Και γίνονταν λέει κάπου εκεί που τα αγόρια φούντωναν στην όψη τους τα στιλπνότατα γένια, που οι φλέβες στα μπράτσα τους τινάζονταν πέρα… που ήταν άξιοι άνδρες πια να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να στήσουν τους πασσάλους στα πιο βαθιά νερά της λίμνης, να κτίσουν δικά τους σπίτια
Τρις θεία κρίνονταν η εποχή του καλοκαιριού, αλλά και τρισέγνοιαστη. Και το ήξεραν βέβαια οι λιμναίοι αυτόχθονες, από καταβολής ακόμα: κανείς δεν διδάσκει περισσότερα από το μυρμήγκι που δεν λέει τίποτα.
Ευθύς που φώτιζε η μέρα, ρίχνονταν κι αυτοί στις χίλιες δυο έγνοιές τους. Σκορπίζονταν και στην Αργεσταία πεδιάδα για τις όποιες συγκομιδές, για τη μεταφορά τους στις αποθήκες των λιμνόσπιτων.
Τώρα ήταν και η εποχή για το στέγνωμα των ψαριών, για το στέγνωμα των ημίγλυκων ρεικιών, των μικροήμερων αχλαδιών.
Τώρα και οι υδρόβιοι κάστορες είχαν το καλύτερο τρίχωμα στο δέρμα τους (ας είναι δοξασμένη η Καλλία θεά που τους χάρισε στη χάρη τους). Οι θηρευτές θα έπρεπε να περισυλλέγουν μέρος του γένους τους.
Οι κατεργαστές των δερμάτων ρίχνονταν κι αυτοί στην τέχνη τους, στον άμμο, στο νερό, στην κατεργασία τους. Σαν από μετάξι το έκαναν το δέρμα, άχνιζε άρωμα· ό,τι καλύτερο για παντός είδους ενδύματα, για υποδήματα, για περγαμηνές, για εικαστικές αποτυπώσεις, για τις τόσες άλλες χρήσεις.
Οι πηλουργοί κι αυτοί, οι αγγειοπλάστες, ρίχνονταν στα πηλοχώματα της γης, στα πυρακτωμένα καμίνια· κατασκεύαζαν διάφορα δοχεία, εξαιρετικής ποιότητας, αξιοθαύμαστης αισθητικής, βαρκόσχημα και μη, τα χρωμάτιζαν ή όχι.
Οι ξυλουργοί είχαν ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Οι πλεκτάδες των καλαμιών, των κλαδιών, δεν αφήνονταν ούτε ανάσα να πάρουν. Τα ψάθινα καπέλα, τα στέγαστρα σκιάς (τα λεγόμενα «αλεξήλια») ήταν στην ακμή τους τώρα.
Φρόντιζαν και τον χώρο των λιμνόσπιτων. Το είχαν κατά νου να μην μένουν ανεξέλεγκτες εστίες μολύνσεων, εστίες επιδημιών· η πείρα, η ζωή, πολλά τους δίδαξε επ’ αυτού. Δεν θέλει χρόνια για να αφανιστεί μια πόλη, για να αποδεκατιστεί ανεπανόρθωτα ο πληθυσμός της, να τους βρουν ασθένειες αβίωτης μορφής.
Γι’ αυτό οι λιμναίοι το είχαν βαθιά κατά νου· είχαν συνειδητά αισθανθεί την έννοια της υγείας, της καθαριότητας, το χρέος τους επ’ αυτού.
