29.5.21

Η Πόλις εάλω



Αφιέρωμα

στην άλωση της Κωνσταντινούπολης


29 Μαΐου 1453

Το χρονικό της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΡΑΝΤΖΗ*, εκδ. Λιβάνη 


Επιμέλεια Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

[...] Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξή μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρεψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κάτω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενεθάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρατάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στεφάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους». 

Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πάνω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμάτησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιωπηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν είπε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. 

Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλησίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πόλη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθανε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων. Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. 

Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβαλε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρκοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμίζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς. 

Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθήσουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμποδίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χασάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λιθοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώθηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. 

Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέβαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς. 

Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δεσπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συμπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτασε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρίζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του. 

Ο Φραγκίσκος Τολέντο, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγωνίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέθηκαν μπροστά του. 

Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Όσοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. 

Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους εχθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκείνη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή του. 

Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. 

Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γενναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πάντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι». 

Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχειρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν. Ποιος μπορούσε να περιγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. 

Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικόνες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογά τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιερέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα. Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κειμήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου! 

Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τράπεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέλες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκκλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλεπαν. 

Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φόνοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέτρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί [...].


ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Η Πόλις εάλω!


Όπως οι άγιοι βασανίζουνται, και στο τέλος τελειώνουνε το μαρτύριό τους με τον θάνατο, και παίρνουνε το στεφάνι της αφθαρσίας, έτσι κ’ η αγιασμένη Πόλη, η νέα Σιών της χριστιανωσύνης, αφού βασανίστηκε, έκλαψε, πόνεσε από κάθε λογής τυράννισμα, ήρθε η μέρα που παρέδωσε το πνεύμα της. Η Ιερά Κιβωτός, η Δωδεκάτειχος Πόλις, έπεσε ματοβαμμένη στις 29 Μαΐου 1453, σαν τη σεβάσμια μητέρα των Μακκαβαίων.

Ποιο καλέμι μπορεί να γράψει με αίμα, για να ξιστορίσει τη θλίψη και τον πόνο που περάσανε όσοι βρεθήκανε μέσα στην χιλιόχρονη και γεραρή αυτή πολιτεία, που ήτανε, κατά τα θρηνητικά λόγια του βασιλιά της Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, «ελπίς και χαρά πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν», και που τώρα ήτανε σαν μαραμένο λουλούδι!

Την τελευταία μέρα της, Δευτέρα, 28 Μαΐου, πρόσταξε ο βασιλέας, ο βασανισμένος Κωνσταντίνος, να κάνουνε λιτανεία, μήπως λυπηθεί ο Θεός κ’ ελεήσει τη χριστιανωσύνη. Ο βασιλιάς, οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι όλος ο λαός, με τα εικονίσματα, με τα εξαφτέρουγα και με τα θυμιατά, πήρανε γύρο όλα τα κάστρα, ψέλνοντας και φωνάζοντας με δάκρυα: «Κύριε ελέησον!»

Την ίδια μέρα το βράδυ, σύναξε ο βασιλέας όλους τους αξιωματικούς και τους προκρίτους, και τους είπε μιαν ομιλία, που κ’ οι πέτρες ραγίσανε με τη θρηνητική φωνή του. «Ακούοντες δε οι δυστυχείς Ρωμαίοι, καρδίαν ως λέοντες εποίησαν, και αλλήλοις συγχωρηθέντες ήτουν εις τω ετέρω καταλλαγήναι, και μετά κλαυθμού ενηγκαλίζοντο. Εν τήδε τη ώρα τις διηγήσεται τους τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν τω παλατίω; ει και από ξύλου άνθρωπος ή εκ πέτρας ην, ουκ εδύνατο μη θρηνήσαι».

Η νύχτα έπεσε σαν κοράκι μαύρο και σκέπασε με τις φτερούγες της «την θλιβερήν την πόλιν», μαζί με τις δυστυχισμένες ψυχές που ήτανε κλεισμένες μέσα. Οι άντρες ήτανε στα κάστρα. Οι γέροι κ’ οι γυναίκες βρισκόντανε στα σπίτια και προσευχόντανε με δάκρυα. Μοναχά τα παιδιά λαγοκοιμόντανε τα καημένα· τα πιο πολλά σφαχτήκανε την άλλη μέρα.

