20.10.08

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΗΜΑΚΑ: Το «Νησί»

ο προϊστορικός οικισμός και η τελευταία μάχη για την ελευθερία

Την ημέρα της Αναλήψεως του Κυρίου, κινητής εορτής η οποία εμπίπτει συνήθως περί τα τέλη Μαΐου, γίνεται πανηγύρι στον ομώνυμο ιερό ναό του Δισπηλιού, χωριού κειμένου παρά τις νότιες παρυφές της λίμνης Ορεστιάδας. Ο ναός της Αναλήψεως εγείρεται στη θέση «Νησί», ήτοι σε παραλίμνιο χλοερό πλάτωμα, οι ακτές του οποίου λείχονται επί αιώνες από τα λιμναία ύδατα. Εκεί φυτρώνουν πανύψηλες αργυρόχρωμες λεύκες και καλάμια τα οποία περιορίζουν την εκείθεν θέα και δυσχεραίνουν τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ της ξηράς και των υδάτων, όπως το τρίχαπτον* γυναικείου ενδύματος δυσχεραίνει τον αφορισμό του κρασπέδου του. Αντιθέτως, η νότια πλευρά του εν λόγω πλατώματος οριοθετείται σαφώς από τα υπολείμματα αρχαίου τείχους.

Στον ναό της Αναλήψεως συνωθούνταν ανέκαθεν οι ευσεβείς χριστιανοί από την Καστοριά και τα γύρω χωριά, οι οποίοι, μετά το πέρας του τελετουργικού μέρους, έσπευδαν να συμμετάσχουν και των υπολοίπων εκδηλώσεων της πανήγυρης κάτω από τον λαμπρό της Άνοιξης ήλιο και τις ευλογίες του χοροστατούντος μητροπολίτου Νικηφόρου. Το ποίμνιο, μετά τη λήψη της πνευματικής τροφής, κατέληγε στον περίβολο, προκειμένου να επιλέξει και από τα αφθόνως εκεί παρουσιαζόμενα υλικά αγαθά. Διάφοροι έμποροι δραττόμενοι της ευκαιρίας προσέφεραν ποικίλα εμπορεύματα: αρτύματα, είδη ένδυσης και υπόδησης, ποικίλματα, κοσμήματα και προπαντός παιχνίδια για την ικανοποίηση της περιέργειας και της φαντασίας των νεαρών πανηγυριστών. Εδώ πρωτοεμφανίζονταν και οι πρωίμως ερυθριώντες και ωριμάζοντες καρποί της κερασιάς, προσκομιζόμενοι αφθόνως από το παρακείμενο χωριό Κορησός, όπου ευρέως καλλιεργούνταν.

Στο πανηγύρι μετείχαν επίσης και πλανόδιοι φωτογράφοι, φέροντες επ’ ώμου την ογκώδη μετά τρίποδος φωτογραφική τους μηχανή, όπως οι οπλίτες τον βαρύ οπλισμό τους. Φωτογραφικές μηχανές αυτού του είδους μόνο στα μουσεία μπορεί κανείς σήμερα να συναντήσει και να θαυμάσει. Ο σχετικά ευρύχωρος σκοτεινός θάλαμος του ενδιαφέροντος αυτού μηχανήματος αποτελούσε τρόπον τινά ένα φορητό εργαστήριο, δια του οποίου γινόταν η φωτογράφηση αλλά και η εμφάνιση, στερέωση και αναστροφή της φωτογραφίας. Η όλη διαδικασία γινόταν από το πίσω άνοιγμα του σκοτεινού θαλάμου με το ένα μόνο χέρι του φωτογράφου, το οποίο περνούσε μέσα από μαύρο περιβραχιόνιο, και κινούνταν ψηλαφητικά και με μεγάλη σπουδή, όπως κινείται ο πόντικας στις σκοτεινές στοές των υπονόμων. Παράλληλα, ο εργαζόμενος χειριστής σήκωνε κατά διαστήματα το κεφάλι του και μειδιούσε επί τούτοις, προκειμένου να κατασιγάσει την ανυπομονησία των πελατών του. Ένεκα δε της επί τόπου και γρήγορης εμφάνισης οι φωτογραφίες αυτές χαρακτηρίζονταν «της στιγμής» σε σχέση με τις άλλες, τις καλύτερες, οι οποίες απαιτούσαν ειδική επεξεργασία στα φωτογραφικά εργαστήρια, το κοινό ρετουσάρισμα, και αποκαλούνταν «εβδομαδιαίες».

Κατά το σωτήριο έτος 1938 οι γονείς μου θεώρησαν ότι έπρεπε να με μεταγάγουν στην εν λόγω ιερή πανήγυρη προκειμένου να λάβω συλλήβδην θεία χάρη και ενθύμιο, όπως μαρτυρεί μια ληφθείσα εκεί και διασωθείσα του πανδαμάτορος χρόνου φωτογραφία μου. Τότε, μόλις μπορούσα να στέκομαι όρθιος και να περπατώ υποστηριζόμενος, όπως οι μέθυσοι από τους συνοδούς τους. Στη φωτογραφία απεικονίζομαι σε όρθια θέση επί κοινού καθίσματος, του σώματός μου στηριζομένου στο ερεισίνωτο, ενώ η εξαδέλφη μου Έλλη επιμελώς κρυμμένη όπισθεν συγκρατεί τα ιμάτιά μου για λόγους ασφαλείας, όπως η αντιρίδα τον νεαρό βλαστό. Η όψη και η θρέψη μου εμφανίζονται ικανοποιητικές. Ο πόλεμος απείχε από της εισβολής του ακόμη δυο και πλέον έτη και οι γονείς μου είχαν την ευκαιρία να φροντίζουν την ανάπτυξή μου με ελιξίριο σιρόπι το οποίο παρασκεύαζαν δια βρασμού νεαρών φύλλων καρυδιάς. Τα χέρια μου φαίνονται να κρατούν και να θωπεύουν τη μια από τις δυο εξ ερίου σφαίρες, οι οποίες κοσμούσαν τα άκρα περίδεσης του χειροποίητου ενδύματός μου, και όπως αποδείχτηκε με την πάροδο των ετών, τα χέρια αυτά έμελλε να μην εφησυχάσουν δια βίου.

