Η περίπτωσή του είχε μικρή συχνότητα, γιατί σ’ αυτή την πόλη της Μικράς Ασίας οι Έλληνες έμποροι ήταν σαφώς περισσότεροι από τους Τούρκους.
Συνήθως, και τότε και τώρα, τα τζίνια και τα άλλα φαντάσματα μας ειδοποιούν για πράγματα που το μυαλό μας δεν τα πιάνει με την πρώτη ή για λόγους άδηλους δεν θέλει να τα αντιληφθεί.
Αυτά συνέβαιναν όταν ένα σούσουρο, που σιγά-σιγά έγινε οχλαγωγή, μπήκε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τρύπωσε στα αυτιά όσων παρακολουθούσαν με όρεξη το, ενδυναμωμένο με φανταστικά ευρήματα, ταξίδι του στο παρελθόν. Δικαίωνε με τις ιστορίες του το όνομά του. Ήταν πιθανόν ή ο Θεός να τον είχε φωτίσει με το βλέμμα του ή αυτός, αυτοπροσώπως, να είχε υποκλέψει κάποιες ιερές θεϊκές στιγμές, μεταλλάσσοντας τες στη χάρη της μυθοπλασίας και στην τέχνη της αφήγησης
Αυτήν ακριβώς την στιγμή, πετάχτηκαν όλοι έξω για να ιδούν τι γίνονταν.
Πράγματι, άνθρωποι έτρεχαν πέρα–δώθε αλαφιασμένοι και μια ηλικιωμένη γυναίκα τσίριζε στα ποντιακά και τραβούσε τα μαλλιά της.
Πουλόπομ! [πουλάκι μου], ρίζαμ! [ρίζα μου], εχάθες! [χάθηκες].
Γνωστό τοις πάσι είναι ότι όταν τα συμβαίνοντα εξελίσσονται ραγδαία και η όραση, η ακοή και όλες γενικά οι αισθήσεις εντείνονται μέσα στην αγωνιώδη προσπάθεια να γίνουν κατανοητά, έρχεται η ανακουφιστική στιγμή της βαθιάς ανάσας που λες: εντάξει, αυτό γίνεται κι ας είναι και δυσάρεστο. Και το “εντάξει” εδώ ήταν ότι εξαφανίστηκε η Πέπη˙ γι’ αυτήν έκλαιγε η μάνα της.
Τι εστί, λοιπόν, Πέπη;
Η Πέπη ζούσε δυο σπίτια παρακάτω με τον Γιώργο, έναν ψηλό, ξερακιανό, λιγομίλητο άνθρωπο, με μάτια που κρύβονταν πίσω από βαριά ματόφυλλα και που κυκλοφορούσε πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Αυτή ήταν αφράτη σαν ψωμί που από την πολλή μαγιά ξεχείλισε και βγήκε έξω από το ταψί. Όλα της τάχε δώσει απλόχερα ο Θεός, φουντωτά μαλλιά, προέχοντα στήθη, στιβαρά πόδια. Εκφράζονταν, παράλληλα, πληθωρικά, με κίνηση δηλαδή και φωνή πάνω από τα συνηθισμένα.
Κι εξαφανίστηκε λες και ήταν βελόνα στα άχυρα. Η Πέπη! Αν ήταν δυνατόν! Ο Γιώργος είχε πάει στη Σαλονίκη για δουλειές, συνολικά μια μέρα απουσίασε, και γυρίζοντας δεν τη βρήκε. Από το σπίτι έλειπαν ελάχιστα πράγματα μαζί με τα λίγα λεφτά που κρατούσαν εκτός τραπέζης, για ώρα ανάγκης. Του γύρισε ο νους! Για πρώτη φορά τον έβλεπαν έτσι νευρικό στην ομιλία και στις κινήσεις. Έμοιαζε σα να προσπαθούσε να ισορροπήσει σε σχεδία που δεν υπάκουε στον επιβαίνοντα ούτε στο νερό που την κρατούσε στον αφρό, παρά μόνο στον άνεμο που την ταρακουνούσε χωρίς σκοπό. Δύσκολη ομολογουμένως η κατάστασή του, αφού κάποια στιγμή και στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη κοίταξε να ιδεί αν η Πέπη ήταν μέσα.
Ο αδερφός του απευθύνθηκε στην Αστυνομία και σε συμφωνία με συγγενείς και φίλους άρχισαν το ψάξιμο σπιθαμή προς σπιθαμή, γειτονιά με γειτονιά. Βγήκαν κατόπιν στην ύπαιθρο, μπήκαν στα περιβόλια με τις κερασιές, στα χωράφια με τα καπνά, στα στάρια που είχαν δυο αντρικές πιθαμές ύψος˙ Μάιος ήταν. Ίχνος δε βρήκαν: μια παντόφλα, ένα μαντήλι έντεχνα πεταμένο, μια κλωστή, έστω, από τα ρούχα της πιασμένη κατά συγκυρία στο φράχτη. Αν την είχε πάρει κάποιος με το ζόρι, θα φαίνονταν μία παραβίαση, κάτι εκτός θέσης, αλλά όλα έδειχναν απείραχτα.
Η δεύτερη σκέψη ήταν μήπως πήρε τα λεφτά που είχαν στο σπίτι και κατέβηκε κι αυτή στη Σαλονίκη για να τον βρει ή για να κάνει τα ψώνια της και να αλλάξει τον αέρα της με λίγο… μυρωδάτο καυσαέριο. Πήγαν κι εκεί, στα μαγαζιά που ψώνιζε, στις τρεις Μαρίες που έπινε τον καφέ της. - Άφαντη!
