3.4.16

ΟΔΟΣ: Η Απόφαση




ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ του σημερινού πρωτοσέλιδου (ΟΔΟΣ: Μεταξύ φθοράς και αφθαρσία) που παρουσιάζει και αναλύει την εισήγηση της προέδρου της δημοτικής κοινότητας Καστοριάς, δημοτικής συμβούλου κ. Ευανθίας Σιστοβάρη, ακολουθεί και παρατίθεται ολόκληρο το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ακύρωση των αποφάσεων που αφορούν το Μαθιουδάκη.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ έφθασε στην ΟΔΟ που την δημοσιεύει κατ' αποκλειστικότητα σε τοπικό και πανελλήνιο επίπεδο  και τυχόν μικρά τυπογραφικά παροράματα οφείλονται στο εκτεταμένο ηλεκτρονικό κείμενο που δεν κατέστη δυνατό να διορθωθεί πλήρως. Ωστόσο το περιεχόμενο και το διατακτικό, δεν αλλάζουν και αποδίδονται αυτούσια.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ αφιερώνεται όχι βεβαίως στον εκπρόσωπο των αστυνομικών υπαλλήλων που την επιζητούσε εναγωνίως και με χαρακτηριστικές διατυπώσεις, διότι είναι θεμιτό να επιδιώκουν οι ίδιοι καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η επιδίωξη αυτή ήταν και το μοναδικό τους κίνητρο.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ αφιερώνεται "εξαιρετικά" στους κόλακες και τα παπαγαλάκια, που με επιπολαιότητα -για να φαίνονται αρεστοί προφανώς στην εξουσία- προσπάθησαν να δημιουργήσουν κλίμα αμφισβήτησης και αμφιβολία σχετικά με την έκβαση της σωτηρίας του κτηρίου.

ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ και στον Δήμο Καστοριάς και στους αιρετούς, και κάθε ένα που φυγομαχεί και φυγοπονεί παραδίδει τα όπλα αμαχητί και χωρίς προσπάθεια, όπως και στην περίπτωση της Αρχιτεκτονικής Σχολής συμβαίνει.

ΔΙΟΤΙ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ευαίσθητων πολιτών με κεντρικό συντονιστή την Ελένη Τσαδήλα, ένα σωματείο και οι αποτελεσματικοί νομικοί χειρισμοί των δικηγόρων που εκπροσώπησαν την προσπάθεια, αν και βρέθηκαν αντιμέτωποι απέναντι σε στερεότυπα και ένα σύστημα, κατόρθωσαν το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ την ευκαιρία οι επίγονοι των σημερινών κολάκων να κάνουν κι' άλλα μνημόσυνα, όπως πρόσφατα για το παλιό γυμνάσιο στην Κουμπελίδικη, κατηγορώντας τους Καστοριανούς για μια ακόμη φορά ως ακαλλιέργητους και τα συναφή - ξέρετε τώρα.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ του ΣτΕ δεν ακυρώνει μόνο τις άδειες κατεδάφισης και ανέγερσης ως παράνομες, αλλά και την παράλειψη κήρυξης του κτηρίου "Μαθιουδάκη" ως μνημείου, και ζητεί από την Διοίκηση να προβεί στις νόμιμες ενέργειες.

ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ είναι (από τον αριθμό 8, 12 και επ.) το πλήθος των ιστορικών και άλλων στοιχείων και πληροφοριών που παρέχει η ίδια η απόφαση, εμπνέοντας για μια ακόμη φορά και με μια ακόμη αφορμή το αίσθημα εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού στην λαϊκή κυριαρχία, όπως εκδηλώνεται μέσα από την απονομή της δικαιοσύνης.

ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ τον Καστοριανό λαό να διαπιστώσει για μια ακόμη φορά το επίπεδο αυτών που τον διοικούν και είναι αιρετοί.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Νοεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 810.






Η ΑΠΟΦΑΣΗ



Αριθμός 3176/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Π. Καρλή, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Χρ. Λιάκουρας, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη.

Για να δικάσει την από 10 Μαΐου 2013 αίτηση του Σωματείου με την επωνυμία «ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΡΟΔΙ», που εδρεύει στην Καστοριά, το οποίο δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

κατά 

του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με τον Νικόλαο Τσίρο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά των παρεμβαινουσών: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Φαβιέρου 30), ως καθολικός διάδοχός της η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ», η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Κροκίδα (Α.Μ. 14298), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΕΥΔΡΟΜΟΣ ΑΤΕ - ΚΕΡΑΜΟΣ ΑΤΟΕΕ», που εδρεύει στη Νέα Κηφισιά Αττικής (Ρούπελ 3), ως ανάδοχος έργου με τίτλο «Μελέτη και Κατασκευή του κτιρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς», η οποία παρέστη με το δικηγόρο Νικόλαο Κόλλια (Α.Μ. 536 Δ.Σ. Χαλκίδας), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή το αιτούν σωματείο επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΝΣΑΚ/40784/5998/492/29.3.2013 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, 2) η υπ’ αριθμ. 2/2013 έγκριση δόμησης, που έχει εκδοθεί από την Υπηρεσία Δόμησης της εταιρίας «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.», 3) η υπ’ αριθμ. 757/2013 άδεια δόμησης, που έχει εκδοθεί από την ίδια ως άνω υπηρεσία και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Οι πληρεξούσιοι των παρεμβαινουσών και ο αντιπρόσωπος του Υπουργού δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Παπανικολάου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1313429, 3594992/2013 ειδικά έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, το σωματείο «ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΡΟΔΙ», το οποίο εδρεύει στην Καστοριά και στους καταστατικούς σκοπούς αυτού περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (άρθρο 2 του καταστατικού), επιδιώκει την ακύρωση α) της ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΝΣΑΚ/40784/5998/492/29.3.2013 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, με θέμα τον «μη χαρακτηρισμό ως μνημείο του κτηρίου στρατωνισμού διοίκησης στο πρώην στρατόπεδο «Μαθιουδάκη» του Δήμου Καστοριάς, Περιφερειακής Ενότητας Καστοριάς, ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου», β) της 2/2013 έγκρισης δόμησης, που έχει εκδοθεί από την Υπηρεσία Δόμησης της εταιρίας «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» για την κατεδάφιση του ανωτέρω κτηρίου στο πλαίσιο του έργου μελέτη και κατασκευή κτηρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς και γ) της 757/2013 άδειας δόμησης, που έχει εκδοθεί από την ίδια ως άνω υπηρεσία, με την οποία επιτράπηκε η κατεδάφιση του ανωτέρω κτηρίου.

3. Επειδή η παρούσα υπόθεση παραπέμφθηκε προς επίλυση, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την 1675/2014 απόφασή του με πενταμελή σύνθεση λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων ζητημάτων.

4. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, δεδομένου ότι οι υπό στοιχεία β) και γ) πράξεις, που επιτρέπουν την κατεδάφιση του κτηρίου, στηρίζονται στην πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία αυτό δεν χαρακτηρίσθηκε ως μνημείο. Και ναι μεν η άδεια ως και η έγκριση δόμησης ανήκουν στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου (παρ. 1 άρθρου 29 του ν. 2944/2001, Α΄ 222), λόγω όμως της στενής συνάφειάς τους με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, που υπάγεται στην δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, και για λόγους οικονομίας της δίκης, συντρέχει νόμιμος λόγος να εκδικασθεί η αίτηση και ως προς τις δύο αυτές πράξεις από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/ 1991 (Α΄ 150).

5. Επειδή, προς αντίκρουση της κρινομένης αιτήσεως, η ανώνυμη εταιρεία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.) και η Κοινοπραξία «ΕΥΔΡΟΜΟΣ ΑΤΕ ΚΕΡΑΜΟΣ ΑΤΟΕΕ», στην οποία έχει κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού η μελέτη και κατασκευή του κτηρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς, άσκησαν παρέμβαση. Δοθέντος ότι η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται κατά έγκρισης δόμησης και άδειας δόμησης της Υπηρεσίας Δόμησης της ανώνυμης εταιρείας Ο.Σ.Κ. Α.Ε., η οποία ως προς την έκδοση τέτοιων πράξεων θεωρείται ότι ασκεί δημόσια εξουσία και οι σχετικώς εκδιδόμενες πράξεις της αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις παραδεκτώς προσβαλλόμενες με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2676/2001), η εταιρεία αυτή αποτελεί ως προς τις προσβαλλόμενες αυτές πράξεις κύριο διάδικο και, συνεπώς, η παρέμβασή της, κατά το μέρος που αναφέρεται στις άδειες αυτές, λογίζεται ως υπόμνημα (πρβλ. ΣτΕ 4423/2012). Εξάλλου, μετά την άσκηση της παρέμβασης και πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης η Ο.Σ.Κ. Α.Ε., καθώς και οι ανώνυμες εταιρείες «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Α.Ε.» και «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.» συγχωνεύθηκαν στην ανώνυμη εταιρεία «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε.», η οποία υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 132 του ν. 4199/2013 (Α΄ 216/11. 10.2013) και της κ.υ.α. Δ16γ/05/483/Γ/11.11.2013 (Β΄ 2856/11.11.2013). Συνεπώς, η δίκη νομίμως συνεχίζεται από την ανώνυμη εταιρεία «ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε.».

6. Επειδή, το άρθρο 113 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101) ορίζει τα εξής: «1. Το άρθρο 29 του ν. 1824/1989 αντικαθίσταται ως εξής: "1. Σκοπός του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.) είναι η πρόσκτηση γηπέδων, η μελέτη, η κατασκευή, ο εξοπλισμός και η διαρρύθμιση κτιρίων διδακτηρίων και διοίκησης για το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, την Εκπαίδευση, την Επαγγελματική κατάρτιση, τη Λαϊκή Επιμόρφωση και κάθε άλλη υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 2. Για την εκπλήρωση του σκοπού της προηγούμενης παραγράφου ο Ο.Σ.Κ.: 

α) β) Καταρτίζει, τυποποιημένες μελέτες, προδιαγραφές σχολείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, μονάδων επαγγελματικής κατάρτισης και λαϊκής επιμόρφωσης και αντίστοιχων αθλητικών, εργαστηριακών και βοηθητικών χώρων για τις ανάγκες όλης της χώρας. 

γ) Μπορεί να επιχορηγεί τις νομαρχίες, τα ΑΕΙ, τα ΤΕΙ ή οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την εκτέλεση έργων που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. 

δ) Ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα σε σχέση με όλες τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου ως προς τα έργα που αφορούν την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και τη λαϊκή επιμόρφωση στους νομούς Αθηνών, Πειραιώς, Ανατολικής Αττικής και Δυτικής Αττικής. Στους υπόλοιπους νομούς της χώρας τα αντίστοιχα εκτελεστικά καθήκοντα, εκτός από τα αναφερόμενα στα εδάφια α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, ασκούν οι αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες των νομαρχιών. 

ε) Παρακολουθεί μαζί με το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων την εκτέλεση των προγραμμάτων σχολικής στέγης για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και τη λαϊκή επιμόρφωση σε όλη τη χώρα. 

στ) Μπορεί να εκτελεί και έργα από τα αναγόμενα στην αρμοδιότητα των νομαρχιών κατά το εδάφιο δ΄ της παρούσας παραγράφου, καθώς και έργα επισκευής και συντηρήσεως σχολικών κτιρίων σε κάθε περιοχή της χώρας, μετά από απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στην περίπτωση αυτή θα μεταφέρονται στον προϋπολογισμό του Ο.Σ.Κ. οι αντίστοιχες πιστώσεις. 3. 4. Οι οικοδομικές άδειες των δημόσιων κτιρίων που ανεγείρονται με ευθύνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.) εκδίδονται από τον Οργανισμό αυτόν, με αποφάσεις, που εκδίδονται από τους Υπουργούς Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, καθορίζονται οι όροι και οι διαδικασίες έκδοσης οικοδομικών αδειών για τα κτίρια αυτά». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης εκδόθηκε η ΣΤ1/650/91 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων «Όροι και διαδικασία έκδοσης αδειών οικοδομικών εργασιών από τον Ο.Σ.Κ. για κτίρια ευθύνης του» (Β΄265). 

