31.10.08

ΛΕΩΝΙΔΑ ΠΟΥΛΙΟΠΟΥΛΟΥ: Η κρίση του καπιταλισμού

η εκδίκηση του κομμουνισμού, ή η δικαίωση του σοσιαλισμού;

Ο τίτλος του άρθρου αυτού είναι μια πολιτική διατύπωση ή έκφραση, ενώ εάν ήθελε να εκφρασθεί κανείς με οικονομικούς ή τεχνοκρατικούς όρους, θα έπρεπε να θέσει το ερώτημα ως ακολούθως: ‘Η κρίση της οικονομίας της αγοράς η της ελεύθερης αγοράς, η εκδίκηση της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας (πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού) ή η δικαίωση της μικτής οικονομίας όπου παρεμβαίνει το κράτος όπου και όταν πρέπει;

Φυσικά όπως και να το πει κανείς είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, βρισκόμαστε στη εξέλιξη μιας κρίσης από την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να πει με σιγουριά πότε και πως θα τελειώσει. Το εάν είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη εκείνης του ’29 θα μπορέσουμε να το πούμε στο τέλος αφού μετρήσουμε τις απώλειες. Φυσικά την κρίση τους ’29 δεν την κατάλαβαν όλες οι χώρες, αλλά ούτε έπληξε άμεσα όλον τον κόσμο, καθότι η παγκοσμιοποίηση των αγορών τότε δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο σήμερα. Μερικοί μιλάν φυσικά για χρηματιστηριακή ή τραπεζική κρίση η οποία ίσως να μην πλήξει και τόσο πολύ την υπόλοιπη αγορά ή την πραγματική οικονομία. Κάθε κρίση όμως όπως κάθε πόλεμος έχει παράπλευρες απώλειες. Οι απώλειες εκτός πεδίου μάχης είναι μεν μικρότερες αλλά όχι χωρίς συνέπειες.
Εάν θα πρέπει πάντως να κάνουμε μία επισήμανση μεταξύ των δύο κρίσεων είναι ότι, το ’29 άργησε να αντιδράσει ο κρατικός παρεμβατισμός με το λεγόμενο ‘νιου ντήλ’, της Κεϊνσιανής αντίληψης, ενώ στην σημερινή οικονομική κρίση η παρέμβαση των κρατών ήταν αμεσότερη παρά του ότι οι Γερμανοί δια της κ. Μέρκελ στην αρχή ένιψαν τα χείρας των λέγοντας λίγο πολύ,’ ο σώζων εαυτόν σωθήτω’ αλλά μετά φαίνετε ότι το σκέφθηκαν διαφορετικά και αποφάσισαν να δράσουν συλλογικά μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους.

Δεν έλειψαν όμως και οι φωνές των νεοφιλελεύθερων, οι οποίοι κατηγόρησαν το κράτος για παρεμβατισμό στην ελεύθερη οικονομία, με τη εξαγορά διαφόρων τραπεζών, αλλά και των ακραίων αριστερών οι οποίοι μίλησαν για κρατικοποίηση των ζημιών και ιδιωτικοποίηση των κερδών, λες και αν άφηνε το κράτος τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν, δεν θα πλήττονταν οι εργαζόμενοι και οι καταθέτες μικροί και μεγάλοι.

Ένα άλλο ερώτημα όμως, μεταξύ των πολλών, που γενάτε εδώ είναι, για το ποιος θα βγει πολιτικά κερδισμένος από αυτή την κρίση. Η φιλελεύθερη σκέψη που δεν θέλει το κράτος να παρεμβαίνει(ξεπούλημα όλων των κρατικών επιχειρήσεων), η κρατικίστικη αντίληψη που θέλει το κράτος επιχειρηματία (ναι στο καθεστώς των κρατικών εταιριών), ή μια άλλη σκέψη που είναι με πιο κοντά στην σοσιαλδημοκρατία και την λαϊκή δεξιά και δέχεται την παρέμβαση του κράτους όταν πρέπει και το επιτάσσει η κοινωνική ανάγκη, όπως πίστευε ο Κέϊνς;
Η λογική πάντως λέει ότι, κανένας δεν ήθελε και δεν θέλει μια κρατικοδίαιτη ΔΕΗ, Ολυμπιακή, Ο.Τ.Ε, κλπ., όχι μόνο με ελλείμματα που θα τα πλήρωνε ο φορολογούμενος, αλλά και με μισθούς και συντάξεις οι οποίοι είναι πρόκληση για τον αγρότη τον βιομηχανικό εργάτη και όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι νιώθουν αδικημένοι καθότι ήταν ανήμποροι να ζητήσουν και να επιβάλουν μισθούς ‘ρετιρέ’ με την ανοχή του κράτους εργοδότη αφού οι πολιτικοί- εργοδότες εξαρτιόνταν από τις ψήφους των.
Εάν θέλουμε να βγάλουμε λοιπόν κάποια συμπεράσματα από την πρόσφατη οικονομική κρίση που ξεκίνησε από την μητρόπολη του καπιταλισμού ή της ελεύθερης αγοράς, όπου όπως φαίνεται θα κερδίσει πανηγυρικά ο Ομπάμα, δηλαδή οι δημοκρατικοί, είναι ότι η μεταστροφή αυτή του αμερικανικού σώματος θα επηρεάσει όλον τον κόσμο και λογικά θα υπάρξει μια μεταστροφή του εκλογικού σώματος προς κυβερνήσεις που ιδεολογικά είναι υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού και όχι του νεοφιλελευθερισμού.

Ίσως όμως πει κανείς ότι, είναι νωρίς ακόμη να μιλάμε για νικητές και ηττημένους, μεσούσης της κρίσης, καθότι μπορεί οι κρατικές παρεμβάσεις να μην αποβούν τόσο σωτήριες, όσο θα θέλαμε ή θα έπρεπε και να βγουν οι νεοφιλελεύθεροι δικαιωμένοι, πράγμα όμως που ποτέ δεν θα μπορέσει να αποδειχθεί, καθότι δεν ακολουθήθηκε το μοντέλο τους, για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε και να πεισθούμε έτσι, ότι θα είχαν δίκαιο.
Πάντως είτε είναι κανείς οπαδός του Κέϊνς είτε του Φρίντμαν , θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, ιστορικά έχει αποδειχθεί πως οι προοδευτικοί κύκλοι υποκύπτουν στη διαφθορά της εξουσίας και οι συντηρητικοί κύκλοι στην διαφθορά του χρήματος. Έτσι λοιπόν μπορεί ένα παρακλάδι ή μία έκφραση του καπιταλισμού να χρεοκόπησε αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι ο καπιταλισμός ή οικονομία της αγοράς χρεοκόπησε.
Ανεξάρτητα όμως πια θα είναι τα αποτελέσματα ή οι απώλειες αυτής της κρίσης, το δίδαγμα που θα πρέπει να βγει είναι ότι, το κράτος πρέπει και οφείλει να παρεμβαίνει έγκαιρα και όχι καθυστερημένα, ότι το κοινωνικό κράτος πρέπει να ενισχυθεί και να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου που θα διασφαλίζουν αυτόν τον ρόλο του και ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ενισχύσουν την κοινωνική τους ευθύνη χωρίς το κόστος αυτό να το μετακυλύουν στην κοινωνία. Διαφορετικά οι κοινωνικές εκρήξεις θα είναι αναπόφευκτες.

Ένα άλλο συμπέρασμα που θα βγει από την κρίση αυτή είναι ότι ο ‘καπιταλισμός’ θα γίνει εμπειρότερος εξυπνότερος και πιο μετριόφρων, αφού η ιστορία ναι μεν επαναλαμβάνεται αλλά ποτέ με ακρίβεια. Επομένως αν κάποιοι βλέπουν ένα άλλο ’29 μάλλον θα διαψευσθούν καθότι σήμερα υπάρχουν μηχανισμοί που είναι αποτελεσματικότεροι εκείνων του μεγάλου ‘κραχ’, αλλά από την άλλη θα πρέπει να γίνει σωστή διαχείριση της πληροφόρησης, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την ταχύτητα που έτρεχε τότε, έτσι ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα πανικού.

Σημ. Το άρθρο γράφθηκε πριν γίνει αποδεκτό το σχέδιο του Γκόρντον Μπράουν από την Ε.Ε.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16.10.2008

30.10.08

ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Δημήτριος Λάλας (1844-1911)

Ένας Μακεδόνας στην καταγωγή και το φρόνημα. Μαθητής και συνεργάτης του Βάγκνερ. Πιστός φίλος της οικογένειας και μεγάλος θαυμαστής του δασκάλου του. Κι ο Βάγκνερ είχε μεγάλο θαυμασμό για τον Λάλα. Ήταν πιανίστας, μαέστρος και σπουδαίος συνθέτης, που το έργο του κατάπιε ο Θερμαϊκός κόλπος.


Το ασυχώρετο
Να λησμονήσεις φίλους,
να περιγελάσεις τον τεχνίτη,
Και το βαθύτερο μυαλό
να το περνάς μικρό και τιποτένιο,
Ο θεός το συχωράει – μην ταράξεις μόνο
Ποτέ σου την ειρήνη των αγαπημένων.

Φρήντριχ Χαίλντερλιν
Σεπτέμβριος του 1798
Μετ. Ζήσιμου Λορεντζάτου



Ο κόσμος της μουσικής και της τέχνης γενικότερα έχει προσηλωμένο το βλέμμα του φέτος στη μεγάλη μορφή, της όπερας, στον Ρίχαρτ Βάγκνερ, ο οποίος γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1813. Χρονιά αφιερωμένη, στον μεγάλο αυτόν συνθέτη. Στη μουσική ιδιοφυΐα. Τον αγαπημένο των θεών, όπως τον αποκαλούν, με τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Πόσα και πόσα δεν έχουν γραφτεί για την τεράστια αυτή προσωπικότητα και την πολυτάραχη ζωή του. Τη λατρεία των φίλων της όπερας και της μουσικής, όσο και για τα αμφιλεγόμενα αισθήματα που εμπνέει στις καρδιές το ίνδαλμά τους. Έχουν περάσει 125 χρόνια από τον θάνατό του, πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου του 1883, και το 2008 κηρύχθηκε ανά τον κόσμο έτος Βάγκνερ.

