8.4.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Το δημοτικό τραγούδι και οι αγώνες του Γένους μας για λευτεριά

Πολιορκούμενο Μεσολόγγι, Ντάπια Τερίμπιλε, 28 Αυγούστου
1825
(…) ώσπου περνώντας μέσα από έναν σκοτεινό δρόμο ανταμώσαμε μια ομάδα από αρματωμένους που κατέβαιναν από κάποια ντάπια.(…) Πέρασε η πρώτη συντροφιά τους, δυο τρεις τραγουδούσαν χαμηλόφωνα, γιατί ήταν νύχτα περασμένη.

Πολιορκούμενο Μεσολόγγι, 19 Σεπτεμβρίου 1825
Άκουσε τραγούδια, είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου. Ήξερε πως πολύ συχνά οι γυναίκες, όταν τέλειωναν τα μασάλια και τα παραμύθια, πιάναν το τραγούδι, όσο τα χέρια δούλευαν (οι γυναίκες και τα παιδιά της πόλης ήταν ολημέρα στο πόδι, στο γέμισμα των ντουφεκιών, στο κουβάλημα, στο ζύμωμα, στους τραυματίες), τα στόματα τραγουδούσαν : νυφιάτικα, κλέφτικα απ’ το Βραχώρι και τις κορυφές του Μακρυνόρους, νανουρίσματα.(…) Είδε μπροστά από ένα κατώφλι ένα παλικάρι χωρίς πόδια. Καθόταν ακίνητος και σοβαρός σαν προτομή, στα χέρια κρατούσε ένα λαγούτο κι εκείνη την ώρα του τάνυζε τις χορδές. Μήνες τώρα τα μόνα όργανα που έβλεπε ήταν αυτά του πολέμου, του χαμογέλασε και τον χαιρέτησε. «Ώρα καλή σου, πατριώτη», του απάντησε εκείνος κι έσκυψε πάλι σοβαρός στο κούρδισμα.

Μεσολόγγι που εξακολουθεί να πολιορκείται, Μάρτιος 1826
Το βράδυ ήταν γλυκό, όπως και το απόγευμα. Κάτι λίγα χορτάρια που φύτρωναν πέρα απ’ το μεγάλο χαντάκι έστελναν τις μυρωδιές τους. Το εχθρικό ορδί ησύχαζε στο βάθος, είχαν κιόλας ανάψει οι πρώτες φωτιές της νύχτας. Ένας Σουλιώτης πάνω στο δικό τους καραούλι είχε αρχίσει ένα τραγούδι, θλιβερό ήτανε κι έλεγε για μια αγάπη και την ξενιτιά.

Αποσπάσματα από την Αηδονόπιτα του Ισίδωρου Ζουργού, εκδ. Πατάκη

Με την αηδονόπιτα επέλεξα να υποδεχτώ φέτος το Μάρτη, το μήνα που γιορτάζουμε το μεγάλο ξεσηκωμό. Κι ήταν, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, πολύ πετυχημένη η επιλογή μου, για ένα σωρό λόγους∙ ένας από αυτούς- αληθινά, όχι ο σπουδαιότερος- η διαπίστωση πως είναι αδύνατον να αναφέρεται κανείς σ’ αυτόν τον ξεσηκωμό και να μη συναντιέται με τα δημοτικά μας τραγούδια. Σε βαθμό που πολλές φορές αναρωτιέσαι: ο αγώνας είναι που γέννησε τα τραγούδια του λαού μας ή τα τραγούδια τον ξεσηκωμό;
Το αγαπημένο μου ενθύμιο από τα χρόνια μου τα μαθητικά, η έξοχη «ελεύθερη γενιά» της μεταπολίτευσης έρχεται στο νου μου κάθε φορά που προσεγγίζω το Εικοσιένα με το σκοπό ενός δημοτικού τραγουδιού στο νου ή στα χείλη ∙ τεύχος 20, με τον Μεγαλέξανδρο και τον Παύλο Μελά του Εγγονόπουλου στο εξώφυλλο και στη μέση ένα σπανιότατο αφιέρωμα με τον τίτλο: «Μικρό λεύκωμα του 1821». Όπου περιέχονται πάμπολλες εικόνες των ηρώων του Αγώνα, συνοδευόμενες οι περισσότερες από ένα τραγούδι που αναφέρεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Έξοχη δουλειά και έξοχη ιδέα. Δυστυχώς δεν επαναλήφθηκε κάτι τέτοιο έκτοτε, όπως δεν επαναλήφθηκε ούτε η ιδέα ενός τόσο ωραίου περιοδικού που κυκλοφορούσε το Υπουργείο Παιδείας στα σχολειά μας τότε. Προσφέροντας σε μας τους μαθητές, όπου απευθυνόταν, σπάνιες ευκαιρίες να έρθουμε σε επαφή με θέματα που δεν περιέχονταν στα σχολικά μας εγχειρίδια, με θέματα που μας παρότρυναν να ασχοληθούμε λίγο βαθύτερα με πράγματα που μας προχωρούσαν περισσότερο, που μας ανέβαζαν ψηλότερα, χωρίς η ενασχόλησή μας μ’ αυτά να είναι υποχρεωτική. Αλλά και δίχως να εξεταζόμαστε σ’ αυτό. Ιδιαίτερα όμορφες στιγμές της μαθητικής μας ζωής. Γι’ αυτό και αξέχαστες.

