14.5.21

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Με το γκιούμι στον ώμο

 
ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Χρυσούλα Πατρώνου
ΟΔΟΣ 24.9.2020 | 1047


Πού να το φανταζόμουν. Ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει λέξη σε άλλη γλώσσα, πέρα από τη μητρική του. Ήξερε, βέβαια, μερικά Αγγλικά και άλλα τόσα Εβραίικα, τα πρώτα για να επικοινωνεί με τους εμπόρους που επισκέπτονταν τον τόπο για αγορά γουναρικών και τα δεύτερα από την εποχή που έμεναν στην ίδια πόλη πολλές εβραίικες φαμίλιες και, είτε συναλλάσσονταν μαζί τους στα εμπορικά τους καταστήματα ή πήγαιναν μαζί σχολείο και φυσικά έκαναν παρέα με τους συνομήλικους. Λίγα, όμως, μετρημένα στα δάχτυλα. Κάτι μας διηγιόταν κάπου-κάπου για τις δύσκολες μέρες της κατοχής και του πολέμου, αλλά, μέχρι εκεί. Για το πώς όλη του η οικογένεια είχε φύγει από την πόλη και εγκατασταθεί σε έναν οικισμό στα βουνά, όπου υπήρχε λίμνη και μπορούσαν να ψαρεύουν. Δεν ήταν οι μόνοι. Αρκετοί άλλοι είχαν καταφύγει στον τόπο αυτό για να περάσουν τις δύσκολες μέρες χωρίς να πεινάσουν. Και οι νέοι γύριζαν με τις ψαριές στα γύρω χωριά, όπου αντάλλαζαν την πραμάτεια τους με ντόπια γενήματα. Στα χωριά, τόσο απομακρυσμένα και κτισμένα σε δυσπρόσιτες πλαγιές, οι ντόπιοι κάτοικοι άλλη γλώσσα μιλούσαν. Αποκομμένοι από το κέντρο, ναι μεν είχαν σχολεία και μάθαιναν τα παιδιά τους ελληνικά, στο σπίτι όμως, τα "ντόπια", ένα συνονθύλευμα βουλγάρικων και σλάβικων από τα χρόνια της βουλγαρικής τρομοκρατίας στην περιοχή, ήταν η γλώσσα επικοινωνίας. Όταν λοιπόν οι νέοι έφταναν σ’ αυτά για να ανταλλάξουν τα ψάρια με γεννήματα, θέλοντας και μη, αναγκάζονταν να μάθουν την "ξένη" γλώσσα. Και να γνωρίσουν και νέους ανθρώπους, όλων των ηλικιών. Ακόμη και η φορεσιά τους εντελώς διαφορετική. Μια χαρά, όμως, συνεννοούνταν. Αντάλλαζαν εμπορεύματα, αντάλλαζαν και πειράγματα. Με τα αρσενικά, βέβαια. Τα θηλυκά, βίγλιζαν πίσω από τις ξύλινες αυλόπορτες και έφταναν μέχρι έξω οι ψίθυροι και τα χαχανητά τους. Κάπου κάπου, τύχαινε να ανταμώσουν καμία κοπελιά που έτρεχε βιαστικά να συμμαζευτεί όταν γύριζε από τη βοσκή ή από την παρακείμενη νεροσυρμή, με το γκιούμι στον ώμο.

...Είχαν τελειώσει το πάρε δώσε κι ετοιμάζονταν για την ανηφοριά προς τον οικισμό. Η κοπελιά, φορτωμένη το πελώριο λαήνι, γύρισε να δει την αντρική παρέα που, κουβαλώντας γεννήματα στα τσουβάλια, μιλούσε τη γλώσσα του σχολείου κι ανηφόριζε στο μονοπάτι που οδηγούσε στο χειμαδιό. Δεν πρόσεξε την πέτρα μπροστά της∙ βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο έδαφος, το νερό που κουβαλούσε την έλουσε κι από πάνω. Έτρεξε ο πατέρας μου να βοηθήσει το κακόμοιρο το κορίτσι, πίσω του όλοι οι άλλοι. Η πρώτη ματιά ήταν η καθοριστική: συνάντησε ένα βαθύ γκρίζο βλέμμα, κατακόκκινα από την αμηχανία μάγουλα και κατάξανθα μαλλιά να στεφανώνουν το ολοστρόγγυλο πρόσωπο. Και έμεινε να την θωρεί αποσβολωμένος. Τι και που γύρισε στους δικούς του; Το μυαλό του στη νέα με το γκιούμι έτρεχε συνεχώς. Άρχισε να κατεβαίνει στο χωριό ακόμη κι όταν δεν είχε ψάρια για πούλημα. Ακόμη κι όταν ο καιρός κάθε άλλο παρά τη διαδρομή αυτή διευκόλυνε. Δεν ήξερε πού θα την ξανάβλεπε, γι’ αυτό και φρόντισε να πιάσει στενότερη φιλία με νέους. Και να μιλάει σιγά-σιγά τη γλώσσα τους. Έμαθε πως όλες οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησιά, όταν κάθε δυο ή τρεις βδομάδες ερχόταν παπάς για να λειτουργήσει. Πρώτος και καλύτερος, αυτός. Και ναι, την ξανάδε. Τον είδε και η ροδομάγουλη και αντάλλαξαν χαμόγελο γλυκό. Η αρχή έγινε στη λειτουργία. Αντάμωναν σχεδόν καθημερινά στη νεροσυρμή, κουβαλούσε ο πατέρας μου το γκιούμι μέχρι το έμπα του χωριού. Η ξανθομαλλούσα, γρι ελληνικά. Έμαθε αυτός τη δική της, γιατί πώς αλλιώς να της έλεγε πόσο του άρεσε, πόσο την αγαπούσε; Όλα αυτά στα κρυφά και στ’ αφανέρωτα. Που βέβαια, ο κόσμος το ’χε τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι…


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Χρυσούλα Πατρώνου


Μόνο που όλα τα ωραία τελειώνουν. Τέλειωσαν όταν έφτασε το μήνυμα πως οι Γερμανοί έφυγαν νικημένοι. Γύρισαν τότε όλοι στην πόλη. Κι ο πατέρας μου, φυσικά. Ήρθε ο αδελφοκτόνος, έκλεισαν οι δρόμοι για τα γύρω χωριά, φούντωσαν οι έχθρες και τα μίση. Ο γέρος μου αντρώθηκε για τα καλά. Πήγε στον πόλεμο, γύρισε, δική του οικογένεια έκανε. Για την ξανθιά της νιότης, ούτε κουβέντα. Στα βαθιά γεράματα, μου ζήτησε μια χάρη: να τον ξαναπάω στο χειμαδιό, να περάσουμε και από το χωριό που πουλούσαν τα ψάρια. Εκεί ζήτησε να μάθει για την κοπελιά με τις ξανθές, μακριές πλεξούδες. Βρεθήκαμε στο σπίτι της. Γιαγιά με εγγόνια και δισέγγονα η ασπρομάλλα, η παλιά του αγάπη. Τότε τον άκουσα να λαλεί στα "ντόπια" με μια ευφράδεια μοναδική. Στον γυρισμό με ευχαρίστησε συγκινημένος που δεν του χάλασα χατίρι. «Και τσιμουδιά στη μάνα σου», κατέληξε. Ο πατέρας μου δεν είχε εύκολο το "ευχαριστώ"…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1047.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