19.5.22

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου


Στη μνήμη των δύο προπαππούδων μου Ιωάννη Ευθυμιάδη και
Αναστάσιου Ναλπαντίδη, που χάθηκαν τότε, στα Αμελέτ Ταμπουρού.

"Εύξεινος Πόντος" ονομαζόταν η θάλασσα που έδωσε τ’ όνομά της στη φυλή ετούτη∙ Εύξεινος αντί Άξενος, αφιλόξενος, επικίνδυνος, γιατί επικρατούν θύελλες εκεί. Κι από Άξενος Εύξεινος, φιλόξενος, για να μαγευτεί και να μη σηκώνει φουρτούνες. Για τον τόπο γύρω απ’ τη θάλασσα αυτή γίνεται για πρώτη φορά λόγος στην ελληνική μυθολογία. Ο Φρίξος, ο γιος του Αθάμαντα, μετά το χαμό της αδερφής του της Έλλης στον Ελλήσποντο, τελειώνει το ταξίδι του στην Κολχίδα, μια πόλη χτισμένη στην παραλία του Πόντου, ίσως κοντά στη σημερινή Ριζούντα. Κι ακολουθεί η Αργοναυτική εκστρατεία, που ο μύθος θέλει να γίνεται για να πάρει ο Ιάσονας το χρυσόμαλλο δέρας, μα στην πραγματικότητα κρύβει την προσπάθεια των Ελλήνων να δημιουργήσουν αποικίες πάνω σ’ έναν τόπο πλούσιο σε αλιεία, σιτηρά, χαλκό, σίδερο, ασήμι και χρυσό.
Και πριν φύγουμε από τη χώρα του μύθου, ας θυμηθούμε και κάτι ακόμα που δεν είναι καθόλου τυχαίο και βρείτε εσείς το γιατί∙ πως στον Πόντο κατοικούσαν οι Αμαζόνες, οι καβαλάρισσες γυναίκες που ήταν φοβερές στον πόλεμο και μαζί τους είχε συγκρουστεί ως και ο Ηρακλής.

Και από τη μυθολογία στην Ιστορία. Στα μέσα του 8ου αιώνα ξεφυτρώνουν οι πρώτες ελληνικές αποικίες στις παραλίες του Πόντου: η Ηράκλεια, η Σινώπη, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, η Φάσις, η Διοσκουριάς, η Ολβία, η Οδησσός, η Σαμψούντα… Τόποι που εμείς οι σημερινοί Πόντιοι ακούγαμε τους παππούδες μας οι νεότεροι, τους πατεράδες τους οι μεγαλύτεροι να τους αποκαλούν με μία και μόνη λέξη: Πατρίδα.
 
Γεμάτη αγώνες η Ιστορία των Ποντίων. Από την αρχή της εγκατάστασής τους στον Πόντο δούλεψαν σκληρά, πολέμησαν με τις φυλές που τους τριγύριζαν, έχτιζαν οικοδομήματα, ναούς, σχολεία, πρόκοψαν. Οι σχέσεις τους με τη μητροπολιτική Ελλάδα σχέσεις μάνας και κόρης: συνεχίζουν να τροφοδοτούνται πνευματικά από αυτήν και, σε αντάλλαγμα, οι Πόντιοι της προσφέρουν τον πλούτο τον υλικό και την άνεση της ναυσιπλοΐας, τα κέρδη της ναυτιλίας και τις ωφέλιμες εμπορικές συναλλαγές. Αγώνες σκληροί, αδιάκοποι σ’ όλη τη διάρκεια των 26 αιώνων ζωής του Ποντιακού Ελληνισμού στη Βόρεια Μικρασία.
 