Αν, λοιπόν, είναι αξιοθαύμαστο το Γένος των Ελλήνων σε πολλές στιγμές της ιστορίας του-και σίγουρα είναι και πολύ μάλιστα-, νιώθω πάντα πως ένα από τα σπουδαιότερα πράγματα που έχει καταφέρει, που έχει πετύχει, είναι το γεγονός ότι τραγούδησε έξοχα τον Αγώνα του για λευτεριά. Το να τραγουδάς με πονεμένη την καρδιά, το να μπορείς να τραγουδάς τους καημούς σου, έχει πει κάποιος σοφός, είναι χαρακτηριστικό δυνατού ανθρώπου, φανερώνει γενναία καρδιά. Αυτό ισχύει πέρα ως πέρα στην περίπτωση αυτού του κατατρεγμένου λαού που γέννησε το θαύμα του Εικοσιένα. Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Αυτό είναι πραγματικά λίγο μπροστά στο μεγάλο κατόρθωμα να φτιάχνεις ο ίδιος τα τραγούδια και μετά να τα τραγουδάς. Έτσι ακριβώς έκαναν οι Έλληνες. Δημιούργησαν «τα έμορφα τραγούδια μας», που φτιάχτηκαν από «το γένος το δικό μας το πονεμένο, το πιο πονεμένο απ’ όλα τα έθνη της οικουμένης. Για τούτο, ό,τι κι αν κάνουμε, έχει μέσα του κάποια μεγάλη σφραγίδα, γιατί με τον πόνο ξεσκεπάζουνται στον άνθρωπο τα μεγάλα μυστήρια του κόσμου, αν εκείνος που πονά έχει ανθρωπιά και πίστη. Τα τραγούδια του λαού μας είναι αγνά αγριολούλουδα που φυτρώσανε απάνω στις καθαρές και βασανισμένες βραχόπετρες οπού τις δέρνει ο πόνος, μα που φεγγοβολάνε σαν διαμάντια από τον ήλιο και που ξεπλένουνται από την καθαρή βροχούλα».
Αυτά λέει ο μεγάλος μας Φώτης Κόντογλου για τα δημοτικά μας τραγούδια και συνεχίζει: «Ποια άλλη φυλή στόλισε τη ζωή της με τέτοια αμάραντα λουλούδια; Σε ποια χώρα τραγουδούσανε και ψέλνανε όλοι, από τον μικρόν ως τον μεγάλον; Πού τεχνουργέψανε, σαν με κάποιο κοφτερό σμιλάρι, τέτοια τραγούδια παλληκαρίσια, τέτοια ερωτικά, τέτοια νανουρίσματα, τέτοια μοιρολόγια, που να ραγίζει η γης από την πίκρα; Πουθενά!» (…)Και συνεχίζει να επαινεί και να υμνεί το μεγαλείο των δημοτικών μας τραγουδιών στο κείμενό του με τον εύγλωττο τίτλο: «Τα έμορφα τραγούδια μας, η αναπνοή της φυλής μας».

