20.6.21

Τιτάνας


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Τιτάνας
ΟΔΟΣ 22.10.2020 | 1051


Άνοιξε την τηλεόρασή της, μήπως και δει την γνωστή τηλεπερσόνα. Αν θα πει καμμιά μπηχτή για την αδιαφορία σήμερα που κυβερνούν οι πολιτισμένοι. Της παραχωρούσε συνέντευξη ο νέος δήμαρχος. «Αυτά είπαμε, αυτά κάναμε» έλεγε.



Η Κλειώ έλειπε χρόνια από την Καστοριά. Η ανάγκη της για δουλειά, η ανεργία της πόλης την ώθησαν αναγκαστικά μακριά, στο Παρίσι. Είχαν οικογενειακώς κάτι συγγενείς εκεί από τον καιρό που μεσουρανούσαν οι γουναράδες και της βρήκαν δουλειά. Άλλωστε εκεί είχε σπουδάσει χορό. Την μεγάλη αγάπη της. 

Όταν επέστρεψε μερικές ημέρες πριν στην Καστοριά, βρήκε ότι είχαν όλα αλλάξει. Ήταν χειρότερα. Ακόμη πιο λίγα ήταν όσα της θύμιζαν τα παιδικά της χρόνια. Όταν πάντως έφευγε, θυμάται που γινόταν θόρυβος για την κατεδάφιση του παλιού Γυμνασίου της Κουμπελίδικης, στην διάρκεια της Χούντας. Κάπου-κάπου γινόταν κι από παλιά κουβέντα γι’ αυτό το θέμα, και η Κλειώ απορούσε τι πρακτικό νόημα είχε.

Έτσι, πίσω στις ημέρες που έφευγε, δεν μπορούσε να ξεχάσει την τηλεπερσόνα της περιοχής, που μαζί με τους άλλους συναδέλφους της κάθε βράδυ κάποια εποχή, που η Κλειώ ετοίμαζε τις αποσκευές της για την μετανάστευση, τους παρακολουθούσε. Πρόσεχε που κατηγορούσαν τους παλιούς κατοίκους και Καστοριανούς. Για την αδιαφορία που όπως έλεγαν οι δημοσιογράφοι και όχι μόνο αυτοί, έδειξαν στα χρόνια της Χούντας. 

Όταν δεν απέτρεψαν να κατεδαφιστεί το παλιό Γυμνάσιο της Καστοριάς. Για να χτιστεί παραπλεύρως το νέο. Που υπάρχει ακόμη σαν κτίσμα. 

Αριστούργημα το ανέβαζαν, αριστούργημα το κατέβαζαν. Το παλιό το Γυμνάσιο εννοείται. Ταυτόχρονα, μόνο βάρβαρους, νεόπλουτους χουντικούς δεν χαρακτήριζαν τους παλιούς. Αυτό εννοούσαν, αλλά δεν το έλεγαν και στα ίσια. Όμως το φαρμάκι από το στόμα τους, έσταζε. 


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Τιτάνας
ΟΔΟΣ 22.10.2020 | 1051


Η Κλειώ είχε τότε αισθανθεί συνυπεύθυνη, για κάποιο λόγο. Που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μπορεί η ίδια να ήταν βρέφος όταν το γκρέμισαν, η μητέρα και ο παππούς της να ήταν του Κέντρου, παλιοί Βενιζελικοί και να είχαν αλλεργία στην Χούντα. Αλλά ήταν παλιοί Καστοριανοί. Γουναράδες κιόλας. Άρα 100% συνένοχοι. 

Η Κλειώ που είχε σπουδές στο Παρίσι, δεν εύρισκε κάτι το πραγματικά αριστουργηματικό στο παλιό Γυμνάσιο, για να γίνεται χρόνο παρά χρόνο μνημόσυνο με τόσο φαρμάκι. Αλλά δίσταζε και να το πει. Όπως δίσταζε και να θυμίσει ότι Χούντα σημαίνει Χούντα για όλους. 

Της έκανε όμως μεγάλη εντύπωση όλη αυτή η φασαρία καθώς και οι κατηγορίες της τηλεπερσόνας και των συναδέλφων της, σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, εφημερίδες. Πυρ ομαδόν. Και έτσι, όλο αυτό πίστεψε ότι αφορούσε την ίδια την γιαγιά της που έμενε εκεί κοντά, στην ίδια περιοχή. Που δεν κατέβηκε να εμποδίσει την Χούντα να ρίχνει το Γυμνάσιο. Να μπει μπροστά στις μπουλντόζες. Να εμποδίσει τα φουρνέλα.

