2.10.11

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Στιγμές ζωής



ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
Η οικογένεια Χριστόδουλου και Πολυξένης Ναούμ


Πώς η Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν, έσωσε την ζωή δύο γυναικών | Η καταγωγή τους από Καστοριά και Βογατσικό | Προσωπικότητες σπουδαίες | Η ζωή και το έργο τους.


Καθ' ήχος είχε και χαρά,
κάθε χαρά κι αγάπη

Διονύσιος Σολωμός
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Πριν ξεκινήσω να διηγηθώ το τι συνέβη στην Ζυρίχη, συγκεκριμένα το 1924, σ' ένα τραίνο που θα έπαιρναν δύο γυναίκες για να ταξιδέψουν προς το Lugano, που είχε όμως μία τραγική κατάληξη στην διαδρομή, πρέπει να σημειώσω κάτι που νομίζω πως αξίζει, σε ό,τι αφορά την Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν (1770-1827).

Εδώ και ένα χρόνο περίπου, σε μία ειδική τελετή που έγινε στο Βερολίνο, παρουσιάσθηκε η φωτογραφημένη παρτιτούρα της Ενάτης συμφωνίας του Μπετόβεν, η οποία ανακηρύχθηκε ως παγκόσμιο πολιτιστικό αγαθό. Η Ενάτη που τελειώνει με το γνωστό χορωδιακό μέρος, βασισμένο στο υπέροχο ποίημα του Σίλλερ "Η ωδή στην χαρά".

Ποιες ήταν όμως αυτές οι δύο εξαιρετικές προσωπικότητες του τόπου μας, που η ζωή τους σώθηκε από μία σύμπτωση συνδεδεμένη άμεσα με την αγάπη και το πάθος τους για την μουσική; Την μουσική που την χαρακτηρίζει η ποιότητα. Αυτή την μουσική που ο Μπετόβεν έλεγε πως είναι μία αποκάλυψη, πάνω από κάθε τέχνη και επιστήμη, μία άϋλη πρόσβαση στην γνώση.

Πρόκειται λοιπόν για την Ελένη Ναούμ Ρουσοπούλου και για μία από τις δύο κόρες της, την Πολυξένη Ρουσοπούλου.
Η άλλη κόρη της, η Αγνή, ένα χρόνο μεγαλύτερη από την Πολυξένη, ήταν γνωστή δικηγόρος με πλούσια δράση στα πολιτικά. Η αγνή και θαρραλέα αυτή αγωνίστρια, που αφοσιώθηκε σ' όλη της την ζωή για το καλό του ανθρώπου και την υπεράσπιση του δικαίου. Αφάνταστα απλή και προοδευτική, όσο επίσης και σεμνή, μιά μεγαλοφυΐα.
Στο βιβλίο της Πολυξένης "Αγνή Ρουσοπούλου 1901-1977" συναντούμε μαρτυρίες γι' αυτήν, διαφόρων προσωπικοτήτων, φίλων και γνωστών της, όπως και μελέτες της ίδιας. 

Η Ελένη Ρουσοπούλου, η μητέρα τους, ήταν κόρη του Χριστόδουλου Ναούμ από την Καστοριά και της Πολυξένης Βουλγαρίδη, από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Για τον Καστοριανό αυτόν, διηγούνται ότι ήταν ένας πλούσιος γουναράς, που καταγόταν από μακριά γενιά εμποροβιοτεχνών, διασπαρμένων σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, στην Βλαχία και την Ρωσσία. Ο ίδιος ήταν εγκατεστημένος στην Λειψία για να συνεχίσει την ευεργετική δράση των Καστοριανών γουναράρων. 

Η μάνα μου, η Ελένη Ναούμ (έγραφε στο ημερολόγιό της, η Πολυξένη Ρουσοπούλου, η εγγονή τους) όπως είπα ήδη, γεννήθηκε στη Λειψία από σόι Ελλήνων γουναράδων. Ο πατέρας της είχε πολλά λεφτά. Είχε φτάσει λοιπόν στην Καλλίπολη της Θράκης για δουλειές, ήθελε να βρει και μια νύφη.

