14.10.08

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: «Έχε το νου σου στο παιδί»

«γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα.»
Μόνο τότε.


Το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς μετέτρεψε το κεφάλι μου σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι∙ ένα κουβάρι φτιαγμένο από ενστάσεις, απορίες, επισημάνσεις, λόγους που οδηγούν στην απογοήτευση κι -ευτυχώς- λόγους που σε αναγκάζουν να εξακολουθείς να επιμένεις∙ να εξακολουθείς ν’ αγωνίζεσαι με την ίδια δύναμη.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη φορά που βρέθηκα μέσα σε τάξη να διδάσκω παιδιά, έπρεπε -φυσιολογικά- να έχουν καταλαγιάσει όλα μέσα μου. Να έχω καταλήξει. Κι όμως…
Σήμερα περισσότερο απ’ όσο άλλοτε είναι η εποχή των αποριών: δάσκαλος ή εκπαιδευτικός; λειτούργημα ή επάγγελμα; παιδαγωγός με την πλατιά και βαθιά έννοια του όρου ή στεγνός και στενός «αγωγός» (μεταφορέας) γνώσεων;
Υπογραμμίζω σε κάθε δίλημμα την πρώτη από τις δύο «προτεινόμενες» απαντήσεις.
Το κάνω με κλειστά μάτια, σχεδόν ενστικτωδώς, δίχως να προβληματιστώ δευτερόλεπτο. Αλλά η πραγματικότητα γύρω μου έχει την τάση να με διαψεύδει συχνά. Να δικαιώνει τις απαντήσεις που απορρίπτω συνεχώς. Κι όμως…
Δάσκαλος κι όχι εκπαιδευτικός. Γιατί ο δάσκαλος ενσαρκώνει αυτό που μου ‘λεγε ο σοφός τριαντάρης που έχει αριστεύσει απ’ όπου κι αν έχει περάσει: «Προσωπικά, από τον κάθε καθηγητή μου των σχολείων όπου φοίτησα θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα τι έχω μάθει. Από τη δασκάλα μου στο δημοτικό θυμάμαι μόνο αγάπη, πολλή αγάπη.»
Όχι πως δεν πήρε γνώση. Όμως η εικόνα που κυριαρχεί μέσα του είναι της αγάπης που φοράει το πρόσωπο της δασκάλας του. Κι αφού υπάρχει τόση αγάπη, σίγουρα υπάρχει και η γνώση.

Λειτούργημα και όχι επάγγελμα. Γιατί το λειτούργημα έχει μέσα του καρδιά, το επάγγελμα όχι και τόση. Μα η καθημερινότητα είναι απαιτητική (με τις απαιτήσεις να τεντώνονται σαν λάστιχο όπου «τις παίρνει») και ολοένα πληθαίνουν οι εκπαιδευτικοί των δύο πρώτων βαθμίδων που παραδίνονται στην πρόκληση του ιδιαίτερου, του φροντιστηρίου. Βλέπετε , έχει πεθάνει στις μέρες μας εκείνη η επίγνωση του δασκάλου που είναι «καταδικασμένος να ζήσει εν ευγενεί πενία» και αυτός επιδίδεται στο κυνήγι της αύξησης των εισοδημάτων του. Σε βαθμό που έχω αρχίσει να φοβάμαι πως οι νέοι δάσκαλοι ίσως και να μην ξέρουν πως κάτι τέτοιο είναι παράνομο και κανονικά (εδώ γελάμε ∙ ποιο είναι το «κανονικά» σ’ αυτή την Πατρίδα;) τιμωρείται. Από την άλλη, κάποτε τα παιδιά που δυσκολεύονταν και δεν μπορούσαν να βοηθηθούν από τους γονείς τους, είτε λόγω έλλειψης γνώσεων είτε λόγω έλλειψης χρόνου, μπορούσαν να κάνουν φροντιστήριο με αδιόριστους δασκάλους. Σήμερα που τα καινούρια βιβλία έχουν κατά γενική ομολογία αυξήσει τις απαιτήσεις του σχολείου και οι οικογένειες πιέζονται ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχουν αδιόριστοι δάσκαλοι να βοηθήσουν (επ’ αμοιβή) την κατάσταση. Αυτό οδηγεί στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε. Με ό,τι αυτή συνεπάγεται. (Το κυριότερο πίεση της οικογένειας να βγάλει περισσότερα, για να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της έτσι κι αλλιώς απαιτητικής καθημερινότητας).

