Τα πρακτορεία στη σειρά δίπλα σε μαυρισμένα πεζοδρόμια, σκοτεινά περίπτερα. Λίγα ούζα στην τρούμπα, λίγα λόγια στα τραπέζια, ένα τηλεφώνημα για τον καιρό, οι άνεμοι στο πέλαγος θα είναι μέτριοι έως πέντε μποφώρ, ηλιοφάνεια, η θάλασσα ελαφρά ταραγμένη.
Σάββατο φθινόπωρο δίχως σύννεφα, ανεβαίνω την σκάλα για την
ρεσεψιόν. Χιλιοκαθαρισμένες μοκέτες, μπλουζάκια με το όνομα του πλοίου,
βεβιασμένα χαμόγελα. Σε ανάγλυφη λαμαρίνα με μπύρες, φαντάροι, φοιτητές, νταλικιέρηδες.
Τον Νοέμβριο οι αγέρηδες κοπάζουν, ακούω στην γέφυρα. Στο μπαρ τράπουλες, φραπέδες,
ανοιχτά πουκάμισα. Στήνω την φωτογραφική μηχανή, αδύνατον να συγκεντρωθώ.
Σαρωνικός. Ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, κοντά από την Άνδρο. Υψικάμινος. Οι γλάροι
ακολουθούν, ο ήλιος πέφτει, οι ναύτες ακίνητες σιλουέτες στο κατάστρωμα.
Έρωτας, νόστος, χρήματα.
Αγωνίζομαι να εστιάσω, να σωπάσω. Τα λιμάνια καημοί, τα
κύματα μαύρα. Το βράδυ, ο Πέτρος κερνάει τα ποτά. Όλοι σε δυο τραπέζια, δέκα
καρέκλες, ο καπετάνιος με το ανώτερο πλήρωμα. Άσπρα μανίκια, θητεία, λίγες
κουβέντες. Γίνομαι ένα με το λίκνισμα του πελάγους, την παλινδρόμηση της
μνήμης. Από πού είσαι, ο χειμώνας θα' ναι βαρύς, η κόρη μου θέλει ένα καραβάκι
για τα Χριστούγεννα, εκατόν τριάντα δύο και σήμερα, αγάπη μου. Ημερολόγιο
καταστρώματος.
«Πέρασε όλη μου η ζωή από μπροστά μου. Δεν ντράπηκα. Δεν σάστισα.
Μόνο το σπίτι μου σκεφτόμουν. Στο Αιγαίο τα σημεία που δεν βλέπεις στεριά είναι
λίγα. Γι αυτό μ' αρέσει αυτό το δρομολόγιο. Κάθομαι και σκέφτομαι τον Ινδικό,
τον Ειρηνικό. Το σουέλ. Τότε, πριν τριάντα χρόνια. Γυρνάω, γυρνάω στο μυαλό
μου, παντού νερά, πουθενά άνθρωπος. Νομίζω ότι στο καράβι, δίχως κανέναν γύρω
μου, στο φαγητό, στο κατάστρωμα, στα μάτια μου κανέναν, αγάπησα περισσότερο τα
ανθρώπινα. Δίχως να θέλω να γυρίσω».
Με έναν ρυθμό που ποτέ δεν πρόβλεψα, σ' ένα λιμάνι ψηλά από
την κουβέρτα, παρατηρώ τον κόσμο που αποβιβάζεται, τις φωνές που ανεβαίνουν.
Φανός με θαμπά τζάμια, ύπνος πάνω απ' τα σωσίβια. Το κονιάκ με την μεζούρα,
κολλάει η κουπαστή, μαρκαδόρος στις καρέκλες. Απ' το αμπάρι ο βόμβος των
φορτηγών. Το καλοκαίρι στο νησί φορτωμένος προσμονή για απόδραση. Στο σελφ σέρβις
κροταλίσματα. Το μάζεμα του τραπεζιού, Κυριακή μεσημέρι. Τα χέρια ανάμεσα στα
μαλλιά, μανικετόκουμπα σκαλιστά, βγαίνει στον καθαρό αέρα.
Ξεκουράζομαι με τα δάχτυλα να σκίζουν τις σελίδες
χαρτοκόπτης, ακούω τις συνομιλίες στον διάδρομο. Άλφα θέση, τουριστική, ντεκ,
βυθομετρικός χάρτης, παρακαλούμε μην καπνίζετε, σταθμός συγκέντρωσης, άτομα
πενήντα δύο. Δεκαοκτώ χρονώ, πενθήμερη στην Κρήτη. Κάντια, Ρέθυμνο. Όλο το
βράδυ τρικυμία, έβγαλε καιρό ο κάβος, οι καθηγητές άγρυπνοι. Μετράω τις ώρες,
υπολογίζω το στίγμα δίχως χάρτη, κρεμασμένος στον τοίχο, όλα τα νησιά, όλα τα
βουνά. Εξάντας, πλώρη, καμπούνι, αλμύρα.