Κατά τους ειδικούς, το βαγκνερικό ρεύμα βρισκότανε στη δυνατότερή του ορμή γύρω στα 1880, κι είχε παρασύρει όλη τη μουσική του τέλους του 19ου αιώνα. Τότε, όλοι οι μουσικοί ήταν αλυσοδεμένοι στο «δράμα» του Βάγκνερ, ο οποίος, γράφοντας το τελευταίο του έργο, τον «Πάρσιφαλ», έκλεισε τον κύκλο. Κανένας ύστερα απ’ αυτόν, έγραφε το 1939 η αξέχαστη μουσικολόγος Λουκία Φωτοπούλου, ζητώντας να τον ακολουθήσει στον ίδιο δρόμο, δίπλα στη λάμψη της μεγάλης αυτής φυσιογνωμίας δεν θα μπορούσε να δώσει άλλο από μιμήσεις. Γιατί ο Βάγκνερ είναι από τους δημιουργούς που κλείνοντας μέσα στο έργο τους τις προσπάθειες μια προηγούμενης εποχής βάζουν την τελευταία πέτρα στο οικοδόμημα. Ο μεγάλος βαγκνεριστής ιστορικός Καρλ Φρήντριχ Γκλάζεναπ γράφει: «Από τη Βιέννη έφτασε στις 22 του μηνός, συστημένος από τον Λιστ και τον Στάντχαρντερ, ο νεαρός Φέλιξ Μοττλ, για να συγκαταταχθεί στους μουσικούς βοηθούς. Τότε οι μουσικοί βοηθοί ήσαν οι: Anton Seidl, Franz Fischer και ένας νεαρός έλληνας, ονόματι Λάλας».

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΕΤΖΙΟΥ: Εποχή ανεμελιάς και αθωότητας

Αφιέρωμα στον Τάκη Μανέκα

Συγκινημένος από τον πρόωρο χαμό του και από το πρόσφατο αφιέρωμα του καλού μου γείτονα Λάρη Σίσκου ένοιωσα και εγώ την ανάγκη να γράψω δύο λόγια για τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό άνθρωπο Τάκη Μανέκα. Ταυτόχρονα όμως θα ήθελα να κάνω μία προσωπική κατάθεση ψυχής λέγοντας πως ο Τάκης με την ιδιαιτερότητά του ως άνθρωπος χαρακτήρισε και σημάδεψε μια αλησμόνητη για μένα εποχή ανεμελιάς και αθωότητας, εννοώντας την δεκαετία του 1970, όταν μεγάλωνα στην ρομαντική και πανέμορφη περιοχή των Πετσιών, περιτριγυρισμένος από τις κούνιες, τα ψηλά λευκάδια και πλατάνια, τα ακατοίκητα παλιά αρχοντικά, τις επιβλητικές γκαλιότρυπες και φυσικά την δροσερή αγκαλιά της λίμνης μας στην οποία ακόμη μπορούσαμε να κολυμπάμε.

Μέσα λοιπόν στο ειδυλλιακό αυτό περιβάλλον γαλούχησης, η μορφή του Τάκη κατείχε δεσπόζουσα θέση στις παιδικές μας ψυχές, διότι ήταν μία ξεχωριστή ύπαρξη που με τον χαρακτηριστικό του στυλ χάριζε ατελείωτες στιγμές ευθυμίας και έδινε ιδιαίτερο χρώμα στην καθημερινότητα της εποχής. Τουλάχιστον για μένα ο Τάκης ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο χρωματιστές ψηφίδες εκείνου του μωσαϊκού που αντιπροσώπευε την τελευταία σελίδα της παλιάς Καστοριάς, την εικόνα της οποίας κράτησα γερά μέσα μου τα χρόνια της μακρόχρονης ξενιτιάς μου και η οποία κατάφερε να με φέρει ύστερα από 22 χρόνια πίσω σ’ αυτήν την γλυκιά πατρίδα που πλέον δεν θύμιζε σε τίποτα την παλιά εκείνη εικόνα.

Όμως να σου που υπήρξε ένας Τάκης Μανέκας που με το χάρισμά του μπόρεσε μέσα από ένα απλό διάλογο να χρωματίσει και να ξαναζωντανέψει έστω και στιγμιαία εκείνο το υπέροχο μωσαϊκό.
-Ώωωω, Τάκη!
-Ποιος είσαι;
-Για δες με καλά ρε Τάκη, δε με θυμάσαι;
-Εσύ δεν είσαι ο Ρέτζιος;
-Ναι ρε Τάκη, εγώ είμαι.
-Τι κάνει ο αδελφός σου; Να του πεις να με στείλει κανά καλό αγκίστρι απ’ την Αμερική.

Τακούλη μου, ήσουν ο μοναδικός και τώρα ξέρω πως ο Θεός είχε σίγουρα τον σκοπό του που σε έστειλε στην ζωή μας και την ομόρφυνες με την ιδιαιτερότητά σου. Σου εύχομαι με το καλό να ανταμώσεις στον παράδεισο την γλυκύτατη και καλοσυνάτη μανούλα σου, την κυρά-Μαριγούλα, και ας καμαρώνουν τα αδέλφια σου γι’ αυτό που υπήρξες, όπως άλλωστε νοιώθουμε και ‘μεις που σε ζήσαμε, διότι ήσουν πραγματικά ανεπανάληπτος. Θα σε θυμόμαστε πάντα με περισσή αγάπη.

Υ.Γ. Εδώ θα ήθελα, με όλο το θάρρος, να κάνω μία πρόταση στον δήμαρχό μας, τον Γιάννη τον Τσαμίση. Γιάννη μου, μπροστά από το πατρικό του Τάκη, στην οδό Αγίων Θεολόγων, υπάρχει ένας μικρός δημόσιος χώρος στάθμευσης και παλαιότερη στάση αστικών λεωφορείων. Πιστεύω πως με την τοποθέτηση μιας απλής πινακίδας θα μπορούσε ο συγκεκριμένος χώρος να ονομαστεί «Στάση Τάκη Μανέκα», προς τιμήν αυτού του αγαπητού σε όλους μας ανθρώπου και κατ’ επέκταση προς όλων των ανθρώπων με ιδιαιτερότητες. Νομίζω πως θα ήταν μία πράξη ευαισθησίας που τιμά την πόλη μας.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9.10.2008

29.10.08

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Αξιότιμε κ. Διευθυντά,

Είμαι σταθερός αναγνώστης σας από την πρώτη στιγμή που εκδώσατε την έγκριτη εφημερίδα σας, πριν από περίπου δέκα χρόνια. Το χαρακτηριστικό που εκτίμησα ιδιαίτερα στην εκδοτική σας αυτή προσπάθεια είναι η αδιαμφισβήτητη ανεξαρτησία που έχετε επιδείξει όλα αυτά τα χρόνια απέναντι σε κάθε εξουσία, απέναντι στα συμφέροντα και τους εκπροσώπους τους. Δεν διστάσατε να θέσετε την ενημέρωση των πολιτών της Καστοριάς πάνω από όλα, υπερασπίζοντας το δικαίωμα της έκφρασης σε όσους το επιθυμούσαν και φιλοξενώντας τις απόψεις αυτές στην εφημερίδα σας.

Με βάση τα παραπάνω, λαμβάνω την πρωτοβουλία να σας αποστείλω την παρούσα επιστολή για να σας καταστήσω γνώστη αποκαλύψεων τηλεοπτικής εκπομπής που έχουν άμεση σχέση με την Καστοριά. Στο απόσπασμα της εκπομπής «Αποκαλυπτικό Δελτίο» του τηλεοπτικού σταθμού EXTRA 3, το οποίο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: www.pressmme.blogspot.com. παρατίθενται φωτογραφίες και πλάνα από κυβερνητικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπου κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής τους θητείας αποτελούσαν τακτικούς «προσκυνητές» της Μονής Βατοπεδίου και ομοτράπεζους του «κτηματομεσίτη» Εφραίμ. Στους παρελαύνοντες Υπουργούς του ΠΑΣΟΚ εξέχουσα θέση κατέχει ο τοπικός Βουλευτής, κ. Πετσάλνικος!

Τα ερωτήματα που τίθενται και απασχολούν όλους τους πολίτες, εύλογα. Όταν μιλάει ο κ. Πετσάλνικος για σκανδαλώδεις σχέσεις της Μονής με νυν Υπουργούς, χρησιμοποιώντας φωτογραφικά και τηλεοπτικά στιγμιότυπα, ισχύει το ίδιο όταν αυτός εμφανίζεται σε παρόμοια ενσταντανέ; Όταν «ποινικοποιεί» φιλικές και πνευματικές σχέσεις, πως δικαιολογείται ο κ. Πετσάλνικος να εμφανίζεται στη Μονή Βατοπεδίου και δίπλα δίπλα με τον Ηγούμενο Εφραίμ; Αλήθεια, ποια η σχέση του με τη Μονή; Ποια η σχέση του με τον Εφραίμ;

Ελπίζω με την παρούσα επιστολή να προβληματιστούν οι υγιείς δυνάμεις της κοινωνίας μας. Ελπίζω να δοθούν πειστικές απαντήσεις. Διαφορετικά ο καθένας δικαιούται να πιστέψει ότι οι κατηγορίες που εκτοξεύει σήμερα ο κ. Πετσάλνικος, δυστυχώς μπορεί να ισχύουν και για τον ίδιο.
Με εκτίμηση
Κ.Κ.




Η ΟΔΟΣ καταχωρεί την επιστολή του ανώνυμου αναγνώστη, αφού προηγουμένως ερεύνησε και διασταύρωσε την ακρίβεια της αποκάλυψής του, ότι ο βουλευτής Καστοριάς κ. Φίλιππος Πετσάλνικος που τώρα εμφανίζεται ως τιμητής των πολιτικών προσκυνητών όπως των κκ. Βουλγαράκη και Ρουσόπουλου- του Εφραίμ (ηγουμένου της Ι Μ Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους) διετέλεσε τα χρόνια της υπουργικής παντοδυναμίας του ομοτράπεζος του στο ίδιο μοναστήρι.

Διότι όντως στην ιντερνετική διεύθυνση http://pressmme. blog spot.com/, ο καθένας έχει την δυνατότητα να δει σε video τον κ. βουλευτή στην Ι. Μονή, με τον ανά την υφήλιο πια γνωστό για τις big business ηγούμενο αλλά και με άλλα κυβερνητικά τότε στελέχη του ΠαΣοΚ, σε μια προσκυνηματική προφανώς επίσκεψή του.

Οι μέχρι τώρα αποκαλύψεις για τον βίο και την πολιτεία του δραστήριου και κάπως τυχοδιώκτη ηγουμένου, επιτρέπει στον καθένα να υποψιάζεται ότι ανέκαθεν συναναστρεφόταν ευχαρίστως πολιτικούς με εξουσία, δύναμη και αποφασιστικότητα, δηλαδή τους εκάστοτε κυβερνητικούς. Με το αζημίωτο προφανώς, όπως φάνηκε και στην περίπτωση των κκ. Βουλγαράκη και Ρουσόπουλου. Οι μεν κέρδιζαν ακίνητα και εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ, οι δε, κέρδιζαν την ευλογία, αίγλη και υποστήριξη.

Τώρα αν το τίμημα των αγοραπωλησιών κατέληγε σε περισσότερα ταμεία, και όχι μόνο της Ι. Μονής, αυτό είναι κάτι που κανείς δεν θα το πληροφορηθεί ποτέ.

