Ντοστογιέφσκι
Τ ο κείμενο αυτό δε θα υπήρχε λόγος να γεννηθεί, αλλ’ ούτε και να δημοσιευτεί, αν δε μιλούσαν κάποια παιδιά ∙ κάποια παιδιά που, όταν τέθηκε στο τραπέζι της συζήτησης το θέμα της ομορφιάς, μίλησαν όπως μίλησαν, αποδεικνύοντας την κρίση που διαθέτουν και την ευαισθησία τους και την αμέτρητη τρυφερότητά τους.
Γιατί μόλις εστιάσαμε στο ζήτημα της ομορφιάς, πρώτη απ’ όλους η 12χρονη Σεβαστή πήρε το λόγο και με τη χαρακτηριστική της σοβαρότητα είπε, εκπλήσσοντάς με όχι μόνο με την ουσία αυτών που είπε, αλλά και με το τι μπορεί να χαράσσεται στη μνήμη ενός παιδιού ανεξίτηλα:
«Πριν από χρόνια, κυρία, εσείς, μιλώντας μας για τον Άντερσεν, το μεγάλο παραμυθά, μας είχατε πει πως ήταν τόσο άσχημος που τ’ άλλα παιδιά τον κορόιδευαν. («Ο Άντερσεν είχε δυο μικρά ματάκια και μια μύτη μεγάλη! Τα ποδαράκια του ήταν τόσο λεπτοκαμωμένα, που θύμιζαν πόδια πελαργού. Τα παιδιά της γειτονιάς τον περιέγραφαν σαν ένα σκιάχτρο με μια αφάνα από ξανθά μαλλιά στο κεφάλι. Περπατούσε παραπατώντας και συχνά έπεφτε κάτω. Ήταν ένα ασχημόπαπο» λέει ο βιογράφος του Li-Jung Chang στο βιβλίο με τ’ όνομά του, εκδ. Πατάκη) Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν τελικά ο Άντερσεν ήταν όμορφος ή άσχημος».
Αυτά είπε το κορίτσι και προς στιγμήν ένιωσα αμηχανία. Βλέπετε, ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας της ομορφιάς, μιας ομορφιάς όμως επίπλαστης κι επιφανειακής, η οποία, εκτός όλων των άλλων, στηρίζει και τροφοδοτεί μιαν ολόκληρη βιομηχανία. Αρκεί να δει κανείς τα τεράστια ποσά που ξοδεύονται σήμερα για την απόκτηση, αλλά και τη διατήρησή της με πάμπολλους τρόπους. Τι ν’ απαντήσει κανείς, λοιπόν, σ’ ένα παιδί που βομβαρδίζεται καθημερινά με τηλεοπτικές εκπομπές που επίκεντρό τους έχουν αποκλειστικά σχεδόν αυτού του είδους την ομορφιά; Και όχι μόνο τι να πει, αλλά και πώς μπορεί να πείσει;
Η ομορφιά είναι η ελκυστικότητα της μορφής, λέει ο ορισμός. Και αυτό μας αφήνει ελεύθερους να μιλήσουμε και για κάτι βαθύτερο, κάτι που βρίσκεις ξύνοντας λιγάκι την επιφάνεια, το περίβλημα. Όμως, στην εποχή όπου όλοι τρέχουμε, πολλές φορές για ν’ ακουμπήσουμε το εντελώς πρόσκαιρο και μάταιο, ποιος έχει τη διάθεση να ψάξει λίγο βαθύτερα τα πράγματα και τους ανθρώπους; Ποιος έχει το χρόνο;
Σκέφτηκα αμέσως τα παιδιά μας που διασκεδάζουν όπως διασκεδάζουν. Στα μπαρ όπου εμείς δεν αντέχουμε, όχι γιατί γεράσαμε τόσο, αλλά γιατί εκεί δε συμβαίνει καμιά επικοινωνία. Γιατί ποια επικοινωνία μπορεί να υπάρξει μέσα στην τόσο δυνατή -και τέτοιου είδους- μουσική; Γι’ αυτό και στους χώρους αυτούς η μόνη αίσθηση που «κάνει παιχνίδι» είναι η όραση. Γιατί μόνο αυτή μπορεί να λειτουργήσει κάτω από αυτές τις συνθήκες. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται∙ κυρίως τις σχέσεις τις εντελώς επιδερμικές, που δε βασίζονται πουθενά αλλού, παρά μόνο σε τελείως εξωτερικά κριτήρια. Με μια συνέχεια που αντιλαμβανόμαστε και ζούμε όλοι μας…
Όμως, η μικρή Σεβαστή περίμενε την απάντησή της και τη συζήτηση έσωσε η φράση που αφιέρωσε στο δάσκαλό του, τον Ηλία Κατσούλη, ένας μαθητής του:
«Σας ευχαριστώ πολύ που μου χαρίσατε λίγο από το φως σας. Το κουβαλάω μέσα μου ακόμη και ύστερα από 8 χρόνια…».
