8.4.18

ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΣΙΟΥ: Ένα παράξενο όνειρο


ΟΔΟΣ 19.10.2017 | 906


Στη μνήμη των αδερφών Εμμανουήλ


Δεν ήταν που ξάπλωσε κατάκοπη για τον ύπνο της η θεία Μνημοσύνη, η ρημαγμένη αυτή γυναίκα, ή έστω κάπως ιδιαίτερη θλιμμένη, αποκαρδιωμένη από τις όποιες αθλιότητες της καθημερινότητας, της άραχλης σκλαβιάς…· αντιθέτως να πεις, χθες από νωρίς το απόγευμα, ήταν ευδιάθετη όσο ποτέ, ανάλαφρη. Φρόντισε το σπίτι, την αυλή, τον κήπο, τις ροδωνιές, τα λουλούδια της.
Για το ηλιοβασίλεμα της μέρας, πήγε και ως το κοιμητήριο του Αγίου Ανδρέα· άναψε τόσα κεριά στους δικούς της: στον αυταπάρνητο άντρα της, στα τρία παιδιά της, στους γονείς της, στα αδέρφια της, στους τόσους άλλους αγαπημένους.

Για λίγο εκεί, πλάι της, αγγίχτηκε και με τον κορμό της μουριάς εκείνης που κάποτε ο ταπεινός μοναχός, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, στηρίχτηκε πάνω της, στον αδιασάλευτο κορμό της.
Εκεί στο πέρασμα της πλατείας είδε και τόσα παιδιά να παίζουν ανέμελα μέσα της.
Στο γυρισμό της, από ξέμακρα λίγο, χαιρετήθηκε και με την ευάγωγη Μαλαματή των Εμμανουήλ· με εκείνη τη μικρούλα Νημερτής του αειμνημόνευτου πατέρα της (με εκείνη την “αντιγόνεια” Ελπινίκη του).

Ότι έβγαινε κι αυτή από το σπίτι της για το κοιμητήριο, για κάποια κεριά να ανάψει στους δικούς της, στον πεθερό της τον Ιωάννη εν αρχής…

Από λίγο βγήκε ως την άκρη της λίμνης· έριξε το βλέμμα της ως τις απεραντοσύνες μακριά…· ίσως και λίγο πιο λαχταριστά στα κοντινά τους μέρη· να, ως τη Μύτκα, ως την ασβεσταριά πιο δω… Ήρθε το βλέμμα της ως αντικριστά στο εξωκκλήσιον της Αγίας Κυριακής, στις Γκαλιότρυπες πιο κει, στο αρχαίο θέατρο πιο πάνω τους· ήρθε ως τα Πετσιά κάτω, στο “στάδιο” των μικρών παιδιών. Εκεί οι φωνές τους ακούγονταν ως πέρα…

Αν ήταν είκοσι τριάντα αυτά, άλλα τόσα ήταν τα γλαροπούλια που πετούσαν πλάι τους, που μπερδεύονταν ως μέσα στα πόδια τους μαζί με τα χελιδόνια. Φορές φορές έρχονταν ως του Νατζή το γεφύρι· άλλοτε ανοίγονταν κι ως τα βάθη της λίμνης.
Να κάπως έτσι αγγαλιασμένη ξαναγύρισε στο σπίτι.

Ο καιρός ήταν καλός για σήμερα, τρυφερός, δροσερός, ευάνεμος, ηλιοστάλακτος· κάτι ανάρια σύννεφα αν θα έβλεπες μονάχα να αιωρούνται στις ουράνιες απεραντοσύνες, να αχνοσαλεύουν πάνω στα γύρω κορφοβούνια, ως τ’ απόμακρα “άθλα” της Ορεστίδος.
Στα χωράφια ότι ξεστάχυαζαν τα νέα σπαρτά, ότι φανέρωνε τις χάρες του ο Ιούνιος μήνας.