Κατά τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς καβαλίκεψε στ’ άλογό του μαζί με τον αχώριστο συμβουλάτορά του τον Φραντζή και με δυο – τρεις άλλους αξιωματικούς, και βγήκανε από το παλάτι. Τραβήξανε αμίλητοι κατά τα κάστρα, για να δούνε αν φυλάγανε καλά οι βάρδιες. Μουγκαμάρα παντού! Η νύχτα ήτανε γλυκειά, μα οι καρδιές τους ήτανε φαρμακωμένες. Ο βασιλιάς γύρισε κ’ είδε τ’ άστρα που λάμπανε στο χάος τ’ ουρανού. Δάκρυσε και μουρμούρισε: «Εν τω οίκω του πατρός μου μοναί πολλαί είσιν». Ήτανε κατακουρασμένος από την αγρύπνια κι από την αγωνία. Μα δεν απόδειχνε, για τους άλλους.

Τριγυρίσανε όλα τα κάστρα. Οι φυλακάτορες ήτανε άγρυπνοι στις πόστες τους. Σαν φτάξανε στην πόρτα τη λεγόμενη Καλιγαρία, φωνάξανε οι πετεινοί το πρώτο λάλημα. Ξεκαβαλικέψανε κι ανεβήκανε στον πύργο. Κάτω από το κάστρο, απ’ όξω, δεν μπορούσανε να ξεχωρίσουνε τίποτα από το σκοτάδι. Μοναχά ακούγονταν φωνές και σαματάδες παράξενοι. Οι φύλακες τους είπανε πως όλη τη νύχτα έτσι γαυριάζανε κάθε βράδι οι Τούρκοι. Εκείνη τη νύχτα η ταραχή και ο σαματάς ήτανε πιο πολύς, γιατί σέρνανε τις καστρομηχανές, για να τις πάνε κοντά στο καστροχάντακο. Ακούγανε φασαρία κι από το μέρος της θάλασσας, γιατί και τα καράβια σαλπάρανε, για να πάνε γιαλό κοντά στα κάστρα.

Κατά το δεύτερο πετεινολάλημα, σηκώθηκε άξαφνα μονομιάς μεγάλη βουή στο τούρκικο στρατόπεδο. Και, σαν να ’τανε μια θάλασσα με φουρτουνιασμένα κύματα, οι Τούρκοι χυμήξανε απάνω στα κάστρα, κι άρχισε ο πόλεμος. Αυτό το κάνανε κατά την ίδια ώρα κάθε νύχτα, για να κουραστούνε οι χριστιανοί, κ’ ύστερα να πέσουνε καταπάνω τους οι πιο αντρειωμένοι που ’χε ο σουλτάνος. Και τούτην την φορά γίνηκε μεγάλη αιματοχυσία, μα οι Έλληνες βαστάξανε καλά, κ’ οι Τούρκοι δεν βάλανε πόδι στο κάστρο. Σιγά – σιγά καταλάγιασε το βουητό. Μα το θηρίο έκανε πως κοιμότανε, πλην παραφύλαγε και περίμενε.

Τ’ άστρα πιάσανε και τρεμοσβήνανε στον ουρανό, και κατά την ανατολή άρχισε να γλυκοχαράζει. Εκείνη την ώρα μονομιάς βροντήξανε μυριάδες νταούλια και ζουρνάδες, κ’ έτρεμε η γης από τον αλαλαγμό, σαν να ουρλιάζανε αγριοβούβαλα, κι ανάψανε φωτιές από παντού γύρω στην πολιτεία, κι όλη εκείνη η μερμηγκιά έπεσε καταπάνω στα κάστρα, από στεριά κι από θάλασσα. Οι σαγίτες πετούσανε σαν κανένα σύννεφο από αιμοβόρα όρνια, και πέφτανε απάνω στους πύργους, μαζί με χαλάζι από πέτρες. Από τη στεριά κι από τα καράβια ρίχνανε γεφύρια, για να γαντζώσουνε στο φρύδι του κάστρου, και στήνανε πλήθος ανεμόσκαλες. Μα οι χριστιανοί πάλι βαστάξανε και γκρεμίσανε τις σκάλες, που πέφτανε μαζί με τους ανθρώπους σαν να ’τανε ξόβεργες που είχανε απάνω τους κολλημένα πουλιά.