Πάει λοιπόν σε μια από τις καλύτερες οικογένειες της πόλης, στην οικογένεια Βουλγαρίδη, όπου παρουσιάστηκε, δεκαεφτά χρονών με μακρυές κοτσίδες η Πολυξένη και του έφερε το γλυκό. Μόλις την είδε, λέει: «Αυτήν θέλω». Δεκαεπτά ετών αυτή, σαράντα αυτός. Του τη δώσανε και την πήρε μαζί του στη Λειψία. Βρέθηκε σε εντελώς ξένο περιβάλλον και δεν ήξερε και γερμανικά.

Στο σπίτι τους στην Λειψία, με την γυναίκα του την Πολυξένη και τις κόρες τους την Ελένη, την Καλλιόπη, την Μαρία και την πολύ μικρότερη από τις τρεις Πηνελόπη, δέχονταν στοργικά και φιλόξενα όλους τους ξενητεμένους Έλληνες, από τους πλούσιους εμποροβιοτέχνες ως και τους πιο φτωχούς φοιτητές, όπως διηγούταν εδώ στην Αθήνα σε κύκλους φιλικούς ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, καθώς τα θυμόταν όταν σπούδαζε εκεί, στην Λειψία.

Η Ελένη γεννήθηκε σ' αυτήν την πόλη το 1870. Μέσα στο σπίτι του πατέρα τους αγάπησε την Ελλάδα περισσότερο από το αν είχε γεννηθεί στην ίδια την γη της. Έμαθε τα ελληνικά από μικρή και μελέτησε ιδιαίτερα την γλώσσα με δάσκαλο στο σπίτι, έναν φοιτητή της θεολογίας. Στον πατέρα της, τον Χριστόδουλο, άρεσε να του διαβάζει η κόρη του την εφημερίδα "Τα Νέα της Ημέρας" της Τεργέστης στα ελληνικά. Συγχρόνως έμαθε άλλες δύο γλώσσες που μιλούσε άπταιστα.

Στην Ελλάδα φτάνει στα 18 της χρόνια, ήδη πολύ μορφωμένη και με βαθειά ριζωμένες σπάνιες αρχές. Με ιδανικά και ανατροφή, όσο και ψυχική διάπλαση που πήρε από την οικογένειά της, και απέραντη αγάπη για την πατρίδα, το ίδιο όπως και όλες οι κόρες του Ναούμ.

Ο πατέρας τους είχε πεθάνει και η μητέρα τους, η Πολυξένη, πήρε τις κόρες της και γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα. Ο Χριστόδουλος Ναούμ όμως, πριν φύγει απ' αυτόν τον μάταιο κόσμο, είχε πει στις κόρες του ότι όταν μεγαλώσουν θα τις προικίσει μόνο αν παντρευτούν Έλληνες. Αυτή η φήμη για τις κόρες Ναούμ, πως ο πλούσιος γουναράς είχε φοβερίσει να τις αφήσει άκληρες αν δεν παντρεύονταν Έλληνες, δεν υπήρξε ποτέ ορατός. Όλες παντρεύτηκαν Έλληνες. Η Μαρία τον Νικόλαο Γουναράκη, η Καλλιόπη το γιατρό Παναγιώτη Πράτσικα, η Πηνελόπη τον Ιωάννη Παππά και η Ελένη παντρεύτηκε τον Όθωνα Ρουσόπουλο, τον γιό του καθηγητή της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμια της Αθήνας Αθανασίου Ρουσόπουλου από το Βογατσικό.

Ο Όθων ήταν χημικός, φίλος του Ίωνα Δραγούμη, πατριώτης βουλευτής, γεννημένος στην Αθήνα. Εξαιρετικά δημιουργικός και προοδευτικός. Είχε κλίση στην ποίηση και πολύ πλατιά γενική μόρφωση. Μετέφραζε Heine και απήγγελλε συχνά ελληνικά και γερμανικά ποιήματα. Επί πλέον ήταν ιδρυτής της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας, ενός πρωτοποριακού ιδρύματος για την εποχή του. Ήταν το πρώτο και μόνο σχολείο, που εισήγαγε στην Ελλάδα πρακτικά, την λεγόμενη τεχνική εκπαίδευση. 