Βεβαίως οι θρησκευτικές ανάγκες και πεποιθήσεις κάθε ανθρώπου και ειδικά των πολιτικών, του βουλευτή του ΠαΣοΚ στην Καστοριά συμπεριλαμβανομένου, σε ένα σημαντικό βαθμό αποτελούν προσωπικό θέμα. Αλλά σε ένα άλλο μεγαλύτερο βαθμό, ιδίως όταν εξωτερικεύονται και δημοσιοποιούνται, ή όταν επιστρατεύονται στην άσκηση της πολιτικής αντιπαράθεσης, μπορούν αναμφίβολα να καταστούν ζήτημα πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου. Παύουν να αποτελούν πνευματικό προσκύνημα, αλλά σκέτο (προσκύνημα).

Διότι άλλο ζήτημα είναι να ασκεί κανείς τα πιστεύω του, ακόμη και στα μοναστήρια του Αγίου Όρους που αποτελεί μείζον εθνικό κεφάλαιο (πνευματικό, ιστορικό αλλά και καλλιτεχνικό θησαυρό) για την Ελλάδα, και άλλο ζήτημα είναι να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους μοναχούς και ιδίως τους ηγουμένους. Άλλο είναι να εκμεταλλεύεται την μοναστική παρακαταθήκη για να προβληθεί πολιτικά, και άλλο να επισκέπτεται τις Μονές για την Σωτηρία. Με ή χωρίς ανταλλάγματα, αγοραπωλησίες, φωτογραφίες, videos και άλλα ενθυμήματα.

Στην περίπτωση του κ. Φ. Πετσάλνικου η ΟΔΟΣ δεν θα μπει στον πειρασμό να σχολιάσει περαιτέρω τα συμπεράσματα που προκύπτουν από μόνο τους. Ούτε πόση συνέπεια πολιτικής ιδεολογίας και πράξης περιέχεται σε όλα αυτά για ένα δεδηλωμένο αυθεντικό σοσιαλιστή. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που χάνεται η σοσιαλιστική συνέπεια στις πράξεις μερικών.

Επιπλέον, ο τ. υπουργός έχει μακρά πείρα και έχει διακριθεί για το γεγονός ότι, όταν βρίσκεται στα έδρανα της αντιπολίτευσης ασκεί κριτική ως να ήταν πρωτοεμφανιζόμενος στην πολιτική, χωρίς παρελθόν.

Ως να προήλθε εκ της πολιτικής παρθενογενέσεως, ή να επήλθε ο εξαγνισμός εκ της κολυμβήθρας του Σιλωάμ. Σαν να μην ήταν υπουργός του Σημίτη, πριν μερικά χρόνια, ή υπουργός δημοσίας τάξεως επί εποχής Οτσαλάν. Σαν να μην ήταν κυβερνητικό στέλεχος, όταν άρχισε να γονατίζει η Καστοριά. Χωρίς να έχει κάνει τα ίδια -μερικές φορές και περισσότερα– απ’ αυτά που κατακρίνει τώρα στους αντιπάλους του.

Έτσι έγινε και στην περίπτωση του αποκαλυπτικού video με τον ηγούμενο Εφραίμ. Μόνο που η αμνησία για να κάνει την δουλειά της θέλει δύο. Αυτόν που ξεχνιέται και αυτόν που ξεχνά. Και εδώ ο κ. Πετσάλνικος έκανε μια σαφή πολιτική γκάφα: Έκανε τα ίδια με αυτά που τώρα καταγγέλλει. Και το έμαθε ένας προφανώς «άσπονδος» φίλος του, όπως ο αναγνώστης που έστειλε την επιστολή την ΟΔΟ. Ανώνυμα βέβαια, γιατί ίσως κάτι να φοβάται. Τι άραγε;

Πάντως είναι να απορεί κανείς για το διακαές φιλότιμο κάποιων, σαν του αναγνώστη της εφημερίδας να εξετάζουν την συνέπεια και την αξιοπιστία του ξύλινου πολιτικού λόγου. Είτε αυτός ανήκει στον βουλευτή του ΠαΣοΚ, είτε ανήκει στην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας. Εκτός αν αμφιβάλλει κανείς ότι μόνο το άβατο του Αγίου Όρους είναι αυτό που «έσωσε» κυρίες της πολιτικής από παρόμοια φωτογραφικά ενσταντανέ, προσκυνήματα και αλισβερίσια.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9.10.2008

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Για την αηδονόπιτα του κ. Ισίδωρου Ζουργού

Το πρωί του περασμένου Σαββάτου οι Καστοριανοί είχαν την ευκαιρία για μια μοναδική συνάντηση. Είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά , να ακούσουν, να συζητήσουν με το συγγραφέα ενός εξαιρετικού βιβλίου ∙ το βιβλίο «η αηδονόπιτα» και συγγραφέας του ο Θεσσαλονικιός δάσκαλος κ. Ι.Ζουργός.

Καθώς στις 5 Οκτωβρίου γιορτάζεται η παγκόσμια ημέρα του εκπαιδευτικού, ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ν. Καστοριάς τίμησε έναν ξεχωριστό -έτσι κι αλλιώς- δάσκαλο, προσκαλώντας τον στην πόλη μας για να παρουσιάσει το διάσημο πια βιβλίο του. Την παρουσίαση έκανε ένας ξεχωριστός συντοπίτης μας, ο γιατρός και λόγιος Επαμεινώνδας Τσίγκας από το Βογατσικό.

Όσοι παρακολούθησαν την παρουσίαση στάθηκαν πραγματικά τυχεροί. Όσοι δεν ήταν εκεί πραγματικά έχασαν. Έχασαν τη σπάνια ευκαιρία να συμμετάσχουν σε μία κουβέντα ζεστή και φιλική γύρω από το βιβλίο ∙ το βιβλίο γενικά ως έννοια ή καλύτερα ως ιδέα, αλλά και το συγκεκριμένο βιβλίο. Είχε προηγηθεί βέβαια η διεξοδική εισήγηση της Σχ. Συμβούλου κ Α. Καζταρίδου με θέμα το ρόλο του δασκάλου (λόγω της ημέρας), ενώ ακολούθησε ο κ. Ε. Τσίγκας, θέτοντας επί τάπητος ένα σωρό πτυχές του μεγάλου ζητήματος που λέγεται ανάγνωση και ουσιαστικά δίνοντάς μας αφορμές να προβληματιστούμε, να αναρωτηθούμε και να συγκινηθούμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη να τον ακούμε- κάποιοι από αυτούς που ήμασταν εκεί τον γνωρίζαμε από πριν, καθώς ο κ Τσίγκας ήταν ο πρώτος που μίλησε για το συγκεκριμένο βιβλίο μέσα από τις στήλες της ΟΔΟΥ τον περασμένο Ιούνιο κι έπειτα ακολούθησαν και άλλες πολλές κριτικές σε διάφορες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.

Ο κ. Τσίγκας, λοιπόν, μίλησε για το πώς κερδίζει ένα βιβλίο τους αναγνώστες του, αλλά και τι κερδίζει ο αναγνώστης από την ανάγνωση ενός βιβλίου όπως η αηδονόπιτα. Μίλησε με πίκρα για την περίεργη τροπή που έχει πάρει το πράγμα σε μια κατεξοχήν απνευματική ή και αντιπνευματική εποχή, όπου υπάρχει πια φανερή εχθρότητα προς αυτή την ιερή υπόθεση που λέγεται βιβλίο. Μου θύμισε την «περίεργη» απάντηση που έδωσε ο γνωστός μεγάλος φυσικός της εποχής μας, ο Στίβεν Χόκινγκ, όταν στις αρχές του 2007 ρωτήθηκε ποια είναι κατά τη γνώμη του τα τρία μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα κι απάντησε: η άρνηση κάθε πνευματικής αναζήτησης, η απάρνηση της σταθερής παραδοσιακής οικογένειας και η έλλειψη επικοινωνίας με τα παιδιά. Αυτή την άρνηση κάθε πνευματικής αναζήτησης μας θύμισε ο κ. Τσίγκας , μια άρνηση που τη ζούμε σε καθημερινή βάση παντού, μια άρνηση που τη ζουν εντονότατα όσοι έχουν πνευματικά ενδιαφέροντα και χρειάζεται να αγωνιστούν κάτω από σκληρότατες και πραγματικά αντίξοες συνθήκες για να τα καταφέρουν να επιβιώσουν. Και είπε ο ομιλητής ακόμα- και το είπε και πάλι με πίκρα- για την απαγορευμένη στην εποχή μας αγάπη για το βιβλίο, «για παθιασμένο έρωτα ούτε να το συζητάμε…».

Για τον παθιασμένο έρωτα, τον «αυτοθυσιαστικό, άρα το μόνο πραγματικό έρωτα» που εκτυλίσσεται μες στις σελίδες του βιβλίου του έκανε λόγο και ο συγγραφέας του, ο κ. Ζουργός. Κι εγώ τον είδα τον έρωτα μέσα στην αίθουσα. Τον είδα σ’ αυτούς που παραμέρισαν τις άλλες τους ανάγκες, τις βιοτικές, τις οποίες κάνουμε το λάθος σχεδόν πάντα να προτάσσουμε , θεωρώντας δευτερεύουσες τις ανάγκες που έχουν να κάνουν με τον κόσμο του βιβλίου, ενώ δεν είναι έτσι. Τον είδα στη «φαγωμένη» αηδονόπιτα που κρατούσε η γυναίκα στα χέρια της – αυτές οι «πειραγμένες» σελίδες του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια της με αγάπη έδειχναν τις υπέροχες ώρες που είχε περάσει διαβάζοντάς το. Τον είδα αυτό τον έρωτα κυρίως στην τρυφερότατη ερώτηση της ίδιας γυναίκας: «Και τι κάνουμε όταν τελειώσουμε το διάβασμα ενός βιβλίου που μας συνεπήρε, που λατρέψαμε; Αυτό τον αποχωρισμό με ποιον τρόπο μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, να τον αντέξουμε;»Υπέροχη ερώτηση και πολύ αληθινή. Γιατί συχνά- ή και πάντα- ένα βιβλίο που αγαπάμε πολύ έχει τη δύναμη να μας παίρνει από έναν κόσμο που οι ασκήμιες του έχουν περισσέψει και ίσως και να ‘ναι ο μόνος δρόμος που μας οδηγεί έξω απ’ αυτόν. Με αποτέλεσμα να αρνιόμαστε την επιστροφή. Ή να την πετυχαίνουμε με πολλή προσπάθεια γιατί είναι υποχρεωτική. Γιατί δε γίνεται αλλιώς, μολονότι όλοι θα θέλαμε ίσως να ζούμε αλλού στον τόπο ενός βιβλίου που πολύ αγαπήσαμε κι αγαπάμε κι όλο εκεί επιστρέφουμε για να σωθούμε.

