6.4.09

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Το χαμένο κέντρο



Εδώ ήταν το σπίτι μας
Άστεγος επιστρέφω μετά την περιπλάνηση
Σε διαθέσεις ψυχής το φόρο των έργων πληρώνω.
Ζήσης Οικονόμου Ανταύγειες που ακόμα ζουν1


Το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου με το τίτλο «Σαν το λίγο το νερό» που κυκλοφόρησε Νοέμβρη του 2008 , από τις εκδόσεις Ελληνικά γράμματα αποτελεί μια ξεχωριστή χαρά και ξάφνιασμα για την πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή. Διατηρώντας την παράδοση των μικρών το δέμας εκδοτικών του παρουσιών ο συγγραφέας με το γνωστό απέριττο ύφος και τη σφιχτοδεμένη –«ελλειπτική» γραφή εκτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια αλλαγή πλεύσης στη συγγραφική διαδρομή του. Στο νέο του αφήγημα ο Σ.Δ. αναμετριέται με το «φοβερό στάδιο» , και μας εκθέτει τον άνθρωπο -στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τον ίδιο το συγγραφέα- αντιμέτωπο με το θάνατό του.
Μ΄ όλο που βρίσκω αφύσικη την συνειδητή και κάποτε συμμετοχική παρουσία του κεντρικού αφηγητή με την… υπόθεση του θανάτου του- αφού ασπάζομαι πλήρως την άποψη του ΄Ιρβιν Γιάλομ: όπου θα βρίσκεται εκείνος (ο θάνατος) δεν θα βρίσκεσαι εσύ… -αυτά θα συμβούν «ποιητική τη αδεία» από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια-ενότητες. Στο πρώτο ο συγγραφέας πεθαίνει και γίνεται το κεντρικό αφηγηματικό πρόσωπο. Έτσι αναπτύσσεται ένας εκτεταμένος εσωτερικός μονόλογος μιας ψυχής που παραδίνεται στον Μέγα κόσμο «εκεί έξω-εκεί πάνω». Η διήγηση όμως αρχίζει όπως είναι φυσικό από την σχεδόν ανίκητη νεύρωση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο. Από το «εκεί κάτω». Η περιποίηση του νεκρού («κηδεύσατέ μου το σώμα») από τους οικείους του, ύστερα τα χώματα που κατρακυλούν, τα πρόθυμα σκουλήκια και τα λοιπά ερπετά που επισκέπτονται και συντροφεύουν την απόλυσή του στο σκοτάδι του τάφου . Και αίφνης η ψυχή αποδεσμεύεται σαν φυσαλίδα και ίπταται ανάλαφρη και κατόπι με τη μορφή πεταλούδας αρχίζει να εισχωρεί στα βάθη του σύμπαντος συνειδητοποιώντας την ασημαντότητα του μεγέθους της. Η ψυχή αμίλητη, στα βουβά συναναστρέφεται ένα πλαγκτόν από ψυχές που «έπασχαν από μια βαθιά νοσταλγία, από μια λύπη θανάτου για το παρελθόν». Εδώ ωριμάζει ο εκτενής εσωτερικός μονόλογος του πεθαμένου με την επί του φοβερού βήματος ομολογία να αποκτά το νόημα μιας «εις εαυτόν» εξομολόγησης. Ένα περίεργα –και κάποτε μέχρι τα όρια του βερμπαλισμού- διεσταλμένο μα ποτέ απλοϊκό μέρος του βιβλίου που ίσως κουράζει και ξοδεύει την υπομονή του αναγνώστη. Αξίζει όμως για τη μεταφυσική και στοχαστική ματιά που μας παρέχει, χρήσιμο εργαλείο ερμηνευτικών σημειώσεων για το πέρασμα στο επόμενο δεύτερο μέρος. Εκεί όπου ξαναζωντανεύει ο γνώριμος Σ.Δ. Με το -μανιεριστικό κατ’ άλλους - ηπειρώτικο του ιδίωμα και την ρέουσα, παλλόμενη και πάντοτε σαν χλωρό κλαδί αειθαλούς ντοπιολαλιά των μαυροφορεμένων γυναικών. Ο απελευθερωμένος πια από στεγνές ματαιοδοξίες , από βασανιστικά ζωϊκά ένστικτα και αναστολές συγγραφέας -σαν άυλος και χρυσαλλίδα των ουρανίων σωμάτων- σκύβει σε κρυφακούσματα κι αποτυπώνει γάργαρα σιγοψιθυρίσματα αλλά και ζωηρούς διαλόγους γυναικών. Η πεταλούδα-ψυχή αφουγκράζεται στα πεζούλια και τις οξώπετρες, στα διάσελα και τις ραχούλες, πλάϊ σε τρεχάμενα νερά, σε κάμαρες πικρές και μαυρισμένες από τα ντουμάνια της ξυλόσομπας και τα βάσανα που έστερξαν εντός τους. Θυμήματα κι αναφορές στα φαρμάκια μιας αθέλητης ξενιτιάς («παιδομάζωμα») και στην τυφλή βία του πολέμου (του εμφυλίου εδώ) με τον αλγεινό αντίκτυπο στο πρόσωπο, στη μια και μοναδική ανθρώπινη ζωή. Στέκομαι στο κεφάλαιο αυτό και σκόπιμα θα υπογραμμίσω το μέρος εκείνο που αναφέρεται στα ανθρώπινα θύματα του εμφυλίου. Είκοσι σελίδες όλη κι όλη η διήγηση αυτή μα νιώθω πως βαραίνει στη δομή του συνόλου του κειμένου θαρρετά και χωρίς μισόλογα.