Η εν λόγω επίσκεψη στο «Νησί» αποτέλεσε την απαρχή αρκετών οικογενειακών και σχολικών εκδρομών, της μεταφοράς γενομένης εκεί είτε συνήθως δια της χερσαίας, είτε σπανιότερα δια της λιμναίας οδού, μέσω των δικώπων λέμβων με όρθιο τον λάμνοντα χειριστή, τα κοινώς αποκαλούμενα «καράβια» στην τοπική διάλεκτο. Την εξαιτίας των ζωηρών παιχνιδιών μας κόπωση αντιμετωπίζαμε εκεί με το αντίδοτο της κατάκλισης στην παχιά σκιά των παρά την λίμνη ευτραφών δέντρων, ενώ την συμπαρομαρτούσα υπογλυκαιμία θεραπεύαμε με τα λιτά μεν σε ποικιλία πλούσια δε σε ποσότητα γεύματα, ρυπαίνοντας συνάμα και τον περιβάλλοντα χώρο. Τα εκδιωχθέντα δυστυχή τετράποδα κοίταζαν μακρόθεν με διεσταλμένους τους οφθαλμούς, ως να απορούν γιατί άραγε διακόπταμε το δωρεάν από τη φύση προσφερόμενο γεύμα τους.

Εντούτοις, παρά τις δραστηριότητές μας πάνω σε εκείνο τον παθητικώς υπομένοντα χορτοτάπητα, κανείς δεν είχε αντιληφθεί, ούτε κάποιος φρόντισε να μας πληροφορήσει, ότι κάτω από τα ζωηρώς κινούμενα πόδια μας εγκαρτερούσε επί εβδομήντα και πλέον αιώνες ο αρχαιότερος της Ευρώπης λιμναίος προϊστορικός οικισμός.

***

Ο εκ Βλάστης ορμώμενος καθηγητής της αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αείμνηστος Αντώνιος Κεραμόπουλος, διακόπτων κατά τους θερινούς μήνες τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα, αποσυρόταν συνήθως στη γενέτειρά του. Από κει, με σύντροφο και βοηθό την βακτηρία του, επισκεπτόταν τους αρχαιολογικούς τόπους της Δυτικής Μακεδονίας και με την επιστημονική του πείρα ανακάλυπτε πράγματα μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας, όπως ο θηρευτικός κύων οσμίζεται και αποκαλύπτει τα θηράματά του.

Ο χειμώνας και το θέρος του έτους 1932 παρήλθαν χωρίς χιόνια και βροχές, με αποτέλεσμα η στάθμη της λίμνης να υποχωρήσει αρκετά. Εξαιτίας της καθόδου των νερών αποκαλύφθηκαν τα ανώτερα μέρη των εμπηγμένων πασσάλων στην λιμναία παρά το Δισπηλιό κοίτη, δίνοντας στον κοινό θεατή την εντύπωση υπερμεγέθων βατράχων, οι κεφαλές των οποίων προείχαν της επιφανείας των ηρεμούντων υδάτων. Ο πεπειραμένος όμως οφθαλμός του Κεραμόπουλου διέκρινε την πραγματικότητα και χαρακτήρισε τα ευρήματα ως κατάλοιπα προϊστορικού λιμναίου οικισμού. Να πως περιγράφει ο ίδιος την ανακάλυψη αυτή σε άρθρο του στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρίας (1938) με τίτλο Έρευναι εν τη Δυτική Μακεδονία: «Ενταύθα σχηματίζεται μικρά ελαφρώς υψηλότερα της λίμνης νησίς, εφ’ ης είναι η εκκλησία της Αναλήψεως. Άλλοτε περιέπλεον την νησίδα δια των λέμβων, τώρα όμως είναι ξηρά πέριξ. Η μεταξύ της νησίδος και των υδάτων της λίμνης, ξηρανθείσα νυν ταινία γης είναι προς το μέρος της και εν μέρει εντός των υδάτων αυτής κατάσπαρτος υπό εξεχόντων πασσάλων των λιμναίων κατοικιών».

Από το κείμενο αυτό πληροφορούμαστε ότι η εν λόγω περιοχή περιβρεχόταν από τα νερά της λίμνης, γι’ αυτό και «Νησί» αποκαλούνταν από τους ντόπιους κατοίκους, όνομα που πέρασε από γενιά σε γενιά μέχρι και τις μέρες μας, μολονότι σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει εκεί κάποιο νησί.