Αλλά δεν είναι μόνον ο Κόντογλου. Και ο μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης γράφει πως «εξαίρετη αναντίρρητα θέση ανάμεσα στα μνημεία του λόγου του λαού μας κατέχουν τα τραγούδια μας ∙ όχι μόνο γιατί κινούν με δύναμη την ψυχή με την απέριττη ομορφιά τους, την αβίαστη απλότητα, την πρωτοτυπία και τη φραστική δύναμη και ενάργεια, αλλά και γιατί με πιο πολλή ακρίβεια από κάθε άλλο πνευματικό δημιούργημα του λαού φανερώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του έθνους. (…) Στα τραγούδια και τις παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρας αποτυπώνεται «ακραιφνής και ακίβδηλος».Τα τραγούδια καθρεφτίζουν μέσα τους πιστά και τελείως τη ζωή και τα ήθη, τα συναισθήματα και τη διανόηση του ελληνικού λαού και, καθώς τα εξωραΐζουν με τα ποιητικά στολίδια, αναζωπυρώνουν τις αναμνήσεις και τις εθνικές περιπέτειες. Εξαιτίας όλων αυτών η δημοτική ποίηση είναι η πιο ασφαλής αφετηρία και το πιο στερεό θεμέλιο κάθε δημιουργίας της ελληνικής τέχνης»(…)
Και δεν είναι μόνον οι δυο αυτοί μεγάλοι Έλληνες που θεωρούν το δημοτικό τραγούδι θεμέλιο της ύπαρξης του Ελληνισμού. Πριν από λίγα χρόνια, σε σχετική ομιλία της η καθηγήτρια Πανεπιστημίου κ. Ζωή Γκενάκου τόνισε την τεράστια επίδραση του δημοτικού τραγουδιού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και, στη συνέχεια, κατά την Επανάσταση. Και απέδειξε ότι συνετέλεσε πολύ το δημοτικό τραγούδι στη διατήρηση του Εθνικού Φρονήματος, της Πίστης και της Ελληνικής Γλώσσας. Ανέφερε ακόμη ότι το 1824 εκδόθηκε στη Γαλλία βιβλίο με ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τα οποία συνετέλεσαν στην αύξηση του Φιλελληνισμού.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών συνδέεται με το κίνημα του Διαφωτισμού, του Ρομαντισμού και ολόκληρο το φιλελληνικό πνεύμα-όχι μόνο στη Γαλλία- στις αρχές του 19ου αιώνα. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι παλιότερες μουσικές καταγραφές δημοτικών τραγουδιών εντοπίστηκαν σε αγιορείτικα χειρόγραφα του 16ου αιώνα, ούτε και το γεγονός ότι σποραδικά στοιχεία έχουν διασωθεί στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις δυτικών περιηγητών του 17ου αιώνα.
Γι’ αυτό έχουν ιδιαίτερη, καταλυτική αξία, τα δημοτικά μας τραγούδια ∙ όχι μόνο αυτά της Πατρίδας, αλλά όλα. Και της αγάπης και του γάμου και της ξενιτιάς και του θανάτου… Στην πραγματικότητα, αν προσπαθήσουμε να φανταστούμε τους Έλληνες να γιορτάζουν οτιδήποτε χωρίς δημοτικά τραγούδια, η φαντασία μας θα είναι ολόλευκη σελίδα. Δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο σε καμιά γωνιά της εντός και εκτός των συνόρων Ελλάδας. Πουθενά, όπου υπάρχει Έλληνας.