Η γυναίκα, λοιπόν, της αίθουσας μου θύμισε μιαν άλλη γυναίκα που δεν της φτάνουν τα βιβλία που στο σπίτι της έχουν ξεχειλίσει από τις βιβλιοθήκες της, αλλά έχει και μια κορνίζα σαν αυτές όπου βάζουν οι μάνες τα παιδιά τους και το «πρόσωπο»που έχει κορνιζωμένο εκεί είναι ένα βιβλίο. Ίσως γιατί της αρέσει να το βλέπει και έτσι, ίσως γιατί μέσα της αυτό το χωρίς τίτλο βιβλίο είναι όλα τα βιβλία που έχει διαβάσει, που της έχουν κρατήσει συντροφιά χωρίς να την έχουν προδώσει ποτέ. Σαν ένας έρωτας που έχει ζήσει και χρειάστηκε να αποχαιρετήσει με σπαραγμό. Σαν ένας έρωτας που κορνίζωσε για να μην ξεχάσει ποτέ το πρόσωπό του. Ένας έρωτας όπως της Λαζαρίνας της αηδονόπιτας…

Ήθελα, λοιπόν, να πω πολλά προχτές στον κ. Ζουργό. Ήθελα να του πω πως καλά κάνει και δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να νιώθει άσχημα –όχι πως έκανε κάποια σχετική νύξη, εγώ, τελείως αυθαίρετα μάλιστα κι ας με συγχωρέσει γι’ αυτό, θέτω το θέμα- γιατί έγραψε ένα βιβλίο που συγκινεί. Το αντίθετο μάλιστα. Θα πρέπει να χαίρεται πολύ και να ‘ναι περήφανος. Το δικαιούται να είναι περήφανος.

Πρώτα πρώτα γιατί: «Τα συναισθηματικά έργα συνηθίζουν οι ψυχροί διανοητές να τα βλέπουν καχύποπτα, κυρίως εκείνοι που μιμούνται τους διανοούμενους. Το συναίσθημα το βλέπουν πάντα σαν μια απειλή προς εκτροπή στο μελό. Ένα έργο με συναίσθημα, όμως, μας ειδοποιεί ότι από τη στιγμή που μπορούμε κι αισθανόμαστε και δακρύζουμε για αυτό, κάτι ζωντανό υπάρχει στο συναισθηματικό μας κόσμο, δε γίναμε ψυχροί κι αδιάφοροι.»

Δεύτερο γιατί ο αγαπημένος μου Δάσκαλος έλεγε πάντα πως απ’ όλα τα γήινα μονάχα το δάκρυ έχει χαρακτήρα αιώνιο. Γι’ αυτό και το δάκρυ του κ. Τσίγκα που συνόδευσε την αναφορά του στους δασκάλους που αγάπησε και τον σημάδεψαν, εκείνο το δάκρυ που κύλησε αυθόρμητο και προς στιγμήν τον κατέστησε ανίκανο να συνεχίσει να μιλά, ήταν η πιο δυναμική υπογράμμιση του νοήματος της Ημέρας του Δασκάλου που γιορτάζαμε όσοι ήμασταν μες στην αίθουσα. Εκείνο το δάκρυ που τα έλεγε όλα.

Το τρίτο το λέει υπέροχα κι επιγραμματικά ο ποιητής: «Ο έρωτας και μόνος αυτός πηγή της ιστορίας».

Το τέταρτο το λέει με τον πιο δυνατό τρόπο ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Τα φλουριά της πληγής» (εφ. Καθημερινή, 16/10/1988) :
«Και αν είναι έτσι μίζερα να γράφεται πια η Ιστορία του τόπου μας, τότε προτιμώ να τη διαβάζω στα δεφτέρια των μεροληπτικών πεζογράφων παρά στους κατεψυγμένους τόμους των κατ’ επάγγελμα ιστοριογράφων».

Για όλα αυτά που σου είπα, ξεχωριστέ μου συνάδελφε κ. Ζουργέ, σ’ αυτή τη σύντομη αναφορά μου στην παρουσίαση του βιβλίου σου στην πόλη μας (συγχώρα με αν κάτι δεν έχω καταλάβει καλά), σε ευχαριστούμε που ήσουν κοντά μας προχτές και σου ευχόμαστε την ίδια καλή και καλύτερη ακόμα συνέχεια.

Σε ευχαριστούμε όμως προπαντός για τον υπέροχο τίτλο του βιβλίου σου και για τον ιδιαίτερα βαρύ συμβολισμό του. Δε θα ταίριαζε καλύτερος τίτλος, σε μιαν εποχή όπου φαντάζει εντελώς ουτοπικό ακόμα και το αυτονόητο. Σε μιαν εποχή όπου οι περισσότεροι μοιάζουμε να ‘χουμε παραδοθεί αμαχητί, ενώ είναι παραπάνω από βέβαιο πως «είναι προτιμότερο να αγωνίζεται κανείς μάταια παρά να ζει μάταια».

Οι Έλληνες που έτυχε να ζουν τότε, στο χρόνο όπου πλέκεται η υπόθεση του βιβλίου σου, το πίστευαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. Γι’ αυτό και έκαναν την ουτοπία πραγματικότητα. Γι’ αυτό και τα κατάφεραν. Απομένει να το πιστέψουμε κι εμείς. Το βιβλίο σου έχει τον τρόπο να μας το ξαναθυμίσει. Και να μας δώσει άλλη μια ευκαιρία να πεισθούμε.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9.10.2008

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Γιατί δεν μπορείς, δεν είναι εύκολο να γίνεις δήμαρχος έστω και αν το θέλεις

Ο θεσμός του δημάρχου είναι παγκόσμια καταξιωμένος και σαν ειδικός σκοπός στην τοπική μας κοινωνία παίζει πρωτεύοντα σημαντικό ρόλο αφού μπορεί και πρέπει να επιλύει ή να προσπαθεί μικρά ή μεγάλα προβλήματα, να συντηρεί βελτιώνει και αναπτύσσει την πόλη να τηv προβάλλει να την εκπροσωπεί επαξίως, είναι δηλαδή η έμψυχος παράσταση είναι ο εκφραστής του τοπικού μεγαλείου, και έτσι πρέπει να αποτελεί το πρότυπο, το παράδειγμα.
Όταν γίνεις δήμαρχος πρέπει να μπορείς να απαλλαγείς από τα προσωπικά σου και οικογενειακά προβλήματα και υποχρεώσεις αφού οφείλεις να ανήκεις στην πόλη και στους δημότες όλο το εικοσιτετράωρο.
Όταν γίνεις δήμαρχος δεν πρέπει να ασκείς κανένα άλλο επάγγελμα.
Όταν γίνει δήμαρχος οφείλεις να λειτουργείς κυρίως και πάντα κατά συνείδηση, και να μην παραβαίνεις για κανένα λόγο θεμελιώδεις κανόνες που αναφέρονται στην ισονομία, στην ισοπολιτεία, στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Όταν γίνεις δήμαρχος πρέπει να ξεχάσεις φίλους και συγγενείς, εμπόρους και επαγγελματίες, εργολάβους και μεγαλοεταιρείες.
Όταν γίνεις δήμαρχος πρέπει να μπορείς να αντισταθείς στις κάθε μορφής παρέμβαση στην κατάφωρη αδικία και στην όποιας μορφής διαπλοκή, να είσαι οικονομικά ανεξάρτητος.
Όταν γίνεις δήμαρχος δεν θα πρέπει να οφείλεις τίποτε και σε κανέναν, πρέπει να είσαι μόνο αποτέλεσμα του εαυτού σου και όχι προϊόν κλίκας, ή παρασκηνίου.
Όταν γίνεις δήμαρχος δεν πρέπει να καθοδηγείσαι από κανέναν, δεν θα πρέπει η δημοτική συμπεριφορά και πολιτική σου να υπαγορεύεται από άλλους.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να επιλέξεις με προσοχή εσύ τους συνεργάτες σου, να μην σου τους επιβάλλουν, αλλά να διέπεται από αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη, συνέπεια και συνέχεια και με γνώσεις διοίκησης και διαχείρισης και έργων.
Όταν γίνεις δήμαρχος πρέπει να κινείσαι και να συμπεριφέρεσαι με ανθρώπινο πρόσωπο και όχι με αυτό του αλαζονικού δημάρχου, αλλά του υπηρέτη στον δημότη.
Όταν γίνεις δήμαρχος, οφείλεις, πρέπει να μπορείς να αγαπάς και να ενδιαφέρεσαι για τον δημότη σου το ίδιο όπως τον εαυτό σου ή και περισσότερο για κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα, ακόμα και οικογενειακό, προσωπικό, οικονομικό, υγείας, κοινωνικής αντίληψης, αλληλεγγύης, φτώχειας, ανεργίας.
Όταν γίνεις δήμαρχος θα πρέπει να έχεις πρότερο και νυν έντιμο βίο, και να περιορίσεις ακόμα και να εξαφανίσεις όποιες κακές μορφής, έστω και ανθρώπινες αδυναμίες αφού και πρέπει και οφείλεις να είσαι το πρότυπο δημοσίου ανδρός.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να στερηθείς τις όποιες μικροαπολαύσεις, απουσίες και διακοπές από τα καθήκοντά σου, να είσαι αυστηρά προσηλωμένος στο καθήκον σου.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να δέχεσαι προκλήσεις εντός ή και εκτός που οφείλεις όμως να ανταποδώσεις, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κυρίως των αποδήμων.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να εφαρμόσεις το πρόγραμμα και όραμα της πόλης όπως ακριβώς το υποσχέθηκες, συνεπής. Να συνεργάζεσαι αρμονικά με όλο το προσωπικό.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να οπλισθείς με μεγάλη υπομονή και επιμονή για να αντέξεις στις όποιες μορφής ασφυκτικών πιέσεων, πολιτικών ή οικονομικών παραγόντων.
Όταν γίνεις δήμαρχος πρέπει να μην κάνεις, να μην υποκύπτεις σε ρουσφέτια, που συνήθως λειτουργούν εις βάρος άλλων αφού είναι κοινωνικώς απαράδεκτα, άδικα.
Όταν γίνεις δήμαρχος δεν θα προσλάβεις εργαζόμενους στον δήμο στενά συγγενικά σου πρόσωπα, έστω και αν το δικαιούνται, έστω και αν εδώ είσαι άδικος.
Όταν γίνεις δήμαρχος θα εργαστείς, θα μείνεις μόνο για μια τετραετία.
Όταν γίνεις δήμαρχος δεν θα βάλεις στόχο, δεν θα επιδιώξεις να γίνεις ή να διεκδικήσεις το αξίωμα του βουλευτή ή νομάρχη, γιατί ίσως αποτύχεις σαν δήμαρχος.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να αποβάλεις την πολιτική σου ιδιότητα, όσο είσαι δήμαρχος, θα παραμείνεις όμως πιστά, στις ιδέες σου, στο κόμμα.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να είσαι να αισθάνεσαι και να δείχνεις εθνικά υπερήφανος, Έλληνας, Καστοριανός, χριστιανός ορθόδοξος, με ή χωρίς ταυτότητα.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις πρέπει να τοποθετήσεις υπεράνω όλων το συμφέρον του τόπου, το
συμφέρον της πόλης και βέβαια του έθνους.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να παραμείνεις ταπεινός, ο ίδιος σου ο εαυτός χωρίς φθορές από την
λατρεία και την μανία της εξουσίας.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να γνωρίζεις εκ των προτέρων όλα τα θέματα και προβλήματα του δήμου, για να εκτιμήσεις, αν μπορείς να τα λύσεις ή να τα προωθήσεις με επιτυχία.
Όταν γίνεις δήμαρχος δεν δικαιούσαι να ρίχνεις τις ευθύνες στους προηγούμενους δημάρχους, αφού κάθε δημοτική αρχή είναι συνέχεια της προηγούμενης.
Όταν γίνεις δήμαρχος οφείλεις να ζητάς επίμονα να σου ασκείται κάθε χρόνο ο προβλεπόμενος
διοικητικός, οικονομικός, διαχειριστικός έλεγχος από την ειδική εν προκειμένω αρχή ή υπηρεσία.
Όταν γίνεις δήμαρχος πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα την μητέρα εργαζόμενη, τον νέον και την νέαν, την παιδεία γενικά και την υγεία των δημοτών σου.
Όταν γίνεις δήμαρχος και έχεις όλα αυτά, θα αποδείξεις ότι το άξιζες.
Ότι ξέχασα δικαιούται να το υποδείξει, να το κρίνει ο δημότης μας, αφού αυτός τέλος είναι που καθορίζει το αποτέλεσμα, και το εισπράττει θετικά ή αρνητικά.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9.10.2008