Κατά επακολουθήσαντα άνυδρα έτη 1938 και 1940 ο Κεραμόπουλος προέβη σε συστηματικότερες ανασκαφές, από τις οποίες προέκυψαν 530 εργαλεία της νεολιθικής εποχής μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. Ατυχώς, οι έρευνες δεν συνεχίστηκαν εξαιτίας του ενσκήψαντος δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και μόνο κατά το 1965, όταν και πάλι η στάθμη της λίμνης κατέβηκε, ο καθηγητής της αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Νίκος Μουτσόπουλος μελέτησε υπεύθυνα την περιοχή αυτή και ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αποτύπωση των επιφανειακών στοιχείων του χώρου.
Το καλοκαίρι του 1992, 60 χρόνια μετά τις δοκιμαστικές έρευνες του Κεραμόπουλου, ο καθηγητής της προϊστορικής αρχαιολογίας στο ΑΠΘ Γεώργιος Χουρμουζιάδης ανέλαβε επιτέλους συστηματικές ανασκαφές στη θέση «Νησί» και ο κλοιός της έρευνας άρχισε να σφίγγει γύρω από το ωραίο προϊστορικό παραμύθι. Τις υποθέσεις αντικατέστησαν αποδείξεις οι οποίες φώτισαν τις ζοφερές άγνωστες πτυχές ενός κόσμου, που κατάφερε να επιβιώσει με πρωτόγονους τρόπους γεωργικής καλλιέργειας, κτηνοτροφίας και αλιείας από τη μέση νεολιθική εποχή (5.500 π.Χ.) μέχρι και την πρώιμη χαλκοκρατία (3.500 π.Χ.). Η εγκατάλειψη του οικισμού και η μετανάστευση του πληθυσμού του έγινε για λόγους επισιτιστικούς και οικονομικούς σταδιακά και όχι κάτω από βίαιες καταστροφικές συνθήκες.

Οι άνθρωποι του προϊστορικού αυτού οικισμού είχαν αναπτύξει πολιτισμό. Όταν τέλειωναν τις δουλειές τους, κάθονταν να πλάσσουν τον πηλό και να φιλοτεχνήσουν φιγούρες και εντυπωσιακά ειδώλια, ή να σκαλίσουν διάφορα υλικά και να κατασκευάσουν κοσμήματα. Και σαν έρχονταν τα δειλινά, έπιαναν τις φτιαγμένες από οστά πουλιών φλογέρες, να παίξουν και να παραβγούν με των βατράχων τα κοάσματα. Εκεί βρέθηκε και μια ξύλινη πινακίδα με χαραγμένα «σήματα» που αποτελούν προφανώς ένα πρωτόγονο σύστημα μετάδοσης πληροφοριών, ένα είδος γραφής. Παράλληλα, είχαν αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους αλλά και με τους περαστικούς, αφού ο οικισμός τους βρισκόταν, κατά τον Hammond, πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από τη Θεσσαλία δια της κοιλάδας του Αλιάκμονα προς την Αδριατική Θάλασσα.

Μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το σώμα του προϊστορικού αυτού κοιμωμένου γίγαντα εφησύχαζε κάτω από την προστατευτική σκέπη του στερεού του καλύμματος, ενώ τα άκρα του ανακουφίζονταν βυθισμένα στο νερό της λιμναίας λεκάνης. Ουδόλως ενοχλούνταν από τις κωδωνοκρουσίες της άπαξ του έτους ιερής πανήγυρης, μηδέ από τις συχνές παιδιές των ανήσυχων νεαρών, αλλά και την καθημερινή βοσκή των τετραπόδων, των πρωτόγονων αυτών χορτοκοπτικών μηχανών. Διότι δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί τα σύγχρονα ηλεκτροκίνητα ή βενζινοκίνητα αντίστοιχα μηχανήματα, δια των οποίων απαλλάσσεται ο άνθρωπος εν ριπή οφθαλμού, από την κακή συνήθεια της φύσης να βλασταίνει χόρτα σε ανεπιθύμητους χώρους. Αλλά ούτε και η ευγενική κατά τα άλλα αρχαιολογική σκαπάνη του αείμνηστου Κεραμόπουλου διατάραξε την ηρεμία του, ούτε οι ορδές του Μουσολίνι κατόρθωσαν να φτάσουν ως εδώ και να καταπατήσουν το έδαφός του. Το μόνο που άκουγε κανείς κατά τη διάρκεια του πολέμου, σαν ακουμπούσε το αφτί του καταγής, ήταν ο βαθύς αχός των πυροβόλων του μετώπου, που ολοένα εξασθενούσε καθώς οι ιταλικές δυνάμεις οπισθοχωρούσαν. Στον γερμανικό στρατό θα λάχαινε αργότερα η μοίρα, να πάρει μέρος στο υπαίθριο αυτό θέατρο των επιχειρήσεων εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι θα έδιναν εκεί την τελευταία τακτική μάχη επί ανοικτού πεδίου πριν την ηρωική τους πτώση.

***

Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ο Χίτλερ ήθελε την Ελλάδα σύμμαχό του ή τουλάχιστο ουδέτερη, ώστε να μην αποτελέσει έρεισμα των Άγγλων εναντίον της νότιας πτέρυγας του γερμανορωσικού μετώπου, σύμφωνα με το σχέδιο «Μπαρμπαρόσα»το οποίο είχε ήδη εκπονήσει. Εξάλλου, επειδή βιαζόταν να αρχίσει τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας πριν τον προλάβει ο χειμώνας, προσπάθησε να εκκαθαρίσει γρήγορα τις αντιστάσεις στη Ελλάδα και την Γιουγκοσλαβία κηρύσσοντας τον πόλεμο εναντίον των δυο χωρών ταυτόχρονα, στις 6 Απριλίου του 1941 (σχέδιο «Μαρίτα») με την 12η στρατιά, υπό τον στρατάρχη Φον Λιστ, η οποία ήδη βρισκόταν στη Βουλγαρία.