Στο άρθρο 1 της εν λόγω απόφασης ορίζεται ότι: « Αρμόδιο όργανο για την χορήγηση και την αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών καθώς για τον έλεγχο των οικοδομικών εργασιών σε κτίρια που ανεγείρονται με ευθύνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.) σε κάθε περιοχή της Χώρας, είναι η δ/νση Συντονισμού, Έρευνας και Επιθεώρησης (ΣΕΕ) του ΟΣΚ». Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 973/1979 (Α΄ 226) συστάθηκε η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου. Στις παρ. 2 και 4 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι: «Η Κτηματική Εταιρία τον Δημοσίου, αποκαλουμένη εφεξής "Εταιρία", λειτουργεί χάριν του Δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνας της ιδιωτικής οικονομίας, υπό την μορφήν Ανωνύμου Εταιρίας και διέπεται υπό των διατάξεων της νομοθεσίας περί Ανωνύμων Εταιριών, εκτός αν άλλως ορίζεται εις τον παρόντα νόμον, είναι δε αύτη αορίστου διαρκείας. 4. Η Εταιρία τελεί υπό την εποπτείαν του Κράτους, ασκουμένην διά του Υπουργού Οικονομικών». Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου, όπως η περ. η΄ αυτού προστέθηκε με την περ. α` της παρ. 15 του άρθρου 6 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118), καθορίστηκαν οι σκοποί της ως άνω εταιρείας ως εξής: «Σκοπός της Εταιρίας είναι : 

α) Η απογραφή, η μέριμνα χαρτογραφήσεως και κτηματογραφήσεως των ακινήτων του Δημοσίου, των υπαγομένων, συμφώνως προς την κειμένην νομοθεσίαν εις την αρμοδιότητα των Διευθύνσεων Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, της Δ/νσεως Εγγείου Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Γεωργίας και του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (Τ.Ε.Θ.Α., Τ.Ε.Σ. και Τ.Α.Α.). 

β) Η διοίκησις και αξιοποίησις των εκ των ανωτέρω ακινήτων υπαγομένων εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών, ως και εκείνων εκ των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα των Υπουργείων Γεωργίας και Εθνικής Αμύνης, τα οποία οι φορείς ούτοι αναθέτουν δι` αποφάσεως του αρμοδίου Υπουργού εις την Εταιρίαν δια διοίκησιν και αξιοποίησιν. 

γ) Η επιλογή των καταλλήλων εκ των ανωτέρω ακινήτων διά την κάλυψιν των στεγαστικών αναγκών των Δημοσίων πολιτικών ή και στρατιωτικών υπηρεσιών, ως και των στεγαστικών αναγκών των αστών προσφύγων των προερχομένων εξ ανταλλαγής των ελληνοτουρκικών πληθυσμών και η διάθεσίς των δια τον σκοπόν τούτον εις τα πλαίσια καταρτιζομένων σχετικών προγραμμάτων. 

δ) Η πώλησις και η ανταλλαγή των λοιπών εκ των ανωτέρω ακινήτων προς τον σκοπόν αποκτήσεως ετέρων, προσφόρων δια την ικανοποίησιν των στεγαστικών αναγκών των Δημοσίων Υπηρεσιών και των στρατιωτικών αναγκών, την εξασφάλισιν εδαφών χρησίμων δια την μελλοντικήν εκτέλεσιν έργων, την εγκατάστασιν οικισμών, την αποκατάστασιν των προσφύγων, ακτημόνων και ιδιωτών, των οποίων απηλλοτριώθησαν ακίνητα, την επέκτασιν πολεοδομικών ή ρυμοτομικών σχεδίων, την προστασίαν παραδοσιακών Οικισμών, διατηρητέων μνημείων, πόρων ή περιβάλλοντος, την αξιοποίησίν των, την διαμόρφωσιν ζωνών καλλιεργείας εντός των πλαισίων της πολιτικής των αρμοδίων φορέων. 

ε) Η πώλησις ή αγορά ακινήτων προς τον σκοπόν επηρεασμού της κτηματαγοράς. 

στ) Η χρησιμοποίησις του προϊόντος, εκ πωλήσεων ακινήτων, ως επίσης και ιδίων διαθεσίμων της Εταιρίας δια την χρηματοδότησιν έργων, εις τα πλαίσια των κρατικών προγραμμάτων, καθώς και δια την ανέγερσιν δημοσίων κτιρίων εις το πλαίσιον των στεγαστικών προγραμμάτων του Δημοσίου. ζ) Η εκποίησις και εκτέλεσις προγραμμάτων στεγάσεων των δημοσίων υπηρεσιών εν συνεργασία μετά των οικείων Υπουργείων. η. Η αξιοποίηση δημόσιων εκτάσεων με την ανάθεση σε τρίτους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, μελετών πολεοδόμησης για οικιστικές και λοιπές χρήσεις» . 

Στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι: « 1. Η Εταιρία δια την εκπλήρωσιν των σκοπών της, δύναται : 

α) Να εκποιή δια δημοσίου διαγωνισμού ακίνητα του Δημοσίου ή να συνιστά επ’ αυτών εμπράγματα δικαιώματα ή να ανταλλάσση αυτά μετ` άλλων ακινήτων. Η Εταιρία δύναται κατά την εκπλήρωσιν του σκοπού της περιπτώσεως της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, να εκποιή ακίνητα άνευ δημοπρασίας, κατόπιν αποφάσεως του Δ.Σ. αυτής, εγκρινομένης υπό των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών, Γεωργίας και Δημ. Εργων. 

β) Να εκμισθοί διά δημοσίου διαγωνισμού ακίνητα του Δημοσίου. Η εκμίσθωσις αστικών και αγροτικών ακινήτων μικράς αξίας, ων η ετησία πρόσοδος δεν υπερβαίνει το ποσόν των 60.000 δραχμών, δύναται να ενεργήται άνευ διαγωνισμού. Το ποσόν τούτο δύναται να μεταβάλλεται ανά τριετίαν δι` αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας, εγκρινομένης υπό του Υπουργού των Οικονομικών. 

γ) Να παραχωρή δι’ ωρισμένον ή αόριστον χρόνον την χρήσιν ακινήτων του Δημοσίου δωρεάν εις Δημοσίας Υπηρεσίας, δωρεάν ή έναντι ανταλλάγματος (εν όλω ή εν μέρει) εις Ν.Π.Δ.Δ., Δήμους, Κοινότητας, Δημοσίας Επιχειρήσεις και Ν.Π.Ι.Δ., τα οποία εκπληρούν κοινωφελείς σκοπούς, διά την ικανοποίησιν των στεγαστικών και άλλων συναφών προς αυτάς αναγκών των, ως και δια την εκπλήρωσιν των σκοπών των. δ. Να μεταβιβάζει στους κατόχους αρμοδίως κληρουμένων λαχνών την κυριότητα ακινήτων του Δημοσίου, που προορίζονται από την Εταιρία ή άλλους φορείς διαχείρισής τους προς εξυπηρέτηση του Στεγαστικού Κρατικού Λαχείου». 

Στο άρθρο 8 του ίδιου νόμου ορίστηκε, τέλος, ότι: «1. Δια την απόκτησιν των κτιρίων, οικοπέδων ή εδαφικών εκτάσεων, καταλλήλων δια την πραγματοποίησιν των κατά το άρθρον 2 του παρόντος Νόμου σκοπών, η Εταιρία δύναται να προβαίνη δια λογαριασμόν του Δημοσίου και δαπάναις αυτής, εις αγοράς ακινήτων 2. Επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωσις υπέρ του Δημοσίου και δαπάναις της Εταιρίας αστικών ή αγροτικών ακινήτων διά την κατασκευήν κτιρίων προς στέγασιν Δημοσίων Υπηρεσιών, ικανοποίησιν στρατιωτικών αναγκών, διάνοιξιν και κατασκευήν δημοσίων οδών, πλατειών, υδραγωγείων, εγκατάστασιν οικισμών, δημιουργίαν αλσών, διαμόρφωσιν ακτών και εκτέλεσιν εν γενεί παρομοίων έργων, λογιζομένων όλων ως έργων δημοσίας ωφελείας». 

Εξάλλου, με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Πολιτισμού και Τουρισμού Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011/28.11.2011 «Συγχώνευση της ΚΕΔ Α.Ε. και της ΕΤΑ Α.Ε. με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη και μεταφορά αρμοδιοτήτων από την ΚΕΔ Α.Ε. στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών και στην ΟΣΚ Α.Ε.» (Β΄ 2779/02/12/2011), η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση της από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία», η οποία μετονομάστηκε σε «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία» (ΕΤΑΔ Α.Ε.). 

Στο άρθρο 6 της εν λόγω απόφασης ορίστηκαν τα εξής: «Η αξιοποίηση δημόσιων εκτάσεων είτε με την ανέγερση κτιρίων από την απορροφώμενη εταιρεία, είτε δια συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ), που βρίσκονται σε εξέλιξη μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας, αποσπάται ως δραστηριότητα από την ΚΕΔ Α.Ε. και συνεχίζεται από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» (ΟΣΚ Α.Ε.)». 

Τέλος, σύμφωνα με τον ν. 4030/2011 «Νέος τρόπος έκδοσης αδειών δόμησης, ελέγχου κατασκευών και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 249), έγκριση δόμησης είναι η πιστοποίηση του δικαιώματος δόμησης, σύμφωνα με τους όρους δόμησης που επιτρέπει την έκδοση της άδειας δόμησης και άδεια δόμησης η άδεια που επιτρέπει την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών που περιγράφονται σε αυτήν και στις μελέτες που τη συνοδεύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (άρθρο 1), αρμόδια δε όργανα για τη χορήγηση της έγκρισης δόμησης και της άδειας δόμησης είναι οι Υπηρ εσίες Δόμησης (Υ.ΔΟΜ.) των Δήμων, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις ορίζεται διαφορετικά (άρθρο 2 παρ. 1). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου ουδέποτε είχε την αρμοδιότητα να εκδίδει οικοδομικές άδειες για έργα σχετικά με τη στέγαση δημόσιων υπηρεσιών πολιτικών ή στρατιωτικών, ενώ ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων είχε την αρμοδιότητα να εκδίδει τέτοιες άδειες μόνον για την ανέγερση κτιρίων διδακτηρίων και διοίκησης για το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 

Περαιτέρω, με την ανωτέρω Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011/28.11.2011 στην εταιρεία Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε. μεταβιβάστηκαν οι αναφερόμενες στα άρθρα 2, 6 και 8 του ν. 973/1979 αρμοδιότητες της ΚΕΔ Α.Ε. για την αξιοποίηση δημοσίων εκτάσεων, μεταξύ άλλων, για την στέγαση δημοσίων υπηρεσιών, διά των μέσων που περιγράφονται στις ανωτέρω διατάξεις του ν. 973/1979, ήτοι την επιλογή των καταλλήλων ακινήτων, την εκτέλεση προγραμμάτων στέγασης των δημοσίων υπηρεσιών σε συνεργασία μετά των οικείων Υπουργείων, την αγορά, πώληση, ανταλλαγή, εκμίσθωση και αναγκαστική απαλλοτρίωση των αναγκαίων εκτάσεων. Κατά συνέπεια, η αρμοδιότητα της ανώνυμης εταιρείας ΟΣΚ Α.Ε. να εκδίδει οικοδομικές άδειες για τα έργα που αφορούν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση και τη λαϊκή επιμόρφωση, σύμφωνα με ανωτέρω διατάξεις του ν. 1892/1990 δεν επεκτάθηκε, διά της ανωτέρω κ.υ.α., και στα έργα τα σχετικά με την ανέγερση κτιρίων για την στέγαση άλλων δημοσίων υπηρεσιών πολιτικών ή στρατιωτικών, εφόσον, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η ΚΕΔ Α.Ε. ουδέποτε είχε αυτήν την αρμοδιότητα.

7. Επειδή, η 2/2013 έγκριση δόμησης και η 757/2013 άδεια δόμησης αναρμοδίως εκδόθηκαν από την Υπηρεσία Δόμησης της εταιρείας ΟΣΚ Α.Ε., εφόσον κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 6, στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων μεταβιβάστηκαν οι αναφερόμενες στα άρθρα 2, 6 και 8 του ν. 973/1979 αρμοδιότητες της ΚΕΔ Α.Ε. για την αξιοποίηση δημοσίων εκτάσεων, μεταξύ άλλων, για την στέγαση δημοσίων υπηρεσιών, διά των μέσων που περιγράφονται στις ανωτέρω διατάξεις του ν. 973/1979, στα οποία δεν περιλαμβάνεται η αρμοδιότητα έκδοσης οικοδομικών αδειών. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν ο οποίος λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως οι ανωτέρω πράξεις θα πρέπει να ακυρωθούν.

8. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον έχουν αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλιστεί στα όρια της Χώρας αφενός η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάρη και των επόμενων γενεών και αφετέρου η διάσωση και προστασία των μνημείων και άλλων στοιχείων προερχόμενων από την ανθρώπινη δραστηριότητα που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και γενικώς την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. 

Όπως προκύπτει, μάλιστα, από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέστηκε στην πρόβλεψη δυνατότητας να θεσπίζονται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά επέβαλε στα όργανα του Κράτους που έχουν σχετική αρμοδιότητα να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού και, ειδικότερα να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα. 

Κατά τη λήψη, εξάλλου, των μέτρων αυτών τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως είναι εκείνοι που σχετίζονται με την αποτελούσα πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας, δηλαδή σκοπούς, για τους οποίους λαμβάνεται πρόνοια στο Σύνταγμα και, συγκεκριμένα, στην παρ. 2 του άρθρου 5 και στην παρ. 3 του άρθρου 21 αυτού (πρβλ. ΣτΕ 5460/2012 7μ. σκ. 5 και ΣτΕ 3851/2006 7μ. σκ. 15, βλ. και ΣτΕ Ολομ. 2755/1994 , 3478/2000 , 2537/ 1996 ). 