Από όλη αυτήν τη μακρόχρονη Ιστορία, νιώθω την ανάγκη να σταθώ ιδιαίτερα σε μία μονάχα στιγμή της: στην ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το οποίο έζησε από το 1204 ως το 1461, οπότε αρχίζει η βάρβαρη οθωμανική κατοχή. Οι Οθωμανοί, όχι τυχαία, αλλά οργανωμένα και επίσημα, επέβαλαν στον ποντιακό λαό τέτοιες συνθήκες διαβίωσης, τον ανάγκασαν να ζει έτσι, ώστε τον έβαλαν σε κίνδυνο, διέλυσαν την ενότητά του. Γι’ αυτούς τους λόγους οι Πόντιοι έφευγαν συνέχεια από τον Πόντο, ψάχνοντας ασφαλές καταφύγιο βαθύτερα προς την Τουρκία, στα ορεινά. Τότε σχηματίστηκαν ποντιακές παροικίες και κοινότητες στη Δυτική Ευρώπη και στη Ρωσία.

Μα σκληρότερες απ’ όλες είναι οι τελευταίες σελίδες της Ιστορίας του στη γη του, οι τελευταίες στιγμές πριν επιστρέψει στη μάνα γη του: ο ξεριζωμός μετά το 1922 κι η γενοκτονία του, που προηγήθηκε.
 
Στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής τυραννίας, όπως προαναφέραμε, οι Έλληνες υπέστησαν ταπεινώσεις, ομαδικούς εξευτελισμούς, διάφορους διωγμούς και οργανωμένες σφαγές. Όμως, από το 1914 ως το 1918 η κυβέρνηση των Νεότουρκων, με αρχηγούς τους Εμβέρ πασά, Ταλαάτ μπέη και Ντζεμάλ πασά και κάτω από την καθοδήγηση Γερμανών στρατηγών, συνέλαβε, σχεδίασε και εκτέλεσε συστηματική γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων της Ανατολής.
 
Να τι γράφει σχετικά ο Γάλλος αντιπλοίαρχος Ρολέν (Rollin) σε έκθεσή του προς το Γαλλικό Επιτελείο Ναυτικού, το Φεβρουάριο του 1919:
“Οι Νεότουρκοι με τη συμμαχία τους με τους Γερμανούς φανέρωσαν τους στόχους τους. Απέβαλαν τη μάσκα. Από τις αρχές του 1914, υπό την καθοδήγηση του Γερμανού αρχιστρατήγου Λίμαν Φον Σάντερς, άρχισαν οι συστηματικές εξορίες και οι διωγμοί. Μεθοδική επιχείρηση εξαφάνισης του Ελληνικού και Αρμενικού στοιχείου. Υπό το πρόσχημα στρατιωτικής επιταγής, οι διωγμοί μεταβλήθηκαν σε εκατόμβες. Χιλιάδες εξοντώθηκαν στα περίφημα Τάγματα εργασίας (Αμελέτ Ταμπουρού). Το δράμα της γενοκτονίας εντάθηκε και ολοκληρώθηκε από την κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ από το 1919 ως το 1923. Ειδικότερα στην περιοχή του Πόντου η τουρκική κτηνωδία έφτασε στο αποκορύφωμά της. Πρωτεργάτης ένας αιμοσταγής Λαζός, ο Τοπάλ Οσμάν. Στον Πόντο η εξοντωτική μανία των Τούρκων ήταν μεγάλη, γιατί οι Πόντιοι, παρότι τελείως απομονωμένοι στο ΒΑ τμήμα της Μικράς Ασίας, δε λύγισαν. Αντέδρασαν με ένοπλο αντάρτικο στις οργανωμένες σφαγές του άμαχου πληθυσμού και κράτησαν άσβεστη την ελληνική φλόγα στις ψυχές τους, ακόμη και όταν εξοντώθηκε ο μισός και πλέον πληθυσμός τους. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, μετά την ολοκληρωτική νίκη του και το κάψιμο της Σμύρνης, εξακολουθούσε τις διώξεις των Ελλήνων που είχαν απομείνει και κυρίως στον Πόντο. Γνώριζε και φοβόταν ότι όσο υπάρχουν Έλληνες στον Πόντο δε θα ησύχαζε ποτέ, γι’ αυτό και ο Γάλλος συνταγματάρχης Μουζέν (Mougin), ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της Τουρκικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της 13ης Αυγούστου 1923, ανέφερε τότε στο Γαλλικό Γενικό Επιτελείο ότι ο Κεμάλ έλαμπε από χαρά όταν εκφώνησε την εξής φράση: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε τους Ελληνες από τον Πόντο».