Ωστόσο, δυο πολεμικά γεγονότα μετέβαλαν το αρχικό σχέδιο του γερμανικού επιτελείου: η κραταιά αντίσταση των οχυρών της «γραμμής Μεταξά», και η άμεση διάσπαση του νοτίου τομέα του γιουγκοσλαβικού μετώπου. Το αποτέλεσμα ήταν να υπερφαλαγγίσει ο εχθρός τα οχυρά μέσω Γιουγκο σλαβίας, να προελάσει δια κοιλάδας του Αξιού ποταμού και να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Ήταν κάτι που έμοιαζε με την προηγηθείσα υπερφαλάγγιση της γραμμής «Μαζινό»στη Γαλλία. Ένα άλλο μέρος της γερμανικής στρατιάς, με αιχμή του δόρατος την επίλεκτη τεθωρακισμένη μεραρχία «Σωματοφυλακή SS Αδόλφος Χίτλερ» εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος, επίσης μέσω Γιουγκοσλαβίας, με στόχο να υπερφαλαγγίσει τα μετόπισθεν του ελληνοϊταλικού μετώπου από το δρόμο Φλώρινας, Πτολεμαίδας, Κλεισούρας, Καστοριάς. Διοικητής της εν λόγω μεραρχίας ήταν ο νεαρός υποστράτηγος Γιόζεφ Ντήτριχ εκ των ιδρυτών των SS και ευνοούμενος του Χίτλερ.

Η αγωνία του Γενικού Επιτελείου ήταν μεγάλη, μπροστά στον κίνδυνο αιχμαλωσίας των νικηφόρων στρατευμάτων του ελληνοϊταλικού μετώπου, ιδιαίτερα δε του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), αποτελούμενο από την 9η, 10η, 13η και 16η μεραρχία, διότι βρισκόταν βορείως και γειτνίαζε προς τις προελαύνουσες γερμανικές δυνάμεις. Ιδού η άπελπις αναφορά του επιτελάρχη του Τμήματος προς το ΓΕΣ κατά την 11η Απριλίου: «Η ευκαιρία αναλήψεως υποχωρητικού ελιγμού παρήλθε εις βάρος του στρατεύματος, όπερ νικηφόρον υπεχρεώθη να παρίσταται θεατής του εχθρού προελαύνοντος εις τα νώτα αυτού». Μετά ταύτα διατάχτηκε τακτική υποχώρηση του ΤΣΔΜ από το βράδυ της 12ης μέχρι και την 15η Απριλίου με κατεύθυνση: Ελληνοαλβανική μεθόριος, Γράμμος, δυτικός κλάδος του Αλιάκμονα, Σμίξη περιοχής Βογατσικού, Γρεβενά. Εν τούτοις, η λίαν χλιαρή αντίσταση και οι συνεχείς υποχωρήσεις των συνδραμουσών αγγλικών δυνάμεων στο υψίπεδο της Πτολεμαΐδας έφεραν σύντομα τον επιτιθέμενο γερμανικό στρατό στην Κλεισούρα, πάνω στο βουνό «Νταούλι», με αποτέλεσμα ένα μέρος της μεραρχίας SS Αδόλφος Χίτλερ να στρατοπεδεύσει στο χωριό Κορησός το βράδυ της 14ης Απριλίου. Επομένως, χρειαζόταν μια ακόμη κρίσιμη μέρα για την ασφαλή ολοκλήρωση της οπισθοχώρησης του ΤΣΔΜ προς τα Γρεβενά. Η μόνη απομένουσα λύση, η οποία και επιλέχτηκε, ήταν η πάση θυσία καθυστέρηση της γερμανικής προέλασης και η καθήλωση του εχθρού επί τόπου τουλάχιστον για μια μέρα. Το εγχείρημα υπήρξε εξαιρετικά δύσκολο, αν ληφθεί υπόψη η κόπωση των οπισθοχωρούντων πεζοπόρων τμημάτων. Ο κλήρος έλαχε στην 13η Μεραρχία Πεζικού, την επωνομαζομένη «του Αρχιπελάγους», διότι οι οπλίτες της κατάγονταν από τα νησιά Λέσβος, Χίος και Σάμος. Ήταν νησιώτες γεωργοί, ψαράδες και εργάτες που ήρθαν μαζί με τους άλλους Έλληνες να πολεμήσουν στη Δυτική Μακεδονία. Αντίθετα, οι γερμανικές δυνάμεις ήταν μηχανοκίνητες, ξεκούραστες και είχαν την υποστήριξη αρμάτων, πυροβολικού και αεροπορίας.

Για την εφαρμογή του σχεδίου διατάχθηκαν να μετακινηθούν εσπευσμένως βορείως της λίμνης Καστοριάς, ανάμεσα στα χωριά Απόσκεπος και Φωτεινή, μια μοίρα βαρέος πυροβολικού (8 πυροβόλα), ένα πεδινό αντιαρματικό πυροβόλο, μια ομάδα όλμων και ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο. Στη διάβαση φωτεινής τοποθετήθηκε η 21η Ομάδα Αναγνωρίσεως, μια ίλη ιππικού και ένας αντιαρματικός ουλαμός των 47 (δυο πυροβόλα). Ωστόσο, η κύρια ευθύνη αναχαίτισης ανατέθηκε σε όσα τμήματα της 13ης Μεραρχίας κατάφεραν να φθάσουν οδοιπορικώς και να ανασυγκροτηθούν μπροστά στα χωριά Δισπηλιό, Άργος Ορεστικό, Αμπελόκηποι και Μηλίτσα. Ήταν συνολικά τρία τάγματα (το 3ο του 22ου Συντάγματος Πεζικού, το 1ο του 23ου ΣΠ, το 2ο τάγμα πολυβόλων θέσεων και δυο διμοιρίες βαρέων πολυβόλων), η 13η Ομάδα αναγνωρίσεως και εννέα ελαφρές και βαριές πυροβολαρχίες (36 πυροβόλα). Από πλευράς μαχητών οι Έλληνες ήταν λιγότεροι από το ένα πέμπτο των Γερμανών, ενώ από πλευράς πολεμικών μέσων και εφοδίων η διαφορά ήταν συντριπτική υπέρ του εχθρού. Συγκεκριμένα, λόγω απωλειών στο ελληνοϊταλικό μέτωπο, το ελληνικό πεζικό ήταν μειωμένο κατά 80%, τα πυροβόλα κατά 50%, ενώ τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα. Μολαταύτα το ηθικό των αξιωματικών και των οπλιτών υπήρξε ακμαίο.