Νάτος, λοιπόν, ο ορισμός της πραγματικής ομορφιάς ∙ το φως που κουβαλάει μέσα του και που σκορπάει γύρω του ο άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος. Μόνο που αυτός ο ορισμός δε συμφέρει τους πολλούς. Γιατί αυτή η ομορφιά θέλει πολλή δουλειά για ν’ αποκτηθεί. Δε χαρίζεται από πουθενά. Αλλά ποιος έχει την όρεξη να ασχολείται;
Και για να πεισθεί καλύτερα η βαθιά προβληματισμένη μικρή μας, επιστρατεύτηκε κι άλλο παράδειγμα, πολύ δυνατό μάλιστα: η περίπτωση εκείνου του γλυπτού συμπλέγματος, όπου «δυο παιδιά, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, κοιτάζουν με λατρεία κι αφοσίωση έναν ηλικιωμένο άντρα ξερακιανό και σχετικά άσχημο, που κάτι τους λέει αγκαλιάζοντάς τα προστατευτικά».
Τον Ιωάννη Ερρίκο Πεσταλότσι -αυτός είναι ο άντρας του παραπάνω συμπλέγματος- περιγράφει ένας παλιός μαθητής του ως εξής:
«Φανταστείτε έναν άνθρωπο πολύ άσχημο, με μαλλιά ανασηκωμένα, πρόσωπο στιγματισμένο από την ευλογιά και γεμάτο φακίδες. Το βάδισμά του λαχανιασμένο κι άστατο. Τα λόγια του έβγαιναν πότε αργά, πότε ορμητικά, πότε τρυφερά και μελωδικά, πότε απότομα σαν κεραυνός. Όλοι τον φωνάζαμε «πατέρα» μας. Τον αγαπούσαμε, γιατί όλους μας αγαπούσε. Όταν καμιά φορά περνούσε καιρός χωρίς να τον δούμε, νιώθαμε καταλυπημένοι. Μα όταν γύριζε, τα μάτια μας δεν ξεκολλούσαν από πάνω του».
Δε θα επεκταθούμε εδώ στο τι έκανε ο όμορφος αυτός άνθρωπος. Θα πούμε μόνο ότι «από τις πολλές ταλαιπωρίες (που οφείλονταν στο ολοκληρωτικό του δόσιμο στα παιδιά που βρίσκονταν σε ανάγκη) συχνά κλονίστηκε η υγεία του, μα δε σταμάτησε ποτέ να κάνει ό,τι μπορεί, για να βλέπει γύρω του τα παιδιά χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Έλεγε πως ολόκληρη η εκπαίδευση δεν αξίζει μια πεντάρα, αν κάνει το παιδί να χάσει το θάρρος του και το κέφι του. Έλεγε ακόμα: «Το γέλιο είναι δώρο του Θεού. Αφήστε το παιδί να γελά. Κάνετέ το χαρούμενο!». (Από το παλιό βιβλίο Γλώσσας της Δ’ δημοτικού.)
Μα , ενώ η Σεβαστή φάνηκε να ικανοποιείται από τις απαντήσεις που έλαβε, το θέμα της συζήτησης που είχε ανοιχτεί δεν έλεγε να κλείσει. Γιατί προέκυψε η αναφορά σ’ ένα σύνδρομο που κυριαρχεί σ’ ολόκληρο σχεδόν τον κοριτσόκοσμο, ένα σύνδρομο που ζει και βασιλεύει εδώ και πολλά χρόνια και, το χειρότερο, συντελούν στην κυριαρχία του όλοι. Γιατί όλοι το βρίσκουν απολύτως φυσιολογικό.
Είναι το σύνδρομο της «ροζ πριγκίπισσας». Όπου όλα τα κορίτσια μας (κι όχι μόνο τα δικά μας) μεγαλώνουν πιστεύοντας -όχι βέβαια ενσυνείδητα, αλλά πάντως πιστεύοντας- στο αξίωμα ότι η ομορφιά και μόνο αμείβεται. Πρόκειται για ένα αξίωμα που προβάλλεται κατά κόρον και υπηρετείται κυρίως από την τηλεόραση. Γιατί « η τηλεοπτική εικόνα είναι αυτή που κυρίως κατασκευάζει το σύγχρονο γυναικείο ελκυστικό πρότυπο μέσα από τη διαφήμιση παιχνιδιών, προβάλλοντας αγέραστες και ανορεκτικές κουκλίτσες με πανάκριβες γκαρνταρόμπες και ροζ χρυσόσκονη» και τηλεοπτικές σειρές γραμμένες με το ίδιο ακριβώς πνεύμα, μεγαλώνοντας έτσι « τα ντυμένα στα ροζ κορίτσια μας με τ’ όνειρο να συναντήσει η καθεμιά τους το θαρραλέο, ηρωικό και τρελά ερωτευμένο παλικάρι, που της χαρίζει ό,τι θέλει και ριψοκινδυνεύει για χάρη της». (Μ. Λασσιθιωτάκη, ψυχολόγος).