Δυο ώρες βάσταξε και τούτο το ρεσάλτο, κι ο τόπος κι ο αγέρας γέμισε από τα βογγητά κι από τα μουγκρίσματα των λαβωμένων. Πολλοί καιγόντανε μαζί με τις μηχανές και με τις προβιές που τις είχανε για παραπέτα, μα τους πολλούς τους σκοτώνανε οι κοτρόνες που πέφτανε από πάνω. Οι χριστιανοί σφεντονίζανε την ογρή φωτιά, και μαζί ρίχνανε με τα δοξάρια, με τις τσάγκρες και με τις σφεντόνες. Ύστερ’ από σκληρό πόλεμο, οι Τούρκοι στρίψανε πίσω για να ξεκουραστούνε, μα οι τσαούσηδες τους χτυπούσανε με τα κουρμπάτσια και τα μαγκούρια, και τους κάνανε να γυρίζουνε πίσω και να πολεμάνε. Ο ήλιος είχε βγει πια απάνω από τα βουνά της Ανατολής, μα ήτανε κόκκινος σαν αίμα και θαμπός από τη μαύρη αντάρα που βγάζανε οι πίσσες, τα θειάφια κ’ η σκόνη που ανέβαινε από κείνη τη Ναβαθαία.

Για μια στιγμή οι Τούρκοι φάνηκε πως τσακίσανε, κ’ οι Γραικοί πήρανε θάρρος και φωνάζανε από τα κάστρα. Μα σε λίγο οι πιο παλληκαράδες σιμώσανε και ξαναβάλανε τις σκάλες κι ανεβαίνανε, κι άλλοι γαντζώνανε χωρίς σκάλα, ο ένας απάνω στον ώμο τ’ άλλου, και κουνούσανε τα χαντζάρια σαν δαίμονες, και μπλοκάρανε τις καστρόπορτες, ουρλιάζοντας σαν θηρία.

Τότες ο Θεόφιλος ο Παλαιολόγος κι ο Δημήτρης ο Καντακουζηνός, βλέποντας πως θα πατούσανε το κάστρο, πέσανε απάνω τους με αντρεία μαζί με άλλους Γραικούς, και τους γκρεμίσανε από κει που είχανε γαντζώσει. Σε λίγο έφταξε κι ο βασιλιάς καβάλα στ’ άλογό του και φώναξε: «Αδέρφια, βαστάτε, για τους οικτιρμούς του Θεού, γιατί βλέπω πως πιάνουνε και σκορπάνε οι οχτροί μας, κ’ ελπίζω στον Θεό πως η νίκη είναι δική μας!»

Εκεί που μιλούσε ο Κωνσταντίνος, του μηνύσανε πως ο Γιάννης Γιουστινιάνης ο στρατηγός λαβώθηκε στο δεξί ποδάρι, και πως αυτός, που ήτα- νε γενναίος άντρας, μόλις είδε το αίμα του να τρέχει, λιγοψύχησε και φώναξε να τον πάνε στους γιατρούς. Ο δυστυχής βασιλέας έδραμε και, σαν τον είδε, πήγε κοντά του και τον ξόρκισε να μην αφήσει τη θέση του σε τέτοια στιγμή, γιατί η πολιτεία, του είπε, κρέμεται από σένα. Μ’ αυτός δεν άκουγε τίποτα, μόνο πέρασε στον Γαλατά, κι από κει μπήκε σ’ ένα γενουβέζικο καράβι και πέθανε στον δρόμο, στα νερά της Χίου.

Σαν είδανε οι Τούρκοι την ταραχή που έγινε στους χριστιανούς, πήρανε θάρρος. Ένας Σογάν πασάς μάζεψε τους Γενίτσαρους και τους μίλησε, και τόσο κουράγιο τους έδωσε με τα λόγια του, που γινήκανε σαν λέοντες, και γιουργιάρανε ίδιος σίφουνας καταπάνω στο κάστρο.

Ένας απ’ αυτούς τους γενίτσαρους, που τον λέγανε Χασάνη Λουπαδίτη γιατί ήτανε από το Λουπάδι, άντρας γίγαντας, χύμηξε κατά το μέρος που γινότανε η αναμπαμπούλα, βαστώντας με το ’να χέρι το γιαταγάνι και με τ’ άλλο το σκουτάρι απάνω από την κεφαλή του, κι από πίσω του τρέξανε άλλοι τριάντα νοματέοι. Όσοι Γραικοί βάσταξε η καρδιά τους και δεν δειλιάσανε από το φευγιό του Γιουστινιάνη, σταθήκανε αντρειωμένα και τους βαρέσανε με τα κοντάρια και κατρακυλούσανε μεγάλες πέτρες από πάνω τους. Δεκαοχτώ απ’ αυτούς γκρεμνίσανε. Μα ο Χασάνης μπόρεσε κι ανέβηκε στο κάστρο και σκόρπισε τους χριστιανούς.