Διοικητής της 13ης Μεραρχίας Πεζικού ήταν ο ηλικίας 47 ετών Σωτήρης Μουτούσης παλαίμαχος των πολέμων 1912-13, 1917-18 και 1919-22. Προερχόμενος από τις τάξεις του πυροβολικού διέθετε εξαιρετική πείρα πάνω στη ορθή χρήση των πυροβόλων, ενώ στα πεδία των μαχών αναδείχτηκε σε έναν από τους καλύτερους ηγήτορες. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του μεράρχου και εν όψει της μάχης του Πόγραδετς στο αλβανικό μέτωπο, απηύθυνε προς τους μαχητές της μονάδας του τα παρακάτω απλά αλλά μεστά σε περιεχόμενο λόγια: «Την επίθεση θα υποστηρίξω δια του βαρέος πυροβολικού και θα την παρακολουθήσω έφιππος εκ του εγγύς». Μόνο ικανοί ηγήτορες ξέρουν να διατυπώνουν τέτοια νοήματα και να εγείρουν πατριωτικά αισθήματα.

Πριν την κατάληψη του Πόγραδετς, μεταξύ του επιτιθεμένου 18ου Συντάγματος πεζικού και των αμυνομένων ιταλικών δυνάμεων παρεμβαλλόταν η βαθιά χαράδρα του ποταμού Τσεράβα. Ο καιρός ήταν ομιχλώδης, οι θέσεις του εχθρού δυσδιάκριτες και η επίθεση εξαιρετικά δυσχερής. Τότε ο στρατηγός Μουτούσης προσέγγισε τη γραμμή μάχης, αναπέτασε τη σημαία του Συντάγματος και διέταξε να σημάνουν όλοι οι σαλπιγκτές: «Προχωρείτε, προχωρείτε...». Και ενώ τα πολυβόλα του εχθρού απαντούσαν μανιωδώς, προσπαθούσε με τις διόπτρες να επισημάνει τις θέσεις του ιταλικού φραγμού πυρός. Εκεί στο βάθος της απέναντι όχθης σαν να διέκρινε την αχνή λάμψη ενός ιταλικού πολυβόλου. Τότε διέταξε να του φέρουν ένα πυροβόλο. Του προώθησαν ένα ορειβατικό των 105 και αμέσως έδωσε τα στοιχεία βολής που υπολόγισε με το μάτι. Ύστερα από δυο με τρεις βολές το ιταλικό πολυβολείο τινάχτηκε στον αέρα. Όπλα, πυρομαχικά και άνθρωποι έγιναν μια μάζα. Εξαιτίας του στρατιωτικού του ήθους και της γενναιότητάς του στα πεδία των μαχών τιμήθηκε δυο φορές με το Αριστείο Ανδρείας, δυο φορές με τον Πολεμικό Σταυρό Β΄Τάξης, καθώς επίσης και με το μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων. Αυτός ήταν ο στρατηγός της 13ης Μεραρχίας, στον οποίο ανατέθηκε η πιο κρίσιμη και ουσιαστικά η μόνη από πλευράς στρατιωτικής τακτικής μάχη εκ συναντήσεως επί ανοιχτού πεδίου μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού στρατού. Η διοίκηση των παρατεταγμένων ελληνικών δυνάμεων ανατέθηκε στον συνταγματάρχη Ευστάθιο Λιώση.

Στις 5.30 το πρωί της 15ης Απριλίου άρχισε η προώθηση των γερμανικών τμημάτων προς το Δισπηλιό με 15 άρματα μάχης και πεζικό. Μισή ώρα μετά εκδηλώθηκε έντονη δραστηριότητα του εχθρικού πυροβολικού και ακολούθως ευρεία επίθεση μηχανοκινήτων και πεζοπόρων τμημάτων, τα οποία αποκρούστηκαν επιτυχώς από το ελληνικό πυροβολικό και τα πυρά των οπλιτών. Εκεί τέθηκαν εκτός μάχης 25 αυτοκίνητα και άρματα του γερμανικού στρατού.

Οι ερπύστριες των σιδερένιων γιγάντων του εχθρού άρχισαν τώρα να σέρνονται στριγκλίζοντας και να πληγώνουν το αρχέγονο ρούχο του προϊστορικού οικισμού, που η φύση ύφαινε υπομονετικά εδώ και χιλιάδες χρόνια. Όποιο αγγείο είχε γλυτώσει από το φθοροποιό του χρόνου πέρασμα, έτριζε τώρα μέσα στα σπλάχνα του και κομματιαζόταν κάτω από το βάρος και τις δονήσεις των καινοφανών αυτών πολεμικών μηχανών, επιτευγμάτων της νοσηρής του ανθρώπου φαντασίας.

Στις 11 π.μ. επιχειρήθηκε και δεύτερη πλέον σθεναρή επίθεση με 10 βαριές πυροβολαρχίες, άρματα και πεζικό. Στόχος του εχθρού η υπερφαλάγγιση του χωριού Αμπελόκηποι και της πιο αδύνατης δεξιάς πλευράς των Ελλήνων προς το χωριό Μηλίτσα, ένεκα που δεν υπήρχαν εκεί επαρκείς δυνάμεις να καλύψουν τα κενά. Η άμυνα στηριζόταν κυρίως σε βολές πυροβολικού, που είχαν εξαιρετική ευστοχία εναντίον των αρμάτων και των εχθρικών πυροβόλων, τα οποία άλλαζαν συνεχώς θέσεις. Στις 12.30 μια μοίρα ορειβατικού πυροβολικού υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Παπαρόδου εγκαταστάθηκε πίσω από το Δισπηλιό, στο ξεροβούνι προς το χωριό Μανιάκοι. Ήταν αθέατη από τον εχθρό και έκανε μεγάλη θραύση. Λίγο μετά προωθήθηκαν διαδοχικά και τάχθηκαν στο πεδίο μάχης η μια πεδινή και οι τρεις ορειβατικές πυροβολαρχίες.
Παράλληλα όμως με την κύρια αυτή επίθεση απέτυχε και η δευτερεύουσα, που εκδηλώθηκε βορείως της λίμνης στη διάβαση του χωριού Φωτεινή. Όλες οι επιμέρους εκεί επιθέσεις αποκρούστηκαν επιτυχώς.