Όταν την ίδρυσε το 1888, έγραψε ο Σουρής στον Ρωμιό: "Επί πλέον να και μία πρακτική Ακαδημία". Πράγματι ένα έργο πολύ αξιόλογο με επτά προσαρτημένες σχολές από τις οποίες πολλές ιδρύθηκαν μετά από χρόνια στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Ένα ίδρυμα με διεθνή αναγνώριση στα χρόνια εκείνα. Είχε δε την υποστήριξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ και την υψηλή προστασία του βασιλέως Γεωργίου Α'. Υπήρξε επίσης πρόδρομος της σημερινή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Αθηνών.

Ο Όθων Ρουσόπουλος εργάσθηκε και ως χημικός στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Με την Ελένη γνωρίστηκαν στην Πάτρα. Οι Ρουσόπουλοι είχαν ισχυρούς δεσμούς με την πόλη αυτή. Ο πατέρας τους Αθανάσιος, είχε διορισθεί αρχικά καθηγητής ελληνικών στο α' γυμνάσιο της πόλης. Είχε σπουδάσει αρχαιολογία στο Γκαίτινγκεν της Γερμανίας όπου παντρεύτηκε την Luise Murray. Αργότερα έγινε καθηγητής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ο Αθανάσιος και η Luise έκαναν εννέα παιδιά. Το πρώτο τους παιδί λεγόταν Αγνή. 

Όταν μεγάλωσε η Αγνή και ενώ όλη η οικογένεια έμενε στην Αθήνα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πάτρα. Είχε παντρευτεί εκεί με τον Φρανς Άμβουργερ τον γυιο του Θεόδωρου Άμβουργερ, του πλουσιότερου αλλά και εξαίρετου οικογενειάρχη. Είχαν δημιουργήσει ένα αρμονικό και φιλόξενο ζευγάρι και ήταν αληθινά φιλόξενοι. Είχαν τις παρέες τους, που τις διάλεγαν. Ανθρώπους φιλόμουσους, δραστήριους αλλά όχι παραδόπιστους, παραγωγικούς, τολμηρούς, εχέφρονες, ταλαντούχους. 

Μεταξύ των φίλων τους ήταν ο Κωστής Φιλόπουλος, παππούς του σημερινού προέδρου της Δημοκρατίας, Κωστή Σεφανόπουλου. Επίσης ο Μιχάλης Σακελλαρίου, νομομαθής και βαθύς γνώστης των θρησκειολογικών ζητημάτων, παππούς του γνωστού ιστορικού και ακαδημαϊκού Μιχάλη Σακελλαρίου. Ο γυμνασιάρχης Αναστάσιος Παπαλουκάς, ο γιατρός Χρήστος Κορρήλος και μεταξύ άλλων εκλεκτών και ο γιατρός Παναγιώτης Πράτσικας, σύζυγος της Καλλιόπης Ναούμ, μιας από τις κόρες του Χριστόδουλου και της Πολυξένης και αδελφής της Ελένης Ναούμ.

Η Καλλιόπη και ο γιατρός Παναγιώτης Πράτσικας ήταν οι γονείς του γιατρού Ανδρέα Πράτσικα, του περίφημου κατόπιν διευθυντή της παθολογικής κλινικής του Ε.Ε.Σ. όταν ο Ερυθρός Σταυρός ήταν στις δόξες του. Κόρη τους ήταν επίσης η Κούλα Πράτσικα, χορογράφος, ιδρύτρια της σχολής "Πράτσικα" που με την κληροδότησή της, του κτηρίου της οδού Ομήρου 55 στην Αθήνα, ίδρυσε την κρατική σχολή Ορχηστρικής Τέχνης. Στο κτήριο αυτό λειτούργησε η ιδιωτική σχολή πάνω από 40 χρόνια. 

Η χειρονομία αυτή της Πράτσικα ήταν μεγάλης σημασίας, γιατί ανάγκασε επιτέλους το κράτος να ασχοληθεί σοβαρά με την ανώτερη χορευτική εκπαίδευση. Η εγγονή τους, η Μίνα Ζάννα, κόρη του γιατρού Ανδρέα Πράτσικα, ήταν παντρεμένη με τον αλησμόνητο Παύλο Ζάννα, δισέγγονο της Πηνελόπης Δέλτα, μία εντελώς ξεχωριστή προσωπικότητα των γραμμάτων. Η Μίνα ήταν αυτή που στις μέρες μας ενέπνευσε την ιδέα στον Παύλο Ζάννα να μεταφράσει με μεγάλη επιτυχία το εξαιρετικά μεγάλο, πολύτομο έργο του Μαρσέλ Προυστ "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". Μια σπάνια σε ποιότητα και απόδοση του δύσκολου όσο και απίστευτα ωραίου σε παγκόσμιο επίπεδο λογοτεχνικού έργου.