Ως προς τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις συνάγεται ότι δεν επιτρέπονται επεμβάσεις, οι οποίες συνεπάγονται την καταστροφή, την αλλοίωση ή την με οποιοδήποτε τρόπο υποβάθμισή τους, και ότι καταρχήν επιβάλλεται να διατηρούνται τα στοιχεία αυτά, αναλόγως και προς το είδος και το χαρακτήρα τους, στον τόπο, στον οποίο βρίσκονται. 

Τέλος, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, κάθε επέμβαση επί και πλησίον αρχαίου ή μνημείου πρέπει κατ’ αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε εν όψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και του είδους των προστατευτέων στοιχείων και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του αρχαίου ή του μνημείου, για το οποίο πρόκειται (ΣτΕ 5460/2012, 2224/2008, πρβλ. ΣτΕ 1100/2005, 2175/2004 Ολ., 3279/2003).

9. Επειδή, περαιτέρω, στη Διεθνή Σύμβαση της Γρανάδας έτους 1985 για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ευρώπη που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2039/1992 (Α΄ 61) προβλέπεται ότι «στην παρούσα Σύμβαση σαν αρχιτεκτονική κληρονομιά θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα ακόλουθα ακίνητα αγαθά: 

1. Τα μνημεία: κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους. 

2. Τα αρχιτεκτονικά σύνολα : ομοιογενή σύνολα αστικών ή αγροτικών κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά. 

3. Οι τόποι: σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης, εν μέρει κτισμένα, τα οποία αποτελούν εκτάσεις τόσο χαρακτηριστικές και ομοιογενείς, ώστε να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά και τα οποία είναι σημαντικά λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού και τεχνικού τους ενδιαφέροντος» (άρθρο 1), ότι «κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται: 

1. να καθιερώσει ένα νομικό καθεστώς προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. 

2. να εξασφαλίσει, μέσα σ’ αυτό το νομικό πλαίσιο και ανάλογα με τα ιδιαίτερα για κάθε Κράτος ή περιφέρεια μέτρα, την προστασία των μνημείων, των αρχιτεκτονικών συνόλων και των τόπων» (άρθρο 3), ότι «κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται: 

1. να θέσει σε εφαρμογή με βάση τη νομική προστασία των σχετικών ακινήτων, κατάλληλες διαδικασίες ελέγχου και αδειών, 

2. να φροντίσει ώστε τα προστατευόμενα ακίνητα να μην αλλοιωθούν, ερειπωθούν ή κατεδαφιστούν. Γι’ αυτόν το σκοπό, κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται εάν δεν το έχει ήδη κάνει, να εισαγάγει στη νομοθεσία του διατάξεις, που να προβλέπουν: 

α. την υποβολή προς τις αρμόδιες αρχές των σχεδίων κατεδάφισης ή μετατροπής μνημείων, που ήδη προστατεύονται, ή μνημείων για τα οποία έχει κινηθεί η διαδικασία προστασίας, όπως και κάθε σχεδίου που θίγει το περιβάλλον τους, 

β. την υποβολή στις αρμόδιες αρχές των μελετών που θίγουν το σύνολο ή τμήμα ενός αρχιτεκτονικού συνόλου ή ενός τόπου 

γ. τη δυνατότητα που παρέχεται στις δημόσιες υπηρεσίες, να ζητούν από τον ιδιοκτήτη ενός προστατευόμενου ακινήτου να πραγματοποιεί εργασίες ή να τον υποκαθιστούν σε περίπτωση που υπάρχει αδυναμία εκ μέρους του, 

δ. τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης ενός προστατευόμενου ακινήτου» (άρθρο 4), ότι «κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να αποκλείσει τη μετακίνηση του συνόλου ή τμήματος ενός προστατευόμενου μνημείου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η υλική προστασία του μνημείου θα το απαιτούσε επιτακτικά. 

Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια υπηρεσία θα πρέπει να πάρει τις απαραίτητες προφυλάξεις για την αποσυναρμολόγηση, τη μεταφορά και την επανασυναρμολόγηση του σε κατάλληλο χώρο» (άρθρο 5) και ότι κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να υιοθετήσει πολιτική ολοκληρωμένης προστασίας η οποία: 1. 2. 3. θα καθιστά τη συντήρηση, την αναβίωση και την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, σημαντικότατο στοιχείο της πολιτιστικής περιβαλλοντολογικής και χωροταξικής πολιτικής. 4. 5. » (άρθρο 10)». 

Τέλος, στο άρθρο 11 της Σύμβασης προβλέπεται ότι κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να ενθαρρύνει: α) τη χρήση τω ν προστατευόμενων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και β) την προσαρμογή, όταν είναι δυνατό, παλιών κτηρίων για νέες χρήσεις. 

Με τις διατάξεις αυτές, οι οποίες κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχουν υπέρτερη του νόμου τυπική ισχύ, επιβάλλεται η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο μεμονωμένα οικοδομήματα, όσο και αρχιτεκτονικά σύνολα και τόποι, κατά τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές και, περαιτέρω, η μέριμνα για την ένταξη των προστατευόμενων αυτών στοιχείων στην οικονομική και κοινωνική ζωή του οικείου οικισμού και για την κατά το δυνατόν εναρμόνισή τους με τον πολεοδομικό ιστό του οικισμού και η προσαρμογή, όταν είναι δυνατό, παλιών κτηρίων για νέες χρήσεις (πρβλ. ΣτΕ 2339 - 2341/2009 7μ.). 

Κατά την έννοια δε των ανωτέρω άρθρων της Σύμβασης, δεν αποκλείονται σοβαρές επεμβάσεις και στα προστατευόμενα μνημεία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου να πραγματοποιηθούν μείζονα έργα, ιδιαιτέρως σημαντικά και αναγκαία για την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, δεδομένου ότι η παρεμπόδιση τέτοιων έργων προδήλως δεν περιλαμβάνεται στη βούληση των συμβαλλόμενων μερών (πρβλ. ΣτΕ 5460/2012 7μ.).

 Με το περιεχόμενο δε αυτό, οι ορισμοί της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης συμπορεύονται προς τις προεκτεθείσες επιταγές τους Ελληνικού Συντάγματος. Περαιτέρω, στον εθνικό νομοθέτη απόκειται να εξειδικεύσει τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό κατασκευής ως ιδιαιτέρως σημαντικής, με γνώμονα το σκοπό, στον οποίο απέβλεψε η κατάρτιση της Διεθνούς Σύμβασης, όπως αυτός προκύπτει από το προοίμιό της, δηλαδή τη διατήρηση της μαρτυρίας για την πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης και τη μετάδοσή της στις επόμενες γενεές, αφού λάβει υπόψη και τις συνθήκες και τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και δεδομένα του ελληνικού χώρου, καθώς και την πολιτιστική παράδοση και τις πολιτισμικές αναφορές της Χώρας. 

Αν όμως δεν έχει θεσπιστεί σχετική ρύθμιση, ο χαρακτηρισμός κατασκευής ως ιδιαιτέρως σημαντικής, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης, απόκειται στην κρίση των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία είναι αρμόδια να εγκρίνουν την πραγματοποίηση εργασιών που συνιστούν επέμβαση στην κατασκευή. Η κρίση αυτή του διοικητικού οργάνου ως προς το χαρακτήρα της κατασκευής πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη (ΣτΕ 5460/2012 7μ., 3851, 3852/2006).

10. Επειδή, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται, σε εναρμόνιση προς τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών, με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» (Α΄ 153). Ειδικότερα, με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής: 

Άρθρο 1: «1. Στην προστασία που παρέχεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγεται η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα. Η προστασία αυτή έχει ως σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος». 

Άρθρο 2: «Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου: 

α) Ως πολιτιστικά αγαθά νοούνται οι μαρτυρίες της ύπαρξης και της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας του ανθρώπου, 

β) Ως μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία βάσει των εξής διακρίσεων: 

αα) Ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830 

ββ) Ως νεότερα μνημεία νοούνται τα πολιτιστικά αγαθά που είναι μεταγενέστερα του 1830 και των οποίων η προστασία επιβάλλεται λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 6 και 20 

γγ) Ως ακίνητα μνημεία νοούνται τα μνημεία που υπήρξαν συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό Στα ακίνητα μνημεία συμπεριλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις, οι κατασκευές και τα διακοσμητικά και λοιπά στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους, καθώς και το άμεσο περιβάλλον τους ». 

Άρθρο 3: «1. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας συνίσταται κυρίως: 

α) στον εντοπισμό, την έρευνα, την καταγραφή, την τεκμηρίωση και τη μελέτη των στοιχείων της, 

β) στη διατήρηση και στην αποτροπή της καταστροφής, της αλλοίωσης και γενικά κάθε άμεσης ή έμμεσης βλάβης της, 

γ) δ) στη συντήρηση και την κατά περίπτωση αναγκαία αποκατάστασή της, 

ε) στ) στην ανάδειξη και την ένταξή της στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και 

ζ) στην παιδεία, την αισθητική αγωγή και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την πολιτιστική κληρονομιά». 

Άρθρο 6: «1. Στα ακίνητα μνημεία περιλαμβάνονται: 

α) τα αρχαία που χρονολογούνται έως και το 1830, 

β) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που είναι προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, 

γ) τα νεότερα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών και χαρακτηρίζονται μνημεία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. 

2. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου μνημείου είναι δυνατόν να αφορά και κινητά που συνδέονται με ορισμένη χρήση του ακινήτου, τις χρήσεις που είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του ως μνημείου, καθώς και τον περιβάλλοντα χώρο ή στοιχεία αυτού. 

3 4. Τα αρχαία ακίνητα μνημεία προστατεύονται από το νόμο χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. 

Τα ακίνητα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 χαρακτηρίζονται μνημεία με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Υπηρεσίας και γνώμη του Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως 10. 

Η κατεδάφιση νεότερων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκάστοτε εκατό τελευταίων ετών ή η εκτέλεση εργασιών για τις οποίες απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας, ακόμα και αν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν χαρακτηρισθεί μνημεία, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της Υπηρεσίας 11. ». 

Άρθρο 10: «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του. 

2. 3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού ή άλλου έργου ή εργασίας, καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 

4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου ». Εξάλλου, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω ν. 3028/2002, ως θεμελιώδης αρχή που διέπει τις ρυθμίσεις του τίθεται η ισότιμη αντιμετώπιση των μνημείων, τόσο των αρχαίων όσο και των νεότερων, καθόσον με τον τρόπο αυτό «ικανοποιείται μια από τις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής και γίνεται σεβαστή η διαχρονική διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς». 

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που αφενός αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης, και αφετέρου συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ήδη ισχύει, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. 

Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται σε περίοδο προγενέστερη των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της σημασίας τους, η οποία μπορεί να αναφέρεται μεταξύ άλλων, στην αρχιτεκτονική, ιστορική και εν γένει αξία τους, όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας ή έχουν διακριθεί από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, στην αξία τους από πολεοδομική άποψη, προκειμένου για μεμονωμένο κτίσμα ή για κτιριακό συγκρότημα που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ιστορικής φάσης εξέλιξης του οικισμού ή δημιουργεί ανάπτυγμα όψεων και συμβάλλει στην ανάδειξη της εικόνας του αστικού τοπίου και στην ιστορική αξία τους, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης. 

Εξάλλου, ως μνημεία χαρακτηρίζονται για τους ίδιους λόγους και ακίνητα αναγόμενα στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, εφόσον, όμως, η σημασία τους για ένα ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους είναι ιδιαίτερη. 

Περαιτέρω, κατά τον χαρακτηρισμό δεν εξετάζεται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερομένους, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, αφού η επιδιωκόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις διαφύλαξη, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του προστατευόμενου εννόμου αγαθού αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης, κατά ρητή συνταγματική επιταγή. 

Η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας η συνδρομή ή μη των κριτηρίων που προβλέπονται από το νόμο για τον χαρακτηρισμό (βλ. ΣτΕ 2339 - 2341/2009 7μ., 3050/2004 7μ., 1100/2005 , 1445/2006 , 3611/2007 , 3857/2007 ). 

Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 10 του ν. 3028/2000, η κατεδάφιση νεωτέρων ακινήτων που είναι προγενέστερα των εκατό τελευταίων ετών ή η επ’ αυτών εκτέλεση εργασιών, για τις οποίες απαιτείται έκδοση οικοδομικής αδείας, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, ακόμα και εάν τα ακίνητα αυτά δεν έχουν προηγουμένως χαρακτηρισθεί ως μνημεία. 