Τότες ανεβήκανε κι άλλοι πολλοί Τούρκοι, γιατί οι Γραικοί ήτανε πιο λίγοι και δεν μπορέσανε να τους διώξουνε, μ’ όλο που γινότανε μεγάλος θρήνος. Για μια στιγμή μια πέτρα βάρεσε τον Χασάνη και τον ζάλισε, κ’ έπεσε σκεπασμένος με το σκουτάρι του. Οι Γραικοί πέσαν απάνω του και τον πετροβολούσανε από παντού. Μα αυτός ξεζαλίστηκε, κι ανασηκώθηκε απάνω στο γόνατό του, και τους βαστούσε μακριά με το σπαθί. Πλην από τις πολλές λαβωματιές παράλυσε το χέρι του που βαστούσε το γιαταγάνι, κ’ οι σαγίτες τον κάνανε κόσκινο και ξεψύχησε. Μαζί μ’ αυτόν σκοτωθήκανε και πολλοί άλλοι. Αγαρηνοί. Μα στο μεταξύ κολλήσανε στο κάστρο ένα σμάρι Τούρκοι, και πηδήξανε μέσα στην τάμπια, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, και πλημμάρανε σαν τη θάλασσα που ρίχνει χάμω τον μόλο, κ’ η καστρόπορτα άνοιξε, κ’ η μερμηγκιά χύμηξε μέσα με φοβερή οχλοβοή. Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια φωνή: «Η Πόλη πάρθηκε!»

Ο δυστυχής βασιλέας κέντησε τ’ άλογό του κ’ έδραμε κατά το μ
έρος που γινότανε ο θρήνος, κράζοντας και δίνοντας θάρρος στους δικούς του. Μα το τουρκομάνι φούσκωνε ολοένα κι άμπωχνε μπροστά του τους λιγοστούς χριστιανούς.

Τότες ο Κωνσταντίνος έπεσε μέσα στο πλήθος σαν λέοντας, με το σπαθί στο χέρι, κ’ έτρεχε σαν ποταμός το αίμα από τα χέρια κι από τα ποδάρια του. Από τα δεξιά του πολεμούσε ο Δον Φραγκίσκος ο Τολεδιάνος, και σαν τον αϊτό λιάνιζε τους οχτρούς με το στόμα και με τα νύχια. Και ο Θεόφιλος ο Παλαιολόγος, σαν είδε τον βασιλέα ματωμένον, φώναξε κλαίγοντας: «Θέλω να πεθάνω! Δεν θέλω να ζήσω!» και ρίχτηκε μέσα στους Τούρκους βαρώντας με το σπαθί του. Κι ο Γιάννης ο Δαλμάτης βρέθηκε εκεί πέρα, και πολεμούσε σαν λεοπάρδαλος.

Τρεις φορές αμπώξανε τους Τούρκους αυτοί οι γενναιόκαρδοι άντρες, μα στο τέλος σκοτωθήκανε, και τα κορμιά τους βουλιάξανε μέσα στο ανθρωπομάνι. Μαζί τους πολεμήσανε και σκοτωθήκανε κι άλλοι στρατιώτες χριστιανοί, και παραδώσανε την ψυχή τους για την πίστη του Χριστού, κοντά στην πόρτα του Αγίου Ρωμανού, την Τρίτη το πρωί, 29 Μαΐου 1453. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του κι ο μάρτυρας βασιλιάς, κράζοντας με δάκρυα: «Δεν υπάρχει χριστιανός να κόψει την κεφαλή μου;»

Την ώρα που γινότανε στην καστρόπορτα του Ρωμανού αυτός ο θρήνος, μέσα η πολιτεία ήτανε έρημη, γιατί οι άνθρωποι είχανε κλειστεί στα σπίτια από την τρομάρα τους. Μέσα στα βουβά μεϊντάνια και στους δρόμους ακουγότανε μοναχά η φωνή: «Η Πόλη πάρθηκε!», «Η Πόλη πάρθηκε!» -κι από τον αντίλαλο παραλύνανε τα γόνατα. Πολλοί τρελλαθήκανε ακούγοντας αυτή τη φωνή να κράζει με θρήνο: «Η Πόλη πάρθηκε!», «Η Πόλις εάλω!»