Στο μεταξύ, έφθασαν στο Άργος δημοσιογραφικές πληροφορίες, ότι άλλες γερμανικές δυνάμεις εξ ανατολών κατέλαβον την Σιάτιστα και ότι επίκειται από στιγμής σε στιγμή η κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα κοντά στην Νεάπολη. Ο δρόμος πλέον προς τα Γρεβενά είχε αποκοπεί και ο μέραρχος, μετά τον έλεγχο αντοχής της ξύλινης γέφυρας του Αλιάκμονα παρά το Άργος, διέταξε την μέσω αυτής αλλαγή της οδού οπισθοχώρησης προς Σκαλοχώρι. Επιπλέον, ζήτησε την επείγουσα αποστολή αυτοκινήτων για την ταχύτερη απομάκρυνση του στρατού, αλλά ουδεμία απάντηση πήρε.

Στις 1.30 το μεσημέρι εκδηλώθηκε και Τρίτη ισχυρότατη γερμανική επίθεση με επίκεντρο και πάλι το χωριό Αμπελόκηποι. Στις 2μ.μ. ύστερα από κραταιά μάχη πίπτει ηρωικά μαχόμενος ο εκεί διοικητής ίλαρχος Κλείτος Χατζηλιάδης και καταλαμβάνεται το χωριό. Στο δεξιό των ελληνικών δυνάμεων δημιουργήθηκε τώρα ρήγμα που ήταν δύσκολο να καλυφθεί. Η αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο. Στο μεταξύ πίσω από τους μαχητές ολοένα περνούσαν τα υποχωρούντα πεζοπόρα ελληνικά τμήματα, ταλαιπωρημένα και εξουθενωμένα από την συνεχή πορεία σε τραχειά μονοπάτια. Ο μέραρχος, πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, επισκέπτεται βιαστικά τα μαχόμενα τμήματά του, δίνει οδηγίες και εμψυχώνει τους μαχητές. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή καταφέρνει να συγκροτήσει μια δύναμη εκ των ενόντων από περαστικούς ημιονηγούς, αδέσποτους οπλίτες, μια τυχαίως διερχομένη διμοιρία μηχανικού, στρατιώτες μηχανημάτων των 22ου και 23ου ΣΠ., ένα αντιαρματικό των 47 και ο,τιδήποτε άλλο βρισκόταν διαθέσιμο. Με την ομάδα αυτή πιάνει θέσεις στους χωματόλοφους μπροστά και δεξιά από το Άργος Ορεστικό, υπό την διοίκηση του 23 Σ.Π. Έστω και λίγο να κρατήσει ο καθένας στις κρίσιμες αυτές ώρες, έχει μεγάλη σημασία για την αποτροπή της υπερφαλάγγισης των ελληνικών δυνάμεων, ώσπου να γλιστρήσει όλο το ΤΣΔΜ προς τα κάτω μακριά από τον εχθρό.

Στο μεταξύ κατέφθασε και το 4ο Τάγμα Πολυβόλων κινουμένων επί τετρατρόχων, το οποίο μερίμνη των επιτελικών αξιωματικών και του μεράρχου τοποθετήθηκε σε κρίσιμες θέσεις. Ήταν και αυτό μια ανακούφιση. Όμως συνέβησαν και δυσάρεστα. Στις 1 το μεσημέρι έπεσε επί των πυροβόλων του ο ταγματάρχης πυροβολικού Ιωάννης Παπαρόδου, ενώ στις 3μ.μ. η Ομάδα Αναγνωρίσεως της 13ης Μεραρχίας υπό τον έφεδρο υπολοχαγό Σπυρίδωνα Γερασιμίδη εγκατέλειψε τις θέσεις μάχης στο ύψωμα «Σπαϊλίκια» βορείως του Άργους και οπισθοχώρησε προς Αρμενοχώρι. Ο μέραρχος έσπευσε επί τόπου, επέπληξε τον αξιωματικό και διέταξε επάνοδο στις θέσεις του. Ο υπολοχαγός προσποιήθηκε επιστροφή, αλλά αργότερα θεάθηκε να φεύγει βορειοδυτικά. Στο διάστημα αυτό η αμαξιτή οδός προς Βογατσικό, δυο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Μηλίτσας, βρισκόταν ήδη υπό τα πυρά του εχθρού.

Kατά τις 4 το απόγευμα έφθασε στη γέφυρα «Μανιάκοι» με αρκετή καθυστέρηση καταπονημένο και ελλιπές το 3ο τάγμα του 22ου Σ.Π. Ο στρατηγός έβαλε τους οπλίτες να ξεκουραστούν στην σκιά των παραποτάμιων δέντρων και τους εξήγησε την κρίσιμη κατάσταση. Τον κατανόησαν. Τότε άρπαξε ένα πολυβόλο, μπήκε μπροστά και οι άλλοι τον ακολούθησαν . Το ηρωικό αυτό τάγμα που έφτασε τα όρια της αντοχής δημιούργησε αμέσως σχηματισμούς προσπέλασης και μέσα σε 30’ της ώρας εγκαταστάθηκε στο ύψωμα «Σπαϊλίκια» πριν προλάβει να το καταλάβει ο εχθρός. Από τη θέση αυτή ελεγχόταν το δεξιό πλευρό των αντιπάλων. Οι ελπίδες να κρατήσουν οι γενναίοι μέχρι το βράδυ αναπτερώθηκαν.