Ψάχνοντας, όχι συστηματικά ούτε και σε βάθος το θέμα των τραγουδιών του λαού μας, ομολογώ πως ήταν αρκετές οι φορές που αιφνιδιάστηκα πολύ ευχάριστα. Ήταν σχεδόν πάντα παραμονές της ανοιξιάτικης εθνικής μας επετείου κι «έπρεπε» να βρω κάτι καινούριο, γιατί στο θέμα των τραγουδιών η επανάληψη όχι μόνο δεν προσθέτει, αλλ’ αφαιρεί από την απόλαυση που νιώθει κανείς τραγουδώντας την ιστορία της φυλής του. Έτσι, στις αξέχαστες στιγμές που ένιωσα εξαιτίας αυτής της ενασχόλησης συγκαταλέγεται η ανακάλυψη-μια δεκαετία πριν- ενός τραγουδιού, τελείως άγνωστού μου ως τότε, όπου η κόρη τ’ απεφάσισε να πάει με τους κλέφτες, έβαλε φωτιά στον αργαλειό και το φιλντισένιο της χτένι, φόρεσε τ’ άρματά της και, δώδεκα χρόνους που ‘καμε στους Κλέφτες καπετάνιος, κανείς δεν την εγνώρισε…
Μια καινούρια συγκίνηση μου γεννήθηκε όταν διαπίστωσα πως φτιάχνονταν δημοτικά τραγούδια ακόμη και στον πόλεμο του Σαράντα. Αφού ήταν έτσι τα πράγματα, σημαίνει πως δεν πάνε και πολλά χρόνια από τότε που ο Έλληνας μπορούσε να φτιάχνει ακόμη τραγούδια που είχαν τη σφραγίδα του σπουδαίου αυτού τρόπου δημιουργίας.
Άλλη, επίσης μεγάλη, συγκίνηση ένιωσα όταν πριν από δυο ακριβώς χρόνια διάβασα για πρώτη μου φορά πως το έτσι κι αλλιώς αγαπημένο μου τραγούδι «Τρεις καλογέροι Κρητικοί», που προσωπικά το είχα αγαπήσει με νησιώτικη μελωδία, τραγουδιόταν και στην Καστοριά: «υπάρχει καταγραμμένη και μια παρόμοια παραλλαγή από την Καστοριά»-πού να είναι άραγε; (Έμαθα, πάντως, στα παιδιά το τραγούδι με τη μουσική που το ήξερα και εξηγώντας τους πως αυτό ακριβώς το τραγούδι τραγουδιόταν με άλλη μουσική και στη δική μας ιδιαίτερη πατρίδα.)

Γι’ αυτό και συγκινήθηκα ιδιαίτερα όταν μου χαρίστηκε το πάρα πολύ προσεγμένο CD «Άσπρο τριαντάφυλλο φορώ» με τραγούδια από το Βογατσικό Καστοριάς, αλλά την ίδια συγκίνηση μου προκάλεσε και το πολύ δυνατό βιβλίο του συντοπίτη μας συγγραφέα κ Κ. Δούφλια «Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας», μα η ψυχή μου ζήτησε αμέσως και τις μελωδίες τους. Για να μπορούμε και να τα τραγουδάμε αυτά τα τραγούδια που γεννήθηκαν για να τραγουδιούνται και όχι για να διαβάζονται μονάχα και να χάνουν έτσι ένα μεγάλο μέρος της ομορφιάς τους (Για να μπορέσουμε, όμως, να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να διαθέτει ο τόπος μας άρχοντες με πραγματικές κι όχι λεκτικές ή φαινομενικές ευαισθησίες, άρχοντες που να έχουν πλήρη συναίσθηση του ρόλου τους, άρχοντες που να έχουν την ικανότητα να ιεραρχούν τις προτεραιότητες όπως πρέπει. Δυστυχώς, όμως, είμαι αναγκασμένη να παραδεχτώ φωναχτά πως κάθε επαφή με αυτούς που έχουν το χρήμα, αλλά το διαθέτουν σε κατώτερα και εφήμερα πράγματα που χρησιμεύουν μονάχα στους ίδιους είναι μια οδύνη. Οι άνθρωποι αυτοί που εμείς έχουμε εκλέξει για να αποφασίζουν για μας αναλώνονται σε άλλα-κυρίως σε πράγματα που έχουν να κάνουν περισσότερο με τις εντυπώσεις και λιγότερο ή καθόλου με την ουσία, οπότε και οι ευκαιρίες χάνονται και οι άνθρωποι που ασχολούνται απογοητεύονται-συχνά αναρωτιέμαι μήπως το κάνουν επίτηδες για να τους ξεφορτωθούν-, κάποιοι λίγοι συνεχίζουν για να ξανααπογοητευτούν, και-το χειρότερο απ’ όλα- χάνονται οι άνθρωποι που αποτελούν τις ζωντανές πηγές της ιστορίας της ιδιαίτερής μας-αλλά άτυχης για το σήμερά της- Πατρίδας, της Καστοριάς ∙ χάνονται παίρνοντας μαζί τους τα τραγούδια και την υπόλοιπη πολύτιμη γνώση τους και αφήνοντας σ’ εμάς τους μεταγενέστερους μονάχα την ανάμνησή τους, δίχως τους θησαυρούς τους. Μένουμε, δηλαδή, με άδεια χέρια, για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν αξιοποιήσαμε το μοναδικό πλούτο που έκρυβαν μέσα τους και που στο χέρι το δικό μας ήταν να τον αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο.