Έτσι διάβαζε και παρακολουθούσε με περιέργεια κάθε τι που γράφονταν και λέγονταν στα μουγκά για την μεταπολεμική καστοριανή νεοπλουτίστικη βαρβαρότητα. Ήθελε να γνωρίζει το τι ακριβώς συνέβαινε στην πόλη της μιας καταγωγής της, καθώς ο πατέρας της καταγόταν από τις Σποράδες. Τις Βόρειες εννοείται. Ήταν που και οι άλλοι, οι δημοσιογράφοι δηλαδή, παρουσιάζονταν έτσι σαν ευαίσθητοι, με γνώσεις, προικισμένοι, σωτήρες, ακτιβιστές. Ενώ οι γουναράδες και έμποροι, φιλοχρήματοι. Οι μεν για ιδέες, οι δε για τα dollars. 

Αυτή την φορά πάντως, η Κλειώ είχε έλθει για κάτι αληθινά δυσάρεστο. Δεν είχαν περάσει παρά μερικές μόνο μέρες που η Καστοριανή γιαγιά της, τους άφησε, έφυγε. Ανήμερα του Σταυρού για την ακρίβεια, που τραγική ειρωνεία είχε και τα γενέθλιά της. Η ιατρική γνωμάτευση δεν έγραφε κάτι περίεργο, πέρα από τα συνήθη, αλλά της είχε καρφωθεί η υπόνοια ότι η αγαπημένη γιαγιά της χάθηκε από τον κορωνοϊό. Ήταν σχετικά νέα ακόμη, κοντά στα 85, γερή κράση, είχε όμως όλα της τα δόντια και έλπιζε να της μοιάσει.

Η Κλειώ αισθανόταν ότι χάθηκε η γιαγιά της, χωρίς να προλάβει η ίδια να την ρωτήσει και να εξιλεωθεί. Που όπως η αυστηρή –σαν δεσμοφύλακας γυναικείων φυλακών αγέλαστη– τηλεπερσόνα την κατηγορούσε, ήταν συνυπεύθυνη, σαν σε έγκλημα πολέμου. Για την κατεδάφιση του παλιού Γυμνασίου. 

Η Κλειώ είχε φέρει μαζί της από το Παρίσι το σκυλί της. Τον Τζούντο που ονόμασε έτσι όχι μόνο για την ταχύτητα αλλά και για την ευλυγισία του. Σαν πρωταθλητής του Τζούντο, εδώ πατούσε, εκεί τον εύρισκες. Τον Τζούντο εννοείται. Και έτσι βρέθηκε το όνομα. 

Η Κλειώ της Καστοριάς δεν έμεινε σε ξενοδοχείο παρά νοίκιασε από γνωστή πλατφόρμα σε μια διατηρητέα εμβληματική μονοκατοικία, που κάποτε είχε και δωμάτιο για το άλογο του ιδιοκτήτη της, τώρα ήταν αποθήκη. Συγκεκριμένα νοίκιασε το ένα covid-free διαμέρισμά της, όχι μακριά από την παλιά Δεξαμενή της Καστοριάς. Υπολόγιζε ότι ίσως και να μην επέστρεφε πολύ σύντομα πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας της τώρα που χάθηκε και η γιαγιά. Και αποζητούσε να μείνει όσο πιο κοντά και βαθειά στην καρδιά της Καστοριάς μπορούσε. 


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Τιτάνας
ΟΔΟΣ 22.10.2020 | 1051


Την 5η ημέρα περίπου μετά τον αποχαιρετισμό της γιαγιάς, τις συναντήσεις με τους λιγοστούς συγγενείς που είχαν απομένει, σε μια Καστοριά, με ελάχιστους επιζώντες εγκληματίες του 1ου Γυμνασίου, η Κλειώ —ήταν πάντως Κυριακή— με δεμένο τον Τζούντο της, βγήκε βόλτα στον Άη Θανάση, παραδίπλα από το Βαλαλάδικο. Δρασκέλισε την ανηφοριά από του Πάπα προς τον Αη Θανάση λοξά από το σπίτι της Μάμως του Χήτα. Και από εκεί πρώτα στην Λέσχη και ευθεία βγήκε στο βυζαντινό μουσείο της πόλης. Είχε χρόνια να το επισκεφθεί και δεν άργησε να πάρει την απόφαση. Έδεσε έξω από τα κάγκελα τον Τζούντο με το λουράκι. Του σύστησε να περιμένει φρόνιμα μέχρι να επιστρέψει και ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά του μουσείου να το επισκεφθεί. 