Και κάποια ώρα ξάπλωσε για τον ύπνο της, όταν μέσα από όλα αυτά, εκεί που έφευγαν και τα μαύρα μεσάνυχτα, που άλλαζαν τα χέρια τους με τα άγρια χαράματα, εκεί θυμάται, πριν από οτιδήποτε άλλο να δει στον ύπνο της, από το άραχλο σκοτάδι μέσα, από ένα ερεβώδης πέρασμα, σαν κάτι θορυβήματα να ακούστηκαν, σαν κάτι να ρίχνονταν να πετάζονταν σε βαθιά νερά… Κάτι σαν κουφάρια ανθρώπων να ήταν, σαν πτώματα νωπά… Ήταν πολύ σκοτεινά όλα, πολύ θολά…

Από λίγο, σαν να ξεθώριασαν οι θόρυβοι… τα κουφάρια κι αυτά πήραν παρασύρονται από κάποιο πλατύ ποτάμι, πηχτό, αργοκύλητο σαν λάβα… Μα όσο ξεμάκραιναν, τόσο και η αυγή χάραζε…
Αυτή καλά καλά δεν το ξεχώριζε· άλλοτε αχνοφαίνονταν για λίγο, άλλοτε σαν να βυθίζονταν… Εκεί που θα το ’λεγε με βεβαιότητα ότι ήταν κουφάρια ανθρώπων, εκεί ξαναχάνονταν πάλι, σιγοκυλούσαν κάτω…

Από λίγο χάραξε καθαρότερα η μέρα· έσβησαν τα άγρια χαράματα, ήρθε το γλυκοχάραμα…· το έβλεπε πια καλά: ήταν μπροστά της ένα πλατύ ποτάμι· δεν ήταν να συγκριθεί μαζί του ο Αλιάκμονας. Απαρχής το νόμιζε για λίμνη, αν όχι και για… θάλασσα, μα ήταν αυτό το αργοκύλημα που της έριξε το νου της σε κάποιο πλατύ ποτάμι.

Για καμιά ώρα, εκεί στο βάθος, στ’ ανατολικά βουνά, στις χιονισμένες κορφές τους, στα αραιά σύννεφα, ξεπρόβαλλε και ο ήλιος· οι πρώτες ακτίδες του έφτασαν ως τα πέρατα… Πήρε το πλατύ ποτάμι να αχνίζει την αύρα του, τα μύρια όσα κύματα των αργοσάλευτων νερών του να διαθλούν τις λάμψεις… τα θολά κουφάρια των ανθρώπων, σαν να άλλαζαν κι αυτά μορφή… Από λίγο το είχε ξεκάθαρο: είχαν μεταβληθεί σε χλωρά φύλλα δέντρων.

Μέσα από τις ηλιακτίδες, από τα μύρια κύματα, από την αραχνοΰφαντη αχλύ τους, το διέκρινε απόλυτα: ήταν ολίγα φύλλα δάφνης.

Μα όσα τα άγγιζαν οι ακτίδες του ήλιου, οι λάμψεις των μικρών κυμάτων, τόσο κι αυτά πλήθαιναν… γίνονταν άπειρα, ολόκληρο δάσος, απέραντο…· άλλοτε ξαναχάνονταν πάλι… αναφαίνονταν μόνον τα οκτώ πρώτα φύλλα. Μα όπως και πριν, όσο τα άγγιζαν οι ακτίδες, οι λάμψεις, τόσο κι αυτά πήραν να αλλάζουν πάλι το σχήμα τους, να παίρνουν ανθρώπινη μορφή…

Όσο ξεμάκρυναν, τόσο και η όψη τους απάλυνε, αγαλλίαζε…· έφευγε η λύπη τους, ο πόνος… Όσο γνωρίζονταν ότι ήταν όλοι γύρω τους, τόσο πιο πολύ ξαστέρωναν· πήραν να χαμογελούν, να γελούν… να ξεσπούν σε πηχτούς λυγμούς, σε αναφιλητά χαράς… Ήταν σαν να έσπασαν μόλις τα σκληρά δεσμά της σκλαβιάς… σαν να πέρασαν στην όχθη της ελευθερίας… Αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν αναστάσιμα… Ανασήκωσαν τα χέρια τους, δόξαζαν τις απεραντοσύνες των ματιών τους…

Έναν κάποιον αγαπημένο τους, τον κύκλωσαν στη μέση… Τους έπαιζε κάποιον αυλό του· αυτοί γύρω του χόρευαν… Ω, πόσο γλυκός ήταν ο ήχος του αυλού, πόσο μελωδικός… Συχνά πολύ αναφώναζαν τη λέξη: ελευθερία… ελευθερία… ελευθερία… Αντιβούιζε ως πέρα ο τόπος, το πλατύ ποτάμι: ελευθερία… ρίααα… ρίααα… Ίσως και σαν “Ρήγα” να κραύγαζαν θαρρώ. Ήταν που αχνοβούιζε και το κύλημα του ποταμού, η αδιάκοπη ροή του, ήταν και τα κυκλοπετάγματα των αμέτρητων λευκοπουλιών: ελευθερία… ρίααα… ρίααα… ίσως και Ρήγα…Ρήγααα…
Το έδειχνε η ροή του ποταμού πως πορεύονταν για τον ήλιο…