Κατά την έννοια δε του άρθρου 6 παρ. 10 του ν. 3028/2002, όταν εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού με την οποία ορισμένο ακίνητο, μεταγενέστερο του 1830, αλλά προγενέστερο των τελευταίων εκατό ετών, δεν χαρακτηρίζεται ως νεώτερο μνημείο, λόγω μη συνδρομής, κατά την κρίση της Διοίκησης, των νομίμων προϋποθέσεων, η απόφαση αυτή συνιστά και άδεια κατεδάφισης του ακινήτου αυτού [ή εκτέλεσης επ’ αυτού οικοδομικών εργασιών], καθόσον έχουν ήδη εξετασθεί τα χαρακτηριστικά του ακινήτου, έχει υπάρξει αρνητική απόφαση για τον χαρακτηρισμό του ως μνημείου και δεν υφίσταται ο κίνδυνος κατεδάφισης ή αλλοίωσης αυτού, στην αποτροπή του οποίου αποβλέπει η προβλεπόμενη στην παράγραφο 10 του άρθρου 6 ειδική έγκριση (ΣτΕ 2345/2014 7μ.).


11. Επειδή, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, όταν τίθεται ζήτημα χαρακτηρισμού κτηρίου ως νεώτερου μνημείου η Διοίκηση, εφαρμόζει τα κριτήρια του αρχαιολογικού νόμου, ήτοι προβαίνει στην αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, εθνολογικής, λαογραφικής, τεχνικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας του συγκεκριμένου κτηρίου. 

Κατά την αξιολόγηση των κριτηρίων αυτών είναι επιτρεπτό, ενόψει και της αρχής του ενιαίου της Διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 669/2010 7μ.), να συνεκτιμώνται και άλλοι παράγοντες οι οποίοι ανάγονται στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον και συνδέονται με την υποχρέωση της Πολιτείας για την προστασία της υγείας, της ανθρώπινης ασφάλειας και ζωής, τέτοιοι δε μπορεί να είναι και εκείνοι που σχετίζονται με την ανάγκη στέγασης δημόσιας υπηρεσίας, πολιτικής ή στρατιωτικής, η ομαλή λειτουργία της οποίας είναι κρίσιμη για την ικανοποίηση των ανωτέρω ζωτικών αναγκών (πρβλ. ΣτΕ 2339, 2341/2009 7μ. σκ. 14, 2340/2014 σκ. 15 βλ. και ΣτΕ 2485/2014 σκ. 9). 

Η κρίση δε της Διοικήσεως για τον μη χαρακτηρισμό του ακινήτου ως μνημείου πρέπει, ενόψει των συνεπειών της, να είναι ειδικώς αιτιολογημένη τόσο ως προς τη συνδρομή ή τη μη συνδρομή των κριτηρίων της αρχαιολογικής νομοθεσίας όσο και ως προς την ύπαρξη έτερης πλευράς του δημοσίου συμφέροντος που συνεκτιμήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη και Θ. Αραβάνη, ο κατά τις κείμενες διατάξεις χαρακτηρισμός ακινήτου ως μνημείου ενεργείται με αμιγώς επιστημονικά και αντικειμενικά κριτήρια, προκειμένου να πραγματωθεί η κατά το Σύνταγμα προστασία των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς και η διατήρησή τους στο διηνεκές. 

Εφ’ όσον δε κριθεί ότι το ακίνητο αποτελεί μνημείο, η αποκατάσταση, η επισκευή και η διατήρησή του είναι υποχρεωτικές για τον κύριο του ακινήτου, είτε είναι δημόσιος είτε ιδιωτικός φορέας. 

Στο στάδιο του χαρακτηρισμού δεν ασκούν επιρροή παράγοντες, όπως η φθορά, η υποβάθμιση ή η μερική ή ολική κατεδάφιση του ακινήτου (βλ. ΣΕ 4915-16/2013 7μ., 3635/2006 7μ., 1712/2002 κ.ά.), το κόστος της αποκατάστασης, η διατήρηση της αρχικής ή η αλλαγή χρήσεως, η δυνατότητα επωφελέστερης αξιοποίησης του ακινήτου (ΣτΕ 1712/2002 κ.ά.) κ.λπ., αλλά οι παράγοντες αυτοί λαμβάνονται υπ’ όψη, ενδεχομένως, μεταγενεστέρως, όταν ανακύπτει ζήτημα εκτελέσεως εργασιών ή επεμβάσεων επί του ήδη κηρυγμένου μνημείου και της επωφελέστερης για το δημόσιο συμφέρον αξιοποίησής του. 

Οίκοθεν νοείται, πάντως, ότι και στην τελευταία αυτή περίπτωση τα ληπτέα υπ’ όψη στοιχεία πρέπει να είναι νόμιμα, οι σχετικές κρίσεις και σταθμίσεις πρέπει να είναι πλήρως τεκμηριωμένες, πρέπει δε να προκύπτουν οι εξετασθείσες εναλλακτικές λύσεις και η αποτίμηση του κόστους και του οφέλους κάθε μιας από αυτές, ενώ η γενική επίκληση της «δημοσιονομικής κατάστασης» της χώρας δεν αποτελεί λόγο μη χαρακτηρισμού, το μεν διότι θα οδηγούσε σε σχετικοποίηση της συνταγματικής προστασίας των μνημείων, το δε διότι η παρούσα κρίση, εκτός από δημοσιονομική, είναι και κρίση αξιών και πολιτισμού, από την άποψη δε αυτή η ανάγκη προστασίας των μνημείων, ως φορέων πολιτισμικής μνήμης και κοινωνικής συνοχής, είναι εντονότερη. 

Τέλος, η επιλεγόμενη λύση πρέπει να είναι η αναλογικώς ηπιότερη, δεν επιτρέπεται δε η επιλογή λύσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την ακεραιότητα, πολλώ δε μάλλον την ύπαρξη του μνημείου, παρά μόνο αν συντρέχουν λόγοι μείζονος δημοσίου συμφέροντος, όπως λ.χ. οι αναγόμενοι στην εθνική άμυνα, στην προστασία της ζωής και της υγείας των πολιτών από άμεσο κίνδυνο κλπ, έχει δε αποκλεισθεί κάθε άλλη ηπιότερη εναλλακτική λύση (πρβλ. ΣτΕ 5460/12 7μ., 3851/06 κ.ά.), συμπεριλαμβανομένης και της πωλήσεως του ακινήτου, εφ’ όσον αυτό ανήκει σε δημόσιο φορέα, δεδομένου ότι σκοπός της συνταγματικής προστασίας είναι η διατήρηση του μνημείου και όχι του ιδιοκτησιακού του καθεστώτος.

12. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν τα εξής: Το επίμαχο κτήριο στρατωνισμού - διοίκησης ανεγέρθηκε από τον Οθωμανικό Στρατό το έτος 1903 ή 1904 και χρησιμοποιήθηκε έως το έτος 2000 από τον Ελληνικό Στρατό. Βρίσκεται σε απόσταση 800 μ. νοτιοδυτικά από τον ιστορικό πυρήνα της Καστοριάς. 

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας παραχώρησε στο Δήμο Καστοριάς έκταση, επιφανείας 3.167 τ.μ. (πρώην στρατόπεδο «Μαθιουδάκη»), εντός της οποίας βρίσκεται το επίμαχο κτήριο, με σκοπό την εν συνεχεία παραχώρησή της από τον Δήμο στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, προκειμένου να ανεγερθεί νέο κτήριο για τη στέγαση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς. 

Για τον χώρο αυτό υπάρχει πρόβλεψη στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Καστοριάς [απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ 40462/2020/26.6.1987 (Δ΄ 951)], σύμφωνα με την οποία στο χώρο του στρατοπέδου Μαθιουδάκη, μετά την αποχώρησή του, προβλέπεται τη δημιουργία «πυρήνα-κέντρου κοινωνικής υποδομής». 

Με την ΚΟ/οικ.2064/21.11.2003 απόφαση του Νομάρχη Καστοριάς (Δ΄ 1400) τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλης Καστοριάς στην περιοχή του πρώην στρατοπέδου «Μαθιουδάκη» (θέση «Άμμος – Μύλος») και, μεταξύ άλλων, αφού συνεκτιμήθηκε ότι «επιλέγονται αλλαγές με γνώμονα το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο [ΓΠΣ] και την αναγκαιότητα προσδιορισμού θέσης για την ανέγερση κτηρίου Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς», δημιουργήθηκε νέο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 237Α με χρήση «χώρος αστυνομίας». 

Στη συνέχεια, το έτος 2005, Δήμος Καστοριάς δώρισε το ανωτέρω ακίνητο και ένα παράπλευρο οικόπεδο εμβαδού 225 τ.μ. στο Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Δημόσιας Τάξης) με σκοπό την ανέγερση του ως άνω κτηρίου . Με την 4182/356/2.10.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας η πρόταση δωρεάς έγινε δεκτή. Εξάλλου, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ανέθεσε το έτος 2004 στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ. Α.Ε.) την προώθηση των διαδικασιών χρηματοδότησης της ανέγερσης του ως άνω κτηρίου, η οποία, εν τέλει, εξασφαλίσθηκε με σύμβαση δανείου, που συνήψε η Κ.Ε.Δ. Α.Ε. με την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε., με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Μετά ταύτα, η Κ.Ε.Δ. Α.Ε. διενήργησε ανοικτό διεθνή διαγωνισμό για την ανάθεση της μελέτης και της κατασκευής του έργου αυτού, στον οποίο, ως προσωρινή ανάδοχος, αναδείχθηκε, το έτος 2006, η «Κοινοπραξία ΕΥΔΡΟΜΟΣ ΑΤΕ-ΚΕΡΑΜΟΣ Α.Τ.Ο.Ε.Ε.». Με την Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011/28.11.2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Πολιτισμού και Τουρισμού, η Κ.Ε.Δ. Α.Ε. συγχωνεύθηκε με την εταιρεία Ε.Τ.Α. Α.Ε. (με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη) και μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες από την Κ.Ε.Δ. Α.Ε. στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας και στην Ο.Σ.Κ. Α.Ε. 

Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 6 της εν λόγω Κ.Υ.Α., η αξιοποίηση δημόσιων εκτάσεων με την ανέγερση δημόσιων κτιρίων, που βρίσκονταν σε εξέλιξη, συνεχίζονται από την ανώνυμη εταιρεία «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» (Ο.Σ.Κ. Α.Ε.). 

Στις 23.8.2012 υπεγράφη η σύμβαση εκτέλεσης του έργου μεταξύ της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. και της πιο πάνω Κοινοπραξίας. Ακολούθως, η πιο πάνω κοινοπραξία υπέβαλε προς την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας την από 8.10.2012 αίτησή της για την έγκριση της κατεδάφισης του κτηρίου στρατωνισμού- διοίκησης στην ως άνω έκταση του πρώην στρατοπέδου «Μαθιουδάκη». 

Η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας συνέταξε την από Δεκεμβρίου 2012 έκθεση τεκμηρίωσης, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Αξιολόγηση κτηρίου 3.1 Συσχετισμός με την ευρύτερη περιοχή. το κτήριο του θέματος βρίσκεται σε απόσταση από τον ιστορικό πυρήνα της Καστοριάς [σ]την επέκταση της πόλης προς τα δυτικά κατά τα μεσοπολεμικά, και κυρίως, μεταπολεμικά χρόνια . 

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η φυσιογνωμία της εν λόγω περιοχής ήταν τελείως διαφορετική. Αν και από τα μέσα του 19ου αιώνα μαρτυρείται επέκταση του οικιστικού ιστού της Καστοριάς πέρα από τις οχυρώσεις του «λαιμού» της ομώνυμης χερσονήσου (συνοικίες Χασάν Καδή, Βαρόσι, Κάτω Αγορά, Ψαράδικα), στη συγκεκριμένη τοποθεσία δεν επιβεβαιώνεται συνεκτική δόμηση και κατ' επέκταση κατοίκηση ... 

Κατά την όψιμη οθωμανική περίοδο, πλησίον του τεκέ, κτίζονται δύο σημαίνοντα δημόσια κτήρια, για την εξυπηρέτηση διακριτών αναγκών της πόλης. Το πρώτο, επίσης μη χρονολογημένο με ακρίβεια και κατεδαφισμένο σήμερα, ήταν το Τελωνείο... 

Το δεύτερο -και μοναδικό που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας- ήταν το εξεταζόμενο κτήριο στρατωνισμού - διοίκησης. Ανεγέρθηκε πλησίον του Τελωνείου, σε ορατό μέχρι σήμερα φυσικό ύψωμα, επί της βορειοδυτικής πλευράς της Λεωφόρου Γράμμου. 

Έτσι, εξασφάλισε, εξαρχής, περίοπτη θέση στην περιοχή της δυτικής -και κύριας- εισόδου της πόλης. Για τις ανάγκες λειτουργίας του νέου στρατιωτικού κτηρίου, οικοδομήθηκε πλησίον του, το πιθανότερο ταυτόχρονα ή με μικρή χρονικά διαφορά, ενιαίο κτίσμα στάβλων, το οποίο δεν διατηρείται. 

Σε μεταγενέστερο χρόνο, δε, και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, το κεντρικό διώροφο κτίσμα πλαισιώθηκε από πρόσθετες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, συγκεκριμένα κτήριο διαμονής οπλιτών, κτήριο αναρρωτηρίου, κτήριο μαγειρείων - εστιατορίου και αποθηκευτικά κτίσματα. 