Διαβήκαν μπροστά από ταύτους Τούρκοι, Γερμανοί και Ιταλοί, έπαθε ο κόσμος, αλλά σαν τους αντάρτες δεν πέρασε άλλο βρωμασκέρι τέτοιο2.

Ανοίγει μια παρένθεση. Υπάρχει στην Ελλάδα μια ένοχη σιωπή των ανθρώπων της τέχνης, μια άρρητη συγχώρεση, μια ύποπτη συναίνεση στη συσκότιση και τον στραβισμό του βλέμματος . Κάτω από την φοβερά επιστασία και πλειοδοσία γνώμης στο χώρο αυτόν μιας αριστεράς που μοιάζει να μην έχει διδαχθεί από λάθη ούτε και να ‘χει κατορθώσει ν΄ απαλλαγεί από αγκυλώσεις. Εκείνο που έχει αποκληθεί «λήθη» διόλου δε μπορεί να σημαίνει «συλλογική αμνησία» και ψυχική τύφλωση μα αντίθετα οργάνωση και αντίσταση μέσω της μνήμης. Αφαίρεση της εμπάθειας ορίζει. Φραγή και ηθική αποτροπή για το μέλλον. Και για να εξηγούμαστε: τίποτε δεν αλλάζει με το να μετονομάσει ένα δημοτικό συμβούλιο σε κάποια πανηγυρική συνεδρίασή του την «οδό Γράμμου» της πόλης σε «οδό Γοργοποτάμου». Η εθνική συμφιλίωση πρέπει να περνάει και μέσα από την ψυχή όχι μονάχα μέσα από χαρτιά και ξόανα. Και κλείνει η παρένθεση.