Την επόμενη η Αστυνομία τους κάλεσε όλους στο τμήμα να δώσουν κατάθεση, τον Γιώργο, τους γονείς της, τα αδέρφια του, δυο-τρεις γείτονες και φίλους. Απαξάπαντες είπαν πόσο ανοιχτόκαρδη και πονετικιά ήταν, έπιανε κουβέντα με τον πάσα ένα και το σπίτι της ήταν πολύ φιλόξενο. Δεν φαίνονταν να έχει μυστικά, ήταν προβλέψιμη, ανοιχτό βιβλίο.
Μιλούσαν οι άλλοι. Ο Γιώργος έκατσε παραπίσω, έγινε πάλι σιωπηλός και για μια στιγμή αφαιρέθηκε. Νόμισε ότι ήταν όλοι εκεί για άλλη δουλειά κι αυτός θα γύριζε στο σπίτι όπου θα τον περίμενε, όπως πάντα, εκείνη με το τραπέζι στρωμένο κι ανοιχτή την αγκαλιά να βουλιάξει στην πληθωρική θηλυκότητα της. Έβγαλε τσιγάρο ξαναγυρίζοντας στον παρόντα κόσμο. Είδε τον Αστυνόμο να τον κοιτάει ερωτηματικά. Σήκωσε το κεφάλι και τέντωσε το λαιμό, σαν χελώνα που ξεμουδιάζει λίγο παραέξω απ’ το γεροχτισμένο καβούκι της. Τον ρωτούσε πόσα παιδιά είχαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το θεωρούσε φυσικό που δεν είχαν παιδιά κι απάντησε ότι ζούσαν οι δύο τους, δεν χρειάζονταν τίποτα άλλο. Δεν έτυχε να έρθουν παιδιά στη ζωή τους και δεν τους απασχόλησε, είπε. Συγκατοικούσαν ήρεμα, από την αρχή, εδώ και δέκα χρόνια.
-Δηλαδή, πότε παντρευτήκατε; Τον ρώτησε.
-Να παντρευτούμε; Όχι, δεν παντρευτήκαμε, του απάντησε. Εγώ, δηλαδή, δεν έχω παντρευτεί, η Πέπη ήταν παντρεμένη, κάποτε, στο Κιλκίς, πριν πολλά χρόνια. Ο άντρας της όμως βγήκε σκάρτος κι αυτή γύρισε στη μάνα της. Ύστερα, γνώρισε εκείνον που έβαφε ένα σπίτι στη γειτονιά, άρεσε ο ένας στον άλλο και του ζήτησε να μείνουν μαζί. Και από τότε είναι αντρόγυνο.
«Σύνευνοι, ούτως ειπείν», συμπλήρωσε ο Αστυνόμος, που είχε αδυναμία στις αρχαιοπρεπείς εκφράσεις.
Ο Γιώργος το πέρασε για ακαταλαβίστικη παρότρυνση και ξεκαθάρισε ότι αν είχε διαζύγιο από τον πρώτο η Πέπη, δεν το ήξερε και δεν τον ένοιαζε, αφού αυτός την είχε για γυναίκα του. Και τελικά, το είχε ξεχάσει, ήταν μια τυπική λεπτομέρεια, είπε. Επικοινώνησαν με το Κιλκίς κι έμαθαν ότι ο πρώην σύζυγος, εδώ και χρόνια, είχε κατέβει στην Αθήνα. Όσο όμως ήταν εκεί, συζούσε με μια Βουλγάρα.
Γύρισε στο σπίτι βουρλισμένος. Δεν ήξερε αν ήταν σαφής στις απαντήσεις που έδωσε. Δεν είχε μάθει να αφηγείται τη ζωή τους: πώς μιλούσαν μεταξύ τους, τι ξόδευαν, με ποιους έκαναν παρέα. Τι ενδιαφέρον μπορούσε να έχει η καθημερινότητα τους; Ποιοι ήταν αυτοί για να τους ξέρει ο κόσμος; αναρωτιόταν, βαδίζοντας πέρα- δώθε στο καθιστικό τους.
Το βλέμμα, όμως, πίσω από τη διάφανη κουρτίνα, εκεί, στο παράθυρο του απέναντι σπιτιού, το ένιωσε και ήταν εξεταστικό. Κάθισε στην πολυθρόνα και η γάτα τους τον πλησίασε με χαριτωμένη αυταρέσκεια και με την ουρά υψωμένη και στριφογυριστή στην άκρη, σαν γάντζο, έτοιμη ν’ αρπαχτεί απ’ το πόδι του. Σηκώθηκε μηχανικά και ξανακοίταξε έξω. Τα μάτια ήταν ακόμα πίσω απ’ την κουρτίνα. Το παράφωνο νιαούρισμα της γάτας, καθώς ξανακάθισε άτσαλα, τον συνέφερε. Λες, σκέφτηκε, να με θεωρούν ύποπτο εμένα, τον Γιώργο τον Παπαδόπουλο, για την εξαφάνιση της Πέπης; της Πέπης μου; Και σιγά - σιγά απέβαλε τον εκνευρισμό που ένοιωθε και χάθηκε μέσα στην απορία.