26.10.08

ΟΔΟΣ: Πηχτά & καταπράσινα

Στον Δήμο Καστοριάς οι αρμόδιοι ετοιμάζονται για ένα ακόμη πραγματικό άθλο. Διότι εκτός που διοικούν μια πόλη στην οποία κανείς δεν κάνει τίποτε για να αυξήσει τους χώρους αστικού πράσινου (σε πάρκα, πλατείες και κοινόχρηστους χώρους), εκτός από την πόλη που αντί να φυτεύονται, …κόβονται τα δένδρα ως ρυπαρά, άρρωστα ή επικίνδυνα, τώρα, ο Δήμος Καστοριάς, προετοιμάζεται για μια ακόμη πρωτοπορία: Όχι μόνο δεν αυξάνει, αλλά καταργεί τους χώρους πρασίνου.

Το σχόλιο δεν αφορά το περιβαλλοντικό μυστήριο που συντελείται στην «ολοκαίνουργια» πλατεία Ομονοίας. Στην οποία, αφού πρώτα κόπηκαν τα λιγοστά δένδρα της προηγούμενης εκδοχής της και μετατράπηκε σε χώρο που μέχρι στιγμής δεν διαθέτει εμφανές αισθητικό στίγμα, μια πλατεία που κανείς δεν γνωρίζει αν είναι «μοντέρνα», παραδοσιακή, κλασσική ή κάτι άλλο, που για την ώρα μοιάζει με άγονο κοσμοδρόμιο, και αφού καλύφθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου με το μπετόν, τότε μόνο κατάλαβαν ότι δεν προνόησαν για χώρους δένδρων. «Τι να το χρειαζόμαστε το πράσινο» θα σκέφτηκαν οι οικολόγοι προύχοντες «όταν η λίμνη μας έχει αληθινά πηχτά και καταπράσινα νερά» ιδίως το καλοκαίρι;

Όμως τώρα ο Δήμος, ετοιμάζεται να υλοποιήσει κάτι αληθινά μεγαλεπήβολο, κάτι ιστορικό: Δεν περιορίζει απλώς το αστικό πράσινο, αλλά ετοιμάζεται να μετατρέψει την πλατεία Βαν Φλητ σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων. Κοινώς, σε πάρκινγκ.

Η εντυπωσιακή είδηση διαδόθηκε αρχικά, κάπως δειλά, πριν μερικούς μήνες. Τότε έμοιασε με ένα ακόμη σύντομο δημοτικό ανέκδοτο. Αλλά προς το τέλος του καλοκαιριού, ο οργασμός της (γνωστής) δημοτικής δραστηριότητας το επανέφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας: Ναι η φήμη είναι πέρα για πέρα αληθινή! Στην θέση της πλατείας Βαν Φλητ, θα γίνει το πάρκινγκ Βαν Φλητ!! Υπαίθριο, δημοτικό πάρκινγκ που θα μετατρέπεται σε λαϊκή αγορά άπαξ της εβδομάδας. Ακριβώς εκεί που κάποτε υπήρχαν (τα λιγοστά και μάλλον απότιστα) λουλούδια και δένδρα. Έστω κι’ αν τώρα, στην θέση της πλατείας δεσπόζουν ξεκολλημένες πλάκες και παγκάκια ξεχαρβαλωμένα.

Τι τραγική ειρωνεία για ένα χώρο, που διατηρεί την ονομασία «φάντασμα» του αμερικανού στρατηγού του οποίου την προτομή οι διαχρονικοί αρμόδιοι… τρέμουν να επανατοποθετήσουν. Αφού πρώτα, πριν αρκετά χρόνια την καρατόμησε όπως λέγεται συμπολίτης, γνωστός για τα τρυφερά αισθήματα δημοκρατικής ανοχής απέναντι σε όσους δεν έχουν τις ίδιες απόψεις μαζί του. Και ξεσπάει την οργή του ακόμη και σε άψυχα μάρμαρα: Αγάλματα και σταυρούς νεκροταφείων. Τώρα με την απόφασή τους αυτή, οι άρχοντές μας, μοιάζουν να κάνουν κι’ αυτοί «αντίσταση». Εκδικούνται την ίδια την ιστορία.

Παράλληλα με την νέα αυτή απόφαση, μετά την ταλαιπωρία της πλατείας Ομόνοιας, ο Δήμος Καστοριάς, αποφάσισε να βάλει στον αέναο χορό των πλατειών που αλλάζουν διαρκώς μορφή, ή χρήση, και την παλιά αυτή πλατεία της περιοχής των Ψαράδικων κοντά στην οποία φιλοξενείται το ηρώο της πόλης. Το οποίο… παρεμπιπτόντως μετακόμισε εκεί, από την πλατεία Ομονοίας, μερικές δεκαετίες πριν! Μήπως αυτό μεταλαμπαδεύει τις ιδέες, από την «άνω» στην «κάτω» αγορά;

Με τον σοφό αυτό τρόπο, ο Δήμος Καστοριάς φιλοδοξεί να δώσει την ορθή λύση στο κυκλοφοριακό πρόβλημα: Αποτρέπει τις περιττές βόλτες των αργόσχολων στην πλατεία Βαν Φλητ και την μετατρέπει σε χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων των ιθαγενών που έτσι, θα υποχρεώνονται να ξεμυτίζουν ακόμη λιγότερο από τα σπίτια τους. Λύνεται έτσι ο γόρδιος δεσμός του κυκλοφοριακού προβλήματος και της στάθμευσης των αυτοκινήτων που καταφθάνουν στους παλιότερους τομείς της Καστοριάς, από τις βόρειες επεκτάσεις της πόλης, όπου εκεί δημιουργούν πάρκα, καθώς και στην λεωφόρο των Κύκνων, αλλά στο εσωτερικό πάρκινγκ. Ο καλλίτερος τρόπος για να ασχημύνει ακόμη περισσότερο η πόλη.

Μετά το υποβρύχιο πάρκινγκ Ναυτίλος που είχε εξαγγείλει κάποια χρόνια πριν ένας άλλοτε υποψήφιος Δήμαρχος Καστοριάς κάτω από το πάρκο της ολυμπιακής φλόγας στην Νομαρχία, τώρα η πόλη θα αποκτήσει drive in ηρώο! Παντού θα γεμίσει σταματημένα αυτοκίνητα.

Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι παρά τις διαμαρτυρίες, παρά την συλλογή εκατοντάδων υπογραφών πολιτών που εκφράζουν την αντίθεσή τους, παρά τα δυσμενή σχόλια του συνόλου σχεδόν του τύπου και των ΜΜΕ της Καστοριάς, και παρά την αποστροφή που έχει προκαλέσει η ανακίνηση του μεγαλοφυούς αυτού οράματος, που συνδυάζεται «αρμονικά» και με τις υπόλοιπες, ήδη γνωστές περιβαλλοντικές ευαισθησίες των δημοτικών αρχόντων (όπως το άγριο κλάδεμα των πλατανιών και τα στραβά μάτια στο ριζικό κόψιμο άλλων), οι υπεύθυνοι δηλώνουν αποφασισμένοι. Δηλώνουν ακάθεκτοι.

Μοιάζουν να αδιαφορούν για το… πολιτικό κόστος! Θα είναι προφανώς πεπεισμένοι ότι έχουν τα περιθώρια να χάσουν από το περίπου 73,29% του λαού τους και ότι σε κάθε περίπτωση, πάλι αυτοί θα είναι οι κυρίαρχοι του τόπου στις επόμενες εκλογές. Και πώς να μην το πιστεύουν με ένα ακόμη σημαντικό «μεταρρυθμιστικό» έργο που αφήνουν στην τετραετία τους; Εύγε.

22.10.08

ΘΕΑΤΡΟ: Παραλλαγές πάνω σ' ένα θέμα αμετάθετο



Στην Θεσσαλονίκη μεταφέρεται η επιτυχημένη παράσταση «Παραλλαγές πάνω σ’ ένα θέμα αμετάθετο» βασισμένη στα διηγήματα του Ηλία Παπαμόσχου («Καλό ταξίδι κούκλα μου» & «Και του χρόνου κυνήγια», εκδόσεις ''Κέδρος''), από τον πολιτιστικό και περιβαλλοντικό σύλλογο ''Σπασμένο Ρόδι''. Οι παραστάσεις θα δοθούν στην αίθουσα του ''Θεάτρου Έξω από τα Τείχη'' τις πρώτες εβδομάδες του Νοεμβρίου.
Σκηνοθεσία: Σοφία Καρακάντζα, σκηνογραφία-κοστούμι: Θάνος Μπουλουγράς, μουσική σύνθεση: Γιάννης Ζορπίδης. animation: Τάσος Αριστοτέλους, φωτογραφίες: Jonathan Smith, ερμηνεία: Ελένη Τσαδήλα

Τρίτη, 4/11, Τετάρτη 5/11, Πέμπτη 6/11 και Τρίτη 11/11, Τετάρτη 12/11, Πέμπτη13/11 στις 22:00. ''Θέατρο Έξω από τα Τείχη'' (Πανεπιστημίου 2 & Ευαγγελιστρίας, τηλ. 2310210308)




Σχετικά κείμενα:

21.10.08

ΜΑΓΔΑΣ ΔΟΥΚΑ: Για τα Ελγίνεια ή Μάρμαρα του Παρθενώνα…

Μία από τις προκλήσεις της αρχιτεκτονικής μελέτης του Νέου Μουσείου Ακρόπολης ήταν η ευθύνη της στέγασης των πιο σημαντικών γλυπτών της ελληνικής αρχαιότητας. Το σύνολο των εκθεμάτων προσδιόρισε το έργο πριν ακόμα επιλεγεί ο χώρος, όπως υποστηρίζει ο αρχιτέκτονας του έργου Bernard Tschumi.