Το φροντιστήριο, βέβαια, καμία οικογένεια (αυτό το «καμία» είναι σχεδόν απόλυτο) δεν μπορεί να το αποφύγει αργότερα. Είτε με τη μορφή ενός φροντιστηρίου της σειράς είτε με τη μορφή των ακριβοπληρωμένων ιδιαίτερων, ένα είδος πνευματικού ντοπαρίσματος που κάνει τα παιδιά να μπαίνουν στο πολυπόθητο πανεπιστήμιο. Και κάνει, επίσης, το λύκειο να διαλύεται προς το τέλος της τελευταίας χρονιάς. Προέχει η παρακολούθηση του φροντιστηρίου, το λύκειο παραμερίζεται άνετα ∙
Ο υποψήφιος δεν πιστεύει πως έχει να χάσει κάτι σημαντικό, αν δεν το παρακολουθήσει. Όχι πως δεν υπάρχουν αξιολογότατοι καθηγητές (που είναι ταυτόχρονα και σπουδαίοι παιδαγωγοί) που έχουν καταξιωθεί στη συνείδηση των παιδιών (τα παιδιά μου είχαν την τύχη να συναντηθούν με αρκετούς τέτοιους). Μόνο που αυτοί δεν μπορούν να αλλάξουν το τοπίο, όσο κι αν το θέλουν. Κι επίσης, οι δάσκαλοι που μετά το σχολειό τους κάνουν σχολείο κατ’ οίκον είναι φυσικό -τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις- να είναι πολύ καλοί στη δουλειά τους και γι’ αυτό τους προτιμούν οι πελάτες. Αυτά για να μην αδικούμε κανέναν και για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους . Ούτε οι γονείς που θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους φταίνε ούτε οι ειδικοί που βοηθούν τα παιδιά να το πετύχουν είναι αυτοί που φταίνε περισσότερο. Αλλού είναι το κύριο βάρος του ζητήματος, άλλοι είναι αυτοί που φταίνε.
Είναι αυτοί που τόσα χρόνια δε βλέπουν. Ή κάνουν πως δε βλέπουν. Αυτοί που ψηφίζονται κάθε φορά για να παίρνουν τις αποφάσεις. Που κάποιες φορές είναι οδυνηρές. Και πρέπει να δυσαρεστούν κάποιους. Και να ‘ χουν πολιτικό κόστος.

Εκεί τους θέλουμε. Και εκεί ξεχωρίζουν οι πραγματικά άξιοι (πόσοι είναι, άραγε;). Όμως, οι πολιτικοί συνήθως αποφεύγουν τα δύσκολα. «Τόσα χρόνια ήταν έτσι, γιατί να το αλλάξω εγώ;» είπε προχτές ο υπουργός (του κακόμοιρου) πολιτισμού, όταν του τέθηκε ένα δύσκολο ερώτημα. Το πρόβλημα είναι πως δεν είχε πρόβλημα να το πει (εκτός από το να το σκεφτεί). Αυτοί που παίρνουν -ή δεν παίρνουν- τις μεγάλες αποφάσεις φταίνε που ο διευθυντής ενός λυκείου κάποτε, όχι και πολύ παλιά, όταν επισκέφτηκε το σχολείο του ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος του αρμόδιου υπουργείου, μάζεψε άρον άρον τους δύο-τρεις μαθητές από κάθε τάξη (αυτούς που έρχονταν στο σχολείο αναγκαστικά, για να μη μείνουν από απουσίες) σε μία αίθουσα, για να μη δει ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος το χάλι. Όχι πως αυτός ξεγελάστηκε ∙ αφού είχε παιδιά μαθητές και ασφαλώς γνώριζε τι συμβαίνει και αφού και ο ίδιος παρανομούσε σε άλλον τομέα, κάνοντας για τα παιδιά του το καλύτερο που μπορούσε ως πατέρας. Άλλωστε, αυτό δε φαίνεται πως είναι το ζητούμενο για κάθε Έλληνα, ανεξαρτήτως θέσεως, σήμερα; Να τη βολέψει ο ίδιος, να βολέψει τα δικά του παιδιά και άσε τους άλλους να κουρεύονται (αν, φυσικά, τους έχουν μείνει μαλλιά από αυτά που αντιμετωπίζουν καθημερινά στον αγώνα τους να επιβιώσουν σ’ αυτή την άγρια ζούγκλα που τους περιβάλλει). Αυτό, δυστυχώς, είναι και το σκεπτικό εκείνων που με τις αποφάσεις που δεν παίρνουν -ενώ γι’ αυτό είναι εκεί που είναι, για να παίρνουν αποφάσεις- αφήνουν το λαό κυριολεκτικά στη μοίρα του, ενώ θα μπορούσαν -και θα ‘πρεπε- αυτήν του τη μοίρα να την καλυτερέψουν.