Όσο για τα όποια απόβλητα του οικισμού, για ότι δεν το απόφευγαν, για ότι δεν… έφτανε στα οικογενειακά τους αφοδευτήρια, τα ευρισκόμενα ως τριάντα – σαράντα μέτρα μακριά από τις όχθες της λίμνης, γι’ αυτά λοιπόν, το προείπαμε: μεριμνούσαν τα ψάρια, τα πουλιά, οι γάτες, τα σκυλιά, οι βάτραχοι, τα κύματα· πάντα άρωμα αύρας άχνιζε η λίμνη τους, το νερό της ήταν ολοκάθαρο, κρυστάλλινο, ας ήταν να το… έπιναν με λαχτάρα· λούζονταν μέσα της ανέγγιχτοι από ανησυχίες, ως να λούζονταν στις βραχοπηγές της Άναξος, ως να λούζονταν στις πηγές της ποταμίας Σμίξης, στις πηγές της «Μπάνιας», στις τόσες άλλες αξιοζήλευτες πηγές των χερσαίων, στις πηγές των Ορεστιάδων Νυμφών, των Ναϊάδων, των Κρηνιάδων, των Αλσιάδων Νυμφών (αλά Λουόμενης νύμφης), αν όχι στον αργυρόχροο Αλιάκμονα, στις παρακείμενες ιαματικές πηγές του, στις όποιες άλλες μακρυνότερες.
Για τα έντονα πάλι, μύρια τα χελιδόνια που σαϊτεύονταν ολημερίς ανάμεσά τους, πού να τους ξεγλύτωνε κάτι· οι οικίες των λιμναίων, οι όχθες, ήταν και… οικίες τους, ήταν λίκνο των παιδιών τους, λίκνο της αιώνιας ζωής τους! (Οι λιμναίοι, τι να ξαναλέγεται, τα λάτρευαν όλα τους· πιο αλάθητους δείκτες καθαριότητας και υγείας του περιβάλλοντος απ’ αυτά τα άπειρα πουλιά τους δεν είχαν).
Μα πέρα απ’ αυτά… ήταν και οι γέννες, οι θάνατοι, τα ζευγαρώματα των νεαρών παιδιών, οι τόσες βαθύλεπτες πλευρές της ζωής (η έγκυος γυναίκα, να ξέρουμε, κρίνονταν "ιερή μήτρα ζωής, ιερό λίκνο ζωής", γη και ύδωρ, ουρανός και γαία).
Πολυχαίρονταν, λοιπόν, στις γέννες, τιμούσαν τα νεογέννητα, εκθείαζαν τις μάνες τους. Ένιωθαν περηφάνια για τους γέροντες που έφυγαν στο άπειρο με ήθος, με ανδρεία, που άφησαν πίσω τους κληρονομιά ένα αγαθό όνομα. Ένιωσαν περηφάνια και για τους ανθρώπους που πέθαναν, που σκοτώθηκαν για κάτι αγαθό. Υποδείχνονταν, μνημονεύονταν αιώνια με άπειρο θαυμασμό από όλους τους λιμναίους, ανά τους ορίζοντες.
Στ’ αλήθεια θα το έλεγες, αν ήταν να αναλύσεις κάποια έννοια εδώ -πέρα από της ιερής εγκυμοσύνης- θα το έβλεπες πως η έννοια της μνήμης, ίσως να ήταν η βαθύτερη, η ιερότερη όλων των εννοιών. Ίσως και γιατί στερήθηκαν πολλά από τον χαμό της μνήμης, λησμονήθηκαν πολλά από την ιστορία τους. Ευτυχώς που, δόξα σοι, ξαναβρήκαν την αρχέγονη προμητέρα τους, την Ουρανίδα Κηλέω θεά, το γενέθλιο λίκνο της· ξαναβρήκαν τους ορίζοντες των ματιών τους, το νόημα της ιερής εγκυμοσύνης, το νόημα της Τιτανίδας Μνημοσύνης (της μητέρας των Μουσών)· ξαναβρήκαν το νόημα των Εκατόγχειρων αδερφών, των αξιολάτρευτων πρωτοαποδημητών τους.
Απεναντίας, ένιωθαν λύπη και πόνο, αν όχι και ντροπή βαριά, ανεξάλειπτη, για όποιον πέθαινε ζώντας ταπεινά, άθλια, δόλια, μοχθηρά, έστω οκνηρά· δεν ήταν να ζηλεύονταν η μοίρα του, να υποδείχνεται να μνημονεύεται με λατρεία, να ρίχνονται χοές στη μνήμη του με περηφάνια, με χαρά προς την Καλλίστη θεά, παρά την ευσπλαχνία της επικαλούνταν με δακρυσμένα τα μάτια τους: ας τον καλοδεχόταν κι αυτόν τον απάθλιο στα βαθιά σπλάχνα της, τα καθαγιασμένα, τα αιώνια· ας τον αλάργιζε στα απόμακρα πεδία της λήθης, της απολύτρωσης.