Στην παρέα λοιπόν αυτή, εκείνα τα παλιά χρόνια στην Πάτρα, η Ελένη γνώρισε τον Όθωνα, στο σπίτι της αδελφής του Όθωνα Αγνής, τώρα πλέον από χρόνια Άμβουργερ. Στο σπίτι αυτό κάθε φιλόμουσος είχε μία ιδιαίτερη θέση στον κύκλο τους. Άλλος με το βιολί, άλλος με την κιθάρα και άλλος με το πιάνο με ουρά, το μεγαλύτερο έπιπλο του σπιτιού της Αγνής, που της άρεζε τόσο πολύ να παίζει. Σπανιότερα συγκροτούσαν ορχηστρούλες και μπορούσε πλησιάζοντας το σπίτι τους, γωνία Ζαΐμη και Μαιζώνος, να ακούσεις αχνά τους ήχους του πιάνου και των εγχόρδων, επίσης κάποια κορώνα του Φραντς, που είχε μια όμορφη φωνή τενόρου και αγαπούσε τον Σούμπερτ. Η Ελένη έπαιζε κι εκείνη σ' αυτήν την παρέα πολύ ωραία πιάνο.


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 20.5.2004 | 261


Ο Όθων και η Ελένη παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Το σπίτι τους ήταν στην τότε πλατεία Ελευθερίας (πλατεία Κουμουνδούρου) ένα νεοκλασσικό κτίσμα με επτά δωμάτια, μια αυλή με αληθινά μωσαϊκά στο δάπεδο και έναν μεγάλο κήπο με δύο φοινικόδενδρα, πολλές μανταρινιές, γαζίες, πικροδάφνες και στην μέση μία στέρνα με χρυσόψαρα και έναν βράχο με σιντριβάνι και πολυτρίχια. Σ' αυτήν την όμορφη ατμόσφαιρα γεννήθηκαν οι δύο κόρες τους, η Αγνή το 1901 και τη Πολυξένη το 1902. Μεγάλωσαν, παρ' όλα αυτά, σ' έναν κλίμα λιτότητας και υπευθυνότητας, όπως περιγράφει η Πολυξένη στο ημερολόγιό της, που ευγενικά μου παραχώρησαν ο γυιός της, Αλεξάνδρος και η οικογένειά του.

Μεγάλη βαρύτητα δινόταν στην μόρφωση και στην παιδεία τους. Όταν ήταν 6 και 7 χρονών, οι γονείς τους έστειλαν στο Ωδείο Αθηνών για να μάθουν βιολί η Αγνή και η Πολυξένη πιάνο. Η μητέρα τους, όπως είπαμε, έπαιζε πολύ καλά πιάνο και οργάνωσε συχνά soiree musical στο σπίτι με δασκάλα θεωρίας της μουσικής της Λεονόρα Λεκατσά. Στο πιάνο η Πολυξένη προχωρούσε γρήγορα και όλοι έλεγαν πως είχε ταλέντο. Στο γυμνάσιο είχε δάσκαλο στα ελληνικά τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Η συνάντηση αυτή, γράφει, στάθηκε αποφασιστική για όλη της την πνευματική τοποθέτηση στην ζωή της. Ο Τριανταφυλλίδης είχε διαλέξει έναν τρόπο απ' ευθείας επικοινωνίας με τα παιδιά. Τους μιλούσε για την δημοτική γλώσσα και τον δημοτικισμό, σαν πνευματική τοποθέτηση. Υπήρξε δάσκαλος και φίλος της ως το τέλος της ζωής του το 1957.

Μετά τον θάνατο του Όθωνα Ρουσοπούλου, στις 31 Μαΐου του 1922, η Ελένη Ρουσοπούλου έκλεισε την Ακαδημία, μετά την λειτουργία 34 ετών. Διέλυσε το σπιτικό τους και αποφάσισε να πάει με τις δύο κόρες της στην Λειψία. Την επομένη που έφθασαν στην πόλη αυτή, την τόσο φημισμένη για την μουσική και τις ορχήστρες της, ήταν μεσημέρι Σαββάτου όπως θυμόταν η Πολυξένη και πήγανε αμέσως να ακούσουν την τόσο γνωστή παιδική χορωδία για εκτέλεση έργων Bach και των συγχρόνων του. 