Φορές φορές γύριζαν κι ως πίσω λίγο την όψη τους, έβλεπαν τις απεραντοσύνες της δύσης· ο απόηχος της φωνής τους ήταν σαν να έφτανε ως τα πέρατα της οικουμένης…· ως πέρα από ότι πορεύονταν… από τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Εύξεινο Πόντο…· ως πέρα από την Εσχάτη Αλεξάνδρεια…

Λαοί από λαοί τους προϋπαντούσαν στο διάβα τους… Ήταν σαν να μην άκουσαν ποτέ στη ζωή τους γλυκότερη λέξη από αυτήν της ελευθερίας· σαν να μην την άλλαζαν με τίποτα, με τα πλούτη όλου του κόσμου. Ήταν φορές που κοίταζαν και προς το μέρος μας… Από πριν το έλεγα, ότι κάτι μου θύμιζαν αυτές οι μια δυο μορφές… Δεν ήταν να το πίστευα στα μάτια μου: ήταν οι μορφές του Ιωάννη, του Παναγιώτη, των αδερφών Εμμανουήλ. Θεέ μου!! είπα. Καταπνίχτηκα στους λυγμούς μου…

Με γνώρισαν κι οι δυο τους, με έγνεψαν με τα χέρια τους, μου έστελναν τους χαιρετισμούς τους… Έγνεψαν ως γύρωθε η γενέθλια πόλη, ως πέρα μακριά στους ορίζοντες των ματιών τους. Είχαν κι αυτοί, σαν όλους, μια ανείπωτη περηφάνεια στην όψη τους· είχαν μαζί της και μια θεία θλίψη. Για ώρα πλανιόταν το βλέμμα τους πάνω στις απλωσιές της χρυσαφένιας λίμνης… πάνω στο είναι της φιλτάτης πόλης.

Ω, πόσο γλυκιά ήταν τα μενεξεδένια τα κυπαρισσένια μάτια τους, τα δακρυστάλακτα…· πόσο γλυκά ήταν τα μάτια ολονών τους… τόσο γλυκός ήταν ο ήχος του αυλού τους.

Έτσι κάπως, πάντα αργά κυλώντας στο ρέμα του ποταμιού, μέσα στις πρωινές ηλιακτίδες των χιονισμένων βουνών, μέσα στις λάμψεις των κυμάτων, στην αραχνοΰφαντη αχλύ… μ’ αυτήν την ανείπωτη περηφάνεια στην όψη τους, μ’ αυτή τη θεία θλίψη, ξεμάκραιναν στο βάθος… Από ώρα χάθηκαν στα αείρροα νερά του… θα έφτασαν στις θάλασσες… θα πέρασαν στην αντίπερα όχθη…· ίσως στερνά στερνά, να ξαναέγιναν πάλι, όπως απαρχής ήταν: ολίγα φύλλα δάφνης… (να έγιναν γυμνωμένες ψυχές…).
Θεέ μου, είπα και ξύπνησα

Και ξύπνησε η θεία Μνημοσύνη. Ήταν ίσα η ώρα που έσκαγαν τα γλυκά χαράματα, που αχνορόδιζε η αυγή… Εκεί κουρνιασμένη ακόμα, έμεινε να συλλογίζεται τα ασυλλόγιστα. Σαν πού να πήγαινε ο νους της δεν ήξερε.

Αν πήρε να ξεμακραίνει στη μοίρα αυτών των δύο αδερφών, πάντα για πάντα αυτά τα δυο αδέρφια, από τα πολύ πολύ παιδικά τους χρόνια ακόμα, είχαν ένα ιδιαίτερα άγγιγμα στο βλέμμα της. Πάντα της ήταν σαν ένα όνειρο αυτά τα “θεοδώρεια” παιδιά. Ακόμα και τις απεραντοσύνες των ματιών της, ακόμα κι αυτές τις ένιωθε, το ίδιο συναίσθημα νιώθαν. Ακόμα και γι’ αυτές, ήταν σαν ένα όνειρο αυτά τα δυο αθλογέννητα παιδιά, τα… “μαλαματένια”, τα ελπινίκεια…

Δεν ήταν λίγες οι φορές που, βλέπονταν αυτήν την αγάπη μεταξύ τους, αυτήν την φιλαδελφία, που ο νους της έφευγε στους μύθους και στους θρύλους των προγόνων τους, της ελληνικής γης, πέρα από τους “ανάργυρους” αδερφούς. Που σε τέτοιες στιγμές, ανάβλυσαν από τα άδυτα της ψυχής της, οι αλησμόνητου Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, η ακηλίδωτη φιλαδελφία τους, η θεϊκή. Ήταν να μην σκοτωνόταν ο θνητός Κάστορας, να μην τους ξεψυχούσε· μαζί στη στιγμή, έφευγε στην αντίπερα όχθη και ο αθάνατος Πολυδεύκης.

