7.12.07

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Ταυτόχρονα

Μόροι γάρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, απ. 25


Είχε ησυχία σαν να χιόνιζε και μέσα στο σπίτι. Το στόμα έχασκε δεξιά, σαν να χαμογελούσε σαρδόνια έμοιαζε, ένα δόντι με το μελανό πανώχειλο γειτονεύοντας έλαμπε, όπως ένα χιονισμένο κεραμίδι της αντικρινής σκεπής, ξεφεύγοντας απ' τη σειρά του, άστραφτε κοντά στο μολυβένιο γείσο της υδρορρόης. Τέτοιες αναλογίες γύρευε ο θλιμμένος γιος για ν' απαλύνει τον πόνο του, κι ο θείος του, δίσταζε τόση ώρα να σηκωθεί και να 'ρθει κοντά του, κάτι παρηγορητικό έψαχνε να του πει, αναμνήσεις ζωής που θα νόθευαν τον θάνατο, σαν τη σταγόνα το λάδι τις φανταζόταν, που σκάζοντας μες στο νερό διαλύεται και μαρτυρά τον ματιασμένο, γιατί πίστευε πως ο αδερφός του ο μικρότερος από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε, και στύλωνε τα μάτια στο πάτωμα, σ' αυτό που πέρασε κι όμως μένει ακόμη ζωντανό ως αίσθηση, μάτια της μνήμης. Κι όταν βρήκε τα λόγια, σηκώθηκε από την πολυθρόνα με μεγάλη προσπάθεια κι άρχισε να πλησιάζει αργά, σαν να 'γιναν τα χρόνια που 'ζησε άμμος παχιά που μπλέκονταν στα πόδια του και 'μπόδιζε το βάδισμα, κι ο ανιψιός βλέποντας του θειου του το κεφάλι πέρα δώθε να πηγαίνει απ' τη σύγχυση, της όψης του τη σάρκα σαν φωτιά κάτω απ' του φτενού του δέρματος την πέτσα, σκέφτηκε ένα λαμπογυάλι που δεν πάτησε καλά, στα χέρια απρόσεχτου παιδιού, του χρόνου.

Το τζάκι ήταν σβηστό κι ο γιος θυμήθηκε που τ' άναψε χθες αφότου του πατέρα του η ψυχή μπήκε στη μάχη, κι αναρωτιόταν αν θ' άκουγε τις στράκες των ξύλων που ανηφόριζαν κι έσμιγαν με τη βαριά ανάσα του που σαν κύμα τους τοίχους, βγαίνοντας από την κάμαρη, πλημμύριζε, η ώρα ακόμη αργώντας του κατακόρυφου ρόγχου, που σαν πριόνι θεόρατο γη κι ουρανό θα έσκιζε. Κι η σκάλα, καθώς το συνήθιζε, έτριξε, κείνο το τρίξιμο που χρόνια τον βασάνιζε (αλλοτινά βαδίσματα θυμίζοντας), που σαν να τον περιγέλαγε ρίχνοντάς τον σ' αναμονή μάταιη, κι όπως κατόπι έβαλε το πόδι πάνω στο κεφαλόσκαλο βόγκηξε κι αυτό, καθώς όλη αυτή την ώρα ασυναίσθητα ανέβαινε, πήρε η σκάλα μες στη μνήμη ν' αντηχά σαν όργανο, σημαίνοντας τα συναισθήματα λες, όσων τη διάβαιναν παλιά, της αδερφής του δηλαδή κι αυτουνού το φόβο σαν κατεβαίναν μεσημέρια που κοιμούνταν οι δικοί τους, τα ξέφρενα τρεχαλητά τους σαν βγαίναν για παιχνίδι, κείνο το βροντερό σαν τρέχαν να κλειστούν στην τουαλέτα για να γλιτώσουν το μπερντάχι, της μάνας το αργόσυρτο, απόγευμα, όταν κατέβαινε να φτιάξει τον καφέ της και του πατέρα, το προσεχτικό, μέσα στη μαύρη νύχτα, σαν πήγαινε κυνήγι.

Κι άρχισε ο θείος του να λέει για τότε που 'μεινε στον μεταστάντα έγκυος η μάνα τους, για μια νύχτα που 'νιωσε αχαμνά κι έσυρε αυτός να φέρει τον γιατρό που έμενε στο διπλανό το σπίτι. Κατέβηκε μ' ένα φανάρι και με το βαλιτσάκι του. Και μόλις διαπίστωσε την κύηση ευχήθηκε στη μάνα όλα με το καλό και φεύγοντας παράγγειλε στα τέκνα να πούνε στον πατέρα πως τον θέλει. Και όταν γύρισε ο φαμελίτης, βαριά πιωμένος ως συνήθως, και του 'παν πως τον θέλει ο γιατρός, ψυλλιάστηκε πως δεν τον ζήταγε τα συχαρίκια να του δώσει μα για κάνα σιχτίρντισμα κι έκανε τον κουφό. Όμως ο δόκτορας απ' το παράθυρο βιγλίζοντας τον είδε όταν γύρισε και τ' άνοιξε κι άρχισε να του σέρνει: Απόνετε, που μόνο για την καλοπέρασή σου νοιάζεσαι, και που θα την ξεκάνεις - καθώς ήτανε έγκυος στο όγδοο. Έδωσε μια στο τέλος στο παράθυρο που κόντεψε το τζάμι να σκορπίσει. Ο γιος σαν αλλαγμένος μέσα σε κείνη την αναπάντεχη παραμυθία που προσκόμισε η αφήγηση, γύρισε και κοιτώντας την όψη του νεκρού πατέρα του, θυμήθηκε, σαν έμπαινε στην κάμαρη, τα χέρια τα λιπόσαρκα πάνω στο στήθος που 'ταν διπλωμένα, τα πόδια του στο γόνα λυγισμένα, και σκέφτηκε πως όπως στον κόσμο τούτο ερχόμαστε φεύγουμε κιόλας, σε στάση εμβρύου, κι εκστατικός, μπρος στου θανάτου το αίνιγμα, το άλλο, της ζωής αναλογίστηκε, την κίνηση την αντίδρομη αυτής που τού πατέρα του τη μορφή αφάνιζε, την κίνηση την ενάντια, της ζωής που μες στα νάματά της του γιου του τη μορφή εκείνες τις στιγμές σχημάτιζε, της ζωής τη δύναμη που, όπως μας παρασέρνει της ύπαρξης το αίνιγμα, τηρώντας των γεννητόρων το ανεπίστροφο στο άγνωστο το βούλιαγμα, μια μάσκα κι αγκαλιές κομμένα λουλούδια επάνω στης ανυπαρξίας τα αθέατα νερά αφήνοντας, λησμονάμε.



Σχετικά κείμενα:


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