Στις 5 το απόγευμα ξεκίνησε και τέταρτη αποφασιστική επίθεση του εχθρού με άρματα και πεζικό, ύστερα από καταιγιστικά πυρά πυροβολικού, ιδιαίτερα εναντίον του 2ου τάγματος πολυβόλων του 22ου Σ.Π., το οποίο από το πρωί μαχόταν αδιαλείπτως και οι άνδρες του είχαν καταματωθεί και εξαντληθεί. Οι επιτιθέμενοι αντιλήφθηκαν επιτέλους ότι τα πράγματα δυσκόλευαν γι’ αυτούς και μολονότι πλησίαζε η νύχτα δεν είχαν ακόμη πετύχει το σκοπό τους. Για το λόγο αυτό άρχισαν να χρησιμοποιούν προπαγανδιστικά μέσα. Έβαλαν ελληνομαθείς στρατιώτες, να φωνάζουν μέσω μεγαφώνων: «Είμαστε φίλοι σας, μη μας χτυπάτε... Αφήστε τα όπλα σας και φύγετε... Πετάξτε τα όπλα σας, ελάτε μαζί μας... Παραδοθείτε...». Ιδού το κατάντημα του ισχυρότερου στρατού του κόσμου, να ζητάει από μια χούφτα ταλαιπωρημένων Ελλήνων να παρατήσουν τα όπλα! Και σαν να μην έφτανε αυτό επιβεβαίωσαν την αδυναμία τους ζητώντας τη βοήθεια της αεροπορίας τους. Ήρθαν 40 βομβαρδιστικά στούκας κάθετης εφόρμησης με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν σαν τα άγρια ζώα της ζούγκλας προς εκφοβισμό, να ίπτανται ανενόχλητα πάνω από το πεδίο της μάχης και να πετούν φωτοβολίδες, σαν τα βεγγαλικά που ρίχνουν οι δήμαρχοι κατά τις χρονιάρες μέρες πάνω από την πόλη. Αυτή ήταν η χαρά τους: παιδιάστηκα παιχνίδια με φονικά όργανα, ελλείψει αντιαεροπορικού εξοπλισμού του αντιπάλου. Συγκέντρωσαν τα πυρά τους κυρίως πάνω στα πυροβόλα τα οποία δεν μπορούσαν να εντοπίσουν οι χερσαίες τους δυνάμεις. Μια μια οι πυροβολαρχίες άρχισαν να σιγούν.

Ο ανθυπολοχαγός Άγγελος Βενετσιάνος και 13 στρατιώτες έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι στην ολοήμερη εκείνη μάχη της 15ης Απριλίου του 1941, στερνή θυσία στην πατρίδα τη μέρα της Μεγάλης Τρίτης, την Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου. Συγκινητικές ήταν οι στιγμές αποχαιρετισμού, μέσω τηλεφώνου, του διοικητή των βαρέων πολυβόλων και του διοικητή της πεδινής πυροβολαρχίας υπολοχαγού Τούσα προς τον διοικητή πεζικού της μεραρχίας, οι οποίοι δήλωναν ότι κυκλώθηκαν από τον εχθρό και ότι από στιγμής σε στιγμή επίκειται η αιχμαλωσία τους. Αντάλλαξαν πατριωτικούς χαιρετισμούς και ακολούθως εσίγησαν.

Στις 6 μ.μ. ανατινάσσεται η γέφυρα παρά το χωριό Μανιάκοι και η οπισθοχώρηση των τελευταίων τμημάτων συνεχίστηκε από την ξύλινη γέφυρα του Άργους. Ακολούθως, τα εναπομείναντα ελάχιστα πυροβόλα έβαλαν κατά του εχθρού και το τελευταίο τους βλήμα με ρυθμό ταχυβολίας. Στις 7 μ.μ. καταλαμβάνεται το Άργος Ορεστικό χωρίς οδομαχίες, σύμφωνα με την επιθυμία των Αργεστών, για να μη καταστραφεί η πόλη τους. Οι κάτοικοι της πόλης στάθηκαν όλη την ημέρα παρά το πλευρό των πολεμιστών και βοήθησαν μεταφέροντας πυρομαχικά στις θέσεις μάχης καθώς και τραυματίες στους σταθμούς πρώτων βοηθειών. Στις 8μ.μ. έγινε μέσα σε βαρύ κλίμα και η τυπική παράδοση της Καστοριάς από τον δήμαρχο Β. Νικίδη.

Η αποστολή της 13ης Μεραρχίας πέτυχε με σκληρή ολοήμερη άμυνα στη μάχη του Άργους Ορεστικού (ή του Δισπηλιού ή της Καστοριάς, όπως συνηθίζουν μερικοί να την αποκαλούν). Η πρώτη φάση του υποχωρητικού ελιγμού του ΤΣΔΜ έγινε με τον καλύτερο τρόπο και ο ιταλικός στρατός δεν ξαναέλαβε την επαφή μαζί του. Η τελευταία μάχη των ηρώων του αλβανικού μετώπου έμελλε να γίνει εναντίον του γερμανικού και όχι του ιταλικού στρατού, ο οποίος κράτησε αποστάσεις και θέσεις αναμονής.

