24.2.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η κυρά της εκκλησιάς

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 9.11.2023 | 1199
Ε, τι να λέμε τώρα… Παν τα νιάτα, παν, σχεδόν, και τα γεράματα. Κι όμως! Δεν λέει να το βάλει κάτω ο φίλος μας. Ούτε τη συμβία του θα παρατήσει σε ξένα χέρια ούτε θα πάψει να καλαμπουρίζει με όλους τους γνωστούς που συναντά, όταν βγαίνει στο παγκάκι της γειτονιάς για να ξεσκάσει λίγο. Να πάρει καθαρό αέρα και προπαντός κουράγιο για να βγάλει κι αυτή τη μέρα, ή καλύτερα αυτό το μερόνυχτο, χωρίς να παραδώσει τα όπλα. 
Πόσα χρόνια στο κρεβάτι; Εμ, δεν θα είναι πέντε; Πόσα χρόνια να την προσέχει μήπως και κάψει το σπίτι, μην τυχόν και πέσει από τη σκάλα, μπας και κινήσει για κάπου και ξεχάσει τον δρόμο του γυρισμού; Εμ, δεν θα είναι δέκα; Εκεί, δίπλα της. Όλη την ώρα, όλη τη μέρα, όλη τη νύχτα δεν λες…
Μονάχα νωρίς το απόγευμα εμφανιζόταν, όταν η ίδια έχει βυθιστεί σε ύπνο βαθύ -πάντα την ίδια ώρα, πάντα τρεις ώρες το πολύ-πολύ. Κουρδισμένο ξυπνητήρι να ήταν, τόση ακρίβεια δεν θα πετύχαινε. Έτσι περιγράφει ο ίδιος τον λήθαργο της συμβίας του, όπως την αποκαλεί, από την ώρα που εκείνη άρχισε να χάνει την επαφή με το περιβάλλον. Έκτοτε έπαψε να αναφέρεται σ’ αυτήν με τ’ όνομά της.
Και τότε ξεπορτίζει. Τότε βρίσκει ευκαιρία για να αναστενάξει βαθιά, να διώξει εικόνες απελπισίας από μπροστά του, να αλλάξει μια κουβέντα βρε αδελφέ κι ας είναι και βρομόλογα. Γιατί πολύ του αρέσουν τα πειράγματα. Όχι τα τυποποιημένα· τα δικά του δημιουργήματα, αυτά που κατεβαίνουν από το κούτελό του στη γλώσσα, μόλις ανταμώσει κάποιον γνωστό, μόλις δει να περνάν στον δρόμο ζευγαράκια, γυναίκες μόνες, γυναίκες όμορφες, γυναίκες νέες, γυναίκες χούφταλα. Και άντρες χούφταλα. Κυρίως αυτούς σχολιάζει. Για χούφταλα με βαμμένα μαλλιά, που τους ξέφυγε η βαφή και κοκκίνισαν κρόταφοι και μέτωπο. Άσε πάλι όταν έχουν φουλάρι στον λαιμό και μάλιστα μεταξωτό! Ξεσηκώνει τον κόσμο από γέλια και φωνές.
«Βρε, βρε τον παλιόγερο! Κοίτα τον ρε. Ρε τι μαντήλι έβαλε στον λαιμό του; Και άμα το καλοκοιτάξεις, ίδιο χρώμα με την κόκκινη μπογιά στο μέτωπο. Έι, μα την αλήθεια σας λέω. Από το μεταξωτό φουστάνι της γυναίκας του το έκοψε. Να, μα τον Χριστό! Τη θυμάμαι που το φορούσε όταν βάφτισε το εγγόνι της στην εκκλησιά μου. Και; Τι κι αν μ’ ακούσει; Τι; Θα με πλακώσει στο ξύλο; Ότι δήθεν τον πρόσβαλα; Δεν τολμάει, όμως. Ξέρει πού να καμαρώνει. Όχι σε μένα. Χα, χα, χα!!!»
Χωρίς κακία, ωστόσο. Όλοι το ξέρουν. Βέβαια, οι άλλοι παριστάμενοι νιώθουν αμήχανα. Ούτε να γελάσουν ούτε να επικροτήσουν φανερά τα εύστοχα σχόλια του περιγελαστή.
