8.5.22

ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Ένας περίεργος και απρόσμενος επισκέπτης


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 1.7.2021 | 1086


Ο θυμόσοφος λαός έχει και για τον Φλεβάρη τους δικούς του πετυχημένους χαρακτηρισμούς. Αν Φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει. Αν όμως θυμώσει και κακιώσει τότε θα είναι πάρα πολύ δύσκολο το πέρασμα του με αναπόφευκτες τις χειμωνιάτικες μέρες του. Ένας τέτοιος πολύ θυμωμένος Φλεβάρης μας προέκυψε αυτόν τον χρόνο και μαζί με τον αυστηρό «κατοίκων περιορισμό» λόγω πανδημίας που θερίζει αδιάκριτα και αδίστακτα ανθρώπινες ζωές με περισσότερη ευκολία τους υπερήλικες, όπως είμαι και εγώ, να γίνεται ακόμα πιο δύσκολο το πέρασμα του. Αλίμονο δε για έναν τέτοιο Φλεβάρη αν δεν έχεις εξασφαλισμένη σταθερή και μόνιμη ζεστασιά στον χώρο που σε φιλοξενεί όλο το είκοσι τετράωρο.

Δεν είχα λοιπόν καμία άλλη επιλογή σαν μοναδικός κάτοικος του διαμερίσματος των 96 τετραγωνικών μέτρων του δευτέρου ορόφου του σπιτιού μου να χρησιμοποιώ τον περιορισμένο χώρο της κουζίνας με τα 15 τετραγωνικά μέτρα για να μένω όπου μια μεγάλη ξύλου σόμπα κρατούσε μέρα και νύχτα σταθερή την θερμοκρασία στους 20 έως και 35 βαθμούς. Μαζί δε με όλα τα απαραίτητα σύνεργα της κουζίνας είχα βολέψει και ένα ντιβανάκι 1,50Χ0,80 μ. το οποίο χρησιμοποιούσα και για το βραδινό μου ύπνο και επειδή δεν έφθανε να καλύψει τα πόδια μου πρόσθετα μια καρέκλα με ένα μαξιλάρι. Τώρα πόση άνετη ζωή θα μπορούσε να προσφέρει ένας τέτοιος περιορισμένος από ανέσεις χώρος σε έναν μάλιστα υπερήλικα των ενενήντα χρόνων είναι μια άλλη υπόθεση που δεν νιώθω και τόσο άνετα να το συζητήσω.

Ήταν μια μέρα με το κρύο της να περονιάζει και να κόβει ανυπόφορα την ανάσα σου. Μια μέρα που αργοπορούσε να κλείσει τον κύκλο της στέλνοντας το μήνυμα ενός χιονιά που όμως δυσκολεύονταν να γεννήσει τις νιφάδες του από το πολύ κρύο σαν την έγκυο γυναίκα που αργεί η εγκυμοσύνη της να την ταλαιπωρούν οι οδύνες του τοκετού. Έτσι αμπαρωμένος με κατάκλειστες τις δύο πόρτες της κουζίνας, με την μια με τα διπλά τζάμια να επικοινωνεί με το μπαλκόνι, ένιωθε σαν αητός με πληγωμένα τα φτερά του από τις μαχαιριές των πολλών χρόνων, να μην διαθέτω την μπόρεση να πετάω λεύτερα για να ικανοποιώ την κάθε μου επιθυμία. Προσπαθώντας να σκοτώσω τις ατέλειωτες αυτές ώρες αυτής της τόσο δύσκολης μέρας, τις περισσότερες από αυτές με αναμνήσεις που άλλες ανακούφιζαν και άλλες, οι περισσότερες, να ανοίγουν πληγές που πόναγαν και έκαναν θρύψαλα τα εσώψυχά μου. Με δυσκολότερες να έλθουν οι βραδινές με τους διάφορους φόβους που προκαλούν και μια βασανιστική ανασφάλεια που κουβαλούν τα σκοτάδια τους.

Να υπάρχει όμως μια εξαίρεση, για λίγες από αυτές, να είναι ξεκούραστες, να ζεσταίνεται η ζωή από την άχνα και τις μυρωδιές από το μαγείρεμα του φαγητού της επόμενης μέρας στην ξυλόσομπα, ψητό να είναι αυτήν την φορά, στο μικρό φουρνάκι που διαθέτει. Για να έλθει τελικά το τέλος αυτής της μέρας, ένα τέταρτο πριν το μεσονύχτι, με την ζεστασιά να βρίσκεται στην κορύφωση της. Και που δεν ήταν λίγες οι φορές που άνοιγα την μπαλκονόπορτα αυτήν την ώρα έτσι και αυτήν την βραδιά για να μετριάσω την ζέστη να γίνει και η ανανέωση από οξυγόνο ο χώρος. Με πίσσα έξω το παγωμένο σκοτάδι να μην μπορεί, να μην έχει την δύναμη, να το απαλύνει ούτε ο γλόμπος στον απέναντι στύλο της ΔΕΗ. Οπότε έμεινα άναυδος από έκπληξη όταν ξαφνικά μια κάτασπρη πεταλούδα πέρασε απρόσμενα την μπαλκονόπορτα και άρχισε να φτερο κοπάει στο ζεστό περιβάλλον της κουζίνας χωρίς να δείχνει καμία πρόθεση για να φύγει από την πόρτα που για αρκετή ώρα την άφησα ανοικτή. Προβληματισμοί και βροχή από πολλά ερωτήματα με απασχόλησαν από τον ερχομό του περίεργου και απρόσμενου αυτού επισκέπτη μέσα στο καταχείμωνο του Φλεβάρη με ένα κρύο που δεν αντέχεται ούτε και από ανθρώπινες αντοχές. 