Αυτό που τον ξύπνησε δεν ήταν το ροχαλητό του, πράγμα που του συνέβαινε συχνά τελευταία, αλλά ένα χτύπημα, σαν γρατσουνιά στην πόρτα. Την μισάνοιξε, μη βλέποντας καθαρά από το εκθαμβωτικό φως που έμπαινε γύρω απ’ τον Αστυνόμο˙ έρχονταν απρόσκλητος, μα ήρεμος κι ευγενικός. Λυπάμαι, του είπε, που σ’ ανησυχώ κι άλλο, αλλά, βλέπεις, πρέπει να κουβεντιάσουμε μερικά πράγματα οι δύο μας, μόνοι. Και κάθισε απέναντι του ανάβοντας τσιγάρο. Τον έκοβε ήσυχα, κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια, και του ζήτησε καφέ. Ο Γιώργος πήγε προς το ντουλάπι πάνω από το νεροχύτη όπου έβλεπε την Πέπη να στέκεται και να του ετοιμάζει το πρωινό του. Το άνοιξε κι ανακάτευε στο εσωτερικό του. Όταν τα βρήκε όλα, κάθισε αποκαμωμένος. Δεν ήξερε να κινηθεί στην κουζίνα της, στο χώρο της. Είχε ξεχάσει να μένει μόνος. Αισθάνθηκε άπραγος, σα μικρό παιδί που το άφησαν χωρίς φροντίδα.
Δεν τα θέλω αυτά, είπε στον Αστυνόμο, δεν τα μπορώ - να γυρίσει, να τελειώνουμε!
-Θα γυρίσει; Τον ρώτησε, με χαμηλή φωνή, εκείνος. Έτσι νομίζεις;
-Βέβαια, του απάντησε ήσυχα. - Δεν ξέρω γιατί έφυγε, δεν ξέρω πού είναι, αλλά ξέρω ότι θα γυρίσει. Ούτε καν τις φουρκέτες της δεν μάζεψε απ’ το μπάνιο!
Τον ρώτησε για τα κοσμήματά της, αν υπήρχαν στο σπίτι. Πήγαν στην κρεβατοκάμαρα κι έψαξαν μαζί, άσχετα που η Πέπη δεν είχε ιδιαίτερα πολλά κοσμήματα. Το ρολόι και το δαχτυλίδι που της είχε κάνει δώρο, τότε στην αρχή της γνωριμίας τους, τα φορούσε πάντα και το σταυρό που τον θυμόταν μιά να δροσίζεται και μιά να ξεχειμωνιάζει στη σχισμή, ανάμεσα στα στήθη της˙ τίποτα δεν βρήκαν.
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Αστυνόμος έπινε τον καφέ του σα να τον μασούσε και κοίταζε δεξιά κι αριστερά με την πρόθεση να βρει μέρος να φτύσει, καθώς του έρχονταν κομμάτια άβραστου καφέ στο στόμα. Άγαρμπος σ’ όλα του, σκέφτηκε. Αν ο ίδιος την εξαφάνισε, θα τον πιάσω, πού θα μού πάει! Άλλαξε θέση στην καρέκλα και τον ρώτησε μαλακά:
Καλά τα πηγαίνατε ; καυγαδίζατε; Σε άκουγε ή την άκουγες, ρε φίλε; Δώσε ένα στίγμα, πού βρισκόσασταν; Είχε αλλάξει κάτι τον τελευταίο καιρό;
Εγώ, κυρ-Αστυνόμε, απάντησε, χατίρι δεν της χάλαγα. Ό,τι ήθελε το έκανα. Στη μάνα της, στις φίλες της πήγαινε όποτε ήθελε. Τι άλλο;! Έτσι ζούσαμε.
Και στο κρεβάτι, πώς ήσασταν στο κρεβάτι, επέμενε.
Καλά, όχι όπως παλιά, αλλά καλά. Το κάναμε κάθε Κυριακή το μεσημέρι, μετά που τρώγαμε το κοκκινιστό.
«Ως επιδόρπιον, ούτως ειπείν», χασκογέλασε ο Αστυνόμος.
Εμείς για έρωτα το κάναμε, όχι γι’ αυτό που λες, ανταπάντησε συνοφρυωμένος.
Ο Αστυνόμος σηκώθηκε και περπάτησε τα δωμάτια ένα- ένα. Μπήκε παντού, στην αποθήκη, ακόμα και στο πατάρι. Όλα ήταν συγυρισμένα, καθαρά.
Τι έφαγες σήμερα; Τον ρώτησε, σαν με προσωπικό ενδιαφέρον. Τότε αυτός, νεύοντας αρνητικά με το κεφάλι, θυμήθηκε ότι ήταν νηστικός από τα χθες, αλλά δεν το ένιωθε, γιατί το στομάχι του ήταν βαρύ, λες κι είχε φάει πέτρες που βροντούσαν κάπου- κάπου μεταξύ τους. - Σ’ αφήνω τού είπε τέλος, να φας και να ξυριστείς, δεν έχεις πένθος …. ακόμα. Μα το «ακόμα» τό πνιξε πριν βγάλει ήχο.
