1.12.13

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Λαϊκό παραμύθι από το Γέρμα



Αφηγήτρια του παραμυθιού η κ. Αικατερίνη Λάτσου-Πετσώνη, που το άκουσε από τον πατέρα της Γεώργιο Λάτσο από Γέρμα


* * *

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ  ήτανε ο πατέρας, η μάνα κι είχαν και τρία μικρά παιδιά, αγόρια. Φτωχοί πολύ, τα μεγάλωσαν με πολλές δυσκολίες, φτώχια, λίγο φαΐ, λίγο ψωμί, τα πάντα. Μεγάλωσαν τα παιδιά και λένε:
-Πατέρα, θα πάμε να βρούμε την τύχη μας. Θα πάμε να δουλέψουμε.
Ξεκίνησαν. Τα ‘βαλε η μάνα τους από ένα σακούλι, μεγάλα παλικάρια τώρα και τα τρία, τα ‘βαλε λίγο ψωμάκι, λίγο τυράκι και ξεκίνησαν. Στο δρόμο που πήγαιναν, περπάτησαν, δεν ήταν ούτε συγκοινωνίες ούτε λεωφορεία, δεν είχαν ούτε γαϊδούρι να πάρουν να πάνε, με τα πόδια. Βρήκαν έναν παππού στο δρόμο.
-Καλημέρα, παππού.
-Καλημέρα, παιδιά. Πού πάτε;
-Θα πάμε να βρούμε την τύχη μας, παππού.
-Εντάξει, λέει. Θέλετε να πάμε μαζί;
-Πάμε, παππού.
Ξεκίνησε τώρα ο παππούς και τα τρία τα παλικάρια. Πάνε σε ένα μεγάλο βουνό γεμάτο πέτρες. Δεν είχε τίποτα, σκέτη πέτρα. Και λέει ο μεγάλος:
-Οχ, ρε παππού, αυτές οι πέτρες να ήταν όλες πρόβατα! Και να κάνω και μια στρούγκα, να ‘χω και το μαντρί μου εδώ, να ‘χω και τα σκυλιά μου και να τα βοσκάω ... Και θ’ άρμεγα το γάλα· όποιος περνούσε θα τον έδινα να πίνει.
Αυτός ο παππούς ήταν ο Χριστός, όμως αυτοί δεν ήξεραν.
Τα ευλόγησε ο παππούς αυτός, γέμισε το βουνό πρόβατα, σκυλιά, μαντριά. Έμεινε ο ένας εκεί, ο μεγάλος.
Τώρα ξεκινάει με τους δυο. Πάνε, πάνε μακριά πάλι, φτάνουν σ’ ένα μεγάλο πλατάνι, ήταν δυο βρύσες. Έκατσαν να ξεκουραστούν, ήπιαν το νερό, έφαγαν λίγο ψωμί, λέει ο δεύτερος:
-Οχ, μωρέ παππού, αυτές οι βρύσες, η μία να έτρεχε τσίπουρο και η άλλη κρασί, να κάνω και μια ταβέρνα εδώ στο πλατάνι κι όποιος περνούσε θα τον έδινα να πίνει.
-Θα τον έδινες; ρωτάει ο παππούς.
-Θα τον έδινα.
Τα ευλόγησε αυτά ο Χριστός, άρχισαν οι βρύσες να τρέχουν, μία κρασί μία τσίπουρο. Έμεινε κι αυτός εκεί.
Ξεκίνησε με τον έναν. Έφτασαν μακριά σ’ ένα χωριό απ’ έξω, βράδυ ήταν, ακούνε χτυπάν τα όργανα. Το πρωί θα γινόταν ένας γάμος. Λέει ο παππούς:
-Βρε παιδί μου, εσύ δε ζήτησες κάτι. Τι θέλεις; Οι άλλοι δυο κάτι ζήτησαν, έμειναν.
-Α, εγώ, παππού, θέλω να παντρευτώ. Να πάρω μια γυναίκα σαν εμένα. Ό,τι σκέφτομαι εγώ να σκέφτεται κι αυτή. Ό,τι κάνω εγώ να το κάνει κι αυτή.
Λέει ο παππούς:
-Αυτή η γυναίκα που παντρεύεται αύριο, αυτήν πρέπει να πάρεις.
-Πώς θα την πάρω αυτήν; Αυτή αύριο παντρεύεται.
-Μη στεναχωριέσαι, λέει ο παππούς.
Ε, είδαν και τον ξένο οι χωριανοί, τον κάλεσαν στο γάμο το βράδυ. Έλεγαν τραγούδια, όλοι είπαν τραγούδια, λένε:
-Παππού, εσύ δε θα μας πεις ένα τραγούδι;
-Εγώ θα σας πω κάτι, λέει ο παππούς. Αυτή η γυναίκα, η κοπέλα, που παντρεύεται αύριο πρέπει να πάρει το δικό μου το παιδί. (Είπε ότι είναι δικό του παιδί.)
-Πώς θα πάρει το δικό σου το παιδί; Αφού αυτή παντρεύεται.
-Κοιτάξτε να δείτε. Μαζέψτε όλα τα παιδιά απ’ το χωριό. Απόψε τη νύχτα θα φυτέψουν από ένα κλήμα. Όποιου μέχρι το πρωί βγάλει σταφύλια, αυτός πρέπει να πάρει την κοπέλα.
Μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά από το χωριό, άρχισαν τη νύχτα να φυτεύουν άλλος εδώ, άλλος εκεί, άλλος εκεί, όλη νύχτα έριχναν κοπριά, σκάλιζαν, ως το πρωί να το κάνουν να βγάλει τα σταφύλια, τον λέει ο παππούς:
-Βρε παιδί μου, δεν πήγες κι εσύ στην άκρη εκεί να φυτέψεις ένα κλήμα;