Οπωσδήποτε, θα πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι η εν λόγω μάχη αποτελεί ένα από τα πλέον ασυνήθη συμβάντα στην πορεία της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Ενώ δηλαδή το προηγούμενο βράδυ (13 προς 14 Απριλίου) τμήματα της 13ης Μεραρχίας συγκρούστηκαν με ιταλικές δυνάμεις στο Τσαγκόνι της Αλβανίας, διαλύοντας ένα λόχο Βερσαλλιέρων και συλλαμβάνοντας 26 αιχμαλώτους, το πρωί της επομένης (15 Απριλίου) ενεπλάκη, ύστερα από εξουθενωτική πεζοπορία, σε άνισο αγώνα εκ συναντήσεως επί ανοιχτού πεδίου με υπέρτατες δυνάμεις άλλης αυτοκρατορίας. Θα μπορούσε, ίσως, να συγκριθεί με τη μάχη των οχυρών της «γραμμής Μεταξά» αν το πεδίο σύγκρουσης είχε οχυρωθεί καταλλήλως προ πολλού. Η έλλειψη οχυρώσεων και η λιτότητα των αμυντικών μέσων εξαίρουν έτι περαιτέρω την μαχητικότητα, τον ηρωισμό και το πολεμικό ήθος των αξιωματικών και οπλιτών της 13ης Μεραρχίας.

Ο γερμανικός στρατός ύστερα από τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων δεν επιδίωξε περαιτέρω προέλαση, αρκεσθείς μόνο σε βομβαρδισμούς των οδών οπισθοχώρησης. Την επομένη παρέμεινε επί τόπου, ερευνώντας προφανώς την ορεινή περιοχή Κωσταραζίου- Βογατσικού με τις αντιαρματικές τάφρους, προς εντοπισμό πιθανών αντιστάσεων, και την μεθεπομένη στις 17 Απριλίου Μεγάλη Πέμπτη πέρασε από το Βογατσικό με κατεύθυνση προς Νεάπολη και Γρεβενά. Ήταν η 12η μέρα από την εισβολή και είχε διανύσει 150 χιλιόμετρα περίπου μέσα στο ελληνικό έδαφος.

Ο επίλογος της μάχης του Άργους Ορεστικού έμελλε να γραφτεί επί χάρτου ένα μήνα αργότερα στη σκλαβωμένη πρωτεύουσα, μέσα σε ένα γραφείο του γερμανικού φρουραρχείου, όταν ο Γιόζεφ Ντήτριχ ζήτησε να δει έναν Έλληνα αξιωματικό που μετείχε σε εκείνη την επιχείρηση. Παρουσιάστηκε ο συνταγματάρχης Ευστάθιος Λιώσης, που είχε διατελέσει διοικητής της γραμμής μάχης, και ο οποίος ρωτήθηκε για τον αριθμό και τις θέσεις των μονάδων που έλαβαν μέρος εκεί. Ο συνταγματάρχης έδωσε σαφείς πληροφορίες πάνω στο χάρτη, αλλά ο Ντήτριχ θύμωσε και ύψωσε τη φωνή του, γιατί θεώρησε ότι ο Λιώσης του έλεγε ψέματα. Είχε, λέει, πληροφορίες πως εκεί πολέμησαν τρεις μεραρχίες (η 9η, η 10η και η 13η) και όχι τρία τάγματα, όπως υποστήριζε ο Έλληνας αξιωματικός. Ύστερα από δίωρη έντονη συζήτηση ο συνταγματάρχης ανέφερε πολλές λεπτομέρειες και επιχειρήματα που έπεισαν τον Ντήτριχ, ο οποίος τελικά του έδωσε συγχαρητήρια με την παράκληση να τα διαβιβάσει και στον μέραρχο Μουτούση. Για μια φορά ακόμη αναγνωριζόταν το σθένος και ο ηρωισμός των Ελλήνων μαχητών και μάλιστα από την πιο ισχυρή ομάδα του γερμανικού στρατού, τους φοβερούς Ες Ες.

Ο στρατηγός Μουτούσης θεωρούσε την έκβαση της μάχης του Άργους Ορεστικού ως ένα από τα πλέον σημαντικά επιτεύγματα του ελληνικού στρατού και συχνά αφηγούνταν στους φίλους του τα συμβάντα εκείνης της μέρας. Θεωρούσε το Άργος ως δεύτερη πατρίδα του, διότι εκεί γνώρισε ακόμη μια σελίδα δόξας, εκεί τελείωσε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία και αποχαιρέτησε τους εν ζωή συμπολεμιστές του, αποτίσας συνάμα φόρο τιμής και σε εκείνους που έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Λέγεται ότι αποκαλούσε τη μάχη του Άργους «θυγατέρα» του, όπως ο μεγάλος Βοιωτός (Βοϊωτός) στρατηγός Επαμεινώντας, ο δημιουργός της λοξής φαλαγγας, θεωρούσε «κόρες» του τις μάχες των Λεύκτρων και της Μαντινείας. Πέθανε δικαιωμένος το 1978 σε ηλικία 84 ετών.

Εκεί στις δυτικές παρυφές της λίμνης Ορεστιάδας στέκεται περίφανο ακόμη το πολύπαθο «Νησί» του Δισπηλιού. Εκεί που ο Αντώνης Κεραμόπουλος, ο γόνος μιας μικρής υπανάπτυκτης χώρας, ανέσκαψε το βαρύτιμο χώμα με την ευγενική αρχαιολογική του σκαπάνη. Εκεί που ο Γιόζεφ Ντήτριχ, ο γόνος μιας μεγάλης πολιτισμένης χώρας της Ευρώπης, κατέσκαψε το ίδιο χώμα με τόνους πυρίτιδας. Εκεί όπου υπάρχει ακόμη η παρακαταθήκη της θρησκευτικής παράδοσης και του θαμμένου προϊστορικού πολιτισμού. Εκεί που σαλεύουν κάποιες σελίδες γραμμένες με το αίμα των λαβωμένων και των σκοτωμένων ηρώων, σελίδες που δυστυχώς ολοένα ξεφτίζουν και πέφτουν από το βιβλίο της ελληνικής ιστορίας.

(*) τρίχαπτον = Δαντέλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