Αυτά τα λίγα- το ξέρω τσουχτερά, αλλά δε γίνεται αλλιώς- σχετικά με αυτούς που μπορούν αλλά δε θέλουν- δεν μπορώ να φανταστώ πως δεν ξέρουν. Κι απομένει η τεράστια ευθύνη ημών των δασκάλων. Πραγματικά τεράστια. Αφήνω το βογατσιώτικης καταγωγής, επίσης μεγάλο Έλληνα, Ίωνα Δραγούμη να τα πει με το δικό του μοναδικό τρόπο:
«Τα τραγούδια τους-αναφέρεται στους κατοίκους της Σαμοθράκης-λένε τη ζωή τους όλη. Και τι άλλο είναι η ζωή ενός τόπου παρά τα τραγούδια του; Τα λόγια και η μουσική μαζί, γιατί δεν ξεχωρίζονται. Και κάποτε και ο χορός μαζί. Ο έρωτας έχει τα τραγούδια του κι ο γάμος ∙ ο θάνατος έχει τα μοιρολόγια του-η χαρά και η θλίψη. Σε κάθε σπουδαία περίσταση της ζωής τραγουδιούνται τα τραγούδια που της ταιριάζουν. Και τα τραγούδια γίνονται έτσι ένα με τη ζωή. Ως και η μόνη διασκέδαση των κοριτσιών και των παλληκαριών κι αυτή τραγουδιέται-ο χορός. Στους τόπους που είναι κλέφτες στα βουνά και φαντάζουν ακόμα τ’ άρματα και δεν κουράστηκαν από τον πόλεμο οι άνθρωποι, ακούς και πολεμικά τραγούδια, τα κλέφτικα».(…)

Και παρακάτω:
«Στα σκολειά δακρύζει κάποτε μυστικά η ψυχή μου, που ακούω τα παιδιά του έθνους μου να τραγουδούν παλιά γνωστά τραγούδια. Τότε με σέρνουν αβάσταχτα οι μυστικές φωνές μου τόσο, που τυφλώνομαι για τ’ άλλα πράματα του κόσμου. (…) Ήτανε μια μέρα γιορτή και χόρευαν στα χωριά οι νιες με τα παλληκάρια τραγουδώντας και γελώντας. Ο χορός είναι η πιο αληθινή χαρά μετά τον έρωτα και είναι και το προαίσθημά του. Και μένα η χαρά μου ήταν εκείνη την ημέρα να γυρίζω σ’ άλογο καβάλα μέσα στα χωριά που χόρευαν, και μέσα στις ερημιές. Η χαρά αυτή είναι η ανταμοιβή μου. Έτσι διασκεδάζω εγώ». (Συνιστώ σε όσους τα έχουν «καταφέρει» να απολαμβάνουν τα ξένα τραγούδια έχοντας απαρνηθεί τα δικά τους, να διαβάσουν τη «Σαμοθράκη» του Ίωνος Δραγούμη, όπου με τη γλώσσα την κοφτερή του και τα δυνατά του επιχειρήματα ο σπουδαίος αυτός Έλληνας υπερασπίζεται το δικαίωμά του να χαίρεται τα δικά του και να μην «παρασύρεται» από το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης που τον απασχολεί μες στο συγκεκριμένο του βιβλίο ∙ «αλλοίμονο αν κάθε άνθρωπος είχε όλες τις πατρίδες ίσα με τη δική του. Είπαμε πως όλες μοιάζουν, μα η δική του είναι πιο γλυκιά και πλουσιότερη. Πιστεύω πως μόνο εκείνος που νιώθει το δικό του εθνισμό μπορεί να νιώσει καλά και των άλλων τις πατρίδες».)
Στα σκολειά, λοιπόν, κάποτε δάκρυζε μυστικά η ψυχή του Ίωνος, δακρύζει, όμως, συχνότερα μυστικά, λιγότερο συχνά φανερά, και η ψυχή του δασκάλου που παλεύει ενώ ξέρει τι είναι ουσιώδες και τι όχι και ταυτόχρονα αναγνωρίζει πως παλεύει
μόνος ∙ πως έχει συχνά απέναντί του αυτούς που θα έπρεπε να έχει δίπλα του: τα σπίτια των μαθητών του και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μέσα στην οποία ανατρέφονται και διαμορφώνονται οι μαθητές του, τα παιδιά του (μέσα στην κοινωνία εντάσσεται και η θεά-τηλεόραση που αναπαράγει το κάκιστο, το παντελώς άσχετο με αυτό που είναι αληθινά ο πολιτισμός).