Ο Γιώργος, αφού τον ξεπροβόδισε, έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Στο επάνω ράφι η κατσαρόλα είχε κοκκινιστό και στο κάτω μια τούρτα καμάρωνε στολισμένη, σα νύφη. Δεν ήταν Κυριακή ή γιορτή, ούτε χτες ούτε σήμερα. Γιατί όμως τα φαγητά που του άφησε ήταν γιορτινά; Προσπάθησε κάτι να καταπιεί μα τα παράτησε στην μέση και κουλουριάστηκε στον καναπέ νομίζοντας ότι από εκεί θα σκέφτονταν καθαρότερα. Δεν μπόρεσε όμως να συγκεντρωθεί και πήρε το σακάκι του και βγήκε έξω. Περπατούσε με σκυμμένο κεφάλι και το σώμα του δεν το πήγαινε ο ίδιος, σέρνονταν χωρίς δρασκελιές, όσο που έφτασε στο σπίτι των πεθερικών του. Τους βρήκε στο τραπέζι να τρώνε πισία που του άρεσαν και του πρότειναν να καθίσει. Υπάκουσε. Έδειχναν να τον συμπονούν, να τον νοιάζονται.
Τι μπορούμε να κάνουμε; τους ρώτησε.
Εεε…θα περιμένουμε, ήταν η απάντηση της πεθεράς του.
Εσύ, πάντως, πρέπει να ησυχάσεις. Αποκλείεται η Πέπη να έπαθε κακό. Να την απήγαγαν για να μας ζητήσουν λεφτά, δεν το βλέπω˙ πλούσιοι δεν είμαστε. Ούτε νεαρούλα είναι, να την εκμεταλλευτούν. Και δεν έπαθε κάποιο ατύχημα, γιατί θα την βρίσκαμε στο νοσοκομείο. Κάπου θα πήγε και δεν θέλει να μας το πει, κατέληξε, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια της. Ο πεθερός του μόνο κουνούσε το κεφάλι και δεν μίλαγε. Έτρωγε αργά και με μικρές μπουκιές, απλώνοντας στο τραπέζι τα ψίχουλα, σαν για να γεμίσει το άδειο στο μυαλό και τον αχρησιμοποίητο χρόνο.
Τον Γιώργο τον έπιασε ξερόβηχας και βγήκε έξω να βγάλει αυτό που τον έπνιγε. Ύστερα γύρισε στο σπίτι του αποφεύγοντας να περάσει από την πλατεία όπου όλοι σ’ αυτούς αναφέρονταν. Του ήταν ανυπόφορο να του δείχνουν συμπόνια, ενδιαφέρον ή να τον κοιτούν καχύποπτα. Θα ήθελε να ανοίξει η γης για να κρυφτεί μέσα, αν γίνονταν. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον τσιτσιριστό ήχο του ποντιακού, σκωπτικού τραγουδιού, που ακάλεστος έφτασε στα αυτιά του από το καφενείο:
Η Βαρβάρα πως κι αντρίζ’
αείκον έμμορφον κορίτσ’,
η Βαρβάρα σούς κεσέδες
κατουρεί τα μεντεσέδες. (δις)
Που μεθερμηνευόμενο στα κοινά ελληνικά λέει περίπου:
Η Βαρβάρα πώς δεν γαμπρίζει,
τέτοιο όμορφο κορίτσι,
η Βαρβάρα στα σοκάκια μέχρι
και τις εξώπορτες κατουράει! (δις)
Και, για μια στιγμή, χαμογέλασε κιόλας καθώς σκέφτηκε την Βαρβάρα να κατουράει δυό φορές τις εξώπορτες. Αυτή η σκέψη, μάλιστα, που του κατέβηκε στο κεφάλι σαν ψηλοκρεμαστή μπαλιά, που την απέκρουσε έντεχνα, του χαλάρωσε αρκετά τα τεντωμένα νεύρα. Το μυαλό του, όμως, δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά, ξέφευγε, πήγε στο όνειρο που είδε όταν κατάφερε να κοιμηθεί κατά τις πέντε το πρωί κι οραματίστηκε τα αγάλματα που ήταν στημένα στην πλατεία να μιλούν μεταξύ τους. Το ένα παρίστανε έναν Ποιητή και το άλλο έναν Μακεδονομάχο, δαφνοστεφανωμένους. Περπατούσαν το ένα δίπλα στο άλλο κουβεντιάζοντας.
Τι είχαν να πουν ένας στρατιώτης με έναν ποιητή; Ο ένας έγραψε τη γραμμή της ζωής με αίμα κι ο άλλος με μελάνι. Πού συναντιούνται αυτά τα δυό; -Γι’ αυτόν ήταν αταίριαστα πράγματα.
Ή μήπως είδαν τίποτα παράξενο, ώστε ακόμα και τ’ αγάλματα αναγκάστηκαν να το σχολιάσουν;
Απόρησε με τον εαυτό του γιατί, ουσιαστικά πρώτη φορά έκανε τόσο ‘μακριές’ σκέψεις. Σίγουρα ήταν εξουθενωτικό, μα πίστευε πως κάτι θα προέκυπτε απ’ αυτό στο τέλος: Το κουβάρι θα ξετυλίγονταν και θά βρισκε την άκρη της κλωστής.
-Κι αν η κλωστή γίνονταν θηλιά και τον έπνιγε; Γεμάτος δυσφορία έχωσε το χέρι στα μαλλιά για να διώξει τις τελευταίες σκέψεις. Αυτός δεν μετρούσε τώρα, η Πέπη τον ένοιαζε.