Το κείμενο υπό τον τίτλο η «Η Πόλις εάλω» περιέχεται στο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη», εκδοτικός οίκος Αστήρ, 1963.


* * *

Πουλάκι νάμαν να πετώ
Πουλάκι νάμαν να πετώ, νάμαν χιλιδονάκι, 
να πήγαινα στης Βουργαριάς τα μαύρα κορφοβούνια 
να κάθομαν να έβλιπα την Πόλης του λιμάνι, 
που αρμινίζουν τ' άρμινα και βάζουν τα καράβια.
(Ξήντα καράβια τούρκικα και ‘κουσιδυό ρουμαί’κα
αρχίσανε τουν πόλεμου απ’ του πρωί ως του βράδυ
κι νίκησαν τα τούρκικα τα λίγα τα ρουμαί’κα.
Μια Ρουμιοπούλα φώναξε απού γυαλένιου πύργου:)
-Για έβγα έξω, βασιλιά κι' αφέντη Κουσταντίνι,
να διείς την Πόλ' που άναψι, πώς καίν' τα μοναστήρια,
(να διείς τους Τούρκς πώς σφάζουνι τις Χριστιανοί σα γίδια)
-Το πώς να βγει ου βασιλιάς κι αφέντης Κουσταντίνους; 
ιχθές προυί λαβώθηκι, προυί μι την αυγούλα.

Δημοτικό τραγούδι για την Άλωση της Πόλης από τον Πύργο (σημ. Μπουργκάς) της Βόρειας Θράκης


* * *

Κωνσταντίνος Καβάφης
Πάρθεν

Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν».

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993.

* * *

Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Θάνατος και ανάστασις

Ι

Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρδος Παραδείσου Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ’ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπριζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους κι ἔβγανε ἀπ’ ὅλους Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε τὸν Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλίσουν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν καὶ νὰ φεύγουν Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ’ ὥρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ὁ λαιμός τοῦ πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερξε νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.

II

Θεέ μου καὶ τώρα τι Πού ’χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει χώρια μὲ τὴ μοναξιά του ποιος αὐτός πού ’ξερε μ’ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλάκερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει τι
Ποὺ ὅλα του τά ’χαν πάρει Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσήμερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδηχτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κοριτσιοῦ μεσάνυχτα νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα…)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα Καὶ μήτ’ ἕνας πλάι του Μονάχα οἱ λέξεις του οἱ πιστὲς πού ’σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος μυρμηκιὰ οἱ χυμένες μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα – ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!» φώναξε κι ὅρμησε μὲς στὸ σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε ξεκινημένη ἀπὸ μακριά ἡ στερνὴ χλωμάδα νὰ τὸν κυριεύει.

III

Τώρα καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγορα οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατακόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κάθε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας γι᾿ ἄλλων καιρών πιὸ μακρινῶν τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τους ἕνα θερινὸ ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν σταλάζοντας ἰώδιο τὰ κλωνάρια
Τοῦ ’φερναν Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε στὴ μεγάλη καταβόθρα νὰ καταποντίζονται πλῶρες μαύρων καραβιῶν τ᾿ ἀρχαῖα καὶ καπνισμένα ξύλα ὄθε μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεομήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα σωρὸς τὰ χτίσματα μικρὰ μεγάλα θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος
Αὐτὸς ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

Οδυσσέας Ελύτης, Τα ετεροθαλή

* * *

Τα πορφυρά καμπάγια
Τα πορφυρά καμπάγια του
τα ρόδια του Μυστρά
τα πήραν και τα κρύψανε
στον κόρφο τους βαθιά.
Τα πορφυρά σαντάλια του
με τους χρυσούς αετούς
με το σταυρό δεμένα
και με τους ουρανούς.
Γι’αυτό κι όταν ραγίζουνε
το χώμα κοκκινίζουνε
και τα μικρά παιδιά
την Πόλη ζωγραφίζουνε
και την Αγιά Σοφιά. 

