30.5.21

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Κόκκινη καμπριολέ


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 22.4.2021 | 1076

ΤΙ ΑΜΑΞΙ ήταν αυτό που εμφανίστηκε στην πόλη! Κόκκινο σαν πασχαλινό αβγό, πελώριο, μεγαλύτερο κι από τις προσόψεις των σπιτιών και, χωρίς οροφή! Πρώτη φορά έβλεπαν τέτοιο πολυτελές όχημα και, μάλιστα μεγαλοβδόμαδα. Κι ο οδηγός; Ένας ωραίος νέος και πολύ καλοντυμένος. Όσο, ωστόσο, κι αν προσπαθούσαν όσοι τον έβλεπαν να σοφάρει στους κεντρικούς δρόμους αργά-αργά και καμαρωτά, δεν μπορούσαν να απαντήσουν στο καίριο ερώτημα: Ποιος είναι και τι δουλειά έχει εδώ; Τα νεαρά κορίτσια σκουντούσαν το ένα το άλλο και αντάλλασσαν πονηρά χαμόγελα· τα αγόρια από την άλλη, ή μάλλον οι νέοι άντρες δεν χόρταιναν να θαυμάζουν το αεροδυναμικό αμάξι, όχι βέβαια χωρίς φθόνο, και παρίσταναν ταυτόχρονα τους αδιάφορους.
Όσο για τα πιτσιρίκια, το έπαιρναν από πίσω και παρακαλούσαν να τα πάρει για μία μικρή βόλτα, έστω και δέκα μέτρων. Χαμογελαστός ο νέος, ούτε αρνιόταν ούτε τους έκανε το χατίρι. Αυτά, κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το βράδυ οι μικροί θαυμαστές δεν έπαυαν να περιγράφουν στους γονείς τους το απίθανο αμάξι με οροφή που δίπλωνε σαν φυσούνα μπαντονεόν. Και ύστερα ξεχνιόταν και όχημα και οδηγός μέχρι την επόμενη μέρα. Ξεχνιόταν; Όχι απ’ όλους. Ήταν μια μαμά, η οποία ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον μικρό της γιο να της περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τον οδηγό. Πώς ήταν; Ψηλός; Λεπτός; Ξανθός; Μελαχρινός; Περιγραφή, όμως, λεπτομερή μόνο για το αυτοκίνητο μπορούσε να της δώσει. Το σπίτι τους, κτισμένο παράμερα και χωρίς ασφαλτόδρομο μπροστά του, δεν ήταν το κατάλληλο σημείο για να κόβει βόλτες ένα αεροδυναμικό αμάξι. Ναι, αλλά η μαμά ήθελε οπωσδήποτε να δει τον οδηγό του· να πάψει να χάνει τον ύπνο της και να της έρχονται συνεχώς εικόνες από το μακρινό παρελθόν. Τα λες και τα μήπως τριβέλιζαν το μυαλό της. Ώσπου, την επόμενη μέρα, Μεγάλη Πέμπτη, ντύθηκε πρωί–πρωί και κατευθύνθηκε στη Μητρόπολη. Για εκκλησιασμό. Απόρησαν στο σπίτι· το βράδυ ναι, δεν έχανε τα Δώδεκα Ευαγγέλια και την Αποκαθήλωση, αλλά τέτοια ώρα; 