«Κοίτα, κοίτα αυτήν τη σινάμενη. Ρε κούνημα του κώλου! Τώρα, να μην τρέχουν τα σάλια σ’ όλα τα αρσενικά; Ε, σε σας μιλάω. Μην μου κάνετε τις σιγανοπαπαδιές. Ε ρε μάνα μου, να τη χουφτώνεις και να λιώνεις…».
Και ξεσπάει σε γέλια, αλλά κοιτάζει και το ρολόι. «Πω-πω, πάει το τρίωρο, άντε γεια. Θα μου ξυπνήσει η συμβία. Άντε, φάτε μάτια ψάρια. Αύριο πάλι».
Τέλος για σήμερα στα καλαμπούρια. Αναλαμβάνει υπηρεσία. Να την καθαρίσει, να την πλύνει, να την ταΐσει, να της μιλήσει, κι ας μην καταλαβαίνει, ας μην αντιδρά, χαμένη σ’ έναν άλλο κόσμο. Και της εξιστορεί ποιους είδε σήμερα, τι είπαν, τι σχολίασαν. Πονάει η μέση του από το σκύψιμο, το σήκωμα, το κουβάλημα… Δεν βαρυγκωμάει, όμως, ποτέ. Τουλάχιστον, όχι μπροστά της. «Φοβάμαι να μην γίνει χειρότερα, άμα ακούσει δυσάρεστα», λέει στις κόρες.
Τον πόνο του, στην αγία της παρακείμενης εκκλησιάς τον εξομολογείται. Που την υιοθέτησε και την προσέχει «πιο πολύ κι απ’ τη συμβία» του. Αστράφτει. Λαμποκοπούν τα μανουάλια. Η επίσκεψη, βραδινή. Να τα πουν οι δυο τους, προτού αποπειραθεί να πέσει στο στρώμα, να κλείσει για λίγο τα μάτια, να ξαποστάσει. Δεν σταματάει μπροστά στο εικόνισμά της. Γυρίζει σε όλο τον ναό, ξεσκονίζει, γυαλίζει και της απευθύνει τον λόγο:
«Τι λες κυρά μου; Θα αντέξω μέχρι τέλους; Γιατί πολύ τραβάει αυτή η ιστορία και οι δυνάμεις μου όλο και λιγοστεύουν. Αλλά μην θαρρείς! Δεν πρόκειται να τα παρατήσω. Ας πονάει κι η μέση, ας ανεβαίνει κι η πίεση. Κανά χάπι παραπάνω, ε και; Τι έγινε; Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Τώρα, εσύ κυρά μου, ξέρεις καλύτερα. Εμ, κι εσύ λίγα τράβηξες; Γι’ αυτό δεν σ’ έκαναν αγία; Κοίτα, μην νομίζεις, όχι ότι θέλω φωτοστέφανο για λόγου μου, αντοχή και δύναμη μόνο να μου δίνεις. Και όχι με το σταγονόμετρο, με το τσουβάλι τα θέλω! Μην ξεχνάς ότι μόνο σε σένα τα λέω. Παράπονα δεν έχω από κανέναν. Αλλά κι αυτά τα χεσίματα και τα κατουρλιά όλη την ώρα, κυρά μου αγαπημένη, δεν αντέχονται. Επειδή την πονάω τη συμβία μου. Αν ήταν ξένη κι εγώ υπάλληλος σε ίδρυμα, δεν θα μ’ ένοιαζε καθόλου.
Αρκετά σου τρύπησα το κεφάλι απόψε. Την ευχή σου, καλή μου κυρούλα, κι αύριο θα τα ξαναπούμε. Και φύλαγέ μας, σε παρακαλώ, από κάθε κακό!»
…Σταυροκοπιέται, ασφαλίζει την πόρτα και παίρνει σκυφτός τον δρόμο για το σπίτι.
 Κι οι μήνες περνούν κι ο φίλος μας αντέχει. Τ’ απόγευμα στο παγάκι για να ξεσκάσει, το βράδυ στην εκκλησιά με την «κυρά του» να μιλά.
Αντέχει…


Φωτογραφία: Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από το καθολικό της Μαυριώτισσας (1081-1118).


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Νοεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1198.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