Ε, πήγε κι αυτό, έβαλε εκεί στην άκρα στο σπίτι ένα κλήμα, ξύπνησε το πρωί το χωριό, μια κληματαριά ήρθε γύρω γύρω στο σπίτι, γεμάτη φύλλα πράσινα και μαύρα σταφύλια, το χωριό είπε: «Πρέπει να την πάρει αυτός που είπε ο παππούς».
Την πήρε την κοπέλα, παντρεύτηκαν, εξαφανίστηκε ο παππούς. Έφυγε, ντύθηκε κουρέλια, έβγαλε σπυριά στο πρόσωπο, χάλια, ζητιάνος, πήγε στον πρώτο, με τα πρόβατα. Τον λέει:
-Βρε παιδί μου, μήπως έχεις λίγο γάλα ζεστό να πιω, έχω λίγο σκληρό ψωμί, να το φτιάσω παπάρα να φάω;
Τον λέει:
-Έχεις παράδες;
-Δεν έχω.
-Ε, άντε, άμα δεν έχεις, πάνε από κει που ήρθες. Λέει ο παππούς:
-Πέτρες ήταν και πέτρες να γίνουν, να κάθεται ο κόσμος να ξεκουράζεται.
Χάθηκαν τα πρόβατα, χάθηκαν τα σκυλιά, χάθηκαν τα γάλατα, όλα, τα μαντριά, έγιναν γεμάτο πέτρες. Φωνάζει αυτός:
-Έλα, παππού, να σε δώσω γάλα.
Ο παππούς έφυγε. Πηγαίνει σ’ εκείνον που είχε τις βρύσες. Τον λέει:
-Αχ, βρε παιδί μου, πονάει η κοιλιά μου, δε με δίνεις λίγο τσίπουρο να πιω;
-Έχεις παράδες;
-Λεφτά δεν έχω.
-Άντε, άμα δεν έχεις (κι ήταν έτσι ακουμπισμένος, τα πόδια τα είχε στο δέντρο), τον κάνει, πάνε από κει που ήρθες (με το πόδι, όχι με το χέρι).
Λέει αυτός:
-Νερό ήταν κρύο και νερό να τρέχει, να πίνει ο κόσμος και να δροσίζεται.
Χάθηκε το τσίπουρο, χάθηκε το κρασί, άρχισαν οι βρύσες να τρέχουν το νερό. Φεύγει κι από κει, πάει στο αντρόγυνο που πάντρεψε. Πήγε κατά το βραδάκι, με σπυριά, χάλια και πάλι. Πάει και χτυπάει την πόρτα έξω και βγαίνει η γυναίκα (ήτανε δέκα χρόνια που ‘χαν περάσει). Είχανε κι ένα παιδί (αγόρι ήταν κορίτσι ήταν δεν ξέρω) δέκα χρονών. Λέει ο παππούς:
-Καλησπέρα!
-Έλα, παππού, έλα μέσα.
-Όχι, λέει. Μήπως έχετε κανένα εδώ έξω στο μαγειρειό, να περάσω τη νύχτα μου; Πού να κοιμηθώ, πού να πάω;
-Όχι, παππού, θα ‘ρθεις μέσα. Τι, έξω θα σε βάλουμε;
Ανάβει το τζάκι αυτή, κάθεται με τον παππού, τον λέει:
-Βρε παππού, τόσα χρόνια έτσι; Πόσα χρόνια έχεις έτσι με τα σπυριά αυτά;
-Τι να σου πω, έχω πολλά χρόνια και πουθενά γιατρειά δε βρήκα. Αλλά αυτά που λεν οι γιατροί πού να τα βρω εγώ και ποιος να τα κάνει.
-Τι σε είπαν;
-Με είπανε να σφάξουν ένα παιδί δέκα χρονών, να το ψήσουν στο φούρνο και με το λίπος που θα βγάλει το παιδί να αλείψω τα σπυριά μου και θα γίνω καλά.
Κι άρχισε ο παππούς να ξύνεται.
Πάει αυτή μέσα, παίρνει το παιδί, το σφάζει το παιδί, το ρίχνει στο φούρνο να το ψήσει.
Έρχεται ο άντρας της:
-Βρε καλώς τον παππού, τι κάνεις, παππού;
-Καλά.
Δεν τον γνώρισαν ποιος ήταν.
-Βρε παππού, λέει κι αυτός, τόσα σπυριά, δε βρήκες γιατρειά πουθενά;
-Για, δε βρήκα. Μ’ είπαν να σφάξουμε ένα παιδί δέκα χρονών, να βάλω στα σπυριά το λίπος του και να γίνω καλά.
Λέει αυτός:
-Γυναίκα, το δικό μας το παιδί δεν είναι δέκα χρονών;
-Οχ. Τώρα; Το ‘βαλα και στο φούρνο (γιατί είπαμε, ό,τι σκέφτονταν ο ένας σκέφτονταν και ο άλλος).
Άρχισε ο παππούς να ξύνεται, φαγούρα, το ένα, το άλλο σπυρί. Τη λέει:
-Πάνε, βρε κοπέλα μου, να δεις, ψήθηκε; Να βάλω, να ησυχάσω από τη φαγούρα. (Την είχε πει να σκεπάσει το ταψί με μια εφημερίδα). Πάει αυτή, το παιδί όρθιο, διάβαζε την εφημερίδα. Έμεινε κόκαλο. Δεν πήγε μέσα.
Λέει ο παππούς:
-Δεν πήγες και συ, βρε παιδί μου, να δεις, τι κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται;
Πάει κι αυτός, κι αυτός έμεινε κόκαλο.
Ο παππούς εξαφανίστηκε. Γυρνούν μέσα με το παιδί αγκαλιά να βρουν τον παππού, ο παππούς πουθενά.
Τους έδωσε την ευλογία του κι έζησαν τόσο καλά κι εμείς καλύτερα.




