
Θα κλείσω όλο αυτό το αφιέρωμα στον Δημήτριο Λάλα, έναν πόθο πολλών χρόνων, συγκεντρώνοντας γραπτές κυρίως πληροφορίες, όπου ήταν δυνατόν να συναντήσω, με την επισήμανση του λόγου του φίλου του από το Μοναστήρι, Γεωργίου Θ. Σαγιαξή (1874-1941), ποιητή και Βαλκανιολόγου. Από την εφημερίδα «Το Φως», στις 4 Σεπτεμβρίου 1911, εφημερίδα που εκδίδονταν κάθε Κυριακή από τον Χρ. Νώτη στο Μοναστήρι. Ξεχωρίζω τα παρακάτω, που είναι μια έκκληση και μοιάζει με προφητεία, για την καταστροφή που έμελλε να συμβεί έξη χρόνια μετά. Σημείωνε λοιπόν προς το τέλος του λόγου του, για τον χαμό του αγαπημένου του φίλου:
«...Αλλά το έργον του αειμνήστου Λάλα μένει και ούτω ατελές και ακατάρτιστον, απαράλλακτα ως του μεγάλου εθνικού ποιητού Σολωμού. Πρέπει να έλθουν εις φως όλα τα ανέκδοτα έργα του –εν τέλειον μελόδραμα, διάφοροι συμφωνίαι και μερικά άσματα– όπως γνωσθή εις ευρύτερον κύκλον και κριθή επαξίως υπό των επαϊόντων ο μέγας Μουσικός και Συνθέτης. Ο εν Θεσσαλονίκη ακόμη ευρισκόμενος διαπρεπής καθηγητής του εθνικού Πανεπιστημίου εις την εσχάτως εν τη «Νέα Αληθεία» δημοσιευθείσαν Νεκρολογία του, «Υψιπετές εγκώμιον Μεγάλου Διδασκάλου, προς Μέγαν Μουσουργόν», βεβαιοί την ύπαρξιν των ανωτέρων χειρογράφων, την οποίαν και ημείς γνωρίζομεν...».
Κι ακόμη τα εύστοχα λόγια, όπως τα χαρακτηρίζει στην έρευνά του για τον Λάλα ο Λεωτσάκος, του Γιάννη Μάντακα: «Γυρνά, φέρνοντας με τα έργα του τον γερμανικό ρομαντισμό στην Ελλάδα και μια τεχνική χορωδιακής γραφής άγνωστης εδώ. Τα ελάχιστα χειρόγραφα χορωδιακών του έργων παρ’ όλη την επίδραση του Βάγκνερ, μαρτυρούν ιδιαίτερες ικανότητες και μια ευαισθησία όχι τυχαία». Και συμπληρώνει για το τέλος της έρευνάς του ο ίδιος ο Λεωτσάκος: «Η ανεπανόρθωτη, δυστυχώς, απώλεια των έργων του, πρέπει να στάθηκε ένα από τα μεγαλύτερα (και αναρίθμητα αλίμονο) πλήγματα αυτού του είδους που δέχτηκε η Έντεχνη Νεοελληνική Μουσική».
- Με ορισμένες βελτιώσεις και νεώτερα συμπληρωματικά στοιχεία αναδημοσιεύεται μετά από δέκα περίπου χρόνια το σχετικό με το Δημήτρη Λάλα άρθρο, με αφορμή τις πρόσφατες (29 Σεπτεμβρίου) εορταστικές εκδηλώσεις στο Συμμαχικό Νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης για το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που εξ αιτίας του χάθηκε το πολυτιμότερο και μεγαλύτερο μουσικό έργο του Δ. Λάλα, καθώς και με αφορμή την επανέναρξη αναμεταδόσεων όπερας από τη Μετροπόλιταν Όπερα, αλλά και λόγω της επικαιρότητας της ασκήσεως πιέσεων (δυστυχώς και από «συμμάχους» και «εταίρους») για το σφετερισμό του ονόματος, αλλοίωσης της ιστορίας της Μακεδονίας και των επεκτατικών βλέψεων ύπουλων γειτόνων. Ο Δημήτρης Λάλας ήταν Έλληνας, Μακεδόνας και πατριώτης και ζούσε με τον πόθο να δει απελευθερωμένη από τους Οθωμανούς την Ελληνική γη της Μακεδονίας.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4 Οκτωβρίου 2018, αρ. φύλλου 954
Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:
- Δημήτριος Λάλας: Η Σκήτη | Die Karthause
- ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Νικόλαος Δούμπας (1830-1900)
- ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Στιγμές ζωής
- ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ: Περί τέχνης | Νικόλαος Δραγούμης
- ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Ποιητές για Καστοριά
- ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Τζίνα Μπαχάουερ
- ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Έκθεση Λουκά Σαμαρά
- ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ: Η Τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.