Την τρίτη μέρα ξαναπήγε στο τμήμα, χωρίς να μάθει τίποτα καινούργιο και πέρασε κι από τον μεγάλο του αδερφό. Οι γονείς του δεν ζούσαν. Ο μεγάλος τον έπιασε από τους ώμους και τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, όπως έκανε όταν ήταν μικροί κι ήθελε να τον προστατέψει από τους άλλους. Και τότε ο Γιώργος δεν έπαιζε ξύλο με τα άλλα παιδιά, παρόλο που ήταν δυνατός, αλλά έφευγε με μια μαγκιά, σα να μη τους καταδέχονταν. Και τώρα, μη ξέροντας τι να πει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Η νύφη του όμως γύρισε και είπε στον αδερφό του : Να μου το θυμηθείς, κάτι σκάρωσε αυτή ή θα τον εκβιάσει για τίποτα. Και με ύφος γεμάτο υπονοούμενα έφυγε από το δωμάτιο όταν ο άντρας της την αγριοκοίταξε κάνοντας της συγχρόνως νόημα με το δάχτυλο να σωπάσει, μή και τους ακούσει ο Γιώργος.
Και οι μέρες έσπρωχναν αργά η μια την άλλη. Την δέκατη τα πράγματα φαίνονταν να βαλτώνουν. Την ενδέκατη όμως, μόλις έφεξε, βρήκε κάτω από την πόρτα του ένα χαρτί, χωρίς αράδες, και γραμμένο με κεφαλαία γράμματα που έλεγε:
“ΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ, ΑΝ ΣΟΥ ΠΩ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΠΕΠΗ; ΔΙΑΔΩΣΕ ΤΟ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟ ΜΑΘΩ”.
Το κοίταζε μέχρι το μεσημέρι από όλες τις μεριές. Δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Να το δώσει στην Αστυνομία δεν τολμούσε, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα λιγόστευαν οι ελπίδες να παραμείνει η Πεπη κάπου ασφαλής. Αν όμως ο Αστυνόμος, μέσω του σημειώματος, τον βοηθούσε να την εντοπίσουν γρηγορότερα; Αποφάσισε να μην μοιραστεί τους προβληματισμούς του με κανέναν ούτε να αποκαλύψει τίποτα γι’ αυτό. Θα συμβουλεύονταν, όμως, τον αδερφό του και τον Αστυνόμο, αν ήταν σκόπιμο να μιλήσουν για πιθανές πληροφορίες και την αρμόζουσα αμοιβή από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Αφού, κανείς δεν μπλέκεται σε ανακρίσεις και σύρτα-φέρτα χωρίς όφελος, σήμερα.
Από τη στιγμή αυτή κάτι άλλαξε. Τώρα κοιτούσε αυτός τους άλλους εξεταστικά, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος μπορεί να είναι αυτός που θα έδινε λύση στο πρόβλημά του. Έκοβε βόλτες πέρα-δώθε, με την προσδοκία να τον προσεγγίσει κάποιος. Δεν προέκυψε τίποτα προς το παρόν, εκτός από το ότι ο κωφάλαλος του χωριού τον σταμάτησε καταμεσής στο δρόμο και τού έκανε άσεμνες κινήσεις με το χέρι, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος να περιμένει τον «από μηχανής» πληροφοριοδότη. Κανόνισε μάλιστα να βγει η φωτογραφία της, αυτή με τον κότσο και το δάχτυλο στο μάγουλο που είχαν στην τραπεζαρία, στο δελτίο ειδήσεων της τοπικής τηλεόρασης.
Συγχρόνως, σκέφτηκε την Τασούλα, την φίλη της. Είχε να την δει από την μάζωξη στο τμήμα. Μ’ αυτήν έπινε τον καφέ της, έκαναν τα ψώνια τους και συνομιλούσαν με τις ώρες. Ακόμα κι όταν συναντιόνταν στο σπίτι τους, δεν έπιανε τις περισσότερες φορές το νόημα απ’ τα λόγια τους. Στα αυτιά του ακούγονταν σαν τιτιβίσματα πουλιών ατελείωτα, μια άλλη, γυναικεία γλώσσα.
Και τη στιγμή ακριβώς αυτή, την είδε να περνά στα τρία μέτρα.
-Σε θέλω, της είπε, απότομα και δυνατά.
-Θα περάσω εγώ, του απάντησε, το βραδάκι, να τα πούμε κι εγώ ήθελα να σε δω, θα ρθω˙ κι έφυγε βιαστική.
Και νάτος τώρα με την Τασούλα απέναντι του. Αυτός σε ρόλο ανακριτή, παρόλο που καταλάβαινε ότι έπρεπε να μη το δείχνει. Την άφησε να μιλήσει πρώτη, αλλά αυτό θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Τού είπε λοιπόν πόσο λυπήθηκε και πόσο αναπάντεχο τής ήρθε. Και ότι δεν είχε λόγους να το κάνει αυτό, με τόσο καλό σύντροφο που είχε. Γιατί να φύγει; Αφού, ούτε την έδερνε ούτε χαρτόπαιζε και δεν την απατούσε βέβαια. Το μόνο κόλλημα που του έβρισκαν ήταν η αγάπη του για το ποδόσφαιρο και την… κλασική μουσική, αλλά πείραζε αυτό κανέναν; Άσε που τώρα και η ίδια ένοιωθε κάπως φοβισμένη και δεν ήξερε από πού να φυλαχτεί! Όταν όμως τελείωσε με τις γενικότητες και την επίδειξη ευαισθησίας και συμπαράστασης κι άρχισε να τον ρωτά τι έκανε ως τα τώρα αυτός και σε ποιο σημείο βρίσκονται τα πράγματα, την διέκοψε, λέγοντας της να τα αφήσει αυτά στην άκρη, για άλλη ώρα, και να έρθει στο προκείμενο.