Αυτά τα διδάσκονταν τα παιδιά τους από μια σταλιά. Τα διδάσκονταν έτσι αδρά, μέσα από το βίωμα των ανθρώπων, μέσα από την ιδροστάλακτη καθημερινότητα, από την απίστευτη φιλοπονία τους, από την έννοια της οικογένειας, του γενέθλιου αίματος. Ω, δεν ήταν να σκέφτονται έναν άθλιο θάνατο, μια άραχλη μνήμη να χαμοσέρνεται αιώνα πάνω στα πεπρωμένα της γης τους, των ανθρώπων τους.
Και να γιατί εδώ τα μικρά παιδιά, έριχναν το βλέμμα τους στο άπειρο, να γιατί εντρυφούσαν στο ήθος, στην ανδρεία, στη φιλοπονία, στη δικαιοσύνη, στην αρετή, στο σεβασμό, στην αρμονία, το κάλλος, στο θείο, στον ήχο του αυλού, στο ότι τους ενθρόνιζε για πάντα στο βουλευτήριοτης λιμνόπολης, στην έπαλξη της αυταπάρνησης, στην οικουμενική αντικνοβολία των Εκατόγχειρων αδερφών, στην ηθική επικυριαρχία τους, επί γαίας και ύδατος, επί της αρετής των άθλων.
Να γιατί οι φιλόστοργοι πελαργοί, ήταν τα ιδιαίτερα αγαπημένα τους πουλιά· ήταν τα "ιερά πουλιά" τους· δεν τα άγγιζαν ποτέ με δόλο, με μοχθηρία, παρά τα λάτρευαν πάντα· τα ξεπροβοδούσαν τα προϋπαντούσαν με ευχές, με ιερουργίες ευλαβικές (όπως ξεπροβοδούσαν και προϋπαντούσαν και τους αλαργινούς ταξιδευτές τους). Το "αντιπελαργείν" έκτιζε τον ηθικό τους κόσμο. Το ήξεραν βέβαια: είναι πάρα πολύ γλυκό να κοιτάς στα μάτια τους γονείς σου, να θυσιάζεσαι για χάρη τους, να τους τιμάς ίσα με τους θεούς· να σέβεσαι βαθιά τους ανάπηρους, τους γέροντες, τα νεογνά παιδιά, όπως ακριβώς τα σέβονταν και τους λάτρευαν και οι πελαργοί τους.
Κι αν ήταν βαθιά χαρά τους οι γέννες, αν ήταν άμετρη περηφάνια ο τίμιος θάνατος, τότε τα νυμφεύματα των νέων, οι έρωτες, τι ήταν· τι ασύλληπτη έννοια να αγγιζόταν;
Και γίνονταν λέει κάπου εκεί που τα αγόρια φούντωναν στην όψη τους τα στιλπνότατα γένια, που οι φλέβες στα μπράτσα τους τινάζονταν πέρα… που ήταν άξιοι άνδρες πια να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να στήσουν τους πασσάλους στα πιο βαθιά νερά της λίμνης, να κτίσουν δικά τους σπίτια· να σταθούν αλύγιστοι στο θυσιαστήριο – πατρίς, στην έπαλξη της αυταπάρνησης, στα οικουμενικά χνάρια των Εκατόγχειρων αδερφών.
Και γίνονταν εκεί που οι κόρες κρίνονταν ώριμες, πανάξιες να γίνουν μάνες, να γίνουν ιερή μήτρα ζωής, λίκνο ζωής, θέσεις από Ήλιο, "ουράνιες" θρονιάδες. Εκεί που η σάρκα τους άχνιζε άρωμα, που η Θελξίπεια θεά αναδευόταν στα γλυκύτατα μάτια τους· που κολυμπώντας γυμνές, τις νόμιζες Ωκεανίδες κόρες, Νηρηίδες κόρες· κόρες του κλυτού Ωκεανού, του άλιου γέροντα Νηρέως· μικρές Κυμοπόλειες, της αέναης πρωτονύμφης τους απόγονες.
