ΟΔΟΣ 24.6.2021 | 1085 |
Δεν περνούσα συχνά από το σταυροδρόμι αυτό. Μάλλον επειδή δεν ήταν και πολύ κεντρικό και δεν έμενε εκεί κοντά καμία φίλη. Έστεκε, ωστόσο, σε ένα κομβικό σημείο του...
Δεν περνούσα συχνά από το σταυροδρόμι αυτό. Μάλλον επειδή δεν ήταν και πολύ κεντρικό και δεν έμενε εκεί κοντά καμία φίλη. Έστεκε, ωστόσο, σε ένα κομβικό σημείο του· το σπίτι εννοώ, όπου έβλεπες, σχεδόν κάθε φορά που θα περνούσες, τη νέα κοπέλα να προβάλλει στο μικρό παράθυρο, το ανοιχτό, όταν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες, πίσω από το τζάμι σε κρύο και παγωνιά. Και πάντοτε με ένα θλιμμένο χαμόγελο να κοιτάζει στον δρόμο, να περιεργάζεται σχολαστικά τον κάθε περαστικό, είτε άνθρωπος ήταν αυτός ή ζωντανό. ‘Ένα ολοστρόγγυλο πρόσωπο στεφανωμένο με σγουρά, καστανόξανθα μαλλιά, που έπεφταν μέχρι τους ώμους, μάτια αχόρταγα για ό,τι έβλεπε και ό,τι διαισθανόταν πως σκέφτονταν οι περαστικοί, και τα χέρια ακουμπισμένα πάντα στο περβάζι.
Την πρώτη φορά που την είδα, από αμηχανία ίσως, όταν ένιωσα το διαπεραστικό της βλέμμα να με εξετάζει από πάνω μέχρι κάτω, πώς ήμουν ντυμένη, πώς περπατούσα, ποια κατεύθυνση ακολουθούσα στο σταυροδρόμι, κούνησα το κεφάλι σε ένα είδος χαιρετισμού. Μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα ήταν· ο ήλιος ακόμη μεσουρανούσε και δεν χρειαζόταν να φοράς ζεστά ρούχα. Έτσι, με το πλεχτό μου ζακετάκι στο χέρι, άρχισα να ανηφορίζω ακριβώς στον δρόμο που περνούσε κάτω από το παράθυρό της. Παραγγελία της μαμάς εκτελούσα, να παραδώσω ένα μικρό δέμα στην ηλικιωμένη θεία, ψηλά στο τέλος της ανηφοριάς· που ήταν και το ψηλότερο σημείο της πόλης. Το παράθυρο κλειστό, εκείνη επιθεωρούσε μέσα από το τζάμι. Ανοίγει τότε το ένα παραθυρόφυλλο και ακούω τη μελωδική της φωνή να λέει: «Φόρεσε το ζακετάκι, κοριτσάκι μου. Πολύ εύκολα μπορείς να αρπάξεις κρυολόγημα τέτοια εποχή. Και έπειτα, δύσκολα το ξεφορτώνεσαι… Αλήθεια, πώς σε λένε; Και πού πηγαίνεις; Πρώτη φορά σε βλέπω».
Σταματώ επί τόπου και υψώνω το κεφάλι. Το δικό της έχει σκύψει έξω από το παράθυρο και μου χαμογελά. Ψελλίζω σχεδόν το όνομά μου και εξηγώ το πού και το γιατί. Συνεχίζει να μου γλυκομιλά και να μου λέει να προσέχω τον εαυτό μου. Μου στέλνει και φιλιά, καθώς απομακρύνομαι προς την ανηφόρα και, αμέσως μετά κλείνει το ανοιχτό παράθυρο. Ούτε σήμερα, κι ας πέρασαν χρόνια και χρόνια από τότε, δεν μπορώ να ξεχάσω τη μελωδική αυτή φωνή και τα παραινετικά της λόγια. Ποτέ μέχρι τότε, κανένας δεν μου είχε πει να προσέχω τον εαυτό μου. Στη θεία, μόλις μου άνοιξε την πόρτα, αφηγήθηκα τη στιχομυθία με την κοπέλα στο παράθυρο. Κούνησε το κεφάλι και μου εξήγησε συλλογισμένα: «Είναι καρδιακιά η έρμη. Το ξέρει και η ίδια πως η καρδιά της δεν θα αντέξει πολύ ακόμη. Φυλάγεται, την προσέχουν όλοι στο σπίτι. Μα, όλοι πια το ξέρουμε... Πόσο ακόμη; Γι’ αυτό και απολαμβάνει τη ζωή μέσα από το παραθύρι της. Ρουφάει την κάθε στιγμή λες και είναι η τελευταία της. Μη νομίζεις, όμως, πως μιλάει σ’ όλον τον κόσμο. Εσένα πάντως, έτσι που σε είδε μικρή και μόνη, να σε προστατέψει ήθελε. Να την χαιρετάς κάθε φορά που θα περνάς, κόρη μου».
...Ρωτούσα τη μαμά πότε θα με ξανάστελνε με δέμα στη θεία. «Σύντομα», απαντούσε. Το σύντομα, όμως, αργούσε και με έτρωγε η ανυπομονησία να δω και πάλι την κοπέλα στο παράθυρο. Να μου μιλήσει, να με νοιαστεί. Καλοκαίρι· έπιασαν οι ζέστες του Αυγούστου. Ήρθε η ώρα για το δέμα της θείας. Όταν έφτασα στο σταυροδρόμι, το παράθυρο έχασκε ανοιχτό, αλλά κανείς δεν στεκόταν στο κάδρο. Δεν άντεξε η καρδιά της στα σαραντάρια της προηγούμενης εβδομάδας. Η μελωδική της φωνή, ωστόσο, ακόμη με ακολουθεί κι ας πέρασε σχεδόν όλη μου η ζωή από τότε...
Φωτογραφία: XV Μεραρχίας και Ιωάννου Σιώμου
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Ιουνίου 2021, αρ. φύλλου 1085.
Το είχα διαβάσει και το ξαναδιάβασα με την ίδια αγωνία. Δημιουργείς μια πνευματική ατμόσφαιρα Χρυσούλα, αυτό είναι το μεγάλο σου χάρισμα, που θέλοντας και μη, εισχωρεί εντός της ο αναγνώστης και βυθίζεται στις εικόνες μιας πλοκής σύντομης, αλλά, τόσο έντονης!..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, Γιώργο!
Διαγραφή