19.11.23

ΝΙΚΟΥ ΤΣΕΜΑΝΗ: Ένα πρωινό στο Μανταλέι

ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


Πέντε το πρωί η πόρτα του δωματίου σε ένα ξενοδοχείο στο Μανταλέι χτύπησε. Μια ανδρική φωνή ακούστηκε. “Κύριε, το μηχανάκι έχει έρθει και σας περιμένει”. Σηκώθηκα απρόθυμα άρπαξα την τσάντα με την φωτογραφική μηχανή και κατέβηκα τις ξύλινες σκάλες. Ο ρεσεπτιονιστ με συνόδευσε στο δρόμο. Απέναντι ήταν ένας άνδρας που κοιμότανε σε ένα ξύλινο πάγκο δίπλα σε ένα μηχανάκι. Τον ξυπνήσαμε. Ο άνδρας με ξυρισμένο το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, μας κοίταξε με απορία και έκδηλη δυσφορία γύρισε στο πλάι και ξανακοιμήθηκε. Εκείνη την στιγμή ένα άλλο μηχανάκι, παπάκι Honda, σταματάει στη μέση του δρόμου. “Μίστερ Νίκολας” ρωτάει. Καταλάβαμε αμέσως ότι άδικα είχαμε ξυπνήσει τον άνθρωπο. 

Είχα κανονίσει ένα μοτοταξί να με πάει στη U bein γέφυρα (φωτογραφία δεξιά) της Burma (Βιρμανίας), την μεγαλύτερη ξύλινη από teac πεζογέφυρα στον κόσμο και βιαζόμουνα να προλάβω την ανατολή του ήλιου. Έβαλα ένα ελαφρύ κράνος ή για να ακριβολογώ ένα πλαστικό καπέλο με προεξοχή μπροστά για τον ήλιο, που μου έδωσε ο συμπαθητικός οδηγός και καβάλησα πίσω του. Το Μανταλέι κοιμότανε, οι δρόμοι ήταν έρημοι, μόνο εκατοντάδες βουδιστές μοναχοί, ξυπόλητοι με τις βυσσινιές στολές περπατούσαν κατά ομάδες εδώ και εκεί. Που να πηγαίνανε άραγε; Πηγαίνανε για δουλειά; Πηγαίνανε σε θρησκευτικά σχολεία; Πηγαίνανε σε ναούς για προσευχή; Ποιος ξέρει; Το μικρό μηχανάκι διέσχιζε με ήρεμη αυτοπεποίθηση τους χωρίς φανάρια δρόμους, ένα ελαφρύ αεράκι σου χάιδευε το πρόσωπο. Ένιωθες μια λυτρωτική αίσθηση ελευθερίας μέσα στη ζεστή νύχτα. Σε μισή περίπου ώρα φθάσαμε στο νότιο άκρο της γέφυρας. Τα τουριστικά ξύλινα μαγαζάκια στην είσοδο ήταν κλειστά. Μάταια έψαξα μήπως βρω κάπου να πιω κανένα καφέ, τελικά πήρα τρεις μινιατούρες μπανάνες από έναν προκομμένο πρωινό μικροπωλητή και προχώρησα προς την γέφυρα.

Πάντα μου ερεθίζανε την φαντασία οι ξύλινες γέφυρες. Κάποτε μικρός είχα δει την επική ταινία των επτά Όσκαρ η Γέφυρα του ποταμού Kwai με τον William Holden και Alec Guiness και από τότε ζήλευα τις ξύλινες γέφυρες σε πασσάλους. Η U bein bridge έχει μήκος 1.200 μέτρα πάνω από την λίμνη Taungthaman. Έχει χτιστεί το 1850 και είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη ξύλινη γέφυρα στον κόσμο. Είναι χτισμένη στον χώρο της παλιάς πρωτεύουσας Amarapura του βασιλείου Ava. Έχει 1.086 ξύλινες κολώνες, και εννέα σημεία που το δάπεδο σηκώνεται για να αφήνει τα μικρά σκάφη να περνούν.

Άρχισα να περπατάω πάνω στο ξύλινο, με τάβλες από teak, δάπεδο της γέφυρας. Ήταν εποχή ξηρασίας πριν τις μεγάλες βροχές και η στάθμη της λίμνης ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Οι πάσσαλοι προεξείχαν τρία περίπου μέτρα γυμνοί πάνω από το νερό. Περπατούσα σχεδόν μόνος, που και που κανένας βουδιστής μοναχός ερχόταν από την απέναντι όχθη. Έφθασα στο πρώτο από τα πέντε στέγαστρα – Pavillon της γέφυρας. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα έκανε μόνη της γυμναστική, ακουμπούσε τα πόδια και τα χέρια της στους πασσάλους και το κορμί της διπλωνόταν ανάμεσα τους σαν φίδι. Ζήλεψα την ευλυγισία της και γκρίνιαζα στον εαυτό μου που δεν κάνω καθόλου γυμναστική. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του διακριτικά, τα σύννεφα της υγρασίας του είχαν στερήσει την λάμψη του πρωταγωνιστή της ημέρας. Άρχισα να περπατάω φωτογραφίζοντας. Ήμουνα στην μέση της διαδρομής όταν από την απέναντι πλευρά ερχόταν ένας σκύλος, μεσαίου μεγέθους, καφέ, με κοντό τρίχωμα και κοντά αυτιά. Ήμασταν μόνοι ο σκύλος και εγώ. Δεν υπήρχε κανένας βουδιστής μοναχός στον ορίζοντα. Καθώς πλησίασα ο σκύλος στεκόταν ακίνητος στην μέση της γέφυρας σαν να μην ήθελε να με αφήσει να περάσω. Δεν γάβγιζε αλλά με κοίταζε απειλητικά, είχε το κεφάλι χαμηλωμένο έτοιμος για επίθεση. Κοντοστάθηκα, αναρωτήθηκα μήπως δεν του αρέσει η μυρουδιά των λευκών και μου κόψει καμιά δαγκωνιά στα καλά καθούμενα. Σταθήκαμε και κοιτούσε ο ένας τον άλλο για ώρα, μόλις έκανα ένα βήμα μπροστά έβλεπα τα χείλη του να σηκώνονται και μου έδειχνε τα δόντια του. Έβγαλα την φωτογραφική μηχανή, τον φωτογράφισα, και μετά πήγα στην άκρη, στα προστατευτικά κάγκελα, πιάστηκα από την κουπαστή, του γύρισα την πλάτη και έκανα ότι αγνάντευα αδιάφορα την λίμνη. Σε λίγο ο σκύλος με προσπέρασε ειρηνικά, δεν χωρούσαν δύο ξένοι σε αυτή την στενή γέφυρα, κάποιος, ο μεγαλύτερος, έπρεπε να υποχωρήσει.