Το κτήριο που σχεδιάστηκε και κατασκευάζεται για να φιλοξενήσει τα εκθέματα του Μουσείου της Ακρόπολης και μελλοντικά τα γλυπτά του Παρθενώνα εκφράζει την καθαρότητα της περιήγησης μέσα από τα τρία υλικά: μάρμαρο, μπετόν και γυαλί. Πρωταρχικός στόχος των αρχιτεκτόνων υπήρξε η κλασική λιτότητα, ο πλούσιος φυσικός φωτισμός και η οπτική αντίληψη του βράχου, με σκοπό την καλύτερη ανάδειξη και τη συσχέτιση των εκθεμάτων με την ακρόπολη. Βέβαια, μόνο στην πράξη θα φανεί τελικά αν κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί επισφαλώς.
Η βάση του σχεδίου του κτηρίου είναι να δίνει την αίσθηση ότι αιωρείται πάνω από τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Η γυάλινη επίστεψη είναι αυτή που μας ενδιαφέρει εδώ. Η ορθογώνια αίθουσα του Παρθενώνα, που διατάσσεται γύρω από ένα αίθριο, διαθέτει γυάλινο περίβλημα, το οποίο εξασφαλίζει άμεση θέαση προς την ακρόπολη, το ιστορικό σημείο αναφοράς. Τα γλυπτά του Παρθενώνα θα είναι εκτεθειμένα στην αίθουσα αυτή, ώστε παράλληλα να φαίνονται και από τους επισκέπτες της ακρόπολης.

Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες του έργου, ο προσανατολισμός των γλυπτών θα είναι ακριβώς ο ίδιος όπως και στον Παρθενώνα, και ο τρόπος έκθεσής τους θα δημιουργεί ένα μοναδικό περιβάλλον για την κατανόηση των επιτευγμάτων που αντιπροσωπεύει το ίδιο το μνημείο. Το σχέδιο φιλοδοξεί να εξασφαλίσει - μέσω της διαφάνειας των υλικών του - το context που χρειάζεται κάθε εκθεσιακός χώρος, προκειμένου τα εκθέματα να αποκτήσουν και να ανακτήσουν την ιδιαίτερη σημασία τους. Δεν μένει παρά να το δούμε και στην πράξη.

Αφορμή για το κείμενό μου, στάθηκε μία διημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο της Ακροπόλεως με τίτλο «H προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την Παράνομη διακίνηση και η διεκδίκησή τους». Έτσι στο νου μου ήρθαν και πάλι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, για τα οποία η συζήτηση στην Ελλάδα δεν έχει σταματήσει ποτέ. Και στον υπόλοιπο κόσμο ο επαναπατρισμός πολιτιστικών αγαθών αποτελεί συνεχώς το μήλο της έριδος μεταξύ ανεπτυγμένων μουσείων και κυβερνήσεων κρατών.

Σχετικά με τα μάρμαρα του Παρθενώνα διαβάζουμε στη βικιπαίδεια ότι:
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, γνωστά και ως Ελγίνεια Μάρμαρα, είναι μία μεγάλη συλλογή από μαρμάρινα γλυπτά που μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806 από τον Τόμας Μπρους, Ζ' Κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803. Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια, κατάφερε και απέκτησε φιρμάνι για την αποκαθήλωσή τους με σκοπό την μέτρηση και ζωγραφική τους από τον Παρθενώνα από τον Οθωμανό Σουλτάνο και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους.
Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816 και το 1936 τοποθετήθηκαν στην έκθεση Duveen που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό. Εδώ και δεκαετίες έχουν λάβει χώρα πολλές προσπάθειες για την επιστροφή και επανένωση των γλυπτών, με σημαντικότερο το αίτημα που ανέπτυξε κατά τη δεκαετία του '80 ως Υπουργός Πολιτισμού η Μελίνα Μερκούρη.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Βρετανικό Μουσείο τον Απρίλιο του 2007, αναφέρεται ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε ελληνικό μουσείο.
Η επιστροφή ή απόδοση πολιτιστικών αγαθών που διακινήθηκαν παράνομα προβλέπεται από ορισμένες διεθνείς συμβάσεις καθώς και από διμερείς πολυμερείς συμφωνίες.
Από τις διάφορες κυρώσεις για την παράνομη διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών, δεν ενδιαφέρει μόνο η τιμωρία του δράστη, ούτε τόσο η χρηματική αποζημίωση για την επανόρθωση της ζημιάς. Ενδιαφέρει κυρίως η επιστροφή των ιδίων αντικειμένων στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής τους, λόγω ακριβώς της μοναδικότητάς τους ως στοιχείων της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ωστόσο το ζήτημα είναι πιο βαθύ. Η πλευρά του Βρετανικού Μουσείου υποστήριζε πάντα την προστασία και συντήρηση των μαρμάρων γι’ αυτό και δεν δεχόταν να τα επιστρέψει στην Ελλάδα λόγω έλλειψης ικανού χώρου να τα φιλοξενήσει ασφαλώς. Τώρα, πώς το Βρετανικό Μουσείο με τα συμπόσια που οργάνωσε στις αίθουσές του τα προστάτευσε καλύτερα από τα ελληνικά μουσεία, είναι απορίας άξιο...

Βέβαια, το νέο Μουσείο της Ακροπόλεως που έχει ανεγερθεί στην Αθήνα εξασφαλίζει την προληπτική συντήρηση και την προστασία των αρχαιοτήτων που θα φιλοξενήσει καθώς έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες μουσειολογικές προδιαγραφές. Μάλιστα, εξασφαλίζει πια ειδική αίθουσα στο ψηλότερό του όροφο, ο οποίος με τα διαφανή υλικά δόμησης θα επιτρέπει στα μάρμαρα να συνδεθούν άμεσα με το μνημείο του Παρθενώνα που στέκεται απέναντι.

Το Βρετανικό Μουσείο κατέχει κυρίως έργα ελληνικά και ρωμαϊκά αλλά και αιγυπτιακές συλλογές, ασιατικές και έργα από κάθε γωνιά της γης! Είναι ένα ιδιαίτερα αναπτυγμένο μουσείο τουριστικά συνεπώς οποιοσδήποτε θα μπορούσε να πει δικαίως ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα όπως και οι υπόλοιπες συλλογές γίνονται αντικείμενα επίσκεψης και θαυμασμού από έναν ευρύτερο πληθυσμό τουριστών και μη, συνεπώς θεμιτό είναι που βρίσκονται εκεί και όχι στις πατρίδες τους. Από την άλλη, αν τα μάρμαρα επέστρεφαν στην Αθήνα, τότε το μεγαλύτερο μέρος των συλλογών του Βρετανικού Μουσείου θα έπρεπε ακολούθως να επιστρέψει σπίτι του!

Ένα είναι βέβαιο, πως αν τα μάρμαρα επιστρέψουν στην Αθήνα και τοποθετηθούν στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, ο Παρθενώνας πια μπορεί να αποτελέσει ένα μοναδικό μνημείο συνολικής πολιτιστικής και ιστορικής αξίας.

ΟΔΟΣ: Το αρχοντικό Πηχιών

Απελπιστική, -στα όρια της κατάρρευσης της στέγης- περιγράφουν οι περίοικοι (και οι κάθε λογής ενοχλητικοί με τις ευαισθησίες τους) την κατάσταση που επικρατεί στο αρχοντικό Πηχιώνος στην πλατεία Ντολτσού. Το οποίο εδώ και 40 χρόνια έχει περιπέσει σε δίνη περιπετειών.

Όλα άρχισαν από τότε που ο ιδιοκτήτης του κ. Αναστάσιος Πηχιών αποφάσισε να το δωρίσει αρχικά στο οκνηρό Ελληνικό Δημόσιο για να το μετατρέψει σε Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και στην συνέχεια τον Δήμο Καστοριάς με τον ίδιο όρο. Παρά τις παλινωδίες των αρμοδίων, τα μεγάλα λόγια και τις φλυαρίες των κάθε φορά υποψηφίων, το εξαιρετικό αρχοντικό, βρίσκεται σε τόσο άθλια κατάσταση από πλευράς συντήρησης και φροντίδας που άρχισαν να εγείρονται βάσιμες υπόνοιες για την τύχη του στο μέλλον.

Φυσικά ουδείς – μα ουδείς λόγος για την εγκατάσταση και λειτουργία του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.
Δεν άρχισαν να γίνονται κάπως περίεργα όλα αυτά;
Ή μήπως κάποιοι το θεωρούν κι’ αυτό «εθνικισμό»;

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2.10.2008

20.10.08

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΗΜΑΚΑ: Το «Νησί»

ο προϊστορικός οικισμός και η τελευταία μάχη για την ελευθερία

Την ημέρα της Αναλήψεως του Κυρίου, κινητής εορτής η οποία εμπίπτει συνήθως περί τα τέλη Μαΐου, γίνεται πανηγύρι στον ομώνυμο ιερό ναό του Δισπηλιού, χωριού κειμένου παρά τις νότιες παρυφές της λίμνης Ορεστιάδας. Ο ναός της Αναλήψεως εγείρεται στη θέση «Νησί», ήτοι σε παραλίμνιο χλοερό πλάτωμα, οι ακτές του οποίου λείχονται επί αιώνες από τα λιμναία ύδατα. Εκεί φυτρώνουν πανύψηλες αργυρόχρωμες λεύκες και καλάμια τα οποία περιορίζουν την εκείθεν θέα και δυσχεραίνουν τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ της ξηράς και των υδάτων, όπως το τρίχαπτον* γυναικείου ενδύματος δυσχεραίνει τον αφορισμό του κρασπέδου του. Αντιθέτως, η νότια πλευρά του εν λόγω πλατώματος οριοθετείται σαφώς από τα υπολείμματα αρχαίου τείχους.