Αξίζει να σταθούμε στην τοπιογραφία. Τρεις κοντινές βουνοκορφές. Της Μουργκάνας τα μέρη: Ο Λιάς (Προφήτης Ηλίας), η Πλόκιστα, το Μπαμπούρι, ο Τσαμαντάς. Κάποια γραπτά αμέσως μου ήρθαν στο νου. Πρώτα το τυπωμένο σε βιβλίο σαν χρέος ανεξόφλητο, ενός γυιού απέναντι στην αδικοσκοτωμένη μάνα του , το βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη «Η Ελένη» 3 στα 1983. Κι αμέσως η ανεκδιήγητη ύβρις, η απάντηση από τους σαν έτοιμους από καιρό «απέναντι», τους αμείλικτους λεξικογράφους της μιας όψης. Το βιβλίο «Η άλλη Ελένη» . Το μνημόσυνο που έγινε ντουντούκα και αντιδιαδήλωση από την επιπόλαια και πρόθυμη …εταιρεία λαϊκών συμφερόντων. Ύστερα η έξοχη «Μητριά πατρίδα» με την δωρική και γεμάτη πνοή νοσταλγίας ποιητική πένα του Μιχάλη Γκανά 4. Κάπως σαν υποταγμένη στη μοίρα ματιά, μια ανημπόρια ν’ αντισταθεί κανείς στο ποτάμι και ένα βάσανο βουβό που χωνεύεται στα εσώτερα της ψυχής. Και το διήγημα «Οι ανυπεράσπιστοι» του Δημήτρη Χατζή 5 με το βουβό δράμα της ήττας, η άλλη όψη των πραγμάτων χωρίς να κραυγάζει για το δίκιο μονόπαντα, παραμένοντας στο μετρημένο και ευγενές ύφος του σπουδαίου συγγραφέα του. Όλα τα κείμενα στα οποία αναφέρομαι κλωθογυρίζουν ετούτες τις κορφές. Μαζί και το «παιδομάζωμα» («παιδοφύλαγμα» παραμένει για πολλούς ακόμα) καρφί στο μάτι και άδικο απίστευτο, εφεύρημα και καύχημα της στρεβλής επανάστασης. Κι ακόμα οι άδικοι και αναιτιολόγητοι σκοτωμοί του πολέμου –τούτη τη φορά από τη μεριά του Δημοκρατικού Στρατού- ξέσπασμα τυφλό στους πέτρινους ανθρώπους της Ηπείρου.

Το «κουκούτσι» όμως του κεφαλαίου αυτού είναι ο άνθρωπος και το μέτρο. Αυτό που ο σύγχρονος κοσμοπολίτης έχει από μακρού απωλέσει. Το κέντρο βάρος του κόσμου. Και τούτο μοιάζει να συνοψίζεται στο εξής δόγμα: Οι πέτρες και τα κατσάβραχα , τα ζούδια και τα πετεινά και ο άνθρωπος διόλου δε διαφέρουν απέναντι στο μάτι που πανθορά και μένει ξάγρυπνο. Κι ο άνθρωπος που σέβεται τον ίσκιο του πάνω στη γη πρέπει να αναμετρηθεί με το αληθινό του ύψος. Εκείνο λοιπόν το …ψυχοχάρτι μιας γυναίκας για τις … αίγες της καθώς τις μνημονεύει μία μία, με τ’ όνομα και τα χαρακτηριστικά της χούγια, πολλά χρόνια μετά που έχουν σφαχτεί η πεθάνει είναι μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές του βιβλίου. Ο άνθρωπος μνημονεύει τους προγόνους που τον έσπειραν στη γη μα και τα ζωντανά που τον κράτησαν πάνω της. Δίκαιη και σοφή πράξη από μια αγράμματη γυναίκα της ελληνικής υπαίθρου.

«Ηταν εποχές που ο ξάδερφος ήταν και αδερφός, η αδερφή και μάνα , ο αδερφός και πατέρας. Οι φίλοι σταυραδέρφια με αίμα απ’ την παλάμη, ευλογημένα από τον παπά σε τελετή. Σταυρομανάδες, μότραιμες, ζόνιες, σταυροθυγατέρες, αδερφοξάδερφα, μελέκες, μπαρμπάδες, όλο το χωριό, όλα τα κοντοχώρια ,ένα σφιχτοδεμένο ανθηρό σώμα.

…………………………………

Εν παρόδω σ’ όλη μου τη ζωή όποτε ήθελα έκλεινα τα μάτια και βρισκόμουν σε κείνο το λεωφορείο, στην απλωσιά προς το χωριό μου. Το λεωφορείο σταματάει σε μια κωμόπολη. Είμαι στο καφενεδάκι του σταθμού και με νανουρίζουν φωνούλες –καμπανούλες, η προσδοκία του βουνού μου, τα τζιτζίκια.

…………………………………

Και στους μέτοικους και στους ντόπιους παγκοσμίως πια θα σβήσει η ανάμνηση απ’ το έθος και το ήθος της μικρής κοινότητας απ’ όπου προέρχονται» 6.