Σημείωση απαραίτητη μονάχα για τους αμύητους στα λαϊκά μας παραμύθια:
Το ζήτημα της σφαγής του παιδιού στο συγκεκριμένο παραμύθι ας μη μας ξενίζει, καθώς στα λαϊκά μας παραμύθια συναντάμε συχνά ανθρωποθυσίες. Άλλωστε ο λαϊκός παραμυθάς με αυτήν συμβολίζει τη θυσία του ανθρώπου για κάτι πιο σημαντικό κι από την ίδια τη ζωή του θυσιαζόμενου.
Εδώ οι δύο γονείς αγαπούν τόσο πολύ έναν ξένο, έναν αποκρουστικό άγνωστό τους άνθρωπο, κάποιον που οι περισσότεροι θα περιφρονούσαν εξαιτίας της εμφάνισής του· τον αγαπούν τόσο ώστε δε διστάζουν να θυσιάσουν και το ίδιο τους το παιδί για να τον βοηθήσουν. Αυτή είναι η θυσιαστική αγάπη, που τη ζουν μονάχα οι πιο ξεχωριστοί κι οι πιο ευλογημένοι της γης και αυτήν την αγάπη θέλει το παραμύθι να μας προβάλει και να μας υποδείξει. 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Ιουλίου 2013, αρ. φύλλου 700

2 σχόλια:

  1. Το λουλουδάκι του μπαξέ5/12/13

    Συγχαρητήρια στην κ. Πετσώνη που θυμήθηκε και αφηγήθηκε τόσο όμορφα ένα λαϊκό παραμύθι, αλλά και στην κ. Παπασταύρου που διασώζει και προβάλλει στοιχεία της ελληνικής παράδοσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Προβληματισμένος πολίτης9/12/13

    Μπράβο στον κ. Μπαϊρακτάρη που έβαλε το παραμύθι αυτό τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα! Γιατί τι άλλο είναι τα Χριστούγεννα παρά η γιορτή της αγάπης και μάλιστα προς τον ξένο κι όχι μόνο στον ιδικό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