Κάθε Σάββατο μεσημέρι είχε Mottete (ένα είδος θρησκευτικής μουσικής) στην Thomaskirche, στην εκκλησία όπου είχε χρηματίσει για πολλά χρόνια Kantor ο Johann Sebastian Bach. Ένα αξέχαστο βίωμα για τις δύο αδελφές. Στο δε Konservatiorium (Ωδείο) που γράφτηκε η Πολυξένη, είχαν το δικαίωμα να παρακολουθούν κάθε Πέμπτη πρωΐ την πρόβα της περίφημης ορχήστρας της Λειψίας, που διηύθυνε ο Fourtwängler, άγνωστος τότε, κατόπιν όμως διάσημος μαέστρος.

Η χρονιά λοιπόν, που έκαναν η Πολυξένη με την μητέρα της ένα ταξίδι στην Ελβετία, ήταν το 1924.

Κι ερχόμαστε τώρα στο περιστατικό με την “Ενάτη” συμφωνία του Μπετόβεν και τον ρόλο που έπαιξε για την ζωή τους. Βρισκόντουσαν στην Ζυρίχη και την επομένη θα φεύγανε να πάνε στο Lugano. Το βράδυ εκείνο όμως είδαν ότι παιζόταν η "Ενάτη" του Beethoven στην Tonhalle. Η Πολυξένη δεν την είχε ακούσει ποτέ και για να πάνε στην συναυλία αναβάλανε το ταξίδι τους. Το τραίνο με το οποίο θα ταξιδεύανε είχε στην Bellinzona μία φοβερή σύγκρουση, με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Μετέφερε βυτία γεμάτα γκάζι και πήρε φωτιά. Οι καημένοι οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί. Έτσι η "Ενάτη" του Beethoven έσωσε τη ζωή των δύο γυναικών.

Την επομένη χρονιά η Πολυξένη πήρε το δίπλωμα του Ωδείου με καλούς βαθμούς και έμεινε έναν χρόνο για να κάνει τις εξετάσεις σολίστ. Τότε γνώρισε τον ζωγράφο γραφίστα και καθηγητή στην "Ακαδημία Γραφικών Τεχνών και Βιβλίου της Λειψίας" Ματέϋ, ο οποίος καταγόταν από προγόνους Έλληνες από το Sibiu της Ρουμανίας. Ήταν και ορθόδοξος, όπως πολλοί Έλληνες που κατέφευγαν τότε στις παραδουνάβιες χώρες και διατηρούσαν την ορθοδοξία τους. 

Παντρεύτηκαν στην ρωσική εκκλησία της Λειψίας το 1926 και μετά δύο χρόνια εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο. Το διαμέρισμά τους εκεί στην Brückenhalle 8 που περιγράφει, ήταν επιπλωμένο πολύ απλά με ένα-δύο καλά έπιπλα και ωραιότατα χρώματα. Ο Ματέϋ μάλιστα είχε έναν Picasso της κυβιστικής εποχής κι έναν Kandinsky (Der weisse Fleck(1)). Σ' αυτό το διαμέρισμα τους επισκεπτόταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Νίκος Σκαλκώτας, η Αλεξάνδρα Τριάντη (πρόσφατα εγκαινιάστηκε στο μέγαρο Μουσικής των Αθηνών αίθουσα "Αλεξάνδρα Τριάντη"), η Νέλη Ασκητοπούλου (μετέπειτα Ευελπίδου). Σε μία δεξίωση μάλιστα φιλολογικού σωματείου γνώρισε και τον Thomas Mann, τον περίφημο γερμανό συγγραφέα και μίλησε αρκετή ώρα μαζί του.