Το τρίτο μέρος είναι ένα ξεκάθαρα λαογραφικό και κοινωνιολογικό δοκίμιο-σχεδόν αυθύπαρκτο- που διαπραγματεύεται την κακοήθη εξαλλαγή του νεοελληνικού μορφώματος όπως αυτό μας παραδίδεται στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ο αστισμός από τη μια και η συρροή στα απάνθρωπα άστεα με στόχο την απώλεια του προσώπου. Αυτό που ο (πεθαμένος πάντοτε για να εξηγούμαστε) συγγραφέας εντέλει προσπαθεί να αναστρέψει με επίκληση -έστω και διαπράττοντας… νεολογισμό- του «χωριανικού» τρόπου ζωής. Το κεφάλαιο αυτό με τον τίτλο «Η παρρησία της συμπόνοιας» αποτελεί μια εξαιρετική κριτική ματιά στην παγκοσμιοποιημένη και μαζική παραγωγή τρόπων και ηθών που οδηγεί τον καταναλωτικό Αρμαγεδώνα: «Σταδιακά οι άνδρες σταμάτησαν να μεταναστεύουν στην Γερμανία, την Αυστραλία, την Αμερική, οι δουλειές αβγάτιζαν στην ντόπια ανοικοδόμηση και στον τουρισμό, η αστυφιλία ερήμωσε τους δημογεροντικούς καφενέδες και γέμισε δυάρια και τριάρια, οι επήλυδες πρώην αγρότες ανακάλυψαν νέα επαγγέλματα: θυρωροί, κλητήρες, ψιλικατζήδες, λαχειοπώλες, τρικυκλατζήδες, μπακαλόγατοι- ό,τι σήμερα ονομάζεται ευσχήμως γραφειοκρατία και παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών. Η ύπαιθρος ερήμωσε, οι μπαξέδες έγιναν χέρσα αγροτεμάχια, τα χορτολιβαδικά μεταλλάχθηκαν σε οικόπεδα, η τηλεόραση εκσυγχρόνισε τα ήθη και ισοπέδωσε τις ντοπιολαλιές, το ουίσκι των επιδοτήσεων παραμέρισε το τσίπουρο και τα στυφόκρασα»7.

Η απεμπόληση της ρίζας, της κοινότητας, η εξαφάνιση των γερόντων, η αμνησία . Το …«ψυχοχάρτι» που μας λείπει (όχι για τις αίγες μα για τους νεκρούς μας ) και η απεμπόληση της ζωντανής γλώσσας είναι μερικές από τις παραμέτρους που δείχνουν πως χάθηκε το παιχνίδι.

Μόνο η ματιά που κοιτά προς τα πίσω
μας πάει μπροστά

Γιατί η ματιά που κοιτάει μπροστά

μας οδηγεί προς τα πίσω (NOVALIS)


Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο αναλαμβάνει δράση και πάλι η μεταφυσική ιδιότητα του αφηγητή . Μικρές λυτρωτικές οφειλές εκπληρώνονται με τελετουργίες ζώντων. Λυγμικό και με ακέραια ηθική αντίληψη μέχρι την «δι ελέου» απόληξή του. Στο βιβλίο αυτό νεκρός κείτεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Ανήμπορος ν’ αντιδράσει βλέπει από άλλη απόσταση και υπό άλλη ιδιότητα τον κόσμο του, ορίζει τα σημαντικά, αδιαφορεί και ψέγει τα μάταια.
Τέλος νοιώθουμε πως πεθαμένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι –μισθωτοί της αθλιότητας- που σαν ζώντες δεν είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε την ουσία και το νόημα της ζωής. Το βιβλίο καθρέφτης κι οι λέξεις του κοφτερά μαχαίρια για όσους αντέχουν να κοιτάζονται…