Οι παραπάνω κατασκευές διατηρούνται μέχρι σήμερα και, για ορισμένες από αυτές (κτήριο διαμονής οπλιτών, κτήριο αναρρωτηρίου), η Εφορεία επιφυλάσσεται να επανέλθει με πρόταση χαρακτηρισμού τους, ως ‘νεώτερων ακινήτων μνημείων’, λαμβάνοντας υπόψη την ήδη θεσμοθετημένη προστασία ανάλογης ογκοπλασίας, κατασκευαστικής δομής και μορφολογίας κτηρίων, σε άλλα στρατόπεδα του βορειοελλαδικού χώρου. 

Εκτός από τις πρόσθετες στρατιωτικές υποδομές, τα μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια αποτέλεσαν περίοδο πύκνωσης και του οικιστικού πλέγματος περιμετρικά του επιμήκους κτηρίου. 

Η πυκνή ανέγερση πολυώροφων κατασκευών στη ζώνη μεταξύ του κτίσματος και της παρακείμενης όχθης της λίμνης της Καστοριάς, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας επέκτασης της πόλης προς τα δυτικά, είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της προβολής του στο ευρύτερο περιβάλλον, όχι, όμως, μέχρι σημείου, πλήρους απάλειψης της χαρακτηριστικής περίοπτης παρουσίας του. 

Ακόμη και στο πλαίσιο του προδιαγραφόμενου, βάσει του ισχύοντος πολεοδομικού σχεδίου, κατακερματισμού της έκτασης του πρώην στρατοπέδου «Μαθιουδάκη» σε οικοδομήσιμα οικοδομικά τετράγωνα, το διώροφο κτήριο στρατωνισμού - διοίκησης θα συνεχίσει να αποτελεί, λόγω θέσης και κλίσης του εδάφους, ισχυρό σημείο οπτικό εστίασης και κατ' επέκταση αναφοράς επί της Λεωφόρου Γράμμου, με δυνατότητα προβολής και επί της παραλίμνιας λεωφόρου (Λεωφ. Κύκνων), μέσω της κάθετης οδού Ξενοφώντος 3.2 Χρονολόγηση - ιστορική εξέλιξη. 

Το επίμηκες κτήριο στρατωνισμού - διοίκησης ανεγέρθηκε, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες εκτιμήσεις, το 1903 ή 1904, το πιθανότερο σε άμεσο συσχετισμό με την επανάσταση του Ίλιντεν. 

Όπως προκύπτει από σχετική μαρτυρία, ο μουτεσερίφης του Σαντζακιού της Κορυτσάς, Μεχμέτ Αλή Πασάς, αναγκάστηκε, σε συνέχεια της εκδήλωσης της εξέγερσης (Αυγ. 1903), και προκειμένου να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση μετά την καταστολή της (Σεπτ. 1903), να μεταφέρει, εντός του 1903, την έδρα του, και μαζί στρατιωτικές δυνάμεις, από την Κορυτσά στην Καστοριά. 

Η ανέγερση μόλις δύο κτισμάτων και η συνακόλουθη συγκέντρωση του συνόλου των συναφών λειτουργιών σε αυτά, την ίδια στιγμή που σε άλλες βορειοελλαδικές πόλεις (π.χ. Θεσσαλονίκη, Σέρρες), οι Οθωμανοί δημιουργούν πολυμερή κτιριακά σύνολα για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών αναγκών, αποτελεί αξιοπρόσεκτη ιδιομορφία για το παράδειγμα της Καστοριάς. Ιδιομορφία, η οποία, από κοινού με την κατά πολύ ισχυρότερη μορφολογική λιτότητα των όψεων του εξεταζόμενου κτηρίου σε σχέση με τα ομόχρονα στρατιωτικά κτίσματα των υπόλοιπων βορειοελλαδικών πόλεων, δεν αποκλείεται να αντανακλά τον επείγοντα χαρακτήρα της οικοδόμησής του και, κατ' επέκταση, της στέγασης στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή. 

Κατά την απελευθέρωση της Καστοριάς, στις 11 Νοεμβρίου 1912, δημοσιευμένες μαρτυρίες αναγνωρίζουν το συγκεκριμένο κτήριο ως το ένα από τα δύο σημεία της πόλης -το άλλο ήταν ο μητροπολιτικός ναός- όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία. 

Με την εγκατάσταση της νέας διοίκησης, η χρήση του, όπως και του άμεσου περιβάλλοντα χώρου, περνά στον ελληνικό στρατό, ο οποίος, μετά την αποχώρησή του για το μικρασιατικό μέτωπο, στα τέλη της δεκαετίας του 1910, το αφήνει κενό. Ακολουθεί η στέγαση προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ παράλληλα, διατυπώνονται προτάσεις για μονιμότερη αξιοποίηση, ως δημοτικό νοσοκομείο ή εκκλησιαστικό εκπαιδευτήριο. 

Εν τέλει, το 1930, η χρήση του κτηρίου επανέρχεται στον Στρατό, ο οποίος, με την παρεμβολή της πρόσκαιρης κατάληψής του από τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και της αξιοποίησής του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, το διατηρεί σε λειτουργία μέχρι το 2000. Τη χρονιά εκείνη, το διώροφο κτήριο, όπως και ολόκληρη η έκταση του πρώην στρατοπέδου «Μαθιουδάκη», εγκαταλείπονται και, έκτοτε, παραμένουν χωρίς χρήση ». 

Στη συνέχεια περιγράφεται η ογκοπλαστική οργάνωση του κτηρίου και σημειώνεται ότι πρόκειται για τυπικό δείγμα, ως προς την ογκοπλασία, οθωμανικού στρατιωτικού κτηρίου των αρχών του 20ού αιώνα, το οποίο, στο συγκεκριμένο επίπεδο, παρο υσιάζει σαφείς ομοιότητες με σειρά ομόλογων και ομόχρονων κτισμάτων ανά τον βορειοελλαδικό χώρο [κτήρια στρατωνισμού του πρώην στρατοπέδου «Παύλου Μελά» (διατηρητέα ως προς το κέλυφος, σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΝ Λ 532/64683/19-11-2003 ΦΕΚ 1786/Β/02-12-2003), κτήριο του Στρατηγείου του Γ Σώματος Στρατού (διατηρητέο κτήριο, σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΕ/Α/Φ31/23549/3080/ 16-06-1977 - ΦΕΚ 718/Β/30-07-1977), ισόγεια κτίσματα συνοδείας (με διώροφο κεντρικό πυρήνα) και το διώροφο κτήριο στο οποίο στεγάζεται το Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, πλησίον του Στρατηγείου, - το διοικητήριο του πρώην στρατοπέδου «Κόδρα» (διατηρητέο κτήριο, σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΓΝΕΣΑΚ/12366/321/14-03-2007 ΦΕΚ 113/Α.Α.ΠΛ8-03-2007)]. 

Ως προς τα μορφολογικά στοιχεία του κτηρίου αναφέρεται ότι το επίδικο κτήριο παρουσιάζει χαρακτηριστική λιτότητα, για λόγους που πιθανότατα σχετίζονται με τις συνθήκες ανέγερσής του. Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι η εσωτερική υποδιαίρεση του κτηρίου είναι, όπως και η ογκοπλασία και τα μορφολογικά στοιχεία του, απολύτως τυπική του λειτουργικού προορισμού και της περιόδου ανέγερσής του. 

Σε ό,τι αφορά στα επιμέρους στοιχεία του κτίσματος, σημειώνεται η διατήρηση των αρχικών ξύλινων κουφωμάτων στο σύνολο σχεδόν των τοξωτών παραθύρων του 1ου και του 2ου ορόφου και του αρχικού κλιμακοστάσιου σύνδεσης του 1ου και του 2ου ορόφου, καθώς και η ύπαρξη μεταγενέστερων προσθηκών στα ανοίγματα του ισογείου, το θύρωμα της κύριας εισόδου, στη στάθμη του 1ου ορόφου, στο μέσον της νοτιοανατολικής όψης, και στα εξωτερικά κλιμακοστάσια και στο πλευρικό κλιμακοστάσιο της νοτιοδυτικής όψης. 

Το σύνολο συμπληρώνει πλινθόκτιστο στηθαίο, καταφανώς μεταγενέστερη προσθήκη, σε αντικατάσταση του αρχικού μεταλλικού κιγκλιδώματος, το οποίο διακρίνεται στην ήδη μνημονευμένη φωτογραφία των αρχών του 20ού αιώνα. 

Ως προς την κατάσταση διατήρησης του κτηρίου σημειώνεται ότι παρά τη δωδεκαετή εγκατάλειψη, το επίμηκες κτήριο στρατωνισμού - διοίκησης διατηρείται, σε γενικές γραμμές, σε καλή έως, κατά τόπους, μέτρια κατάσταση. 

Κατά τη μακροσκοπική εξέτασή του, στο πλαίσιο της πραγματοποιηθείσας αυτοψίας, δεν καταγράφηκαν ουσιώδεις βλάβες στα στοιχεία του φέροντα οργανισμού, οι δε φθορές που επισημάνθηκαν συνίστανται, κυρίως, στην αποσάθρωση και πτώση τμημάτων του επιχρίσματος των εξωτερικών τοιχοποιιών, κυρίως στο εσωτερικό των χώρων του ισογείου, όπου παρατηρείται έντονη ανερχόμενη υγρασία και ανεπαρκής αερισμός. 

Οι συγκεκριμένοι παράγοντες έχουν προκαλέσει φθορά και στην ξύλινη υποδομή των δαπέδων του 1ου ορόφου του κεντρικού πυρήνα, χωρίς, στην παρούσα φάση, να τίθεται ζήτημα στατικής ανεπάρκειάς τους. Ο άμεσος περιβάλλων χώρος του κτίσματος δε διατηρεί στοιχεία (κατασκευές - διαμορφώσεις) της περιόδου ανέγερσής του. 

Η εισήγηση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα ως προς τη σημασία του κτηρίου κατά τα κριτήρια του αρχαιολογικού νόμου: 

« - Ιστορική αξία, ως αρχιτεκτονικό έργο της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, το οποίο συνέχεται, με βάση τις διαθέσιμες ενδείξεις, με σημαντική ιστορική γεγονότα, που σημάδεψαν την εξέλιξη της Καστοριάς (βουλγαρική επανάσταση του Ίλιντεν, ανάδειξη της πόλης σε έδρα του μουτεσερίφη του Σαντζακιού της Κορυτσάς, απελευθέρωση από τον Ελληνικό Στρατό και πανηγυρική ύψωση της Ελληνικής Σημαίας, εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, Ιταλική και Γερμανική κατοχή, ένοπλες αναμετρήσεις του Εμφυλίου). 

- Πολεοδομική αξία, ως το μοναδικό ακίνητο τεκμήριο της ιστορικής φυσιογνωμίας της προς δυσμάς επέκτασης της Καστοριάς που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας και εξακολουθεί να παρουσιάζει, έστω και σε μικρότερη κλίμακα σε σχέση με τις αρχές του 20ού αιώνα, ρόλο μείζονος σημείου αναφοράς επί του βασικού οδικού δικτύου της πόλης. 

-Κοινωνική αξία, ως χώρος υποδοχής και προσωρινής στέγασης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και, ακολούθως, ως πυρήνας κατοχύρωσης αισθήματος ασφάλειας στις τάξεις της τοπικής κοινωνίας, μέσω της στέγασης μονάδων του Ελληνικού Στρατού. 

- Αρχιτεκτονική σημασία, ως χαρακτηριστικό δείγμα στρατιωτικού κτηρίου της όψιμης οθωμανικής περιόδου, από άποψη ογκοπλασίας, μορφολογίας, εσωτερικής διαρρύθμισης και κατασκευαστικής δομής, με σαφείς συγγένειες, στο ογκοπλαστικό και τυπολογικό επίπεδο, με ήδη χαρακτηρισμένα από το Υ.ΠΑΙ.Θ.ΠΑ, ως ‘νεώτερα ακίνητα μνημεία’, κτήρια και κελύφη κτηρίων σε άλλες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου (Θεσσαλονίκη, Σέρρες).

Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη ιδιότητα συνέχεται, κατά κύριο λόγο, με τον κεντρικό τριώροφο πυρήνα και το κέλυφος των πλευρικών πτερύγων του κτηρίου, και όχι και με το εσωτερικό των τελευταίων. Σε αυτό, καταγράφονται δραστικές μεταγενέστερες επεμβάσεις, που αλλοίωσαν σημαντικά την αρχική κατασκευαστική δομή και τυπολογία. 

- Επιστημονική σημασία, ως σημείο αναφοράς για τη μελέτη της εξέλιξης των στρατιωτικών κτηρίων των βορειοελλαδικών πόλεων και αξιοπρόσεκτο δείγμα συγκέντρωσης επιμέρους στρατιωτικών λειτουργιών (διοίκηση - διημέρευση προσωπικού• αποθήκευση εξοπλισμού) στο εσωτερικό ενός και μόνον κελύφους ...». 

Κατόπιν τούτων η Εφορεία πρότεινε τον χαρακτηρισμό ως νεώτερου ακινήτου μνημείου, το οποίο ανάγεται στην περίοδο προ των τελευταίων εκατό ετών, του τριώροφου κεντρικού πυρήνα και του κελύφους των διώροφων πλευρικών πτερύγων του κτηρίου στρατωνισμού - διοίκησης στο πρώην στρατόπεδο «Μαθιουδάκη» του Δήμου Καστοριάς. 

Ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάστηκε, ακολούθως, στη Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία, με την από 14.1.2013 εισήγησή της, πρότεινε, επίσης, το χαρακτηρισμό ως μνημείου του επίμαχου κτίσματος. Στο υπ’ αριθ. 72849/13/77690/15.1.2013 έγγραφό της προς τη Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, η Διεύθυνση Τεχνικών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας επεσήμανε ότι το Επιτελείο και οι Υπηρεσίες έδρας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς στεγάζονται σε ενιαίο μισθωμένο οίκημα, για το οποίο καταβάλλεται ετησίως ποσό 75.714,00 ευρώ, που δεν καλύπτει τις στεγαστικές τους ανάγκες και για το λόγο αυτό, μέσω της πρώην Κ.Ε.Δ., ξεκίνησαν οι διαδικαστικές ενέργειες ανέγερσης σύγχρονου κτηρίου, σε παραχωρηθείσα οικοπεδική έκταση (πρώην Στρατόπεδο ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ) μέσω εξασφαλισμένης χρηματοδότησης προϋπολογισμού 6.200.000,00 ευρώ. 

Το νέο Αστυνομικό Μέγαρο θα είναι σύγχρονο, βιοκλιματικό και θα διαθέτει εξωτερικές όψεις που θα συνάδουν απόλυτα με την αρχιτεκτονική παράδοση της πόλης με πρόβλεψη ειδικού χώρου αφιερωμένου στο υπάρχον σήμερα εντός του οικοπέδου παλαιό κτίριο. Στο ίδιο έγγραφο επισημαίνεται η έλλειψη ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών στοιχείων του κτηρίου και η αλλοίωση της αυθεντικότητάς του. 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με το ίδιο έγγραφο, ουδέποτε, αν και οι διαδικασίες ανέγερσης του Μεγάρου ήταν δημόσιες, υπεβλήθη ένσταση από οποιαδήποτε Αρχή ή Φορέα σχετικά με τα υφιστάμενα κτίρια, γεγονός που θα οδηγούσε στην διακοπή των διαδικασιών μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα. 

Κατόπιν τούτων η Ελληνική Αστυνομία ζήτησε να μην χαρακτηρισθεί το κτήριο ως μνημείο, προκειμένου να ξεκινήσουν απρόσκοπτα οι διαδικασίες ανέγερσης του Αστυνομικού Μεγάρου Καστοριάς, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής ζημίας που θα υποστεί το Ελληνικό Δημόσιο στην περίπτωση που δεν εκτελεστεί το έργο και των τεχνικών ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν τα κτίρια στα οποία στεγάζονται Αστυνομικές Υπηρεσίες. 

Εξάλλου, στο υπ’ αριθ. ΕΓ-36.00/16.1.2013 έγγραφό της προς την ίδια ως άνω Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, η Διεύθυνση Κατασκευών Έργων της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. επεσήμανε και εκείνη από την πλευρά της το προχωρημένο στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία για την ανέγερση του νέου κτηρίου και τις ιδιαιτερότητες τις οποίες έχει ένα κτήριο Αστυνομικής Διεύθυνσης, οι οποίες δεν υπάρχουν σε συνήθη κτίρια γραφείων και οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν από ένα υφιστάμενο κτήριο και ιδίως τα υφιστάμενα κτίρια του χώρου του πρώην στρατοπέδου. 

Εξάλλου, εκπρόσωπος του αιτούντος σωματείου απέστειλε επιστολή στα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Στην επιστολή αυτή ο εν λόγω εκπρόσωπος επεσήμανε ότι: «πέρα από το γεγονός ότι το κτήριο θα μπορούσε να συντηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί από την ίδια την ΕΑ.ΑΣ για την στέγασή της, αξιοποιώντας με ανακαίνιση και τα υπόλοιπα νεώτερα κτίρια του Στρατοπέδου, επιπροσθέτως, ακόμη και η επιλεγείσα ανέγερση ενός εντελώς νέου κτηρίου για το σκοπό αυτό, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε διπλανό χώρο εντός του ίδιου του πρώην Στρατοπέδου Μαθιουδάκη, καθώς οι διαθέσιμοι χώροι του στρατοπέδου είναι υπεραρκετοί, έτσι ώστε να μην θιχτεί το παλαιό ιστορικό κτήριο του Στρατώνα ». 

Η ίδια επιστολή εξάλλου, αναφέρεται στην ιστορική σημασία του κτηρίου το οποίο ήταν ένα από τα δύο κτήρια της πόλης, στα οποία υψώθηκε η ελληνική σημαία την ημέρα της εισόδου του ελληνικού στρατού, καθώς και ότι το κτήριο αυτό θα ήταν ιδανικό για πολιτιστικές χρήσεις, δοθέντος ότι η Καστοριά εδώ και πάνω από δέκα χρόνια στερείται Πνευματικού Κέντρου. 

Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, στην 1/17.1.2013 συνεδρίασή του τάχθηκε ομόφωνα υπέρ της αναβολής της γνωμοδότησής του προκειμένου να διενεργηθεί αυτοψία από μέλη του για τη διερεύνηση των στοιχείων αξιολόγησης του κτηρίου . 

Κατά την αυτοψία, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, φορείς της περιοχής εξέφρασαν την επιθυμία για την άμεση και απρόσκοπτη συνέχιση του έργου της ανέγερσης του νέου Μεγάρου της Αστυνομίας. 

Στο ίδιο πρακτικό αποτυπώνεται και ο προβληματισμός από τον Δήμαρχο και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Καστοριάς σχετικά με τη διατήρηση του κτηρίου. Ειδικότερα, στο πρακτικό αυτοψίας γίνεται μνεία της 4/2013 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Καστοριάς, από την οποία προκύπτει ότι ο Δήμαρχος Καστοριάς συμφώνησε μεν με την ανέγερση του Αστυνομικού Μεγάρου σύμφωνα με την μελέτη, πρότεινε όμως να αναμείνει ο δήμος την κρίση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και ως εναλλακτική λύση την παραχώρηση από τον δήμο όμορου οικοπέδου (της ΔΕΥΑΚ), η πρόταση δε αυτή υπερψηφίστηκε από τα μέλη της πλειοψηφίας, σε αντίθεση με τη μειοψηφία, η οποία ενέμεινε στην άμεση ανέγερση του νέου κτηρίου στον συγκεκριμένο χώρο. 

Εξάλλου, η επιτροπή αυτοψίας, όπως προκύπτει από το οικείο πρακτικό, δεν κατέληξε σε θέση υπέρ ή κατά του χαρακτηρισμού του επίδικου κτηρίου, αλλά διετύπωσε στο πρακτικό τα εξής ερωτήματα και προβληματισμούς: α. εάν υπάρχουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία, που να τεκμηριώνουν το χαρακτηρισμό του κτίσματος ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου, β. εάν η λιτότητα στη μορφολογία του κτηρίου αποτελεί αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό του ή παραπέμπει στον επείγοντα χαρακτήρα της ανοικοδόμησής του, που το υποβαθμίζει σε σχέση με άλλα αντίστοιχα κτίρια στον βορειοελλαδικό χώρο, γ. εάν ο περίοπτος και δεσπόζων χαρακτήρας, που είχε όταν ανεγέρθηκε στο λόφο και σε αδόμητο τοπίο, έχει υποβαθμιστεί λόγω της επέκτασης της πόλης και της ανέγερσης πολυώροφων πολυκατοικιών, αν και το κτήριο εξακολουθεί να διακρίνεται επειδή εδράζεται σε λόφο, αλλά μόνο όταν πλησιάσει ο περιηγητής στην περιοχή, δ. εάν είναι σκόπιμο να χαρακτηριστεί ως μνημείο ένα ακόμη κτήριο χωρίς πολλές προοπτικές αποκατάστασης και ένταξης κάποιας χρήσης σε αυτό, λόγω της έλλειψης των απαραίτητων πιστώσεων και της οικονομικής αδυναμίας του Δήμου προς αυτή την κατεύθυνση. 

Η δυνατότητα δε παραχώρησης από τον Δήμο του ομόρου οικοπέδου για την ανέγερση του Μεγάρου της Αστυνομίας θα οδηγούσε στη διατήρηση του κτηρίου, αλλά δεν εξασφαλίζει δυστυχώς και την ανέγερση του Μεγάρου, καθώς ακυρώνεται η μέχρι σήμερα διαδικασία και ο διαγωνισμός, ε. είναι γεγονός ότι το εν λόγω κτήριο ουδέποτε αποτέλεσε τοπόσημο η σημείο αναφοράς για τους κατοίκους η πλειονότητα των οποίων αγνοεί την ύπαρξη του. 

Τέλος, το μέλος της επιτροπής αυτοψίας και μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων διετύπωσε την εξής ιδιαίτερη γνώμη: «1. Δεν υπάρχουν σημαντικό ιστορικά στοιχεία ώστε να τεκμηριώνεται ο χαρακτηρισμός του κτηρίου ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου. 2. Η λιτότητα που χαρακτηρίζει την μορφολογική διάρθρωση του κτηρίου παραπέμπει στον επείγοντα χαρακτήρα της ανέγερσής του (σύμφωνα και με τα υπάρχοντα στοιχεία) που μάλλον το υποβαθμίζει σε σχέση με αντίστοιχα κτίσματα της ίδιας περιόδου στον βορειοελλαδικό χώρο (π.χ. στρατόπεδό Μελά στην Θεσσαλονίκη). 3. Η κατάσταση διατήρησης του κτηρίου είναι κακή και σε ορισμένα τμήματα επικίνδυνη λόγω μακροχρόνιας εγκατάλειψης και αδιαφορίας της τοπικής κοινωνίας που όχι μόνο αγνοούσε την ύπαρξη του αλλά και κανείς από τους φορείς της πόλης δεν κατέθεσε, εξ όσων γνωρίζω, μέχρι σήμερα μια ολοκληρωμένη πρόταση για την αξιοποίηση του και ένταξη του στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Τα αποτελέσματα και ο προβληματισμός για την τύχη του κτηρίου είναι στην κρίση του καθενός χωρίς να παραβλέπεται η οικονομική διάσταση του θέματος. 4. Η ανέγερση επί του λόφου σε τοπίο αδόμητο το καθιστούσε περίοπτο και δέσποζαν ενώ σήμερα με την ανέγερση πολυώροφων οικοδομών στο άμεσο περιβάλλον του αποδυνάμωσε τον δεσπόζοντα χαρακτήρα του. 5. Τέλος είναι γεγονός ότι το εν λόγω κτήριο ουδέποτε αποτέλεσε τοπόσημο η σημείο αναφοράς για τους κατοίκους η πλειονότητα των οποίων αγνοεί την ύπαρξη του». 

Από το πρακτικό του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, της 7/21.3.2013 συνεδρίασης αυτού, στο οποίο ενσωματώθηκαν οι ανωτέρω εισηγήσεις των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και το ανωτέρω πρακτικό της αυτοψίας προκύπτει ότι τα μέλη του Συμβουλίου στάθηκαν ιδιαίτερα στα εξής σημεία: α) στο ζήτημα της ιστορικότητας του κτηρίου, β) στην ύπαρξη κάποιων αξιόλογων αρχιτεκτονικών στοιχείων, γ) στην εγκατάλειψή του, δ) στο γεγονός ότι δεν φαίνεται να αποτελεί τοπόσημο ή σημείο αναφοράς για τους πολίτες της περιοχής, ε) στο γεγονός ότι ο χώρος που καταλαμβάνει έχει αφοριστεί για την ανέγερση του νέου κτηρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς, στ) στο προχωρημένο της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας και ζ) στην οικονομική αδυναμία του Δημοσίου να συντηρήσει το υπό χαρακτηρισμό κτήριο. 

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από ανωτέρω πρακτικό, μέλος του Συμβουλίου εξέφρασε τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Καστοριάς είχε δηλώσει ότι θα μπορούσε παραχωρήσει διπλανό ακίνητο για την ανέγερση του Αστυνομικού Μεγάρου, κάτι όμως που θα σήμαινε ότι ο διαγωνισμός και όλη η διαδικασία για την μελέτη και κατασκευή του, η οποία κράτησε τέσσερα με πέντε χρόνια λόγω των ενστάσεων θα έπρεπε να αρχίσει από την αρχή. Έτερο μέλος επεσήμανε τον λιτό χαρακτήρα του κτηρίου, ο οποίος συνδέεται με τις συνθήκες ανέγερσής του, κατά το μέλος δε αυτό το κτήριο φαίνεται ότι έχει μια αρχιτεκτονική σημασία, ως προς την ιστορική όμως σημασία διατύπωσε την άποψη ότι η σημασία αυτή δεν συνδέεται με τον ελληνικό χώρο αλλά κυρίως με τον τουρκικό στρατό κατοχής. 