Το πρώτο της ρεσιτάλ της Πολυξένης στο Βερολίνο πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 και είχε πολύ καλές κριτικές. Έπαιξε μετά με ορχήστρα στην Κολωνία και έδωσε ρεσιτάλ στο Ντύσελντορφ και στη Λειψία. Στις 6 Απριλίου 1930 στην Singakademia(2) του Βερολίνου, έπαιξε σε πρώτη εκτέλεση το κοντσέρτο για πιάνο, βιολί και ορχήστρα του Σκαλκώτα. Το χειρόγραφο αυτού του κοντσέρτου, το οποίο της είχε χαρίσει ο Σκαλκώτας, έμεινε με τόσα πολλά άλλα πράγματα στο Βερολίνο και κάηκε στους φοβερούς βομβαρδισμούς του 2ου παγκοσμίου πολέμου.

Δυστυχώς, δεν βρέθηκε άλλο αντίγραφο αυτού του έργου στα χαρτιά του Σκαλκώτα, μετά τον θάνατό του. Πρόσφατα, στο μέγαρο Μουσικής Αθηνών, έγινε μία τιμητική εκδήλωση για τον Σκαλκώτα, που την μεγαλοφυΐα του τώρα τελευταία την ανακάλυψαν στον βαθμό που του άξιζε, μολονότι όταν ζούσε και για αρκετά χρόνια μετά, ήταν ένας από τους πολλούς λησμονημένους. Τον Νοέμβριο του 2004 πραγματοποιήθηκαν επίσης αφιερώματα για τα 100 χρόνια από την γέννηση του μεγάλου συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα (1904-1949) στο μουσείο Μπενάκη, στον δήμο Αθηναίων, στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στο Ινστιτούτο Γκαίτε μαζί με την Σουηδική πρεσβεία.

Η Πολυξένη ήρθε στην Ελλάδα το 1930 για να ερμηνεύσει το κονσέρτο αρ. 2 του List. Εγκαταστάθηκαν, έναν χρόνο μετά, τον άνδρα της μόνιμα πλέον στην Ελλάδα, όπου δούλεψε για τρία χρόνια. Στην αρχή στην σχολή της Κούλας Πράτσικα, της πρώτης της εξαδέλφης. Έκανε μαθήματα, έδινε διαλέξεις και μουσικές βραδιές. Από το 1933 όμως αποφάσισε να ασχοληθεί με παιδαγωγική δουλειά, κίνηση και μουσική. 

Πήγε στο Μόναχο το 1935 και φοίτησε στην σχολή Guenther που καλλιεργούσε με πολύ σύγχρονο τρόπο αυτό τον συνδυασμό. Διευθυντής τμήματος ήταν τότε ένας νέος μουσικός ο Orff. Την ώρα της γνωριμίας τους, ο Orff έπαιζε το γνωστό σε όλους μας Carmina Burana, που μόλις είχε τελειώσει την σύνθεση του έργου του. Ο Orff υπήρξε από τότε -λέει στο ημερολόγιό της η Πολυξένη Ρουσοπούλου- δάσκαλος και καθοδηγητής της και αργότερα την συνέδεσε μια βαθειά και ειλικρινή φιλία μαζί του, που κράτησε ως τον θάνατό του, τον Μάρτιο του 1982.

Μετά τις επιτυχημένες εξετάσεις για το νέο δίπλωμα, παρακολούθησε τους ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου το 1936. Μία εξαιρετικά επιβλητική εορτή ενάρξεως με την είσοδο της φλόγας από την Ολυμπία που την είχε ανάψει η ομάδα της Κούλας Πράτσικα, εγγονής, όπως είπαμε του Καστοριανού Χριστόδουλου Ναούμ και της Πολυξένης το γένος Βουλγαρίδη. Πρώτη φορά σε ολυμπιακούς αγώνες έγινε αυτή η μεταφορά της ολυμπιακής φλόγας από την Ολυμπία, με δρομείς δια μέσου όλης της Ευρώπη και καθιερώθηκε έκτοτε.

Το σπίτι τους στην Αθήνα, ήταν πρώτα στην οδό Φωτίου Πατριάρχη. Από το Βερολίνο είχαν φέρει πολύ λίγα πράγματα, μαζί με το πιάνο με ουρά, το Bluethner, που το είχε αγοράσει το 1927 στην Λειψία. Με τους βομβαρδισμούς του 2ου παγκοσμίου πολέμου, όλα τα πράγματα στο Βερολίνο δυστυχώς καταστράφηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1938 ίδρυσε την σχολή στο ιδιόκτητο κτήριο της οδού Δημοχάρους 27 και το 1939 το Μετσόβιο Πολυτεχνείο την κάλεσε να συμμετάσχει με την σχολή της στην εκατονταετηρίδα του. Διάλεξε τότε μουσική από τον Προμηθέα του Beethoven και πήραν μέρος σπουδαστές του Πολυτεχνείου. Την ορχήστρα διεύθυνε τότε ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης.