Πώς μπόρεσε σε αυτό το αφόρητο χειμωνιάτικο περιβάλλον να αναγεννηθεί το πανέμορφο αυτό πλάσμα της φύσης από κάμπια σε προνύμφη στο κουκούλι για να ολοκληρώσει τον κύκλο του και να γίνει πεταλούδα. Όταν μάλιστα, κατά γενική άποψη των ειδικών, όλη αυτή η διαδικασία ταυτίζεται αναπόσπαστα με την άνοιξη σαν σύμβολο αναγέννησης της φύσης. Εκτός κι αν, πάλι κατά γενική ομολογία της παγκόσμιας μυθολογίας, ακόμα και αυτή η άποψη του Αριστοτέλη, που ταυτίζουν την πεταλούδα με την αθανασία της ψυχής των νεκρών. Αυτό και αν ήταν που με ταρακούνησε ακόμα περισσότερο και με σφιγμένη την ανάσα μου παρακολουθούσα το πέταγμα της ως που κάποια στιγμή την έχασα. Για να με πάρει ο ύπνος χωρίς καν να προλάβω να σβήσω το φως και μετά από κάποια ώρα ύπνου να ξυπνήσω απότομα από μια επίμονη ενόχληση στο μέτωπο μου που η αιτία δεν ήταν άλλη από την άσπρη πεταλούδα που επέλεξε να προσγειωθεί εκεί, για να ξαναχαθεί στο κατάκλειστο περιβάλλον της κουζίνας χωρίς ποτέ να την ξαναδώ όσο και αν την αναζήτησα επίμονα ακόμα και με το φως της μέρας, με καινούργιες απορίες και προβληματισμούς που με κράτησαν για πολλές ώρες άυπνο. Που όταν με ξανά πήρε ο ύπνος να ονειρευτώ την πεθαμένη από χρόνια γυναίκα μου να στολίζεται μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του μπουντουάρ της και στο ερώτημά μου για το πού ετοιμάζεται να πάει να μου απαντάει πως βιάζεται να πάει να συναντήσει την Ελεονόρα που την περιμένει.

Η Ελεονόρα ήταν η πρώτη κόρη που γέννησε η μάνα μου από τα έξι παιδιά της οικογενείας. Ήταν δε αυτή που από τον τρίτο χρόνο της ζωής μου που ανέλαβε την καθημερινή μου φροντίδα όντας ο τέταρτος στην σειρά, επιστρέφοντας από την Οικοκυρική Σχολή της Φλώρινας που φοιτούσε. Η δεκάχρονη αυτή περίπου συνύπαρξή μας δημιούργησε για τον καθένα από τους δυο μας μια άσβεστη αδελφική αγάπη, που για μένα από τότε μέχρι τώρα συνεχίζει να ζει στις αναμνήσεις μου. Αναμνήσεις που έχουν ρίζες ακόμα και όταν παντρεύτηκε στρατιώτη με καταγωγή από την Κρήτη που ξέμεινε στο χωριό με την οπισθοχώρηση από τον Αλβανικό πόλεμο και τελικά με την πρώτη ευκαιρία ξενιτεύτηκε στα Κατσιφαριανά των Χανίων. Όπου και δημιούργησε την δική της οικογένεια με δύο κόρες και τελευταίο έναν γιό που ήταν και η μεγάλη της αδυναμία. Δούλευε σκληρά νύχτα - μέρα την μοδιστρική για να τον σπουδάσει στην Ιταλία γιατρό με την μοίρα της να την γράφει να πεθάνει από την επάρατο χωρίς να μπορέσει να χαρεί την εξέλιξή του σε έναν καταξιωμένο ορθοπεδικό και πασίγνωστο στην Πρωτεύουσα. Αλήσμονες έχουν μείνει στην μνήμη μου οι στιγμές από την τελευταία φορά που την επισκέφτηκα στην Αθήνα να είναι κατάκοιτη και εξουθενωμένη από την αρρώστια χωρίς να μπορέσουμε να αποφύγουμε το κλάμα μας. Πάρα πολύ μεγάλη ήταν και η αγάπη που αναπτύχθηκε στην γυναίκα μου και την αδελφή μου. Που δεν έχαναν καμία ευκαιρία να ανταμώνουν με την γυναίκα μου κάθε τόσο να ταξιδεύει στην Κρήτη για να ζήσει μαζί της τις χαρές αλλά και τις λύπες της και ο χαμός της να της στερήσει την αγάπη της και την συντροφιά της.

Γι’ αυτό με ταλαιπωρεί βασανιστικά μια αμφιβολία αποδεχόμενος τους μύθους, ποιανής από τις δυο ανήκε η αθάνατη ψυχή της πεταλούδας που κούρνιασε στο μέτωπό μου με τον απρόσμενο ερχομό της στο καταχείμωνο αυτής της νύχτας του Φλεβάρη και τι μπορούσε να συμβολίζει αυτή η επίσκεψη της. Στην βασανιστική αυτή απορία δεν ξέρω αν εν ζωή θα βρω την απάντησή της.


Φωτογραφία: Φρανσουά Πασκάλ Σιμόν Ζεράρ (François Pascal Simon Gérard 1770–1837), Έρως και Ψυχή, 1798, λεπτομέρεια. Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι Γαλλίας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Ιουλίου 2021, αρ. φύλλου 1086.


2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος8/5/22

    Τα εγγόνια του κυρίου Θανάση μακάρι να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο.... 1.80 ο κύριος Θανάσης να κοιμάται σε ντιβάνι 1.50....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος8/5/22

    Αθανάσιε μην ξεχάσεις να ψηφίσεις για ΠΑΣΟΚ όχι Κινάλ έτσι για να θυμηθούμε τα παλιά.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