Τα θύματα της γενοκτονίας των Ελλήνων στον Πόντο ξεπερνούν τις 350.000 και σ’ όλη τη Μικρά Ασία και Θράκη φτάνουν το 1.500.000.
Από διάφορες περιγραφές ξένων συγγραφέων που γράφτηκαν πριν από το 1914, αλλά και από τα γαλλικά απόρρητα αρχεία φαίνεται πως ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατολής έφτανε τα 3.000.000.
Στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών έφτασαν μόνον 1.221.849 άτομα, δηλ. λιγότεροι από τους μισούς. Να το μέγεθος της τραγωδίας του Ελληνισμού.
«Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι τουρκικές σφαγές κατά τις οποίες άνω του ενός (1) εκατομμυρίου Ελλήνων απωλέσθησαν, είναι σχετικά πρόσφατες…» δήλωσε στην εφημερίδα Washington Post ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη Ζωρζ Χόρτον μόλις έφτασε στην Αμερική μετά το κάψιμο και τις σφαγές της Σμύρνης το 1922. 
Το πλήθος των προσωπικών μαρτυριών θυμάτων που επέζησαν, οι μαρτυρίες ξένων αξιωματούχων που έζησαν τα γεγονότα από κοντά, αλλά κι η τεκμηριωμένη ιστορική έρευνα μέσα στα ξένα απόρρητα διπλωματικά έγγραφα αποτελούν ισχυρότατα τεκμήρια αυτού του οργανωμένου εγκλήματος, της Γενοκτονίας των προγόνων μας στα ευλογημένα μέρη του Πόντου, της Μικρασίας και της Θράκης.

Οι ξένοι προτίμησαν και στο θέμα αυτό την τακτική της ένοχης σιωπής και της συγκάλυψης. Γιατί αυτό τους υπαγόρευε το συμφέρον. Αυτό έκαναν πάντα κι αυτό εξακολουθούν να κάνουν. Έτσι χάθηκε ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, έτσι έγινε και παραμένει ένα κομμάτι της Κύπρου τουρκοκρατούμενο. Και μήπως ακολουθούν άλλη τακτική στο άλλο ζήτημα που μας βασανίζει τόσα χρόνια, αυτό της Μακεδονίας μας;
Μεγάλες οι ευθύνες των ξένων. Τεράστιες, όμως, οι δικές μας (δυστυχώς ποτέ δεν έπαψε ο χειρότερος εχθρός του Έλληνα να ‘ναι ο ίδιος ο εαυτός του). Η επίσημη ελληνική κυβέρνηση έδειξε αδιαφορία. Κι ενώ η παγκόσμια, αλλ’ ακόμα και η ελληνική κοινή γνώμη, έδειχνε ευαισθησία στο θέμα της γενοκτονίας των Ινδιάνων της Αμερικής, των Αρμενίων, των Εβραίων, των Κούρδων (και, φυσικά, πολύ καλά έκανε), αγνοούσε σχεδόν παντελώς τη γενοκτονία των ίδιων των προγόνων μας. Και χρειάστηκε να περάσουν 72 ολόκληρα χρόνια από το μεγάλο ξεριζωμό, για να φτάσει επιτέλους η στιγμή όπου σύσσωμη η Ελληνική Βουλή στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 ψήφισε νόμο, βάσει του οποίου ορίζεται η 19η Μαΐου ως Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Εκεί ακριβώς στοχεύει αυτή η επέτειος∙ στο να θυμόμαστε, να μην ξεχνάμε. Όχι για να καλλιεργείται μέσα μας το στείρο μίσος για τους δράστες του φοβερού εγκλήματος της γενοκτονίας των προγόνων μας∙ άλλωστε δεν υπάρχει ούτε ένα ποντιακό τραγούδι που να εκφράζει εκδικητικότητα ή μίσος εναντίον των Τούρκων. Κάτι τέτοιο, αν το νιώθαμε, θα ήταν όχι μόνον ανώφελο, αλλά και επιβλαβές. Οφείλουμε, όμως, να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε. Για πολλούς λόγους. «Η αγνωμοσύνη και η λήθη είναι δεύτερος θάνατος. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχει ούτε παρόν ούτε μέλλον.» Θυμόμαστε, όμως, και για να διδασκόμαστε από τα λάθη μας, ώστε να μην τα επαναλαμβάνουμε. Αυτό είναι εντελώς απαραίτητο, μια που όλοι οι Έλληνες διαπιστώνουμε πως οι ξένοι ένα δρόμο ακολουθούν, το δρόμο του συμφέροντος, που μάλλον ποτέ δε συμπίπτει με το δικό μας δίκιο, και, άρα, πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις και να παλεύουμε συσπειρωμένοι και χρησιμοποιώντας τη λογική και την κρίση μας, απαλλαγμένες, όμως, από κάθε είδους προκαταλήψεις, για να έχουμε τη δυνατότητα να υπερασπιστούμε τα εθνικά μας δίκαια όπως τους πρέπει.
 