Είχε φωτίσει για τα καλά και αρκετοί ντόπιοι είχαν αρχίσει να περνοδιαβαίνουν την γέφυρα. Μόλις έφθασα κοντά στο βόρειο άκρο βλέπω μακριά, μέσα από ένα στενό πέρασμα που έμοιαζε με εκβολή ποταμού να περνάνε στη λίμνη το ένα μετά το άλλο παραδοσιακά ψαράδικα κανό. Πλησίαζαν και περνούσαν ανάμεσα στους πασσάλους κάτω από την γέφυρα για να πάνε για πρωινό ψάρεμα στην λίμνη. Το θέαμα ήταν υπέροχο. Έβλεπες βάρκες, ανθρώπους, δίχτυα ότι αντικείμενα υπήρχαν στη βάρκα κάθετα από ψηλά. Παρακολουθούσα πώς κωπηλατούσαν, πώς ετοίμαζαν τα δίχτυα, πώς ψάρευαν. Σε λίγο χρόνο η λίμνη είχε γεμίσει με εκατοντάδες ψαράδικα με κουπιά. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Στο βόρειο άκρο κατέβηκα από την γέφυρα στα χωράφια. Δεν υπήρχε τίποτα άξιο λόγου, ούτε μικροπωλητές, ούτε καφέ, μόνο κάτι μαύρα πουλιά. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής πάνω στην γέφυρα αυτή την φορά με το φως της μέρας και σταθερό βηματισμό. Ο φίλος οδηγός με περίμενε σε ένα μαγαζάκι. Καβάλησα το μηχανάκι του αστειευόμενος και του φώναξα να έρθει. Κάθισε πίσω και με άφησε να οδηγήσω μέχρι το ξενοδοχείο. Ήρεμο το οδήγημα στο Μανταλέι, χωρίς κυκλοφοριακό άγχος. Μόλις φθάσαμε τον πλήρωσα πέντε ευρώ για την πρωινή εκδρομή και αποχαιρετιστήκαμε. Έδειχνε ευχαριστημένος.

Δεν πήγα για πρωινό στο ξενοδοχείο και προτίμησα ένα μαγαζάκι που είχα ανακαλύψει την προηγούμενη μέρα. Είχε μία στρογγυλή μεγάλη μαντεμένια εστία που την ζεσταίνανε από κάτω με καυσόξυλα. Το μαγαζάκι είχε τέσσερα τραπέζια μέσα και δύο έξω στο χωμάτινο πεζοδρόμιο. Ένας νεαρός έπλαθε μια καταπληκτική ζύμη, την άπλωνε όπως τις μεγάλες πίτσες στην μαντεμένια εστία, της έβαζε μέσα φασόλια και την δίπλωνε σαν φάκελο. Πολλοί περαστικοί παίρνανε το φαγητό αυτό πριν πάνε στη δουλειά. Κάθισα σε ένα τραπέζι. Το μαγαζάκι ήταν οικογενειακή επιχείρηση, η μητέρα στο ταμείο, ο πατέρας τροφοδοτούσε την φωτιά με ξύλα, ένα γιος έπλαθε την ζύμη, άλλοι δύο γυιοί κάνανε τα γκαρσόνια, η μικρή κόρη γύρω στα δώδεκα, μακιγιαρισμένη με μια άσπρη αλοιφή στο πρόσωπο, έπλενε τα πιάτα βουτώντας τα διαδοχικά σε τέσσερα λεκάνες με σαπούνι χωρίς να βλέπει τι κάνει, το βλέμμα της ήταν στα νεαρά αγόρια που περνούσαν στο δρόμο. Με όλα τα νοήματα του κόσμου κατάφερα να εξηγήσω ότι δεν είμαι Εγγλέζος να τρώω φασόλια πρωί-πρωί και ρωτούσα εάν υπήρχε κάτι άλλο να μου βάλλουν στη ζύμη. Τελικά αποφασίσαμε να βάλουμε φέτες από μικρές του τόπου μπανάνες. Έφυγα από το μαγαζάκι και έγλυφα τα δάχτυλα μου.

Είχε πάει η ώρα οκτώ. Τρεις ολόκληρες ώρες γεμάτες ανεπανάληπτες εικόνες και αναμνήσεις. Γύρισα στο ξενοδοχείο, μπήκα στο δωμάτιο, κοίταξα το κρεβάτι και σκεφτόμουνα, με την αγωνία της δυνητικής απώλειας, ότι αυτές τις τρεις υπέροχες ώρες θα μπορούσα ακόμη να κοιμάμαι.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Ιουλίου 2023, αρ. φύλλου 1184.
Φωτογραφία: Suphakaln Wongcompune



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