«Αλλάζουμε στην Μυτιλήνη. Η Μαρία λευκή, γελαστή στο φως, η
ίδια φως, με περιμένει. Την μέρα που παντρεύτηκα ξεμπάρκαρα. Την μέρα που
γεννήθηκε ο γυιος μου κέρασα στην Αλεξάνδρεια. Την νύχτα που πέθανε ο πατέρας
μου ήπια πορτό στην κουκέτα μου ως το πρωΐ».
Τα μάτια της στην παγωμένη θάλασσα, ο αέρας τρυπάει τα παλτά.
Το πλοίο κινείται αργά, η στεριά πλησιάζει σιγά. Ησύχασα σε μια γωνιά, υβριστής
ξενύχτησα. Οι εικόνες γλυφές, αρπάζω την ευκαιρία. Στην κάλμα συγκεντρώνομαι
στο σώμα μου, στην νύχτα του Αιγαίου αναδιοργανώνομαι, οι σκέψεις κυματισμοί με
μέδουσες. Αισθήσεις και μνήμες ταυτίζονται, στον κρύο αέρα ορκίζομαι. Και η
διήγηση συνεχίζεται.
Τα μεσάνυχτα περνάμε από την Χίο, όλα τα προηγούμενα κι όλα
τα επόμενα, σχίζουν. Πάντα ψηλά από το λιμάνι ίλιγγος, γίγαντας το καράβι. Με
το βλέμμα κάτω, βαδίζω στο μπαρ με το πρόσωπο λυτό. Κάθε φορά είναι σαν να' χω
ζήσει εδώ. Βέρτιγκο. Πούσι. Το καφενείο στην προκυμαία. Ασύνδετες εικόνες,
τροφή μιας ζωής. Κόμβοι, ώρες, αποστάσεις. Ανοίγομαι στην μοναξιά και στις
μνήμες των προσώπων. Τρεις ώρες μετά, χαμένος στο πέλαγος ανακαινίζω την ζωή
μου.
«Όταν υπηρετούσα στον Έβρο, Δεκαπενταύγουστο, σε μια σκοπιά
δύο τέσσερεις, μετάνοιωσα για όλα, ξανάρχισα από την αρχή, στο μυαλό μου.
Καταλαβαίνεις;»
Μαζεύοντας όλες μου τις δυνάμεις, λίγες γραμμές στο σημειωματάριο.
Κάθομαι κάτω με τα γόνατα να κρύβουν το πρόσωπο, ο παγερός αγέρας στα χέρια.
Θέλω να συλλαβίσω λέξεις για μένα, για σένα, γι αυτήν. Άλλη μια φορά
αποτυχαίνω. Άλλη μια φορά όρθιος με τα μέλη χαλαρά.
Το απόγευμα επιμένω. Στην κουβέρτα κουρνιάζω, ο ήλιος
δοξάζει τα κύματα, κάτω από το φουγάρο σαν έμβρυο. Όπως το βλέμμα σαρώνει την
απέναντι ακτογραμμή, προσλαμβάνω τον κόσμο αφελώς. Μηχανικός άλφα, μηχανικός
βήτα, οι βράχοι τα βουνά οράματα.
Είναι φορές που εντοπίζεις το σημείο που στέκεσαι, είναι
φορές που στιγματίζεις την παρουσία σου σ' αυτή την σφαίρα. Και αποφασίζεις πως
σου πάει η τάδε συμπεριφορά, ο δείνα λόγος. Είναι φορές που χάνεσαι σαν το
σκυλί στο χιόνι.
Ο μετανάστης με το βιολί, ένα με τον άνεμο στην Σαμοθράκη.
Του Προφήτη Ηλία έπαιξε ασταμάτητα ώσπου να κουραστούν οι χορευτές. Τα φώτα στη
θάλασσα. Το βουνό με τα φονικά νερά. Οι γλάστρες με τις μολόχες και η σκόνη.