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, γιατί η πατρίδα μας υποφέρει και σήμερα από πληγές που έχουν παραμείνει ανοικτές. Εμείς οι σημερινοί Έλληνες χρωστούμε στους προγόνους μας που τιμούμε σήμερα μιαν υπόσχεση∙ πως θα συνέλθουμε επιτέλους και θ’ αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που μας απασχολούν ως έθνος με τη σοβαρότητα που τους ταιριάζει και μας ταιριάζει.

Χρέος μας, λοιπόν, η διαρκής επαγρύπνηση. Σε όλα τα επίπεδα και σ’ αυτό. Και μια διεκδίκηση διαρκής ως την πραγμάτωσή της: η Τουρκία υποχρεούται να ζητήσει μια βαθιά ειλικρινή και ουσιαστική συγγνώμη. Αυτό μονάχα θα αναπαύσει τις ψυχές των τόσων χιλιάδων αδικοχαμένων Ποντίων, αλλά και των άλλων Μικρασιατών μας προγόνων. Και αυτό είναι το ελάχιστο. Μια έμπρακτη συγγνώμη για τη γενοκτονία ενός λαού που προσπάθησε να σβήσει από το χάρτη. Που προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε, γιατί αυτός ο λαός, μολονότι πέρασε μέσα από το μαρτύριο και τη φωτιά, άνθισε κι έφερε κι άλλα. Και το κατάφερε απλώς γιατί έτσι είναι φτιαγμένος∙ να μη λυγίζει και να προχωράει ολόρθος. Όπως έκανε πάντα και όπως θα συνεχίσει να κάνει και στους επόμενους αιώνες...


Αξίζει να θυμηθούμε:
«Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν μητροπολίτης Καστοριάς ως το 1907. Το 1908 εξελέγη μητροπολίτης Αμασείας Πόντου. Βοηθώντας τους αδυνάτους κι εμψυχώνοντας τους χριστιανούς, που είχαν αρχίσει να υφίστανται τις διώξεις των Νεότουρκων, αφιερώθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην υπεράσπιση Ελλήνων και Αρμενίων. Το 1917 φυλακίστηκε, γιατί αντιτάχθηκε στη μαζική εξόντωση των Ποντίων από τους Νεότουρκους, αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο και τελικά διασώθηκε, τοποθετούμενος έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη το 1924, όπου πέθανε πάμφτωχος το 1935.Το 1959 μεταφέρθηκαν τα ιερά οστά του στην Καστοριά».
"Ιστορικά" της Ελευθεροτυπίας, 16/5/2006

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Μαΐου 2009.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