-Ένοιωθε καλά η Πέπη τον τελευταίο καιρό; Γιατί σ’ αυτόν παραπονέθηκε, αρκετές φορές, ότι είχε πονοκέφαλο. Πώς την έβλεπε αυτή;
Εγώ, του αποκρίθηκε, εγώ δεν ξέρω τίποτα για την εξαφάνιση της.
Δεν σου μιλάω γι’ αυτό, της επανέλαβε. Για την Πέπη θέλω να μιλήσουμε, τον άνθρωπό μου. Και συνόδεψε την τελευταία φράση με έναν μορφασμό ειλικρινούς πόνου. -Αχ! Γιώργο μου, αντέδρασε τότε εκείνη, ίσως και να την βασάνιζε κάτι. Για πονοκεφάλους δεν μου είπε, αλλά συχνά πήγαινε στο ξωκλήσι του Άι- Νικόλα στο λόφο, γιατί τον έβλεπε στον ύπνο της. Γι’ αυτό πήγαινε, να του ανάψει ένα κερί και να μαζέψει ραδίκια από την αυλή της εκκλησίας.
Και στη Σαλονίκη, τι ψώνισε όταν πήγατε μαζί; Πότε ήταν; Στα μέσα του Απρίλη νομίζω˙ συμφώνησε. -Ένα κόκκινο φόρεμα μόνο πήρε και μια βεργίδα για τα μαλλιά, πρόσθεσε. Ήθελε να τα αφήνει στους ώμους, όπως παλιά. Τη θυμάσαι πώς ήταν παλιά; Και μάλιστα εγώ της είπα πως της πάνε καλύτερα μαζεμένα, αλλά εκείνη γέλασε. Νόμιζε ότι με τα μαλλιά ελεύθερα έδειχνε πιο μικρή. Τι να λέμε τώρα; κουβέντες της στιγμής ήταν, χωρίς αξία.
Μόνη της, πήγε κάπου μόνη της; τη ρώτησε ανυπόμονα.
-Καλέ! Γιατί να χωρίζαμε, τι κρυφό είχαμε να κάνουμε η μια από την άλλη; Κύριε φύλαξε! ρητόρευσε. Μαζί πήγαμε, μαζί γυρίσαμε, άλλος άνθρωπος δεν μπήκε ανάμεσά μας. Ψάξε αλλού, στην παρέα της μαζί μου δεν θα βρεις την αιτία για την εξαφάνισή της, επανέλαβε στο τέλος με έμφαση. Και λίγο προσβεβλημένη, σηκώθηκε να φύγει. Αν με χρειαστείς, ξέρεις που θα με βρεις, είπε, κι άνοιξε μόνη της την πόρτα.
Ο Γιώργος δεν κουνήθηκε από την πολυθρόνα, τη χαιρέτισε μόνο μ’ ένα νεύμα και άρχισε να ξαναγλύφει με το νου τα λόγια που αντάλλαξαν ένα-ένα.
...Την ένοιαζε λοιπόν να φαίνεται μικρότερη, σ’ αυτό στάθηκε και στο αν η λεπτομέρεια αυτή έδειχνε ότι ήθελε να αρέσει σε κάποιον. -Σε ποιόν όμως; Τον Γιώργο τον είχε σίγουρο. Αυτός την ήθελε, όπως και αν ήταν. Δεν της έκανε βέβαια κομπλιμέντα, ούτε πρόσεχε τί φορούσε, θα αναγνώριζε όμως τα πόδια της, την πλάτη της ή ένα χέρι της ανάμεσα σε χίλια, γιατί τα ένοιωθε δικά του, σάρκα από την σάρκα του.
Αυτό δεν το είχε καταλάβει η Πέπη; Δεν της έφτανε; Τι άλλο ήθελε;
Κόντευε τα σαράντα, μια ηλικία που ο άνθρωπος ωριμάζει και ξέρει πάνω-κάτω τί του γίνεται και για πού τραβάει. Μετρούσε άραγε τη ζωή της μ’ αυτά που είχε ή μ’ αυτά που νόμιζε ότι της λείπανε;
Άνοιξε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Ξανάζησε τις εκδρομές τους: πριν δύο χρόνια στην Βασιλίτσα, μέσ’ τα χιόνια - πέρυσι το καλοκαίρι στην θάλασσα, στην παραλία του Πλαταμώνα. Ένα σωρό λεπτομέρειες θυμήθηκε: Από το τρακάρισμα με το μηχανάκι που ήρθε ίσια επάνω τους στο δρόμο, ευτυχώς χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, μέχρι και τα αγκάθια του αχινού που της έβγαλε από το πόδι ένα-ένα, αφού το άλειψε με λάδι.
Και τώρα ήταν μόνος του, να σκέφτεται άκαρπα το πώς και το γιατί, ένας άνθρωπος της γαλήνης, που δεν του άρεσε καθόλου η τρικυμία. Νόμιζε ότι αυτός κι εκείνη θα πορεύονταν ο ένας δίπλα στον άλλον ως το τέλος και δεν αναρωτήθηκε ποτέ, τι είναι και πότε έρχεται, αυτό, το ‘τέλος.’ Μήπως το σκέφτεται και κανένα άλλος; αναστέναξε, βάζοντας το cd με την μουσική της Ρεμπούτσικα, για να ηρεμίσει ταξιδεύοντας επάνω στα αρμονικά, λογικά, όμορφα, ηχητικά της κύματα.
