3.12.13

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Πόλη παιδιών


Το βιβλίο του Κουτσιαμπασάκου, ας μου επιτραπεί η έκφραση, είναι, λόγω του εγκλεισμού του ήρωά του, μια στατική Οδύσσεια. Ας πούμε Ιθάκη τη μάνα. Βέβαια, το ταξίδι της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο είναι σύντομο, ταξίδι επιστροφής σε κόσμο ανοίκειο, όχι όμως και η προετοιμασία του. Η διαφορά με την Οδύσσεια είναι πως ξενιτεμένος εδώ δεν είναι ο Οδυσσέας αλλά ο Τηλέμαχος κι η εξορία του είναι γέννημα της ψυχικής ασθένειας της Πηνελόπης. Άλλο ένα από τα παιχνίδια των θεών; Εδώ, επίσης, χωρά η ειρωνεία καθώς μάνα και γιος εν αγνοία τους ζουν σε χώρους παράλληλους, περιορισμένους, με προγράμματα, πειθαρχία και τιμωρίες.
 Σ’ έναν χώρο ανοίκειο, ξένο, χάνονται τα μικρά ονόματα. Κάθε μικρή απόδραση, ουσιαστικά επεκτείνει τα σύνορα της παιδόπολης, προετοιμάζει όμως τη μεγάλη. Μια ώσμωση φιλτράρει ό,τι έρχεται από τον έξω κόσμο μέσα στην Πόλη παιδιών εμβάλλοντάς το στο παιχνίδι και την περιπέτεια, στη γνώση, καθιστά θετικά ακόμη και τα αρνητικά της Ιστορίας, εκείνης που γράφεται με γιώτα κεφαλαίο. Η μαγεία της παιδικής ηλικίας είναι απεριόριστη και δεν είναι από πουθενά αποκλεισμένη, μπαίνει στην παιδόπολη υπό τη μορφή αλλόκοσμων θα έλεγες σημάτων, μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, σημάτων που εκπέμπονται σε ψυχική συχνότητα.
Δεν θα το κρύψω πως διάβασα πολλές φορές την Πόλη παιδιών του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου. Είχα την τύχη να μου την εμπιστευτεί ο Πέτρος από τα αρχικά της στάδια, είδα το μάγμα της, την αργή του κρυστάλλωση, αλλά και την εναπομένουσα ρευστότητά της σύνθεσης αφότου το υλικό της στερεοποιήθηκε. Όλο και περισσότερο είχα την αίσθηση πως κάτι άλλο βρίσκεται πίσω από τις λέξεις, πως στο βάθος της σκηνής λαμβάνει χώρα μια δράση παράλληλη η οποία προϊόντος του χρόνου καθίσταται κυρίαρχη. Ο απόηχος κάθε πρότασης ακουγόταν μελωδικά μες στην επόμενη, οι λέξεις πλέκονταν σφιχτά όπως δάχτυλα σε προσευχή. Πρωταγωνιστής το κορμί, πώς αλλιώς άλλωστε αφού τούτο είναι το όχημα με το οποίο το παιδί ανακαλύπτει και οικειώνεται τον κόσμο, πεπερασμένο αλλά και τολμηρό, πρόθυμο να υπερβεί τα όρια, αλλά ποιος, τι αγνοώντας τα το καθοδηγούσε; Πώς να μιλήσεις για το άπιαστο, για το ρευστό, πώς να πεις για την παιδική ψυχή που ακόμη και τον αέρα βλέπει; Ίσως γι’ αυτό ζητάει να πάει στα δέντρα, ίσως γι’ αυτό εκεί ψηλά ζητάει από το κορμί να την οδηγήσει. Εκεί ψηλά βλέπεις καλύτερα, τα προγράμματα, οι ομάδες, η πειθαρχία, οι τιμωρίες, ο χρόνος δεν σου θολώνουν το βλέμμα, εκεί είναι καθαρός ο αέρας, ανασαίνεις αλλιώς, ξεφεύγεις από τον κάποτε πνιγηρό της παιδόπολης, ωστόσο, κοίτα, δεν παύει κι αυτή να είναι το σπίτι του, ευρύχωρο κουκούλι, το διαμορφώνει, αυτή, η παιδόπολη, για να την αντέχει του έδωσε το παιχνίδι, τη γνώση, τη φιλία, το σπίρτο της φαντασίας και τον πόθο του ταξιδιού, της κατάκτησης του ορίζοντα. Πόσες και πόσες διαδρομές δεν έχουν προηγηθεί ώσπου να οδηγηθεί εκεί, ψηλά, το κορμί, στα σύμβολα του πένθους του, τα κυπαρίσσια, απ’ όπου λες κι αποχαιρετά την παιδόπολη, αλλά και ζητώντας για πάντα εκεί να μείνει, με το πένθος που σημαίνει η απώλεια να του φουσκώνει τα πανιά, να είναι το σφύριγμα του τρένου που οδηγεί στη γνώση του εαυτού και του κόσμου; Για την ψυχή δεν υπάρχει επιστροφή, επιστροφή ζητάει το κορμί. Ζητά άραγε να επιστρέψει σε έναν χρόνο που σταμάτησε και το περιμένει όπως το χιόνι μες στη γυάλινη μπάλα που κλέβει ο Χαλκίτης ως σύμβολο θαλπωρής αλλά κι επιθυμίας λησμονιάς; Δεν υπάρχει επιστροφή, υπάρχει ωρίμανση πρόωρη και γι’ αυτό οδυνηρή που σημαίνει να αγαπήσεις την πληγή. Στο χάσμα της γέμισε φωτεινά άνθη, της φιλίας, της στοργής, έστω και φευγαλέας κάποιων γυναικών, της εύρεσης κάποιου μεγάλου αδερφού αλλά και του απόντος πατέρα στο πρόσωπο του Ρήβα, του πιο όμορφου χαρακτήρα, της πιο όμορφης ψυχής. Κομμάτια όλα αυτά του μίτου, του λώρου που οδηγεί στο χάδι το πιο επιθυμητό, στον πυρετό που είναι η αγάπη. Μυστικό ανομολόγητο βαστά το κορμί στο σκοτάδι, όποτε δυναμώνει αυτό το φάσμα της μάνας πυκνώνει και έρχεται να το συντρέξει, συντροφιά με τους χάρτινους ήρωες. Ξεντύνεται τα πολιτικά του ρούχα για να ντυθεί τη στολή, για να μείνει γυμνό ουσιαστικά, η ψυχή ήταν από πάντα γυμνή. Η πλήξη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του, η απογοήτευση, ερωτήματα βαριά, αμετάθετα, αναπάντητα το κυκλώνουνε κι έχουν το σχήμα της απουσίας. Την παιδόπολη θα αποδεχτεί γιατί αυτή του έδωσε το ταξίδι για να ενωθεί με το άλλο σώμα. Η μαθητεία του κορμιού. Τώρα που έμαθε τον δρόμο ακόμη και τον πόνο μπορεί να αντέξει. Και θα δει επιτέλους τον αέρα, την αύρα της μητρικής πνοής, γιατί οι ψυχές δεν χωρίζονται, οι ψυχές ήταν από πάντα μαζί, υφαίνουν τον κόσμο τους εκεί ψηλά, σ’ άλλον αέρα, αλλά έχουμε την καρδιά για να τον αισθανόμαστε.
Το τέλος δεν θα μπορούσε παρά να είναι ανοιχτό, ακόμη κι η μάνα ίσως να ήταν μια πρόφαση για να ξεκινήσει το ταξίδι, το ταξίδι συνεχίζεται, οι ήρωες της Πόλης παιδιών ήταν σηματωροί στην πορεία του, άλλωστε η Ιθάκη αποδείχθηκε Ωγυγία, και, κυρίως, Αιολία, νησί πλωτό με τείχη χάλκινα, ο Χαλκίτης θα προστατεύσει αλλά και θα ξανοιχτεί, το επίθετό του απηχεί την εύπλαστη αλλά και ανθεκτική φύση ενός μετάλλου που έχει το χρώμα της φλόγας, μέσα του καίει, και τον φωτίζει, και τον κινεί της ψυχής το ανεξάντλητο καύσιμο.