Ας μην υποτιμούμε, λοιπόν, όχι την αξία των τραγουδιών του λαού μας, αλλά προπαντός τη δύναμη που κλείνουν μέσα τους ∙ τη δύναμη που πάντοτε έκλειναν μέσα τους και έφερε-μαζί με άλλα- τη λευτεριά το Εικοσιένα. Μιλώ για την ίδια δύναμη που έφερε το ίδιο αποτέλεσμα και στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Το ήξερε αυτό ο ήρωας Μητροπολίτης μας Γερμανός Καραβαγγέλης όταν μαζί με άλλους Μακεδονομάχους ανοίχτηκαν αρκετά με δυο καστοριανά καράβια και «όλη η λίμνη αντήχησε από το «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά…», από τον Εθνικό μας Ύμνο και άλλα πατριωτικά τραγούδια» (Από τα Απομνημονεύματα του Γερμανού Καραβαγγέλη).Αυτήν τη δύναμη γνώριζαν και οι νέοι σε ηλικία δάσκαλοι των χρόνων του ίδιου Αγώνα και γι’ αυτό δίδασκαν στα σχολειά τους όλα τα εθνικά τραγούδια και τα αντάρτικα (Παντελής Οικονόμου «Παιδιά ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα»). Αυτήν τη δύναμη αναγνωρίζουμε κι εμείς οι σημερινού δάσκαλοι, όταν διαπιστώνουμε πώς αποτυπώνονται στη μνήμη των μικρών μαθητών μας, μεταφερμένα με όχημα τη μελωδία, πρόσωπα και γεγονότα που αξίζει να θυμούνται.
Μιλώ για την ίδια δύναμη που έσπρωχνε τη σέρτικη ράτσα των Ποντίων σε ένα διαρκές ξεχωριστό κατόρθωμα : να πεθαίνουν (από την επιδημία) οι πεθαμένοι τους, μα οι ζωντανοί να χορεύουν. Να θάβουν τους αγαπημένους τους, αλλά μετά, όσοι ζωντανοί να πιάνουν τα χέρια τους, άντρες και γυναίκες, και να χορεύουν ζωηρούς κυκλικούς χορούς, με ρυθμικά τινάγματα, γύρω σ’ ένα λυράρη που έπαιζε και στριφογύριζε φρενιασμένα( Χρήστος Σαμουηλίδης, παλιό βιβλίο Γλώσσας Στ’ δημοτικού).
Κι είναι η ίδια ακριβώς δύναμη που…έχει τη δύναμη να χαρίζει και το γλυκύτερο θάνατο. Όπως εκείνον του καπετάνιου του Μακεδονικού Αγώνα, του πασίγνωστου στην Καστοριά Λούκα. Ο οποίος, στα 1913, μια μέρα βρισκόταν στα Γρεβενά, ξαπλωμένος κι έκαιγε στον πυρετό από τη φθίση και τους πόνους του τραύματός του, που είχε στο μεταξύ επιδεινωθεί. Όταν, λοιπόν, άκουσε από το διπλανό σπίτι όπου διασκέδαζαν το :
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στο Λέχοβο στη ράχη…
μ’ εκείνον το σκοπό που συγκινεί κάθε Καστοριανό, τινάχτηκε όρθιος, πλησίασε στο παράθυρο και, ακούγοντας ολόκληρο το τραγούδι του, θυμήθηκε, ένιωσε, ξαναέζησε και δεν άντεξε. Πέθανε ευχαριστημένος κι ευτυχισμένος γιατί η Μακεδονία που είχε πολεμήσει για να απελευθερώσει μπορούσε πια να τραγουδάει ελεύθερα. Μπορούσε να τον τραγουδάει ελεύθερα. Και τον τραγουδάει ακόμα, αγαπώντας τον ιδιαίτερα μέσα από το τραγούδι του.
Πέθανε σε ηλικία τριάντα πέντε χρονών μ’ έναν εξαιρετικά όμορφο θάνατο. Πέθανε έχοντας ζήσει μ’ έναν πανάξιο τρόπο τη ζωή του. Πέθανε αφού πρόλαβε να γίνει ένα υπέροχο τραγούδι, που γίνεται κόμπος στο λαιμό όποιου ξέρει και όποιου νιώθει...