Πέραν τούτων, διατύπωσε την παρατήρηση το κτήριο είναι «πνιγμένο μέσα στις πολυκατοικίες» και την άποψη ότι είναι τέτοια η εσωτερική του φθορά και η εξωτερική του ισογείου, που θα έπρεπε να δαπανηθούν πάρα πολλά χρήματα για να χρησιμοποιηθεί. Άλλο μέλος του Συμβουλίου διατύπωσε την άποψη ότι ο λόφος και τα κτίσματά του θα έπρεπε να διατηρηθούν και επεσήμανε ότι οι κάτοικοι της περιοχής δεν φαίνεται να αισθάνονται την ανάγκη να διατηρήσουν το κτήριο. 

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου επεσήμανε ότι η απόφαση ανέγερσης ενός αστυνομικού καταστήματος ανήκει στην Πολιτεία και, συγκεκριμένα, στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Έτερο μέλος του Συμβουλίου επεσήμανε ομοίως την αδιαφορία της τοπικής κοινωνίας για το κτήριο και εξέφρασε την απορία γιατί δεν παραχωρήθηκε το διπλανό ακίνητο, το οποίο είναι άδειο. 

Σύμφωνα με το ίδιο μέλος, το κτήριο δεν έχει ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, είναι λιτή, ίσως και λίγο πρόχειρη κατασκευή, κατέληξε δε λέγοντας ότι «δεν είναι αυτό το μνημείο, που θα λέγαμε ότι δεν πρέπει να το χάσουμε, αλλά δεν παύω να θεωρώ ότι είναι και άδικο να κατεδαφιστεί Σκέφτομαι βέβαια και υπολογίζω τη μεγάλη ανάγκη της περιοχής για το αστυνομικό αυτό κτήριο, όπως εκφράστηκε και από τις τοπικές Αρχές και από τους ίδιους τους αστυνομικούς, το ότι θα χαθεί η ευκαιρία, κι αυτό δεν μπορούμε να μην το υπολογίσουμε». 

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον χαρακτηρισμό η κατάσταση που βρίσκεται το κτήριο και, σε περίπτωση που χαρακτηριστεί, κατά πό σο υπάρχει το ενδιαφέρον του Δήμου και της τοπικής κοινωνίας να αξιοποιηθεί. 

Άλλο μέλος του Συμβουλίου διατύπωσε την άποψη ότι από τα ιστορικά στοιχεία δεν τεκμηριώνεται ο χαρακτηρισμός του κτηρίου, καθώς και ότι η λιτότητα και η ταχύτητα της ανέγερσής του δίνουν στο κτήριο έναν χαρακτήρα προχειρότητας, λιτότητας σε σχέση και με άλλα αντίστοιχα κτίσματα, όπως εκείνο του στρατοπέδου Μελά στη Θεσσαλονίκη. 

Περαιτέρω, επεσήμανε την κακή του κατάσταση λόγω της μακροχρόνιας εγκατάλειψης και την επικινδυνότητά του σε ορισμένα σημεία, την αδιαφορία της τοπικής κοινωνίας, καθώς και την οικονομική διάσταση του ζητήματος. 

Επεσήμανε, ακόμη, ότι όταν ήταν αδόμητη η περιοχή ήταν ένα δεσπόζον κτήριο, αλλά τώρα περιβάλλεται από πολυώροφα κτήρια και δεν αποτελεί τοπόσημο, «αφού κανένας δεν το γνώριζε, η πλειονότητα των κατοίκων δεν γνωρίζει την ύπαρξή του ούτε τι κτήριο ήταν, ούτε τίποτε». 

Σύμφωνα με άλλο μέλος του Συμβουλίου «δεν είναι ένα αμελητέο κτήριο. Δεν είναι ένα πολύ σημαντικό κτήριο, αλλά δεν είναι και για να το πετάξουμε η τοποθέτησή του στο σημείο αυτό, η αρχιτεκτονική του δεν είναι τελείως αδιάφορη, χωρίς όμως να θεωρήσουμε ότι είναι ένα αριστούργημα δεν έχουμε πάρα πολλά στοιχεία μείζονος σπουδαιότητας και το κυριότερο δεν έχει προοπτική, δηλαδή η κήρυξή του θα ήταν αδιέξοδη. ». 

Τέλος, μέλος του Συμβουλίου διατύπωσε την άποψη ότι το κτήριο, το οποίο πρόκειται να ανεγερθεί στη θέση αυτή, είναι αμφιβόλου, τουλάχιστον, αισθητικής. Κατά την ψηφοφορία που ακολούθησε η εισηγήτρια ενώπιον του Συμβουλίου, Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, μετέβαλε άποψη με το σκεπτικό το κτήριο δεν έχει ιδιαίτερη ιστορική αρχιτεκτονική σημασία και δεν υπάρχει η βούληση να διατηρηθεί. 

Εξέφρασε όμως τον προβληματισμό ότι το σχέδιο πόλεως δεν διατηρεί το στρατόπεδο, σε αντίθεση με άλλα στρατόπεδα της ίδια εποχής, όπως, τα στρατόπεδα του Κόδρα, του Παύλου Μελά και του Παπαλουκά. Κατόπιν τούτων, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ του μη χαρακτηρισμού ως μνημείου του επίμαχου κτηρίου, με βάση δε τη γνωμοδότηση αυτή εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση μη χαρακτηρισμού. 

Ακολούθησε η έκδοση από την Υπηρεσία Δόμησης της εταιρίας «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» της 2/2013 έγκρισης δόμησης για την κατεδάφιση του ανωτέρω κτηρίου στο πλαίσιο του έργου μελέτη και κατασκευή κτηρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς και, στη συνέχεια, από την ίδια ως άνω υπηρεσία, της 757/2013 άδειας δόμησης, με την οποία επιτράπηκε η κατεδάφιση του ανωτέρω κτηρίου. 

Τέλος, η ίδια υπηρεσία εξέδωσε την 3/2013 έγκριση δόμησης του έργου «Μελέτη και κατασκευή κτηρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς». Από την έγκριση αυτή προκύπτει ότι το οικόπεδο εντός του οποίου υφίσταται το παλαιό κτήριο και στη θέση θα ανεγερθεί το ως άνω κτήριο έχει εμβαδόν 3.392,34 τ.μ., η κάλυψη θα ανέλθει σε 1.232,32 τ.μ. έναντι επιτρεπόμενης 1.356,94 τ.μ. και έναντι 555,96 τ.μ. του παλαιού κτηρίου, η δόμηση θα ανέλθει στα 3.164,33 τ.μ. έναντι επιτρεπόμενης 4.070,81 τ.μ. και έναντι 1.219,51 του παλαιού κτηρίου και το εμβαδόν του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου θα είναι 2.160,02 τ.μ. έναντι επιτρεπόμενου 2.035,40 τ.μ.

13. Επειδή, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη και Θ. Αραβάνη, με τα ανωτέρω δεδομένα η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως και πρέπει να ακυρωθεί. Ειδικότερα, το πρακτικό 7/21.3.2013 του ΚΣΝΜ όφειλε να διαλάβει όλως ειδική αιτιολογία για την έλλειψη αξίας του επίδικου κτηρίου, εν όψει της από Δεκεμβρίου 2012 εκθέσεως τεκμηρίωσης της αρμόδιας Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία, με εξαντλητική αιτιολογία, προτείνεται ο χαρακτηρισμός του επίδικου κτηρίου ως μνημείου εν όψει της ιστορικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, αρχιτεκτονικής και επιστημονικής σημασίας του, της περίοπτης θέσης του και του γεγονότος ότι παρόμοια κτίρια έχουν ήδη κηρυχθεί ως μνημεία με αποφάσεις του ΥΠΠΟ, σε συνδυασμό μάλιστα με άλλα αξιόλογα κτίρια του στρατοπέδου Μαθιουδάκη, με τα οποία το επίμαχο κτήριο μπορεί να αποτελέσει διατηρητέο μνημειακό σύνολο, και της 14.1.2013 εισηγήσεως της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του ΥΠΘΠΑ, η οποία με αντίστοιχη αιτιολογία ετάχθη επίσης υπέρ του χαρακτηρισμού. Περαιτέρω, το ΚΣΝΜ έλαβε υπ’ όψη μη νόμιμα στοιχεία κρίσεως, και ειδικότερα 

(i) την «κακή κατάσταση» του κτηρίου (στην οποία πάντως αυτό περιήλθε λόγω παραμελήσεώς του από τη Διοίκηση), αφού το στοιχείο αυτό δεν είναι κρίσιμο για τον χαρακτηρισμό, 

(ii) το «κόστος αποκατάστασης», δεδομένου ότι το κόστος αυτό δεν τεκμηριώνεται από σχετική μελέτη και στοιχεία, ούτε συγκρίνεται με το οικονομικό όφελος το οποίο θα μπορούσε να προκύψει από την εκμετάλλευση του αποκατεστημένου κτηρίου, λ.χ. την εξοικονόμηση δημόσιου χρήματος από την εκεί στέγαση υπηρεσιών της Αστυνομίας ή άλλων δημόσιων υπηρεσιών ή κοινωφελών εξυπηρετήσεων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΓΠΣ, 

(iii) τις «ανάγκες στέγασης» της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς, αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ερευνήθηκαν άλλες εναλλακτικές λύσεις για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών στην ευρύτερη περιοχή της πόλης (π.χ. με τη χρησιμοποίηση άλλων δημόσιων ακινήτων), ούτε ότι η κατεδάφιση του επίμαχου κτηρίου και η ανέγερση στη θέση του νέου είναι η μόνη δυνατή λύση, εν όψει μάλιστα συγκεκριμένης προτάσεως του Δήμου Καστοριάς να παραχωρήσει παρακείμενο, αδόμητο οικόπεδο για την ανέγερση νέου αστυνομικού μεγάρου προκειμένου να διατηρηθεί το υφιστάμενο κτίριο, 

(iv) το γεγονός ότι έχει προχωρήσει ο διαγωνισμός μελέτης και κατασκευής του νέου κτηρίου , ότι έχει αναδειχθεί ανάδοχος, ότι υπεγράφη σχετική σύμβαση κλπ, δεδομένου ότι όλες αυτές οι διαδικασίες, όπως άλλωστε οι διαδοχικές παραχωρήσεις του χώρου και η πολεοδομική ρύθμιση με την απόφαση 2064/2003 του Νομάρχη Καστοριάς, ανεξαρτήτως αν ασκούν επιρροή, πάντως έλαβαν χώρα χωρίς να προηγηθεί κρίση των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού ως προς την αξία και την ανάγκη διατήρησης του επίμαχου κτηρίου, 

(v) ότι το επίμαχο κτήριο είναι «οθωμανικό», αφ’ ενός διότι μετά την απελευθέρωση της Καστοριάς αυτό χρησιμοποιήθηκε επί δεκαετίες για τη στέγαση του ελληνικού στρατού, αφ’ ετέρου δε, και προεχόντως, διότι στην κατά το Σύνταγμα προστατευτέα πολιτιστική κληρονομιά δεν εμπίπτουν μόνο στοιχεία «ελληνικής προελεύσεως» αλλά όλα τα στοιχεία που απηχούν τις περιπέτειες του ελληνικού χώρου στην ιστορική διαδρομή (ρωμαϊκά, ενετικά, οθωμανικά κ.λπ.), εφ’ όσον έχουν μνημειακό χαρακτήρα, δεδομένου μάλιστα ότι και άλλα ομοειδή οθωμανικά κτίρια της ίδιας περίπου εποχής στη Β. Ελλάδα έχουν χαρακτηρισθεί ως μνημεία. 

Εξ άλλου, προδήλως δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το επίμαχο κτήριο είναι λιτό, αφού η λιτότητα προσιδιάζει σε στρατιωτικά κτίρια, και οι συνθήκες κατασκευής του, αφού ληπτέα υπ’ όψη είναι η μορφή του τελικώς κατασκευασθέντος κτηρίου. 

Τέλος, οι απόψεις ορισμένων μελών του συμβουλίου, κατά τις οποίες το επίμαχο κτήριο δεν είναι περίοπτο, δεν αποτελεί τοπόσημο και είναι περίπου άγνωστο στους πολίτες της Καστοριάς, δεν είναι ληπτέες υπ’ όψη διότι δεν ερείδονται σε συγκεκριμένα στοιχεία, και μάλιστα έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εισηγήσεων που προαναφέρθηκαν. 

Εν όψει τούτων το ΚΣΝΜ μη νομίμως ρυμουλκήθηκε από την υφιστάμενη κατάσταση αντί να αποβλέψει, όπως όφειλε, στην αξιολόγηση με επιστημονικά και νόμιμα κριτήρια του επίμαχου κτηρίου, ενώ απαραδέκτως η Διοίκηση επικαλείται ίδιες παράνομες πράξεις και παραλείψεις προκειμένου να στερήσει από το επίμαχο κτήριο την κατά το Σύνταγμα οφειλόμενη προστασία. 

Με τα δεδομένα δε αυτά δεν ανακύπτει ζήτημα «ανελέγκτου» της ουσιαστικής - τεχνικής κρίσεως της Διοικήσεως, δεδομένου ότι ο ακυρωτικός έλεγχος των σχετικών κρίσεων αργεί όταν η πληττόμενη διοικητική πράξη είναι πλήρως και νομίμως αιτιολογημένη και όχι όταν αιτιολογείται ανεπαρκώς και παρανόμως, όπως εν προκειμένω. 