Στο μεταξύ, ο πολιτικός ορίζοντας στην Ελλάδα είχε κι όλας αρχίσει να σκοτεινιάζει και ήρθε η μοιραία 28η Οκτωβρίου 1940. Η σχολή έκλεισε όταν το 1941 άρχισε η τραγική περίοδος της τριπλής γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής κατοχής. Κατά την διάρκεια της κατοχής θυμόταν η Πολυξένη ένα περιστατικό. Είχε πάει στην Αίγινα να κρύψει δύο κυνηγετικά όπλα του πατέρα μιας φίλης της, ενώ οι Γερμανοί είχαν βγάλει αυστηρή διαταγή να παραδοθούν όλα τα όπλα. 

Ο Καζαντζάκης, που ζούσε τότε απομονωμένος στην Αίγινα, είχε μάθει από ένα περιβολάρη ότι η Πολυξένη ήταν στο νησί και πήγε να την δει και να της δώσει δώρο τον "Υπερίωνα" (Hyperion) του Χέλντερλιν με αφιέρωση. Το βιβλίο αυτό το διάβαζε συχνά, γιατί της θύμιζε, πως ο αληθινός ποιητής βρίσκεται πάνω από τις αθλιότητες του πολέμου, κι ακόμη ότι μέσα σ' αυτήν την δύσκολη περίοδο, υπήρχε μία ενότητα, μία ομοψυχία όλων στην κοινή δυστυχία. Ο δε Μανώλης Τριανταφυλλίδης οργάνωνε τότε μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα μαθήματα Πινδάρου και Σαπφώς. Στο σπίτι του Μανώλη Τριανταφυλλίδη άλλωστε η Πολυξένη γνώρισε τον Στρατή Μυριβήλη, τον Ηλία Βενέζη, τον Καραγάτση, τον Θεοτοκά, τον Ευάγγελο Παπανούτσο, τον Ιωάννη Κακριδή και τον Δημήτρη Λουκάτο.

Η σχολή της Πολυξένης Ρουσοπούλου Ματέϋ, άνοιξε πάλι τον χειμώνα του 1945-46, ενώ το 1949 πήγε στο Salzburg γιατί θα παιζόταν σε παγκόσμια πρεμιέρα η "Αντιγόνη" του Orff. Με την ευκαιρία κουβέντιασε για κάποια μαθήματα παιδικής μουσικής στο Mozarteum. Ήταν αυτά τα μαθήματα η αρχή του μετέπειτα περίφημου Orff-Schulwerk της λεγόμενης "Μουσικοκινητικής αγωγής Όρφ".

 Εν τω μεταξύ στην σχολή στην Αθήνα, άνοιξε επαγγελματικό τμήμα με καθηγητές την Υβόννη ντε Κίρικο, τον Βακαλό, την Όλγα Κακριδή κ.ά. Τον Μάη του 1950, ανεβάσανε τα χοροδράματα "Σάπφειρος" με μουσική Αργύρη Κουνάδη και Les Petits Riens με μουσική Mozart, σκηνικά του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα και χορογραφία της Υβόννης ντε Κίρικο. Τον ίδιο χρόνο πέθανε η μητέρα τους Ελένη Ναούμ.

Το 1952 στο θέατρο "Ρεξ" ανεβάσανε την "Λιογέννητη" του Αργύρη Κουνάδη, με τους ίδιους συντελεστές. Πήρανε μέρος επίσης, το 1953, στις "Δελφιάδες" της Λυών και το 1957 της Γενεύης. Στις "Δελφιάδες" αυτές, χόρεψε η ομάδα της σχολής την σουΐτα "Η γη κι η θάλασσα της Ελλάδος" του Σκαλκώτα, την οποία ο συνθέτης είχε γράψει ειδικά για την σχολή της.