Και... αιωρούμενος ανάμεσά τους είδε πάλι το όνειρο με τ’ αγάλματα.
Ο Ποιητής τώρα σήκωνε τα χέρια και χάιδευε ναρκισσιστικά το δάφνινο στεφάνι της κώμης του θαυμάζοντας το πρόσωπό του στα νερά του σιντριβανιού της πλατείας. Ο δε Μακεδονομάχος, ευθυτενής δίπλα του, παρατηρούσε με την άκρη του ματιού και ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη. Ξύπνησε κάθιδρος και χώθηκε βιαστικά κάτω από την ντουζιέρα. Τότε κατάλαβε ότι τα στεφάνια που είχαν στα μαλλιά τα αγάλματα, έμοιαζαν πολύ με τα άσπρα στέφανα που φύλαγε η Πέπη στο ξύλινο σεντούκι μαζί με τα κεντήματα της προίκας της. Πήγε αμέσως και τα ψαξε, αλλά δεν τα βρήκε.
Σε λίγα λεπτά έφτασε και ο αδερφός του φέρνοντας του δύο ειδήσεις. Το πρώτο που θα σου πω, του είπε, είναι λίγο παλαβό. Πέρα στην πλατεία, τα αγάλματα άλλαξαν θέση: Ο Μακεδονομάχος πήρε την θέση τού Ποιητή και δεν έχει το βλέμμα στραμμένο προς το βουνό, τα σπίτια ατενίζει, με περισσή αυστηρότητα μάλιστα. Ο δε Ποιητής τώρα φαίνεται να ξεκουράζει τα μάτια του στο πράσινο του βουνού. Κανένας δεν ξέρει ποιος έκανε την αλλαγή, αλλά όλοι νομίζουν ότι τους ταίριαξε καλύτερα η καινούργια τοποθέτηση.
Εσύ τι νομίζεις; πώς έγινε αυτό; συνέχισε.
Εγώ λέω, είπε ο Γιώργος, ο καθένας να στέκεται εκεί που του αρέσει και του πρέπει!
Ο αδερφός του τον κοίταξε και, καθώς του φάνηκε αλλόκοτος, άκουσε να σου πω! του είπε, δεν μιλάμε για ανθρώπους, για πέτρες μιλάμε!
Και μη παίρνοντας απάντηση, προχώρησε στην δεύτερη είδηση. Ότι δηλαδή, στον τηλεοπτικό σταθμό, που ασχολήθηκε με το δικό τους θέμα, γίνονταν τηλεφωνήματα από κάποιους που έλεγαν ότι είχαν δει την Πέπη στην Χαλκίδα, άλλοι στην Αθήνα και ένας τρίτος είπε ότι την είδε σε ταβέρνα στην Κρήτη. Δεν τους έκανε φυσικά και μεγάλη εντύπωση αυτό, επειδή συνήθως μια εξαφάνιση ερεθίζει την περιέργεια και βγάζει στην επιφάνεια πολλών απωθημένα, χωρίς να λάβουμε βέβαια υπ’ όψιν και την χαρά που θα έπαιρναν αν πετύχαινε η... πρόβλεψη τους.
Εκείνο όμως που τον ξένισε ήταν ότι ψάχνοντας αργότερα στο συρτάρι μια φανέλα για να φορέσει, είδε στη σειρά δέκα πανομοιότυπα, ημιδιαφανή κουτιά, με μασουράκια και βελόνια. Μοδίστρα δεν ήταν η Πέπη. Τι τα ήθελε τόσα πολλά;
-Μήπως το λογικό της δεν δουλεύει πολύ σωστά τελευταία και τριγυρίζει εδώ κι εκεί ψάχνοντας για κλωστές βελόνια και πράσινα άλογα; ή ο δικός μου ο λογισμός άρχισε να κάνει «οχτάρια» από απελπισία; μονολόγησε. Έπρεπε να ξεκουραστεί, πάση θυσία, και να αδειάσει κάπου τις τοξίνες που τον έπνιγαν˙ δεν έβρισκε, όμως, ακόμα, τον τρόπο.
Ήταν κι εκείνη η αλλαγή που έβλεπε στην πεθερά του. Δεν τσίριζε όπως έκανε στην αρχή, ούτε έκλαιγε σιωπηλά σαν τις προηγούμενες μέρες, αλλά όποτε συναντιόνταν, αν και είχε ήρεμη συμπεριφορά, κάτι του έλεγε ότι βιάζονταν να τον ξεφορτωθεί. Και ήταν η μάνα, όχι η οποιαδήποτε. Το δικαιολόγησε, κι αυτό, με την σκέψη ότι πιθανόν μέσα στην καρδιά της να του έριχνε κάποιες ευθύνες για την εξαφάνιση της κόρης της ή ότι, στην χειρότερη περίπτωση, κάτι του έκρυβε.
Τα κλείδωσε, όμως, όλα στο μυαλό κι έπεσε και κοιμήθηκε κανονικά.
Την άλλη μέρα αποφάσισε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να βρει την άκρη. Πήρε λοιπόν το ένα από τα κουτιά που περιείχαν τα μασουράκια, πήγε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και ζήτησε να του δώσουν ένα ίδιο. Η ψιλικατζού τον κοίταξε με δυσαρέσκεια. Σε κανέναν πλανόδιο μόνο θα τα βρεις, του είπε. Τα δίνουν δήθεν πιο φτηνά, αλλά είναι άχρηστα, κόβονται εύκολα. Και του γύρισε την πλάτη.