Κατά την ειδικότερη, γνώμη του Συμβούλου Θ. Αραβάνη, το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, επιπλέον, μη νομίμως θεώρησε ότι δεσμεύεται από την επιβληθείσα με την απόφαση 2064/2003 του Νομάρχη Καστοριάς χρήση του ΟΤ 237Α ως «χώρου αστυνομίας», διότι η νομαρχιακή αυτή απόφαση είναι μη νόμιμη, αφού (i) η έκταση και η σημασία των σχετικών ρυθμίσεων επέβαλλε την έκδοση π.δ/τος και όχι νομαρχιακής αποφάσεως (ΣΕ 3661/2005 Ολομ.) η δε συγκεκριμένη χρήση αντίκειται στο ΓΠΣ Καστοριάς [απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ 40462/2020/26.6.1987 (Δ΄ 951)], το οποίο στο χώρο του στρατοπέδου Μαθιουδάκη, μετά την αποχώρησή του, προβλέπει τη δημιουργία «πυρήνα - κέντρου κοινωνικής υποδομής», δηλαδή χρήσεως διαφορετικής από τη χρήση «πολεοδομικού κέντρου», στην οποία εμπίπτουν κτίρια διοίκησης όπως το μελετώμενο νέο κτήριο Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς [βλ. άρθρα 1.Α.9., 1.Β.14 και 10, αφ’ ενός, και 1.Α.3, 1.Β.5, και 4.5, αφ’ ετέρου, του π.δ. της 23.2-6.3.1987 (Δ΄ 166)], εν πάση δε περιπτώσει, και υπό την εκδοχή ακόμα ότι η ανωτέρω νομαρχιακή απόφαση είναι νόμιμη, ο καθορισμός της ανωτέρω χρήσεως ουδόλως συνεπάγεται την κατεδάφιση του υφιστάμενου κεντρικού κτηρίου του πρώην στρατοπέδου, αλλά, απλώς, τη χρησιμοποίησή του ως χώρου Αστυνομίας, δεδομένου μάλιστα ότι στο διάγραμμα που συνοδεύει την εν λόγω νομαρχιακή απόφαση αποτυπώνεται λεπτομερώς το επίμαχο κτίριο, το οποίο, συνεπώς, κατά την απόφαση φέρεται διατηρούμενο. 

Κατά τη γνώμη, όμως, της Προέδρου Α. Παπαδοπούλου – Θεοφιλοπούλου της Συμβούλου Α. Σακελλαροπούλου και του Παρέδρου Χ. Παπανικολάου, η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς. Και τούτο διότι, το Κ.Σ.Ν.Μ., αξιολόγησε, όπως προκύπτει από το οικείο πρακτικό σε συνδυασμό και με τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, 

α) την αρχιτεκτονική σημασία του συγκεκριμένου κτηρίου, όπως αυτή προκύπτει από μορφολογική του λιτότητα, η οποία το διακρίνει από άλλα στρατόπεδα του βορειοελλαδικού χώρου, όμοιου τύπου και ίδιας περίπου ηλικίας, τα οποία έχουν κηρυχθεί ως μνημεία, 

β) την ιστορική του σημασία, όπως αυτή τεκμηριώνεται από τις αιτίες, τις συνθήκες κατασκευής και τη μετέπειτα χρήση του και, συγκεκριμένα, τη βιαστική ανέγερσή του για την καταστολή της επανάστασης του Ίλιντεν από τον οθωμανικό στρατό το 1903 ή το 1904, τη μεταγενέστερη χρήση του ως χώρου υποδοχής και προσωρινής στέγασης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και, ακολούθως, ως χώρου στέγασης μονάδων του Ελληνικού Στρατού και 

γ) την πολεοδομική του σημασία εκτιμώντας το γεγονός ότι ο λόφος και το κτήριο εξαφανίζονται εν μέσω των πολυκατοικιών, δεν φαίνεται δε να αποτελεί τοπόσημο ή σημείο αναφοράς για τους πολίτες της περιοχής της Καστοριάς. 

Το γεγονός, εξάλλου, ότι το κτήριο ήταν της οθωμανικής περιόδου δεν προκύπτει ότι βάρυνε στην κρίση του Συμβουλίου, κάτι το οποίο, άλλωστε, θα αποτελούσε σφάλμα. Στάθμισε δε τα παραπάνω με την προκύπτουσα από το φάκελο της υπόθεσης ανάγκη για τη στέγαση της Ελληνικής Αστυνομίας στην περιοχή, ανάγκη η οποία είχε διαγνωσθεί προ μακρού χρόνου με τον μη ελεγχόμενο παρεμπιπτόντως (ΣτΕ Ολομ. 2281- 2/1992, 55/1993, 412/1993, 2753/1994, 533/2003) πολεοδομικό αφορισμό του χώρου, ο οποίος ανήκει στο Δημόσιο, ως χώρου για την ανέγερση κτηρίου Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς και η υλοποίηση της οποίας είχε φθάσει κατά τον χρόνο της επίδικης κρίσης σε προχωρημένο στάδιο με την ανακήρυξη, μετά από μακρά διαγωνιστική διαδικασία, αναδόχου για την μελέτη και κατασκευή του κτηρίου στέγασης της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς. 

Εξάλλου, κατά την ανωτέρω αξιολόγηση συνεκτιμήθηκαν οι αντίθετες προτάσεις και εισηγήσεις των υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού, στις οποίες όμως, δεν είχε γίνει στάθμιση των δύο όψεων του δημοσίου συμφέροντος, που συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση, γεγονός το οποίο εξηγεί και τη μεταβολή της στάσης της εισηγήτριας της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς κατά την κρίσιμη συνεδρίαση του Κ.Σ.Ν.Μ. 

Εξάλλου, η Διοίκηση και ειδικότερα το Κ.Σ.Ν.Μ. επαρκώς αξιολόγησε τη δυνατότητα νέας χρήσης του κτηρίου και απέρριψε αυτήν ενόψει των ανωτέρω δεδομένων, αλλά και ενόψει των λοιπών στοιχείων του φακέλου από τα οποία συνάγεται ότι το υφιστάμενο κτήριο δεν δύναται να καλύψει τις ανάγκες ενός κτηρίου στέγασης της αστυνομικής διεύθυνσης νομού. 

Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ο λόγος περί αναιτιολογήτου πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη της Συμβούλου Π. Καρλή, και του Παρέδρου Χ. Λιάκουρα ναι μεν τα διαληφθέντα από ορισμένα μέλη του Κ.Σ.Ν.Μ. δεν είναι νόμιμα, όπως ότι το κτήριο είναι σε κακή κατάσταση, είναι κτήριο του οθωμανικού στρατού, ή ότι ελλείπει το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας και πόροι για την αποκατάστασή του, όμως, αυτά δεν εκφράζουν, κατά την έννοια του σχετικού πρακτικού, την πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου και, επομένως, δεν καθιστούν μη νόμιμη την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. 

Περαιτέρω, όμως, η εν λόγω απόφαση, με την οποία το επίμαχο κτήριο δεν χαρακτηρίζεται ως μνημείο, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να ακυρωθεί. 

Ειδικότερα, το υπ. αριθμ. 7/21-3-2013 πρακτικό του Κ.Σ.Ν.Μ. όφειλε να διαλάβει πλήρη αιτιολογία για την έλλειψη αξίας του επιμάχου κτηρίου εν όψει, μάλιστα, της εκθέσεως τεκμηρίωσης της οικείας Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, και της εισηγήσεως της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α., με τις οποίες προτείνεται ο χαρακτηρισμός του επίμαχου κτηρίου ως μνημείου εν όψει της ιστορικής, πολεοδομικής, κοινωνικής, αρχιτεκτονικής και επιστημονικής σημασίας του, της περίοπτης θέσης του και του γεγονότος ότι παρόμοια κτίρια έχουν ήδη κηρυχθεί ως μνημεία, δηλαδή ενόψει νομίμων κριτηρίων, για τα οποία στις ανωτέρω προτάσεις παρατίθεται εξαντλητική αιτιολογία. 

Εφόσον δε η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται πλημμελώς ως προς τα κριτήρια της αρχαιολογικής νομοθεσίας, η λήψη υπόψη από το Κ.Ν.Σ.Μ. της μεγάλης ανάγκης της περιοχής για κτήριο στεγάσεως της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς καθώς και του γεγονότος ότι έχει προχωρήσει η σχετική μελέτη κατασκευής του νέου κτηρίου, έχει αναδειχθεί ανάδοχος και έχει εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση μέσω δανείου κ.λ.π., τα οποία θα μπορούσαν, κατ΄αρχήν, να συνεκτιμηθούν υπό τις προεκτεθείσες στην σκέψη 10 προϋποθέσεις, ενόψει και της αρχής του ενιαίου της δράσεως της Διοικήσεως, δεν δύνανται ως το βασικό πλέον έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον μη χαρακτηρισμό του επίμαχου ακινήτου, να την στηρίξουν (πρβλ. ΣτΕ 2485/2014) , δεδομένου και του ότι με την λήψη υπόψη αυτών δεν αντισταθμίζονται οι αντίθετες προτάσεις των αρμοδίων υπηρεσιών για τον χαρακτηρισμό του κτηρίου ως μνημείου, λόγω της αρχιτεκτονικής, ιστορικής κ.λ.π. αξίας του και της συμβολής του στη διαφύλαξη της συλλογικής μνήμης. 

Επομένως, κατά την ως άνω τρίτη γνώμη η υπό στοιχ. α προσβαλλόμενη απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού πρέπει να ακυρωθεί ως πλημμελώς αιτιολογημένη.

14. Επειδή, κατόπιν τούτων, εφόσον η πρώτη και η τρίτη γνώμη συγκλίνουν, κατ’ αποτέλεσμα, στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Ακυρώνει α) την ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΜΤΕ/ΔΝΣΑΚ/40784/5998/492/29. 3.2013 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, β) την 2/2013 έγκριση δόμησης, που έχει εκδοθεί από την Υπηρεσία Δόμησης της εταιρίας «Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων Α.Ε.» και γ) την 757/2013 άδειας δόμησης, που έχει εκδοθεί από την ίδια ως άνω υπηρεσία και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση στο αιτούν του κατατεθέντος παραβόλου.

Επιβάλλει στο Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος σωματείου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων εξήντα (960) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2014

Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Αγγ. Θεοφιλοπούλου Ειρ. Δασκαλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 24 Αυγούστου 2015.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Μ. Καραμανώφ Ειρ. Δασκαλάκη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.


Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ σε συνέχειες στα φύλλα 810, 811, 812 και 813, 
στις 5, 12, 19 και 26 Νοεμβρίου 2015 αντίστοιχα.


Σχετικά: 

4 σχόλια:

  1. Pavlos Spathopoulos [facebook]3/4/16

    Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος3/4/16

    Αντωνίου, αστυνομικοί, αιρετοί, δημοσιογράφοι... αμφισβητούσαν τα πάντα σχετικά με την απόφαση. Να μας τη φέρετε την απόφαση, φώναζαν όλοι μαζί, στα ντόπια κανάλια. Πούντη πούντη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ [facebook]3/4/16

    Κτίριο Στρδου ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ: Η Απόφαση-προς δόξαν της προχειρότητας όσων αρμοδίων ασχολήθηκαν με το θέμα-Χρειάστηκαν τόσες περιπέτειες για να αποφασισθεί το αυτονόητο,να γίνει το κτίριο λίγο παραδίπλα-Αφού βέβαια,όπως φαίνεται δεν είχε εξετασθεί καθόλου η διατήρηση του Στρατώνα.Χωρίς καμιά μελέτη που να δείχνει στατική ανεπάρκεια ή ασύμφορο επισκευής,κανείς δεν ασχολήθηκε αν το κτίριο αυτό μπορούσε με ανακατασκευή να καλύψει τις ανάγκες στέγασης ενός αστυνομικού τμήματος αν και στέγαζε ολόκληρη στρατιωτική μονάδα.Τι πληρότητα φακέλου είχε αυτό το έργο που απ'ότι φαίνεται απλά υπονοούσε ότι θα κατεδαφισθεί ο Στρατώνας,χωρίς να υπάρχει άδεια κατεδάφισης?Με προχειρότητα μπήκαν σε περιπέτειες ετών και οι εργολάβοι-ανάδοχοι του έργου.Είναι δυνατόν να ισχύει ακόμη το αποτέλεσμα της δημοπρασίας?.Εξέτασε κανείς οικονομικά το κόστος επισκευής-ανακαστασκευής του υφιστ κτιρίου σε σχέση με το κόστος του νέου κτιρίου?Ερωτηματικά πολλά αναπάντητα......

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Pavlos Spathopoulos [facebook]3/4/16

    Το λογικό και συμφωνώ απόλυτα... Αλλά γιατί δεν προτάθηκε τόσο καιρό το λογικό; Γιατί τα ευρα αγαπητοί μου δεν είναι στο χτισιμο αλλά στο γκρεμισμα... :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