Για ένα μήνα λέει, από πανσέληνο σε πανσέληνο, τα μέλιτα του γάμου τους τα περνούσαν αρμενίζοντας στις άπλες της λίμνης. Άρχιζαν από τον καλαμιώνα της Καλής Θεάς, από το διττό ιερό "μνήμης και ελπίδας", από το πρωτοκόψιμο μιας κάποιας πλεξούδας των μελόχρυσων μαλλιών τους, ρίχνοντάς την πάνω στα αχνοσάλευτα νερά της ονειρεμένης βραχοσπηλιάς, συν μια δυο χεριές αγριολούλουδων, ολοπράσινων κλαδιών, βαθιά ανυμνώντας, ευγνωμονώντας την αυταπάρνηση θεά τους και τελείωναν πάλι ξαναπερνώντας από το πλάι της, από το διττό ιερό της, από το πανάρχαιο… λιμανάκι της, από την πρωτόκτιστη κατοικία της.
Αρμένιζαν στις όχθες του άλλου, του μεγάλου νησιού, στις απόκρημνες όχθες του όλως ιδιαίτερα, στα απόρθητα βράχια του γήλοφου, στον ευαή αυλώνα (στη διέλευση απάντων, από τη μια άπλα της λίμνης στην άλλη), στις Βριάρεως όχθες, στις νυμφαίες όχθες, στις όχθες μέλιτος, στο έρος λίκνο, στο ρέων κάλλος, στο ήλεκτρον ανάβλυσμα, στο θελκτήριον θάμβος, στα μύρια γλαροπούλια, στα μύρια οχθοχελίδονα, στα αμέτρητα πουλιά, στα πτερωτά λημέρια των πιο εύγεστων ψαριών, στις χρυσοστάλακτες βραχοσπηλιές… σε ένα απερίγραπτο θέαμα, σε ένα ανεπανάληπτο μνημείο της κοσμήτειρας φύσης, της στοργικής μάνας Γαίας και του πατρός Ουρανού, χαράζοντας στ’ απόκρημνα βράχια, τα αιώνια ανεμοδαρμένα, κυματοδαρμένα, τα όρια των ημερών τους, τα ιερά τους, τα υπέρτατα ιδανικά τους, τα ονόματα του καθενός τους.
Έμεναν ακόμα, σαν να ήθελα και τόσες εβδομάδες εκεί στις αφροστάλακτες όχθες, στις δεντροτύλιχτες πλευρές του γήλοφου, στα φωτεινά ύψη του, στα τόσα προγονικά τους ξυλοκάλυβα, στις τόσες ξερολιθιές, το ότι λέγονταν, κατ’ απαράβατης ροής: κήλητρον οικίες, θέλγητρον οικίες, Κέλετρον πόλις· συν πεντ’ έξι φορές που ανηφόριζαν κι ως τα απαρασάλευτα βουνά της Άναξος, στα ανατολικά βουνά των ματιών τους· ανηφόριζαν ως το αθλόο κάστρο της (στο κάστρο – ενδιαίτημα της αρετής και του μόχθου), ως τα έκπαγλα βράχια των πηγών. Λούζονταν μέσα στις μελίρροες κρουνιές· πολυέπιναν το νερό τους, το ενστάλαζαν ως τα άδυτα της ψυχής τους, ως εκεί που κυοφορείται η ίδια η ζωή. Πρόσθεταν και κάποιο λιθαράκι στα τόσα άλλα σύμβολα του λαιμού τους. Αντικρίζονταν κατάματα με το… καλλιθέατο δάσος, με τις λύκειες βουνοκορφές των αγριοπερίστερων… σκορπώντας τους όρκους τους και πάλι στις απεραντοσύνες του άπειρου…
Το κείμενο είναι απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο του Χρήστου Χάτσιου με τίτλο «Λιμναίων λίκνο – Οι προϊστορικοί Λιμναίοι – Δισπηλιό Καστοριάς». Το σχέδιο που συνοδεύει το κείμενο, είναι του ιδίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.