Να ξαναδεί τα αριστουργήματα της ιστορίας της Καστοριάς, που υπήρχαν κάποτε στην πόλη. Διάσπαρτα σε όλη της την έκταση. Στην πόλη των Βαρβάρων —που κι αν δεν έλεγε, εννοούσαν όλοι σχεδόν οι συνάδελφοι και η παρουσιάστρια. Στο μουσείο δεν συνάντησε παρά μόνο έναn επισκέπτη που μόλις έφευγε, και η Κλειώ στρώθηκε να περάσει απ’ όλες τις εικόνες. Βγήκε μαγεμένη ύστερα από 40 λεπτά από τον χώρο. Σαν να είχε κάνει δέηση στην τέχνη και την ιστορία. Βυθισμένη στις σκέψεις της κατευθύνθηκε στο σημείο που είχε δέσει τον Τζούντο —τον Τζουντίτο όταν ήθελε να τον χαϊδέψει, έτσι τον προσφωνούσε.

Όμως φθάνοντας στο κατώφλι διαπίστωσε ότι ο τετράποδος φίλος της είχε γίνει άφαντος. Το λουρί είχε λυθεί. Κάτι παιδιά της φώναξαν από το γειτονικό μπαλκόνι ότι ο σκύλος έφυγε προς το απέναντι κτήριο, τον παλιό Ξενία “du lac” που είχε μπροστά του εκείνο το στρογγυλό κόμβο. Φάνταζε κάποτε απρόσιτος, απλησίαστος. Όχι για κάποια χλιδή, αλλά για την αίγλη που συμβόλιζε και προστάτευε. Ένας ηλικιωμένος κύριος —τον θυμήθηκε, συνταξιούχος του ΟΤΕ ήταν και μοίραζε τηλεγραφήματα παλιά– της έγνεψε δείχνοντας την πόρτα του Ξενία. 

Η Κλειώ κινήθηκε βιαστικά και ανήσυχη προς το κτήριο, που έδειχνε απόλυτα χορταριασμένο, ρυπαρό και παρατημένο καλώντας τον Τζούντο. «Τζουντίτο, τζούντο!». Μα δεν υπήρχε αντίδραση. Δεν ήταν συνηθισμένος από το Παρίσι να πατάει ακαθαρσίες και ποιος ξέρει τι να υπήρχε μέσα. Σπασμένα τζάμια, ξύλα και όχι μόνο. Κάποια στιγμή άκουσε το κουδουνάκι του θαρρείς από το εσωτερικό του ξενοδοχείου-φάντασμα και η Κλειώ πρόσεξε ότι η κεντρική πόρτα δεν ήταν εντελώς κλειστή.


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Τιτάνας
ΟΔΟΣ 22.10.2020 | 1051


Ήταν ηλιόλουστο απομεσήμερο και μπήκε μέσα στο αρκετά φωτεινό λόμπυ. Προσπαθώντας να γίνει λαγωνικό, να ψάξει τον Τζουντίτο. Ακολουθώντας τους ήχους από το κουδουνάκι είδε μπροστά και δεξιά της την μεγάλη και ευρύχωρη ρεσεψιόν, με το λόμπι και το βαρύ αρχιτεκτονικά άψογο, πέτρινο τζάκι. Το ξενοδοχείο του Ξενία της Καστοριάς σχεδιάστηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα Χαράλαμπο Σφαέλλο σε συνεργασία με την Μ. Ζαγορησίου και θεωρούνταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ήταν σαν καινούργιο το τζάκι και της έκανε μεγάλη εντύπωση για την ποιότητά του. 