Θοδωρής Γκόνης

* * *

Ο Κωσταντής κι ο Κωσταντάκης

Πουλάκι πήγε κι έκατσε
στου Κωσταντή το γόνα, Κωσταντάκη μου
άιντε στου Κωσταντή το γόνα, λεβεντάκη μου
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί 
άιντε ανθρωπινά μιλάει, Κωσνταντάκη μου 
άιντε ανθρωπινά μιλάει λεβεντάκη μου 
Ωχ, Κωστάκη, μην παντρεύεσαι
άιντε και μην πολλά ξοδιάζεις, Κωσνταντάκη μου 
άιντε και μην πολλά ξοδιάζεις, λεβεντάκη μου 
Ωχ, τι σήμερα, Κώστα, θα παντρευτείς
άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, Κωσταντάκη μου
άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, λεβεντάκη μου.

 Δημοτικό τραγούδι διαδεδομένο και σήμερα 
σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία.

* * *

Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων! [...]
το όνομα Ελλάδα δεν είναι λέξη, αλλά λόγος∙
όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
[...]
Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως.


Νικηφόρος Βρεττάκος
Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη

«[...] Ο Κωνσταντίνος ήταν παράξενα γαλήνιος εκείνη τη βραδιά (28 του Μάη). Ο Φραντζής τον κοίταζε που μίλαγε με τους στρατιώτες, καθώς περνούσανε από μπροστά τους, και απορούσε. Απορούσε γιατί δεν ήξερε ούτε μπορούσε να το φανταστή ότι ο Δραγάσης είχε πια κάνει την ειρήνη με το Θεό του και τους ανθρώπους Του και βάδιζε, όπως ο Γιος του Πλάστη του εκείνη τη βραδιά στο Όρος των Ελαιών, στο βέβαιο θάνατό του, αφού πια είχε πάρει την απόφαση ότι, αν δεν νικούσε αύριο, η νύχτα δεν θα τον εύρισκε ανάμεσα στους ζωντανούς [...]»

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Κυριαζή Κωνσταντίνος Παλαιολόγος-Πήραν την Πόλη, πήραν την, Βιβλιοπωλείον της Εστίας.



* Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1480) ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης της Πόλης από τους Τούρκους, γι’αυτό και η περιγραφή εκ μέρους του των τελευταίων στιγμών της Βασιλεύουσας είναι εξαιρετικά σημαντική.


Φωτογραφία: "Ο τελευταίος Παλαιολόγος" (1951) έγχρωμη ξυλογραφία σε χαρτί του Τάσσου (Αλεβίζος Αναστάσιος 1914-1985). Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα. 

 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21, 28 Μαΐου και 4 Ιουνίου 2020
αρ. φύλλων 1031, 1032 και 1033 αντίστοιχα.



7 σχόλια:

  1. Ανώνυμος29/5/21

    Ο θεός βρισκόταν στο πλευρό τους αλλά στο πλευρό του θεού βρίσκοταν και οι 50000 χιλιάδες καλογέρων και παπάδων στα μοναστήρια που έψελναν και κοινωνούσαν αντί να αρπάξουν το σπαθί να πολεμήσουν......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος29/5/21

      Μάλλον θα ήταν αμαρτωλοί και o θεός δεν άκουγε τα αλληλούια τους.

      Διαγραφή
  2. Οχι και δω ειρωνεία... Δεν χωράει... Εδώ χωράει μόνο σιωπή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος1/6/21

      Το πρόβλημα σου αγαπητή μου είναι ότι δεν σχολιάζεις την ουσία του σχολίου αλλά υπεκφεύγοντας κολάζεις τις λέξεις....σου αρέσει δεν σου αρέσει ο κλήρος τότε είχε κλειστεί στα μοναστήρια και στους ναούς και σταυροκοπιόταν ξορκίζοντας το επερχόμενο όταν ο αυτοκράτωρ με μία δράκα πολεμιστών στου ρωμανού την πύλη έσφαζε τα στίφη των αγαρηνών!!
      Αλλά "Σώπασε κύρα Δέσποινα και μην πολυδακρύζης..." εεε

      Ο Πρωτοσύγκελος Αλφόνσο

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος2/6/21

      Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

      Διαγραφή
    3. Ανώνυμος2/6/21

      Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

      Διαγραφή
  3. Ανώνυμος31/5/21

    Δεν είναι θέμα ειρωνείας. Τα αλληλούια δεν έσωσαν κανέναν και λιγώτερο την Άλωση της Πόλης. Το είδαμε και στην πανδημία που ο κορονοϊός σάρωσε στις τάξεις της εκκλησίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