Όταν ήρθε ο Orff στην Ελλάδα το 1957, την παρότρυνε να εργαστεί με τα παιδιά της σχολής πάνω στο σύστημα "Μουσικοκινητική αγωγή Ορφ" και της έφερε τα σχετικά τεύχη. Τον άκουσε και μετά από μία δοκιμαστική περίοδο, το 1962, εισήγαγε επίσημα το σύστημα αυτό. Όταν το Αρχαιολογικό Γερμανικό Ινστιτούτο έδωσε προς τιμή του Orff μία δεξίωση, παίχτηκε από δίσκο η "Αντιγόνη". Τότε ο Αργύρης Κουνάδης, όταν είδε πόσο ο Orff είχε μεταχειριστεί το μελισματικό ύφος, κάτι δηλαδή που θύμιζε τον τρόπο που διαβάζεται το Ευαγγέλιο στις εκκλησίες μας, ακούστηκε να λέει: "Κοιτάξτε αυτό το είχαμε κάτω από την μύτη μας και δεν το μεταχειριστήκαμε εμείς". Κι ο Orff: "Έχετε πολλά πράγματα κάτω από την μύτη σας, που δεν τα βλέπετε".

Το 1960 η Πολυξένη πήγε στο Saltsburg για ένα σεμινάριο με άλλους 27 συμμετέχοντες, μουσικούς και μουσικοπαιδαγωγούς. Τα παρακολουθούσε ο ίδιος ο Orff και τα βράδια τους έκανε ομιλίες και διηύθυνε τις συζητήσεις. Στο τέλος του σεμιναρίου ο διευθυντής του Mozarteum της πρότεινε να διδάξει από το επόμενο καλοκαίρι. Πράγματι, κάθε καλοκαίρι από τότε δίδασκε στο Mozarteum "μουσικοκινητική αγωγή Ορφ" έως το 1969. Δίδαξε επίσης με σύσταση του Orff σε σεμινάρια στο Τορόντο του Καναδά το 1963 και 1964, που οργάνωσε το εκεί Ωδείο.
Η Πολυξένη Ρουσοπούλου έγραψε -εκτός των άλλων- και τα βιβλία: "Αγνή Ρουσοπούλου 1901-1977 η επιστήμων, η αγωνίστρια, ο άνθρωπος" και το (πρώτο ελληνικό) βιβλίο "Ρυθμικής".

Το 1998 η κρατική σχολή Ορχηστρικής Τέχνης, που ανήκει στην ανωτέρα βαθμίδα της εκπαίδευσης και λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού, έβγαλε ένα λεύκωμα με φωτογραφίες, χρονολόγιο, εργογραφία και βιβλιογραφία για να τιμήσει την Πολυξένη Ρουσοπούλου για όλη την προσφορά της στον χώρο της τέχνης και της παιδαγωγικής.

Στις 9 Μαΐου 1990 το ίδρυμα Orff της απένειμε την τιμητική διάκριση Pro Merito και το 1996 της έγινε απονομή από το Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων, μαρμάρινου αγαλματίου για την προσφορά της στην μουσικοκινητική αγωγή των Ελληνοπαίδων.

Η Πολυξένη Ρουσοπούλου, ύστερα από 54 χρόνια αξιόλογης εργασίας, πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου 1999.


Θερμές ευχαριστίες στο ομότιμο Καθηγητή του Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου κ. Ιωάννη Παππά, δισέγγονου του Χριστόδουλου και Πολυξένης Ναούμ, για την ευγενική χειρονομία της παραχώρησης της φωτογραφίας της οικογένειας Ναούμ.

(1) Der Weisse Fleck = Η άσπρη κηλίδα
(2) Singakademia = Η ακαδημία που διδάσκει όπερα λίντερ, όχι οργανική μουσική. Δηλαδή ακαδημία άσματος.

Πηγές:
-Από το ημερολόγιο της Πολυξένης Ρουσοπούλου όσο και από προφορικές πληροφορίες από τα παιδιά της.
-Από το βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη "Πριμαρόγια".
-Από συμπληρωματικές πληροφορίες της ανιψιάς της κας Αθηνάς Κοτσιά, την οποία και ευχαριστώ.
-Και από το περιοδικό "Δέντρο", άρθρο της Κατερίνας Σαροπούλου.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20.5.2004 στο φύλλο αρ. 261, 
και αναρτήθηκε στο ιστολόγιο της εφημερίδας εμπλουτισμένο στις 2.10.2011.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