Με το βλέμμα της περιεργάστηκε τον χώρο και κατάλαβε ότι παρά τον μικρό του εξωτερικό όγκο, το ξενοδοχείο αυτό είναι τεράστιο. Είναι όμως έτσι κατασκευασμένο για να μη δεσπόζει στο τοπίο αλλά να ενσωματώνεται σ’ αυτό. Ξυλεία, πολυτελής ξυλεία παντού, λεπτομέρειες από μάρμαρα, διπλά παράθυρα και πόρτες από την βορεινή πλευρά και όχι μόνο, το Ξενία ήταν κάποτε ο ομφαλός της Καστοριάς. Θωρηκτό. Υπέροχα σχεδιασμένες σκάλες, όλες από πολυτελές ξύλο, οδηγούσαν στον κάτω όροφο αλλά και στον επάνω. 

Ανέβηκε ένα όροφο και εντυπωσιάστηκε από τον ευρύχωρο διάδρομο, στην ανατολική και δυτική πτέρυγα. Δωμάτια με μπάνιο τόσο προς την πρόσοψη στην στρογγυλή πλατεία, όσο και βόρεια με μια απίθανη θέα. Πολυτελή μπάνια, πορσελάνινοι νιπτήρες, και άλλα έπιπλα. Μπαλκόνια κλειστά με επιπλέον διπλά κουφώματα και τεράστια χαλύβδινα καλοριφέρ για το απογευματινό τέϊο ή καφέ. Κρυφός φωτισμός στις πόρτες και στο εσωτερικό τους. Η περιέργεια της και το θέαμα έκαναν την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Νόμιζε ότι ακούει τον σφυγμό της παλιάς Καστοριάς. Τα σκιρτήματα ανθρώπων που έγειραν εδώ για τόσες δεκαετίες.

Η Κλειώ κατέβηκε την μεγάλη υπέροχη σκάλα που η κλίμακά της είναι από μόνη της μνημείο ομορφιάς και βρέθηκε στην μεγάλη και ευρύχωρη αίθουσα εκδηλώσεων. Εκεί ήταν και το βεστιάριο αλλά και οι τουαλέτες. Βεστιάριο για τις γούνες και τα ετόλς, τα παλτά και τα καπέλα των κυρίων και κυριών της Καστοριάς. Τους βασιλείς, τις κυρίες των τιμών, στρατηγούς, ταξιάρχους, νομάρχες βουλευτές, υπουργούς και πρωθυπουργούς, δημάρχους, προέδρους, γουναράδες, ηθοποιούς, Καστοριανούς από την Αμερική και το Παρίσι, Έλληνες από παντού. 

Και ποιοι δεν βρέθηκαν εδώ, και πόσα βαλς και ταγκό δεν χόρεψαν, αλλά και τουϊστ και ροκ εν ρολ στην μεγάλη αυτή αίθουσα. Η θέα στην λίμνη προς το Βίτσι με τα φρουριακού τύπου παράθυρα και μπαλκόνια, ήταν αληθινά σαγηνευτική. 

Η Κλειώ ξαφνιάστηκε. Είχε σχεδόν πιστέψει ότι η πόλη της είχε βαρβάρους νεόπλουτους που τους ξεσκέπασε η νέα ελίτ. Υπήρχε στον χώρο ακόμη το πολυτελές μπαρ –και η Κλειώ ακούμπησε για ένα λεπτό σ’ αυτό. Γύρισε να επιστρέψει και πρόσεξε στις τουαλέτες τις επιγραφές "Ladies" "Gentlemen" –πειστήρια μιας άλλης εποχής και διαφορετικών αξιών. Ευγένεια και ιπποτισμός. Και καθώς ξανάκουσε το κουδουνάκι, κατέβηκε ακόμη ένα όροφο για να βρεθεί στο ημισκότεινο επίπεδο του λεβητοστασίου. 

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα φθόγγο έκπληξης από το μέγεθος, το βάρος, τις διαστάσεις, την ολοφάνερη compact ποιότητα των εγκαταστάσεων της κεντρικής θέρμανσης που έστελνε θερμότητα στα αμερικανικού τύπου χαλύβδινα καλοριφέρ του ξενοδοχείου, όλων των χώρων, ανυψωτικά για τα room-service, και τα πιάτα - ποτήρια. Αλλά και ενέργεια στους φούρνους του ξενοδοχείου όπου παρασκεύαζαν τα φαγητά. Δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο η Κλειώ. Της θύμισε κάτι από την ταινία Metropolis. 