Ένας φαύλος κύκλος, λοιπόν. Ένας ατέλειωτος φαύλος κύκλος, που δεν περιορίζεται μόνο στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (και όχι Παιδεία). Γιατί έρχεται η ώρα η ευλογημένη που τα παιδιά μας μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, για να απογοητευτούν πολλές φορές από το περιεχόμενο των σπουδών τους, από το γεγονός ότι, μπαίνοντας ακόμα και στην πολυπόθητη σχολή τους, διαπιστώνουν πως γι’ αλλού είχαν κινήσει, αλλού νόμιζαν πως πάνε κι αλλού βρέθηκαν. Κι απογοητεύονται κι από τους ίδιους τους καθηγητές τους -εδώ το «δάσκαλοι» συνηθέστατα παύει εντελώς να υφίσταται. Και μακάρι οι απογοητεύσεις να σταματούσαν εδώ. Δυστυχώς, οι περισσότερες τους περιμένουν μόλις βγουν από τη μεγάλη πόρτα. Και τους κάνουν, μόλις το καταλάβουν, να νιώσουν φριχτά ξεγελασμένοι. Γιατί τότε έρχεται η ώρα να ενταχθούν στην περίφημη γενιά των 700ευρώ. Που μακάρι(!) να ήταν πάντοτε 700. Όμως, η κοπέλα με πτυχίο και master που παίρνει 500 ευρώ κι εκείνοι οι πτυχιούχοι του Πολυτεχνείου με τα 300 ευρώ το μήνα, αμοιβές που καταδικάζουν τα παιδιά μας να μην μπορούν ούτε να σκεφτούν το ενδεχόμενο να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια, που τα καταδικάζουν, επίσης, να μεγαλώνουν πλήρως εξαρτημένα από τους γονείς τους, είναι χαστούκια στα καλοδιατηρημένα μάγουλα όλων όσοι φταίνε γι’ αυτό το κατάντημα των ίδιων των παιδιών μας. Μόνο που οι ίδιοι κάνουν σαν να μην καταλαβαίνουν ότι φταίνε ή καταλαβαίνουν πολύ καλά, αλλά απλώς δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.

Γιατί μη μου πείτε πως δε δαγκωθήκατε όταν ακούσατε τις υψηλότατες βαθμολογίες με τις οποίες κατάφεραν τα παιδιά μας να μπουν για να σπουδάσουν δάσκαλοι. Όχι πως δε θ’ ανεβάσουν αυτά τα παιδιά το επίπεδο των δασκάλων (και, κατά συνέπεια και της εκπαίδευσης-μακάρι και Παιδείας), αφού όλοι τους είναι αριστούχοι. Αλλά καταλαβαίνουμε όλοι μας καλά πως αυτά τα παιδιά δεν ονειρεύονταν ή δεν ονειρεύτηκαν-τουλάχιστον όχι όλα τους-να γίνουν δάσκαλοι. Την πολυπόθητη επαγγελματική τους αποκατάσταση αγωνίστηκαν να εξασφαλίσουν, το ζεστό μισθό που θα εισπράξουν όταν οι άλλοι συναριστούχοι τους θα παιδεύονται ακόμη σπουδάζοντας και σπουδάζοντας για να κατακτήσουν τα 700 ευρώ μηνιαίως.

Όλα τα παραπάνω είναι μια τεράστια αδικία εις βάρος των ίδιων των παιδιών μας. Ένα τεράστιο πρόβλημα Όλα αυτά θα έπρεπε να τ’ αντιμετωπίσει αποφασιστικά το αντίστοιχο Υπουργείο και να τα διορθώσει για ν’ ανασάνει η ελπίδα σ’ αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλο βάρος και τεράστια ευθύνη να συντρίβεις τα όνειρα των παιδιών σου. Δυσβάστακτο βάρος και δυσβάστακτη ευθύνη( τα νιώθει, άραγε , κανείς υπεύθυνος σ’ αυτό τον τόπο, όπου ακόμα και οι υπεύθυνοι σκέφτονται με γνώμονα τα προσωπικά τους;).
Γιατί είναι εντελώς άδικο να ακούς ένα παλληκάρι που αγάπησε βαθιά τα γράμματα και το απέδειξε με τις βαριές σπουδές του να μιλάει για την απελπισία στην οποία οδηγούν τους νέους μας οι πολιτικοί ,αλλά και οι δάσκαλοι και τα σχολειά απ’ όπου περνάνε..
Και γιατί είναι εντελώς άδικο να παίρνεις ένα παιδί που μεγάλωνε μετρώντας τα άστρα και να το οδηγείς σε μια διαρκή απογοήτευση, σε μιαν απογοήτευση που δείχνει να μην έχει τέλος.
Και γιατί είναι επίσης εντελώς άδικο να το παιδεύεις χωρίς αποτέλεσμα, επειδή εσύ επιμένεις να μη βλέπεις ή να κάνεις ότι δε βλέπεις πού οι δικές σου ελλείψεις το έχουν οδηγήσει.
Σε ποια αδιέξοδα…

Αφιερώνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά μας∙ σ’ αυτά που πέρασαν και σ’ αυτά που δεν πέρασαν. Κι ας μην ξεχάσουν ποτέ τους πως… «Όταν απλώνεις τα χέρια για να πιάσεις τα αστέρια, μπορεί να μην τα καταφέρεις. Δεν πρόκειται ποτέ όμως να βρεθείς με τις χούφτες σου στη λάσπη».

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25.9.2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