Αφιερωμένο εξαιρετικά στον κ. Χρήστο Πετκανά, τον ξακουστό τραγουδιστή της Καστοριάς που διέσωσε με τη φωνή του μελωδικούς θησαυρούς της πόλης μας και χάρισε μοναδικές στιγμές σε όποιον είχε την τύχη να τον ακούσει να τραγουδάει.
Και που, καθώς έχει καταγραφεί το τραγούδι του από την ΕΡΑ, στο χέρι κάποιων υψηλά ισταμένων Καστοριανών είναι να το χαρούν οι πάντες, να χορεύουν εσαεί με τη φωνή του, να γίνει ένας θησαυρός αιώνιος. Αρκεί αυτοί οι υψηλά ιστάμενοι να πάρουν χαμπάρι την πολυτιμότητα αυτής της φωνής και των τραγουδιών της…


(*) «Επί του πιεστηρίου»: « Η επικοινωνία και οι μετακινήσεις ήσαν
μια πολύ δύσκολη και επικίνδυνη υπόθεση την εποχή της Επανάστασης. Το δημοτικό
τραγούδι είναι το μεγάλο ανοιχτό μέσο επικοινωνίας της εποχής του προφορικού
πολιτισμού και ταξιδεύει αδέσποτο προς όλες τις κατευθύνσεις μέσω των τοπικών
πανηγυριών και των δρόμων των πραματευτάδων, πλανόδιων τεχνιτών κ.λ.π. Γράφεται
στη μνήμη των ανθρώπων, γίνεται κοινό (δημοτικό) κτήμα και είναι πολύτιμο
«εργαλείο» για τις ανάγκες του αγώνα: «Πρώτα τους ορμήνεψα μιλητά, έπειτα το
έκανα και τραγούδι και τους το τραγούδησα», αφηγείται ο Κολοκοτρώνης, όταν
εξηγούσε στα παλικάρια το σχέδιό του για να ελευθερώσουν 150 αιχμαλώτους των
Τούρκων. Κορυφαίοι Ευρωπαίοι διανοητές, όπως ο Γκαίτε και ο Σίλερ, με τη
βοήθεια των Ελλήνων της διασποράς συλλέγουν τα τραγούδια και διαγκωνίζονται
ποιος θα πρωτοτυπώσει, γιατί πιστεύουν ότι η προβολή των τραγουδιών είναι μεγάλη
υπηρεσία στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Τα κλέφτικα ήταν τραγούδια του
πολέμου, «στρατιωτικές εφημερίδες» τα ‘λεγε ο Κολοκοτρώνης. Είχαν ακρίβεια στις
περιγραφές σαν πολεμικές ειδήσεις, με λίγους στίχους, καλοδουλεμένα ώστε να
αποστηθίζονται εύκολα και να διαδίδονται γρήγορα σε κοινωνίες αγραμμάτων και
στις σκληρές συνθήκες της εποχής. Μαρτυρούν μια εποχή ανάτασης των Ελλήνων και
προβάλλουν υψηλές αρετές ανδρείας, γενναιοψυχίας, αυταπάρνησης και ελεύθερου
φρονήματος» (Σπύρος Βαρδουνιώτης, εφ. Ε.Τ. 26/3/2008).
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 & 26.3.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