Ήταν να απορεί και αυτή με τον εαυτό της, γιατί να ανάβλυσε εντός της αυτή η παράξενη σκέψη…· γιατί να το είχε σαν βέβαιο ότι, αν έφευγε ο ένας στην αντίπερα όχθη, εκεί στη στιγμή θα έφευγε και ο άλλος μαζί του.
Θεέ μου, ξαναψέλλισα, τι κάθομαι και σκέφτομαι…

Αν ξεγλίστρησε λίγο απ’ αυτού, ο νους της σιγοτύλιξε και τους γονείς τους. Θυμόταν τώρα πως, να, κάπως άθελά της πάλι, της ξεπήδησε η βεβαιότητα εντός της, αν έφευγε στην αντίπερα όχθη η ευφιλής Μαλαματή, ο άντρας της, ο αυταπάρνητος Θοδωρής, στο χρόνο μέσα θα έφευγε κι αυτός μαζί της. Θα ήταν αδύνατον κάποια δύναμη άλλη να τον σταματήσει. Μήτε παιδιά του μήτε τίποτα. Χωρίς αυτής ο αυταπάρνητος άντρας της δεν είχε πνοή, δεν είχε ζωή. Είναι στ’ αλήθεια αδιανόητο για το πώς αγαπούν καμιά φορά οι άνθρωποι.

Ίσως ποτέ άλλοτε στη ζωή της, να μην έμεινε κουρνιασμένη στο κρεβάτι της όσο αυτό το πρωινό.

Εκεί μόνον, όταν ο ήλος ξεπρόβαλλε στα ανατολικά βουνά της πατρώας γης, όταν έριξε τις αιθέριες ακτίδες του πάνω στην ωραιοτάτη πόλη, πάνω στις αχνοσάλευτες άπλες της κήλητρον λίμνης, ως ευρύτερα στις απεραντοσύνες της ελληνίδας γης, τότε σηκώθηκε η καλή και αντικρύστηκε με το ακηλίδωτο φως του. Μα και ολήμερα, όσο κι αν αποξεχάστηκε στις έγνοιες της αυλής, του κήπου, πάλι σ’ αυτό το στερνό της όνειρο, τι εξήγηση να δώσει δεν μπορούσε. Ήταν τόσο βαθιά όλα… τόσο ασύλληπτα…

Και ίσως να της παίδευε κι ως το σύθαμπο πέρα, το λιγότερο, αν κάπου εκεί, στις όχθες της λίμνης, καθώς βγήκε, καθώς έπαιρνε τα ολοκάθαρα νερά της, δεν καλησπερίζονταν από τόσες μικρές κόρες, από τις τόσες ασχημάτιστες παιδούλες...· από τις τρεις τέσσερις τουρκοπούλες που γυρνούσαν για τη δυτική πλευρά, από δύο άλλες μικρές που τις συντροφεύανε ως εδώ στο Σχολείο τους, ως τη Σκάλα των βράχων πιο πέρα, στη Σκάλα του Σταυρού, που άγνωστες δεν της ήταν, που τόσο πολύ το ήθελε να βλέπει τα ολόγλυκα μάτια τους… Να βλέπει τα ολόφωτα μάτια της μελανώπις Δάφνης, της λευκοφαής, της ευφιλής, της πάγκαλης· να βλέπει τα κυπαρισσένια μάτια της οκτάχρονης μόλις Ελευθερίας, της πανέμορφης, της αξιολάτρευτης, της γλυκύτατης.

Χμ… έτσι αχνογέλασε η καλή. Ίσως απ’ αυτά, αιτία, να ανάβλυσε ότι ακατάληπτο ανάβλυσε από τα άδυτα της ψυχής της, εκεί στον υστερνό της ύπνο.

Και να πώς της ξεπρόβαλλαν μπροστά της, πριν από κάποιους “μαλαματένιους” παίδες να δει για σήμερα με θλιμμένα τα καταπονημένα μάτια της.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Οκτωβρίου 2017, αρ. φύλλου 906

Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