Στάση στην Λήμνο, από ψηλά οι λιμενικοί κουκίδες. Ο Άθως
οπτασία ανάμεσα στις λάμπες, στις λέμβους, στον ορίζοντα. Παρακολουθώ όπως
αλλάζει θέση στην οπτική μου γωνία. Μια κορφή στον Ουρανό. Κι ύστερα τα πόδια
της Χαλκιδικής, τα λευκά τουριστικά καταλύματα, η αίσθηση της μακεδονικής
ενδοχώρας. Κόλπος Τορωναίος, κόλπος Κασσάνδρας, κόλπος Θερμαϊκός. Ασπαίρουσα η
σκέψη στροβιλίζεται. Γυμνός κοιτάζω τα χρόνια και τα συμβάντα.
«Το πρωΐ ξαναπήρα την ζωή μου από την αρχή, σκέφτηκα την γειτονιά
και το σχολείο, την πόλη, την θάλασσα. Το κάνω κάθε φορά, μια φορά σε κάθε ταξίδι.
Οι ίδιες εικόνες, τα ίδια πράγματα σαν όνειρα περνάν από το μυαλό μου. Ξεχνάω
στο λιμάνι. Στην φουρτούνα θυμάμαι πάλι».
Τα Εισόδια της Θεοτόκου γιορτάζονται με κατάνυξη, αγάπησα τα
χώματα αυτά. Σκιάθος. η περιφορά την Μ. Παρασκευή, ο μπροστάρης "Αι γενεαί
πάσαι", παλικαρίσια. Μετά τα βήματα ταράξαν την καρδιά, περπάτησα και
είδα.
Οίδα σου την θλίψιν και την πτωχείαν. Το λάδι και το κρασί
μην αδικήσεις. Φευ.
Από το ακρωτήρι ως τα φώτα της Θεσσαλονίκης ο δρόμος είναι
μακρύς. Με το πρόσωπο ασύσπαστο και αδημονία στην καρδιά αγνώριστη, απαριθμώ
τους φάρους. Πλωτούς και χερσαίους. Παρερμηνεύω τις αποστάσεις και τα φώτα της
στεριάς. Σκιώνη, Σίβηρη, Ποτίδαια, Αγγελοχώρι. Και πάλι από την αρχή. Η είσοδος
της πόλης δέον να γίνεται από την θάλασσα. Εξόδιος περιπλάνηση. Μεσημέρι στην
Μηχανιώνα, ο τόπος καίγεται, σχολή εμποροπλοιάρχων, ψαράδες ψαύουν τα δίχτυα.
Μια Κυριακή περίπατος στην αποβάθρα, ζυμώνεται η όραση, τα μάτια μισοκλείνουν.
«Πέρασα χρόνια που σκεφτόμουν. Νομίζω ότι ξαναγεννήθηκα, ή
έτσι ήθελα να γίνει. Να, σαν να βαπτιζόμουν κάθε φορά που ξεμπάρκαρα, σαν να
'παιρνα τον δρόμο για έναν άλλο κόσμο, μακριά, μακριά από εδώ. Σταθμοί της
ζωής. Ορκωμοσία, θητεία, γάμος, τεκνοποίηση, εργασία. Και το ενδιάμεσο σμίλεμα
γρίππη, φιλονικίες, χρήματα, γνωριμίες, σιωπή. Πώς να τα προλάβεις;»
Συντετριμμένος από τα ανθρώπινα, διενέξεις, διαφωνίες του
τρόπου ζωής, του εκλαμβάνεσθαι. Σαν παιδί που πρωτοβλέπει, σαν έφηβος που
ερωτεύεται, λυγίζω την σκέψη για να μάθω. Αφέθηκα. Άνεμος που συρρέει, ορμή που
σηκώνεται, σώμα που διπλώθηκε. Στον Θερμαϊκό όρμο με τον όρμο, νύχτωσε δεύτερη
φορά, ο αναπτήρας δεν ανάβει, τριάντα μία ώρες. Οι ανάσες της πόλης,
Σαββατοκύριακο κι η πόλη άδεια. Φούρκα, Καλλιθέα, Πευκοχώρι. Δέκα η ώρα το
βράδυ οι νεαροί ανεβαίνουν γελώντας, πνίγουν. Στο λεωφορείο η βεβαιότητα της
στεριάς, η χαρμολύπη της Κυριακής. Λουφάζω στην ξύλινη θέση μου, στάση Λευκός
Πύργος.
Να λησμονήσει τους ήρωές του. Από τα βιβλία, τον
κινηματογράφο, την ζωή του με τους συγγενείς, τους φίλους. Να κόψει τα σχοινιά,
τους κάβους. Από το λευκό των γλάρων και του αφρού, από το βαθύ γαλάζιο στ'
ανοιχτά ν' αρχίσει.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13-5-2004, αρ. φύλλου 260.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.