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Τιτάνας
ΟΔΟΣ 22.10.2020 | 1051


Πέρασε στον χώρο του πλυντηρίου και έφθασε σε αυτό των ψυγείων. Όλα τεράστια όλα εντοιχισμένα, απίθανες κατασκευές με ανοιχτές τις πόρτες, σαν άρματα μάχης, να χάσκουν άδεια και έρημα. Μετά έφθασε στο χώρο που διέκρινε πάγκο κοπής κρεάτων και της κουζίνας, με τα πιάτα και τα άπειρα ξύλινα ντουλάπια, τα πολλά τραπέζια, τους πάγκους. Αμέτρητα όλα. E la nave va. 

Άθελά της σκέφθηκε ότι το τοπίο, ο χώρος, τα έγκατα του Ξενία θα πρέπει να μοιάζουν με τα αντίστοιχα του Τιτανικού, τα έρμα του. Η μόνη διαφορά δεν είναι, σκέφθηκε, οι διαστάσεις. Αλλά το ότι Τιτανικός είναι βαθειά στον πυθμένα του ωκεανού και αδύνατον να ανελκυσθεί. Ενώ ο Ξενίας της Καστοριάς, αποτελεί το μοναδικό ναυάγιο στην κορυφή του λόφου, στο πιο ψηλό σημείο της κατοικημένης χερσονήσου της πόλης. Τραγική ειρωνεία: ένα ναυάγιο στην κορυφή. Δεν χρειάζεται ανέλκυση κι’ όμως είναι βυθισμένο.

Πάνω που τα σκέφτονταν όλα αυτά είδε μπροστά της τον Τζουντίτο. Την είχε ανακαλύψει ο ίδιος, το λαγωνικό. Έσκυψε, του έδεσε του λουρί, τον χάϊδεψε και βιαστικά κατευθύνθηκε στην έξοδο. Χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της πίσω. Μια παράξενη αίσθηση και μυρωδιά την συνόδευε. 

Έφθασε στο σπίτι που νοίκιαζε και αγνάντεψε από το μπαλκόνι την λίμνη που το νερό της χρύσιζε. Αποκοιμήθηκε. Και σαν ξύπνησε, νόμιζε ότι βρέθηκε στον ύπνο της πίσω στον χρόνο για μερικά λεπτά. Με την γιαγιά της που έπρεπε οπωσδήποτε να πιστέψει ότι εκπολιτίσθηκε μετά το 1980. 

Το βράδυ άνοιξε την τηλεόρασή της. Μήπως και δει την γνωστή τηλεπερσόνα. Με το γνωστό αυστηρό ύφος της, το κάπως τραχύ. Έπεσε πάνω της. Και κάθισε να ακούσει αν θα πει κουβέντα, γι’ αυτόν τον Τιτανικό της Καστοριάς, όπως την άκουσε από παλιά να λέει κάποτε για το Γυμνάσιο. Αν θα πει καμμιά μπηχτή για την αδιαφορία σήμερα, που δεν έχει Χούντα και κυβερνούν οι πολιτισμένοι. Για την ακρίβεια της παραχωρούσε συνέντευξη ο νέος δήμαρχος. «Αυτά είπαμε, αυτά κάναμε» έλεγε.

Της φάνηκε κάπως στημένη και εύκολη η συνέντευξη. Αφού σε όλες τις απαντήσεις τα πήγε θαύμα ο εν λόγω και η παρουσιάστρια δεν έκρυβε την προσωπική της συμφωνία. Τα κάναμε όλα, απ’ αυτά που είπαμε. Ούτε Ξενίας, ούτε Γυμνάσιο, ούτε Τιτανικός. Μόνο Τιτάνες –Τιτάνας για την ακρίβεια– υπήρχε σήμερα στην πόλη. Η Κλειώ την επόμενη ημέρα έφευγε. Αισθάνθηκε τυχερή. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήσυχη.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Οκτωβρίου 2020, αρ. φύλλου 1051



ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς | Ξενία
ΟΔΟΣ 22.10.2020 | 1051



Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:






1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια στον ανώνυμο συντάκτη του κειμένου. Η Καστοριά βαρύνεται για εγκλήματα τέτοιου είδους. Και δυστυχώς στις μέρες μας τα πληρώνει.
    Ιστορίες πένθους.
    Τα κτίρια είμαστε εμείς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