Το ροζ, λοιπόν, που μένει ανεξίτηλο μες στις ψυχές και τα μυαλά των κοριτσιών μας, κάνει τη Βρετανίδα συγγραφέα παιδικών βιβλίων Μέρι Χόφμαν να θυμώνει τόσο πολύ, ώστε να μιλάει για «την κενή και σιχαμερή κουλτούρα των ροζ πριγκιπισσών» και προκαλεί συζητήσεις σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά blogs. Και θέτει ενώπιον των ευθυνών τους τους γονείς που τελείως αβασάνιστα, χωρίς να εμβαθύνουν ποτέ και καθόλου, αλλ’ αντίθετα καμαρώνοντας τις ροζ πριγκιποπούλες τους, και τους ζητά να δώσουν στις κόρες τους να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να επιδιώκουν την ομορφιά έναντι οποιουδήποτε τιμήματος και σε βάρος της εκπαίδευσης και της σταδιοδρομίας τους. (Καλά όλα αυτά που συστήνει η συγγραφέας, αλλά, αν η μαμά είναι κι αυτή μια Μπάρμπι, λίγο μεγαλύτερης ηλικίας όμως, τι θα μπορούσε να καταλάβει; Και τι να κάνει;).
Όλες αυτές οι παράμετροι τέθηκαν στη συζήτηση για την ομορφιά, ένα θέμα που «πάντοτε απασχολούσε τους ανθρώπους, σε καμιά εποχή όμως δεν της αποδίδαμε τόση σημασία όσο στην εποχή μας και ποτέ δεν είχε τόσο σημαντικές κοινωνικές συνέπειες» («Ομορφιά και προκατάληψη» -Η δύναμη της εμφάνισης, της Bonnie Berry, εκδ. Πολύτροπον). Δυνατή απόδειξη πως έτσι έχουν τα πράγματα είναι κάποιοι τίτλοι όπως ο παρακάτω, τίτλοι που τα λένε όλα με λίγες λέξεις:
«Η εμφάνιση τρώει το βιογραφικό». Και τρώει μαζί -εννοείται αυτό- και τις σπουδές. Ακόμα κι αν είναι πολλές. Και πολυετείς. Ακόμη κι αν βαθμολογούνται με «Άριστα». Το συγκεκριμένο άρθρο δεν υποθέτει. Δεν είναι φανταστικό. Είναι αποτέλεσμα ερευνών σε άλλες χώρες, όπου όμως η κατάσταση δε διαφέρει πολύ από τη δική μας χώρα. Και μας λέει με απλά λόγια ότι τύφλα να ‘χουν τα ουσιαστικά προσόντα και οι σπουδές, αν είσαι όμορφη. Θα το ‘λεγε κανείς κι αλλιώς: «Αν είσαι όμορφη διάβαινε, αν είσαι ωραία περπάτα». Κι εδώ είναι η ευθύνη όλων των άλλων. Εδώ είναι η ευθύνη των αντρών που εκμεταλλεύονται την οποιαδήποτε θέση εξουσίας κατέχουν και τάζουν ποθητές σταδιοδρομίες σε ωραία κορίτσια. (Και ποιος δεν αναρωτήθηκε αν ο κάθε Ζαχόπουλος την επιτυχία που έχει(;) στις γυναίκες την οφείλει σ’ αυτό που είναι ανεξαρτήτως θέσης ή την οφείλει αποκλειστικά στη συγκεκριμένη του θέση ∙ αλλά και ποιος δεν έμεινε με το στόμα ανοιχτό, όταν πληροφορήθηκε πως η πολυσυζητημένη «35χρονή» του ήταν αριστούχος σε ολόκληρη τη διαδρομή της. Κι εδώ είναι που γίνονται ολοφάνερες πια οι ευθύνες πολλών φαινομενικά άσχετων με τη συγκεκριμένη, αλλά και με κάθε παρόμοια περίπτωση. Και δεν ξέρει κανείς, επίσης, αν φταίνε περισσότερο οι άντρες που σκέφτονται και ενεργούν έτσι ή αν φταίνε περισσότερο οι γυναίκες που υποκύπτουν στα απαράδεκτα «αντρικά» θέλω αυτού του τύπου. Και, τέλος, καιρός δεν είναι να μπει ένα οριστικό τέλος στην κυρίαρχη άποψη πως περισσότερο φταίει η γυναίκα σε κάθε τέτοια περίπτωση, όταν αυτή καλείται να τα βγάλει πέρα σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από άντρες που σκέφτονται έτσι;).