Πέτρος Κουτσιαμπασάκος
Πόλη παιδιώνΜυθιστόρημαΕκδόσεις Πατάκη, 2012, 419 σελ. ISBN 978-960-16-4619-0
Ένα παιδί μεγαλώνει σε έναν οριοθετημένο χώρο, ανάμεσα σε πολλά άλλα παιδιά. Κοιμάται στις Ομάδες, τρώει στην Τραπεζαρία, πηγαίνει σχολείο στο Σχολείο. Η μάνα του όλα αυτά τα χρόνια, από την πρώτη δημοτικού, δεν ήρθε να τον δει. Λαβαίνει όμως γράμματά της. Από τη διεύθυνση του θείου του. Της γράφει στην ίδια διεύθυνση. Δεν γνωρίζει άλλη. Τα Σύρματα τον κλείνουν σ’ ένα τεράστιο παραλληλόγραμμο. Εκεί που σταματούν ξεκινά ο άλλος κόσμος, ο έξω. Εκεί που αρχίζουν τελειώνει ο δικός του κόσμος, ο μέσα. Ο θείος του τον έφερε εδώ. Οι μεγάλοι γύρω του, οι ομαδάρχισσες, ο κοινοτάρχης, ο διευθυντής, βαθμίδες σε μια ιεραρχία. Το παιχνίδι με τόσα παιδιά, πιο παιχνίδι. Ο χρόνος περνάει ενώ μένει ακίνητος. Έχει ήδη φτάσει στην πέμπτη τάξη. Κι αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει όπως όλες οι προηγούμενες… Ένα μυθιστόρημα για την παιδική ηλικία, για το βαθύ μέσα και το αχανές έξω, για τα περάσματα ανάμεσά τους. Ένα βιβλίο για τις Παιδοπόλεις, τα κρατικά ιδρύματα για το παιδί που δημιουργήθηκαν το 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης, και συνέχισαν να υπάρχουν έως το 1998, ακολουθώντας βουβά τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Ιουνίου 2013, αρ. φύλλου 698. Το κείμενο προέρχεται από την παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου  Κουτσιαμπασάκου «Πόλη Παιδιών», στο βιβλιοπωλείο «Πατάκη», τον περασμένο Απρίλιο.  Ο κ. Π. Κουτσιαμπασάκος γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1965, ζει στην Αθήνα.  Ο κ. Η. Παπαμόσχος, συγγραφέας, γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά, όπου ζει και εργάζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