Μη ξέροντας τι να κάνει και με το κουτί παραμάσχαλα μπήκε στο φούρνο.
Ξέρεις μήπως ποιος τα πουλάει αυτά; ρώτησε την φουρνάρισσα.
Εκείνος... ο μουσάτος, ο Γιώτης, του απάντησε, δεν είναι όμως καλής ποιότητας. Είναι αυτός με το φορτηγάκι, που πουλάει ρούχα και σεντόνια στις γειτονιές, συνέχισε, ήταν εδώ πριν δεκαπέντε μέρες.
Περισσότερα δεν ήξερε να του πει και δεν του χρειάζονταν, μάλλον. Ήδη το μυαλό του συνέδεε το δεκαπενθήμερο, που ανάφερε, με την εξαφάνιση της Πέπης. Μήπως, ο πλανόδιος αυτός έμπορος ζήλεψε τα κάλλη της, τού την έκλεψε και την κρατάει κάπου με το ζόρι; Το ενδεχόμενο αυτό τον προβλημάτισε σοβαρά. Γι’ αυτό πέρασε από το τμήμα και ανέφερε στον Αστυνόμο τα στοιχεία που συνέλεξε και τις σκέψεις που επακολούθησαν˙ πρέπει να μάθουμε για το συγκεκριμένο πρόσωπο, κατέληξε.
Και τα έμαθαν όλα, την επόμενη μέρα, την δέκατη Τρίτη -για την ακρίβεια- από την εξαφάνισή της, όταν η Αστυνομία σταμάτησε ένα φορτηγάκι κοντά σ’ ένα χωριό έξω από την Λάρισα, που το οδηγούσε ο Γιώτης και είχε για συνοδηγό του την Πέπη ντυμένη στα κόκκινα. Στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα, ήταν τοποθετημένη μιά στεφανοθήκη με άσπρα στέφανα˙ παρά το ξάφνιασμα, το ζευγάρι φαίνονταν ευτυχισμένο.
«Τόξευμα έρωτος, ούτως ειπείν», αποφάνθηκε όταν έμαθε τα συμβάντα ο Αστυνόμος, ικανοποιημένος που δεν έμεινε κι αυτή η υπόθεση ανολοκλήρωτη. Στις ερωτήσεις μάλιστα των συναδέλφων του, η άνωθεν αναφερομένη απάντησε κάτι ανάλογο, ότι δηλαδή δεν έκανε τίποτα κακό, αφού με τον Γιώργο απλώς συζούσαν. Και…σαν τίμια γυναίκα, δεν ήταν πρέπον να ζει έτσι άλλο και γύρισε στο …στεφάνι της. Ο Γιώτης ήταν ο άντρας της. Λίγο αλλαγμένος από τα χρόνια, με γκρίζα γένια και μουστάκια, αλλά συνέχιζε να είναι ο άντρας της. Στην μάνα της είχε τηλεφωνήσει να μην στενοχωριέται, στον Γιώργο όμως δίσταζε να το κάνει, γιατί δεν εύρισκε τα κατάλληλα λόγια. Λυπόταν πολύ, τους είπε, αναγνώριζε ότι ήταν καλός άνθρωπος, όμως, απλά, συνέβη να ξαναγαπήσει τον άντρα της και ήθελε να γίνουν πάλι οικογένεια. Άλλωστε, με τον Γιώργο δεν είχαν αποκτήσει και κανένα παιδί!
Έτσι όμως έμελλε να γίνει: Μετά από οχτώ μήνες γέννησε ένα αγοράκι που όταν, κάποια στιγμή, πήγε να του αλλάξει τις πάνες, είδε ψηλά στον αριστερό γοφό, μια στρογγυλή, τριχωτή ελίτσα, παρόμοια, όχι ακριβώς, αλλά ακριβέστατα, με την ελιά που είχε ο Γιώργος στην ίδια θέση και πάγωσε. Σπαργάνωσε αργά-αργά το παιδί και το πήρε στην αγκαλιά της. Αυτή ήταν η τύχη μας του είπε, βάζοντας μέσα σ’ αυτήν την ανεξερεύνητη και σκοτεινή χοάνη της τύχης, που η ίδια συνεχώς προκαλούσε με τις παλινωδίες της, και τους δυό άντρες.
Όσο για εκείνον δεν απάντησε, μέχρι σήμερα, στα τηλεφωνήματά της. Είχε μάθει να αφήνεται στην τόσο ανοικονόμητη ροή της σκατοζωής χωρίς αντίσταση, σα να την έβλεπε από απέναντι, σαν να μην ήταν κι ο ίδιος μέσα.
Τα μασουράκια τα ‘ξέχασε’ στο συρτάρι όταν άλλαξε σπίτι.
Υπεύθυνα δηλώνω ότι η σημασία αυτής της κίνησης δεν ερευνήθηκε ακόμα.
(Σκατοζωή: η ζωή που για να συντηρηθεί αφήνει πολλά απορρίμματα).
(Tο διήγημα το αφιερώνω στους ανθρώπους της Κορομηλιάς, όπου έζησα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια- τους το οφείλω. Μπάγγου Ουρανία).
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 και 25.9.2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.