Αν, λοιπόν, η ομορφιά είναι αποκλειστικά εξωτερικό ζήτημα και αν, τελικά, η ομορφιά τρώει τις σπουδές, τότε εμείς στα σχολεία τι να διδάξουμε στα παιδιά; Και τι απ’ αυτά που διδάσκουμε θα αντέξει, μόλις βγουν από το κατώφλι του σχολείου τους και κληθούν να παλέψουν σ’ ένα τέτοιο κόσμο και κάτω από τόσο άγριες συνθήκες;
Και « πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά που έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα»; Πώς θα μπορούσα να κρυφτώ από τον 11χρονο Βασίλη, που, συμμετέχοντας σ’ αυτή την περί ομορφιάς συζήτηση, όπου τα παιδιά τα ‘βγαλαν πέρα περίφημα, κατέθεσε το εξής καταπληκτικό και προχωρημένο για την ηλικία του στοιχείο:
«Εγώ, παλιότερα είχα διαβάσει το Μικρό Πρίγκιπα. Κι ενώ τον ξέχασα, θυμάμαι έντονα εκείνο το σημείο που…
“Ένας Τούρκος αστρονόμος είχε κάνει τότε μια μεγαλόπρεπη παρουσίαση της ανακάλυψής του σε ένα Διεθνές Συνέδριο Αστρονομίας. Αλλά κανείς δεν τον πίστεψε εξαιτίας της φορεσιάς του.
Έτσι είναι οι μεγάλοι.
Ευτυχώς για τη φήμη του αστεροειδούς Β 612 (αναφέρεται στον αστεροειδή που ανακάλυψε ο αστρονόμος αυτός), ένας Τούρκος δικτάτορας, με την ποινή θανάτου, επέβαλε στο λαό του να ντύνεται όπως οι Ευρωπαίοι. Ο αστρονόμος ξανάκανε την παρουσίαση αργότερα, φορώντας ένα πολύ κομψό κοστούμι. Και τούτη τη φορά, όλος ο κόσμος χειροκρότησε μ’ ενθουσιασμό την ανακάλυψή του”.»
Όχι, βέβαια. Ο Βασίλης δε θυμόταν απ’ έξω το κομμάτι. Του ζήτησα να μου το φέρει την επόμενη μέρα και μου ‘φερε το «Μικρό Πρίγκιπά» του με το σελιδοδείκτη καρφωμένο στη σελίδα που του είχε κάνει εντύπωση.
Γιατί έτσι είναι τα παιδιά. Καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε εμείς οι μεγάλοι. Αλλ’ εμείς θαρρείς και βάζουμε όλα τα δυνατά μας να τα κάνουμε σαν εμάς. Αντί να τα βοηθήσουμε να γίνουν καλύτερά μας.
Κι όλα αυτά απλώς γιατί έτσι είμαστε εμείς οι μεγάλοι. Που δεν καταλαβαίνουμε ποιαν ακριβώς ομορφιά εννοεί ο Ντοστογιέφσκι, όταν λέει πως αυτή θα σώσει τον
κόσμο…
Υ.Γ.: Είμαι σίγουρη πως δεν πρόκειται να λιγοστέψει ποτέ το σοκ που νιώθω κάθε φορά που σκέφτομαι πως στην Αμερική κερδίζουν διαρκώς έδαφος οι επεμβάσεις στη διάρκεια των οποίων οι γυναίκες ακρωτηριάζουν τα μικρά δαχτυλάκια τους για να μη στριμώχνονται τα πόδια τους στις γόβες. Το διάβασα στην εφημερίδα το Σεπτέμβρη που μόλις πέρασε και ανατρίχιασα με την αφοσίωση του ωραίου(;) φύλου στο ιδανικό της ομορφιάς.
Τα σχόλια όλα δικά σας…
Αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο, το γιο της Ελένης Ρώσση, που «έφυγε» ακριβώς την ώρα που πέτυχε να εισαχθεί με Άριστα στην πολυπόθητη σχολή του, την Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. ∙ στο όμορφο αγόρι, που με τη «φυγή» του με συγκλόνισε δύο φορές…
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 06.11.2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.