Θα διακινδυνεύσω κάποιες προβλέψεις. Το βιβλίο αυτό - τίμιο απολύτως, καλοδουλεμένο, δύσκολο και απαιτητικό - διαισθάνομαι πως δε θα ‘χει εμπορική …μοίρα. Ήδη δεν βρέθηκε στα «ευπώλητα» ούτε μια φορά. Ούτε η σημαντικότητα του συγγραφέα του θα το σώσει. Μπορεί –ας αυταπατηθούμε- το θέμα που διαπραγματεύεται να ‘ναι στριφνό και ξινό για τ’ «αθάνατα» τάγματα των καταναλωτών ευτυχίας. Η ακύμαντη σαγήνη του λαιφστάιλ και η εποχή της εντατικής θεραπείας στα σουπερμάρκετ και τα εμπορικά κέντρα δεν βρίσκει κανένα λόγο να ταράξει την ηρεμία της. Τι θα πει «παράδοση», τι «ζωντανή γλώσσα», τι «χωριανικό» μήνυμα ζωής ,τι «οφειλή» και τι «χρέος». Αυτά είναι πράγματα ξεπερασμένα του παρελθόντος , ερειπωμένοι ναοί. Ο κόσμος βαδίζει μπροστά με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον. Δε θα γυρίσουμε τώρα στις κουρελούδες, στους μπαξέδες και στα γίδια, στο ψωμί κι αλάτι. Γράφει ο σημαντικός και σχεδόν αγνοημένος Σκιαθίτης ποιητής Ζήσης Οικονόμου:


Κλωτσούσαν το χρόνο
τα πόδια σου
ξαπλωμένοι στη χλόη
ρολόι του αιώνιου,
νεροσυρμή κι ορμή
δεν είμ’ εγώ, δεν είσ’ εσύ
και οι δυό μας
αλλά το κύμα που μας
πήρε και μας έφερε
σ’ αυτή τη Γη
Που χρόνος και αντίσταση τα στέγνωσε όλα 8.


Από την άλλη κάποιοι έλκοντες από ιδεολογία ακλόνητη η σταθερή προσήλωση στο μέλλον που προδιαγράφεται Hi Tec και χωρίς ανθρώπινη κοινωνία θα βρούνε να πουν για «οπισθοδρόμηση» και να σύρουν ίσως τα εξ αμάξης. Εκτός κι αν με κάποιο τρόπο συντονιστούν οι κριτικοί …πομποί σε «σιγή ασυρμάτου» (γιατί ο λόγος φέρνει αντίλογο και γίνεται φασαρία!). Φοβούμαι μήπως προκύψει κάποια παρανόηση σάμπως να προσπαθώ τάχα να προκαταλάβω την κριτική κινδυνολογώντας για κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Θέλω για τούτο να δηλώσω με παρρησία πως οι προθέσεις μου είναι καθαρά αγαπητικές για την αξιοπρεπή λογοτεχνία και τα αντανακλαστικά μου πέρα για πέρα γήϊνα και χωρίς σκοπιμότητες στραμμένα σε μια νοσταλγία αγιάτρευτη για έναν κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Στο καινούργιο του λοιπόν βιβλίο ο Σ.Δ. ορθώς μίλησε- κι έγραψε εξίσου καλά- και η διαφαινόμενη στροφή του καλοδεχούμενη ας είναι. Για όσους δεν φοβούνται τόσο την αναμέτρηση με την ιδέα του θανάτου όσο και την προεξοφλημένη -εξουσιοδοτημένη μία και μοναδική όψη των πραγμάτων.


(*) Δάνειος τίτλος από το εξαιρετικό δοκίμιο του μεγάλου γέροντα των γραμμάτων μας του Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον Γιώργο Σεφέρη.



1. Ζήσης Οικονόμου, Αίθρια σιγή, Κεδρος 1983
2.Σωτήρης Δημητρίου, Σαν το λίγο το νερό, Ελληνικά γράμματα 2008
3.Νίκου Γκατζογιάννη, Ελένη, Ευρωεκδοτική 1983
4.Μιχάλης Γκανάς , Μητριά πατρίδα, Μελάνι 2007
5.Δημήτρη Χατζή, Οι ανυπεράσπιστοι , Πλειάς 1974
6.Σωτήρης Δημητρίου, Σαν το λίγο το νερό, Ελληνικά γράμματα 2008

7.Νίκος Ξυδάκης, Τρίτη γνώμη : Εικόνα από το μέλλον, Καθημερινή 25/1/2009
8. Ζήσης Οικονόμου, Αίθρια σιγή, Κεδρος 1983


Φωτογραφία: "Βογατσικό", Χρυσ. Τζημάκα,1993, λάδι -σπάτουλα,
39,5Χ28,5 (ιδιωτική συλλογή Ν.Τ. -δώρο του ζωγράφου)

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19.3.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