Η ΜΑΜΑ, άναψε κερί μέσα στο ναό. Κάθισε μετά σε ένα παγκάκι στο προαύλιό του με θέα τον κεντρικό δρόμο. Κάρφωσε τα μάτια στην άσφαλτο και μετά βίας χαιρετούσε όποια περαστική την καλημέριζε. Δεν είναι δυνατόν, σκεφτόταν. Από δω θα περάσει…Να σιγουρευτώ, να μη με φάει η αμφιβολία. Και πέρασε. Όχι, βέβαια, πολύ νωρίς. Και ναι! Ήταν αυτός, ο γιος της παραδουλεύτρας. Όπως ακριβώς τον θυμόταν. Πολύ όμορφος και, φυσικά ώριμος άντρας πλέον. Ίδιος ο πατέρας της, μονάχα το χρώμα του σκούρο, μελαχρινό, σαν της μάνας του, της παραμάνας της για χρόνια και χρόνια. Όταν κατάλαβε η δική της μάνα ότι το μοναχοπαίδι της γυναίκας που με τόσο ενδιαφέρον φρόντισε ο κύρης του σπιτιού να της βρει άντρα και να την νοικοκυρέψει ήταν δική του σπορά, μαράζωσε από τον καημό της. Μια βουτιά στα κρύα νερά ήταν η λύση για την άμοιρη σύζυγο. Γρήγορα βρήκε ο χήρος παρηγοριά. Έδιωξε η νέα νοικοκυρά την παραδουλεύτρα· η κόρη, είχε ήδη φύγει από το σπίτι για σπουδές. Τον εξώγαμο γιο κατάφερε ο φυσικός του πατέρας να τον στείλει στην Αμερική, σε πολύ καλό του φίλο. Να τον πάρει στην επιχείρησή του, να τον βοηθήσει να προκόψει. Χωρίς, εννοείται, να του ομολογήσει ποτέ την πραγματική τους σχέση. Να είναι μακριά ήθελε, πάση θυσία, μην τυχόν και μαθευόταν η αλήθεια και αμαύρωνε το όνομά του. Την αλήθεια έμαθε ο νέος από τον «πολύ καλό φίλο» του πατέρα, στην Αμερική. Την παραδουλεύτρα με τον άντρα της τους είχε ήδη πάρει μαζί του στην ξένη. Μήνυσε δε στον «ακέραιο χαρακτήρα» ότι θα τον επισκεπτόταν με την πρώτη ευκαιρία. Ήθελε να του δώσει ο ίδιος εξηγήσεις τόσο για την αχρεία συμπεριφορά απέναντι στην μάνα του όσο και στη δική του, άτυχη γυναίκα. Έντρομος ο πατέρας, κατέφυγε για βοήθεια στη μοναχοκόρη. 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ που τον είδε, απορούσε με τον ίδιο της τον εαυτό: πώς και δεν είχε καταλάβει τίποτα τότε; Πώς δεν είχε προσέξει την ομοιότητα; Την ψυχική καταβαράθρωση της μητέρας της; Μήπως οι δικές της νεανικές ανησυχίες και έρωτες δεν άφηναν περιθώρια για άλλες σκέψεις; Λοιπόν; Πώς έπρεπε να ενεργήσει; Σηκώθηκε αργά-αργά από το παγκάκι, κατευθύνθηκε και πάλι στο εσωτερικό του ναού, προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας και κίνησε για το πατρικό. Ο πατέρας, ευυπόληπτος στον τόπο του, είχε χίλια δυο προβλήματα υγείας και μια σύζυγο που πέρα από την καλοπέραση, δεν νοιαζόταν για τίποτα. Της άνοιξε η ίδια. Της ανέφερε ότι ο άντρας της ήταν πολύ πεσμένος όλη την εβδομάδα και δεν είχε όρεξη ούτε να φάει ούτε να μιλήσει. Τον βρήκε βυθισμένο στην πολυθρόνα, μπροστά στο παράθυρο. Το βλέμμα κολλημένο στον δρόμο· δεν αντέδρασε στο άνοιγμα της πόρτας.Τον καλημέρισε. Σήκωσε το κεφάλι, την κοίταξε καλά-καλά και ψέλλισε: σώσε με. Λυπήθηκε την κατάντια του, λυπήθηκε την κακομοίρα τη μάνα της, ακόμη περισσότερο την ταπεινή παραδουλεύτρα που τόσο την αγαπούσε, λυπήθηκε και τον νέο που έψαχνε απαντήσεις από ένα ρεμάλι. Ησύχασε, θα το κανονίσω, του πέταξε. Δεύτερη ματιά δεν του έριξε. Ένιωσε να λύνεται και η τελευταία κλωστή που την κρατούσε δεμένη με τον γονέα. 

ΤΟ ΒΡΑΔΥ, την ώρα των Δώδεκα Ευαγγελίων με ταξί βρέθηκε στο χωριό, όπου είχαν εγκατασταθεί προτού φύγουν για την Αμερική, η παραδουλεύτρα με τον άντρα της. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει κανέναν. Μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο στην πλατεία, μία κόκκινη σαν πασχαλινό αβγό, καμπριολέ. Δύσκολες στιγμές και για τους δύο. Το αίμα, όμως, νερό δεν γίνεται. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και της υποσχέθηκε να αναχωρήσει χωρίς να επισκεφτεί τον γεννήτορά του. Με τη δική της, πάντως, οικογένεια, θα γιόρταζε την Ανάσταση...
Τον πατέρα της δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Απριλίου 2021 , αρ. φύλλου 1076

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