Στον ναό της Αναλήψεως συνωθούνταν ανέκαθεν οι ευσεβείς χριστιανοί από την Καστοριά και τα γύρω χωριά, οι οποίοι, μετά το πέρας του τελετουργικού μέρους, έσπευδαν να συμμετάσχουν και των υπολοίπων εκδηλώσεων της πανήγυρης κάτω από τον λαμπρό της Άνοιξης ήλιο και τις ευλογίες του χοροστατούντος μητροπολίτου Νικηφόρου. Το ποίμνιο, μετά τη λήψη της πνευματικής τροφής, κατέληγε στον περίβολο, προκειμένου να επιλέξει και από τα αφθόνως εκεί παρουσιαζόμενα υλικά αγαθά. Διάφοροι έμποροι δραττόμενοι της ευκαιρίας προσέφεραν ποικίλα εμπορεύματα: αρτύματα, είδη ένδυσης και υπόδησης, ποικίλματα, κοσμήματα και προπαντός παιχνίδια για την ικανοποίηση της περιέργειας και της φαντασίας των νεαρών πανηγυριστών. Εδώ πρωτοεμφανίζονταν και οι πρωίμως ερυθριώντες και ωριμάζοντες καρποί της κερασιάς, προσκομιζόμενοι αφθόνως από το παρακείμενο χωριό Κορησός, όπου ευρέως καλλιεργούνταν.

19.10.08

ΟΔΟΣ: Chilli

Η χρονική σύμπτωση των δύο γεγονότων ήταν τυχαία. Σίγουρα όμως, χαρακτηριστική. Σε ένα βαθμό μάλιστα, για ορισμένους θα μπορούσε να αποδειχθεί αλησμόνητη.

Διότι τις τελευταίες ημέρες που αλώνιζαν περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας (αλλά και άλλες γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας) εντολοδόχοι του Ο.Η.Ε, ελέγχοντας προφανώς (και) τις καταγγελίες της ομόδοξης, φίλης και «ομογάλακτης» στα χάλκινα ακούσματα «μας» FYROM, για ύπαρξη και καταπίεση «σλαβομακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα, έρευνες που προκάλεσαν «αγανάκτηση» σε ΜΜΕ και φορείς και αφύπνισαν τα κοινά αντανακλαστικά των άκρων, στην πόλη της Καστοριάς, ο πρόεδρος και η γραμματέας του Συλλόγου Φίλων Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Καστοριάς, που είχαν μηνυθεί από τον τ. καλλιτεχνικό διευθυντή της ΔηΠΕΚα κ. Αθανάσιο Χατζηζαμάνη, έδιναν την δική τους προσπάθεια για την ελευθερία της γνώμης, της διαμαρτυρίας και της έκφρασης. Από τα δικαστικά εδώλια.

Κατηγορούμενοι αρχικά για δυσφήμηση, βρέθηκαν στο τέλος να κατακεραυνώνονται με ομοβροντίες για…. «εθνικισμό», «ρατσισμό» και άλλα ηχηρά. Αποκλειστικά και μόνο επειδή «τόλμησαν» να αμφισβητήσουν τα θωρηκτά… Καθώς και επειδή είχαν το θράσος να επικρίνουν ως μηδαμινό το αποτέλεσμα της ανεξιχνίαστης πολιτιστικής προσφοράς και το ύψιστο καλλιτεχνικό έργο της ΔηΠεΚα. Εκεί οδήγησε η αμετροπέπεια και η αφόρητη υπεροψία που προκαλεί το μονοπώλιο της δημοκρατικότητας. Στο τέλος βέβαια κρίθηκαν ομόφωνα αθώοι. Άλλωστε, αθώοι ήταν. Παρεμπιπτόντως στην Ελλάδα υπάρχει Δημοκρατία. Δυτικού τύπου ευτυχώς.

Για την ιστορία, υπενθυμίζεται ότι βρέθηκαν κατηγορούμενοι επειδή μερικά χρόνια πριν ο σύλλογος, με κείμενο που συνυπέγραφαν, διατύπωσε (ίσως κάπως δηκτικά) την φυσιολογική αντίθεση του σε εκείνο το περίφημο ιστορικό συνέδριο που προγραμματιζόταν να γίνει με την αιγίδα και την φιλοξενία του Δήμου Καστοριάς, στην πόλη της Καστοριάς.

Και στο οποίο -εγκαίρως αποκαλύφθηκε ότι- θα παρουσιαζόταν εισήγηση ιστορικού που παρουσίαζε τον Μακεδονικό Αγώνα, όχι ως απελευθερωτικό, αλλά ως… εμφύλιο. Ταυτόχρονα οι σύνεδροι προγραμμάτιζαν οδοιπορικό στα θέατρα των επιχειρήσεων του μακεδονικού αγώνα, στα Κορέστεια και αλλού για να αποτίσουν φόρο τιμής αλλά και προσκύνημα «και στους άλλους». Σε ποιους;

Μα σ’ αυτούς που αναζητεί τώρα ο ΟΗΕ, μετά την καταγγελία της γείτονος χώρας των Σκοπίων. Ελάχιστους μήνες μετά τον οργασμό των τελευταίων πανηγυριών, στα οποία εντυπωσιάζει η σπορά και καλλιέργεια της «πολυπολιτισμικότητας».

Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν αυτή καθ’ εαυτή η εισήγηση, μια και ο καθένας δικαιούται απεριόριστα να υποστηρίζει την άποψή του, όποια κι΄ αν είναι. Αλλά υπήρχε και ένα μείζον πολιτικό θέμα που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο ή αναντίρρητο: Ο Δήμος Καστοριάς, δεν μπορούσε να καλύψει πολιτικά, οικονομικά και έτσι θεσμικά μια εκδήλωση που ενθάρρυνε απόψεις ιστορικά αυθαίρετες και αναληθείς. Απόψεις βούτυρο στον άρτο των Σκοπιανών. Και μάλιστα με ορθάνοικτα τα εθνικά μέτωπα. Ο Δήμος Καστοριάς δεν μπορούσε να γίνει γρανάζι στην προπαγάνδα των Σκοπίων, ώστε να μπορούν σήμερα οι βόρειοι «φίλοι» να κραδαίνουν στα διεθνή fora τις εισηγήσεις και τα συμπεράσματα εκείνου του συνεδρίου, περίπου επικυρωμένα από τον Δήμο Καστοριάς. Οι τελευταίες εξελίξεις ενισχύουν την υποψία ότι τίποτε απ’ όσα συνέβησαν από το 1991 και μετά, δεν ήταν ακριβώς τυχαίο ή δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο.

Με την επίμαχη ανακοίνωσή του τότε ο σύλλογος, ένωσε τις διαμαρτυρίες του με την προσπάθεια και άλλων, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχε και η ΟΔΟΣ, και η οποία πέτυχε στο παρά πέντε να μεταπείσει τον Δήμο Καστοριάς. Στο τέλος, οι άνθρωποι πήγαν αλλού -εντός νομού Καστοριάς- να παρουσιάσουν τις επιστημονικές απόψεις και τις ιστορικές υποθέσεις τους. Χωρίς βεβαίως κανείς να διανοηθεί να τους εμποδίσει. Προφανώς θα αισθάνονται επιστημονικά δικαιωμένοι που έχουν ταυτόσημες απόψεις με τους καλούς μας γείτονες.

Όμως απορίας άξιο είναι ο λόγος για τον οποίο οι συνήθως υπερευαίσθητοι διαμαρτύρονται (μόνο) τώρα σε βάρος του Ο.Η.Ε ή των Η.Π.Α και της Ε.Ε, για την εξέταση των καταγγελιών των Σκοπίων. Και δεν διαμαρτυρήθηκαν, δεν βρήκαν ούτε μια λέξη αμφισβήτησης ή στοχασμού να αρθρώσουν, όλα αυτά τα χρόνια, και ιδίως από το 1991 και μετά, που οι διάφοροι «Ιοί», οι πεφωτισμένοι καθηγητές και πολιτικοί, καθώς οι κονδυλοφόροι της μονόπλευρης διανόησης, που κατά τα άλλα μοιράζουν εύκολα τις ρετσινιές του «εθνικισμού» και απονέμουν κατά βούληση τα εύσημα της «δημοκρατικότητας», αλώνιζαν τον τόπο. Παρουσιάζοντας μέσα από «αφιερώματα» την Μακεδονία -συμπεριλαμβανομένης της Καστοριάς- και μάλιστα μέσα από τις στήλες μεγάλων εφημερίδων του κέντρου, ως σαλάτα εθνοτήτων, όπου οι δυνάστες καταπιέζουν τους «απροσδιόριστους» και ενδημούν άλλες ντοπιολιαλιές. Και όπου η μουσική «πανδαισία» των εκ Βορρά χάλκινων, επιλύει τάχα με την μυσταγωγία της συνωμοσίας της Μελωδίας, όλες τις ιστορικές και πολιτικές εκκρεμότητες. Σε συνδυασμό με τις κόκκινες πιπεριές φυσικά.

Έτσι, εκτός από τις καταγγελίες του κ. Γκρούεφσκι και τις έρευνες του ΟΗΕ, εκτός από τους Ιούς μερικών ελληνικών εφημερίδων που παρουσιάζουν την περιοχή ως περίπου Μακεδονιστάν, το μόνο που έμεινε από εκείνη την εποχή -και που δεν είχε ευθεία σχέση με το συνέδριο- ήταν η μήνυση του κ. Αθανασίου Χατζηζαμάνη. Μέχρι μερικές ημέρες πριν φυσικά. Τώρα όλα αυτά, τα κατάπιε η πραγματικότητα. Για μια ακόμη φορά η ίδια η οποία παρέχει δωρεάν μαθήματα νομιμότητας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2.10.2008

Β.Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Σεφερικό παλίμψηστο μηνός Σεπτεμβρίου

Τ’ αληθινά βιβλία δεν πρέπει να ‘ναι γεννήματα της μέρας
και των ομιλιών, αλλά του σκοταδιού και της σιωπής

(Μ. Προύστ)

Τα βιβλία που αγαπούμε ιδιαίτερα, μάλλον πολύ, δηλαδή μέχρι έρωτος, είναι πια σώματα χαρτιού, ύλη γραφική, μελάνη, χρόνος, ενθύμηση. Δεν είναι πλέον περιεχόμενο. Γίναν αντικείμενα χειροπιαστής, στην κυριολεξία, αγάπης. Με σπασμένα τα περιγράμματα του εξωφύλλου που εξείχαν του κυρίου σώματος, με τη ράχη ξασπρισμένη από τη σωματική επαφή, η ανθρώπινη πολυχρησία είναι ευεργετική λένε οι συντηρητές χαρτιού, τ’ αποτυπώματα του ιδρώτα πάνω τους, μολυβιές από λάθος κι όχι εν επιγνώσει υπογραμμίσεις• αυτές ως διάθεση ήρθαν πολύ αργότερα, όταν ένιωσες την ανάγκη να υπογραμμίζεις παρουσίες κι απουσίες ανθρώπων και καταστάσεις ψυχής πολυκύμαντες. Εχουν πάνω τους τη γοητευτική πατίνα του προσωπικού σου χρόνου κι όχι του άξενου πλήθους. Δεν είναι οι συγγραφείς και τα πρόσωπά τους, τώρα είσαι εσύ ο ίδιος μέσα τους, ύλη και περιεχόμενο, από τα οποία πέρασες τόσες φορές έφυγες και ξαναγύρισες.
Ξύνω το φαγωμένο από την αλμύρα του χρόνου σανίδι της εικόνας με τις αναμνήσεις, να βρω τα προηγούμενα στρώματά τους, να τις φέρω μπροστά μου σε μια βιαστική σύναξη, για τη σύναψη μακροπρόθεσμων δανείων μνήμης. Μας χρειάζονται ποσώς στον καιρό μας.


...Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί•
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια…


(Γ. Σεφέρη, από το ποίημα “Οι γάτες τ’ αϊ-Νικόλα”)

Ξαναξεφυλλίζοντας την έβδομη (στην ίδια λεκτική αντήχηση μόνον, η «Εβδόμη» επιστολή του Πλάτωνα είναι μια ξεχωριστή άσκηση ανάγνωσης και κατατριβής απ’ όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τχ.109 το 1986 ή τότε εγώ την είδα), έκδοση «Ποιήματα» του Γ. Σεφέρη, Ικαρος 1966, (τυπώθηκε σε 5000 αντίτυπα, κόστιζε 70 δραχμές τότε, όπως ξαναδιαβάζουμε στο «ακριβό» «Πάνω νερά» του Γ. Π. Σαββίδη, 1973) η μόνη κι η πρώτη ποιητική συλλογή «ού με εθέσπισεν», Σεπτεμβριανές μνήμες ξεθάπτει. Διαβάζω στην πρώτη, λευκή σελίδα, σ’ εκείνη που συνήθως οι συγγραφείς αποφεύγουν να γράφουν τις ιδιόχειρες αφιερώσεις τους (φορές αυτές αξίζουν περισσότερο από το περιεχόμενο του βιβλίου), αφού μπορεί, χωρίς να γίνει αντιληπτό, να κοπεί και το βιβλίο να ...μεταπωληθεί ή πιο καλά να ξαναχαριστεί, γραμμένο με μαθητική πένα κονδυλοφόρου: «Τρίτην γεννήθη ο Διγενής και Τρίτην θα αποθάνην. 21 Σεπτεμβρίου του 1971». Μμέρα θανάτου του Γ. Σεφέρη κι εκείνος ο Σεπτέμβριος μας είχε εύρει, να έχουμε ήδη βρει βιβλιοσώματι τους ποιητές, που στη συνέχεια θα αποτελούσαν αγκωνάρια πάνω στα οποία θα πελεκούσαμε τους τρόπους της λογοτεχνικής ευαισθησίας και στην κατηγορία της ποίησης. Μόλις που μας είχαν τελειώσει με τις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, γράφαμε τα μαθήματα στη Θεσσαλονίκη, κατά τη μεριά Σταυρουπόλεως και Ξηροκρήνης, και επιστρέφοντας στο χωριό γυαλίζαμε την αγωνία, σφιγμένο αμύγδαλο της τύχης και της προσμονής, στα δάχτυλα. Είχα αγοράσει από τη Θ. τις «Μαρτυρίες» σειρά πρώτη και δεύτερη σε δεύτερες εκδόσεις στον Κέδρο, του Γ. Ρίτσου άγνωστού μου στις πολλές, λοιπές, λεπτομέρειες του, ποιητή.


ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ

Μέρα με την ημέρα αφοπλιζόταν.
Πρώτα γδύθηκε τα ρούχα του,
αργότερα τα εσώρρουχά του,
αργότερα το δέρμα του,
αργότερα τη σάρκα και τα οστά του,
ώσπου στο τέλος
έμεινε αυτή η απλή, ζεστή, καθάρια ουσία,
που μόνος του, αφανής και χωρίς χέρια,
την έπλαθε
μικρά λαγήνια, ποιήματα κι ανθρώπους
Και πιθανόν, ένας ανάμεσα σ’ αυτούς,
νάταν κ’ εκείνος.
(Γ. Ρίτσος «Μαρτυρίες» σειρά πρώτη)

Είχα ακούσει εκ ραδιοφωνικής τύχης αγαθής, χωρίς και να το επιδιώκω, το όνομα και ποιήματά του, κάτι το μυστήριο, που δέος και φόβο μου έφερναν τις νύχτες εκείνες• όχι φυσικά γιατί ο σταθμός που άκουγα αθέλητα ήταν «Η Φωνή της αλήθειας» άρα και το κάτι παράνομο, εν αγνοία μου, διέπραττα, αλλά από το πρωτόγνωρο αίσθημα του διαφορετικού. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να κατανοήσω και ν’ εξηγήσω αναδρομικά, μερικά πράγματα κι ιδίως να απομυθοποιήσω έως κατακαταρρεύσεως «αλήθειες» παγκόσμιες ή κι επιχώριες δοξασίες. Αλλά τότε ακόμη «Γνώσιν άγνωστον γνώναι». Μήπως εκεί δεν άκουσα κι ακόμα το έχω σαν απωθημένο άγνωστο, μια μουσική σύνθεση, κάτι τέτοιο ή μέρος ενός συμφωνικού λόγου, του Μ. Θεοδωράκη, με τον τίτλο «Γρεβενιώτικο παζάρι». Τ’ άκουσα όμως; Ακόμα δεν ξέρω σίγουρα αν ήταν μια πραγματικότητα ή μέρος φευγαλέου, παιδικού ονείρου; Τότε πήρα και το βιβλίο «Ηλιος ο πρώτος» του Οδ. Ελύτη, για τον οποίο είχα ακούσει τους πρώτους ήχους από τη συμπαντική του ηχώ –σιωπές είμαστε στο σύμπαν και μόνον τα ποιήματα καταχωρούνται σ’ αυτό- από τον Χρ. Μπμπκ., μεγαλύτερο και εμβριθέστερον σε όλα του για τα χρόνια εκείνα, συμμαθητής κάπως, που γνώριζε για το καθεστώς της δικτατορίας αφού ήταν έμπρακτα εχθρός του, αργότερα συμφοιτητής, συνδικηγόρος και τώρα συνάγνωστος κ.λπ., να διαβάζει, άκουσον άκουσον, σε εκείνο το ευλογημένο φροντιστήριο του Γ. Δαβιδόπουλου το «Αξιον Εστί». Την 23η Σεπτεμβρίου 1971, μέρες που ο πλάτανος άρχιζε να βρέχει σποραδικά τα κίτρινα φύλλα του, οι εποχές ήταν κανονικές κι όχι υβρίδια σημερινά, είδα στο «Βήμα», (πως βρέθηκε στο χωριό;), μαζί με την είδηση του θανάτου δημοσιευμένο το τελευταίο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Επί ασπαλάθων...» ύστερη υπόδειξη κι έκκληση του ποιητή προς τους επίορκους του πολιτεύματος και σε λίγο προδότες της πατρίδας.

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη...


Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αριδαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη του μυαλού τ’ αυλάκια•
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“Τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι”.


Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αριδαίος ο πανάθλιος Τύρρανος
31 του Μάρτη 1971.

Αλλά μήπως πάλι κάνω λάθος. Δεν θέλω να το ψάξω και στο παλίμψηστόν μου ξύνω και ανακατεύω ίσως κι επιτούτου, άλλους καιρούς και διαθέσεις. Δεν είναι και το κύριο η ακρίβεια, δεν γράφουμε διατριβή άλλωστε. Πέτρες της λήθης τελικά προσπαθούμε να μετακινούμε, όταν επιχειρούμε να ρίξουμε νέες σημαδούρες στη θάλασσα των περασμένων μας.
Δεν ξέρω.
.......................

Στο σήμερα, λοιπόν, που είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα.
Αρχή Ινδίκτου, έκτη ημέρα της, ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος στο ορθόδοξο εορτολόγιο, και στο Ηρώδειο νύχτα• σελήνη μόλις επτά ημερών ταξίδευε πίσω από τις αρχαίες πέτρες έπαιζε κρυφτό με τα αψιδωτά ανοίγματα, στο δρόμο της προς Αίγινα η το Αιγάλεω ίσως. Επί σκηνής με τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού η Ορχήστρα σύγχρονης μουσικής της ΕΡΤ, έφερνε σε πέρας το σκηνικό, μουσικό θέμα: «Σεφέρης-Καβάφης Η μεγάλη συνάντηση» του συνθέτη και συμφωνικής μουσικής Δ. Παπαδημητρίου διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος. Είχε προηγηθεί το έργο του «…που για Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός» μελοποίηση ποιημάτων του Κ .Π. Καβάφη και τώρα σειρά είχε ο Γ. Σεφέρης σε πρώτη εκτέλεση. Υπέροχο έργο. «Στην πέτρα της υπομονής/κάθισες προς το βράδυ/με του ματιού σου το μαυράδι/δείχνοντας πως πονείς.» (Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ). «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου/χωρίς να πιω ούτε μια στάλα./Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα./ Ενα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα/δεν έχω άλλη συντροφιά./ Ο,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια/που είταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι/και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινόπωρου», (Από το «Μυθιστόρημα» ΙΗ’). Εμβόλιμα και μοναχικά οι: Μ. Αναγνωστάκης, Κ. Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη κι ως εδώ το μαγικό, παρακάτω άρχιζε το ακροατήριο να συνοδεύει χειρονομώντας• ό,τι δηλαδή περισσότερο απεχθάνομαι. Η Φωτεινή Δάρα, υπέρλαμπρο, φωτεινό πουλί στη νύχτα με την ωραία κινητική υπερβολή της, απόρροια της βεβαιότητας για την αισθητική και φωνητική της επικυριαρχία, έκανε εξαίσια τα περάσματα από το ποιητικό λόγο στη μουσική. Είμασταν όλοι εκεί κι ήταν μια αλησμόνητη βραδιά, ότι συνάντησα σ’ ένα μουσικό σώμα τους ποιητές, με το λόγο των οποίων αγάπησα και συνεχίζω.

Αφού βρίσκομαι σε σεφερικά «Περάσματα και χαιρετισμούς» μπήκα σε μια αγαπητική αναδίφηση στις Μεταγραφές του. Διεξήλθα από μια επικαιρική παρόρμηση το «Ασμα Ασμάτων». Εκεί που πηγαινοερχόμουν στις αντικριστές σελίδες του κειμένου των Εβδομήκοντα (Ο), και της μεταγραφής του Γ.Σ., κάτι συνεχώς με εμπόδιζε να καταλάβω προς τι αφαιρέσεις και σιωπές εμφανίζονταν στην μεταγραφή. Αντιγράφω για παράδειγμα από το 5ο τραγούδι μια στροφή:


Εις κήπον καρυάς κατέβην ιδείν
εν γεννήμασιν του χειμάρρου,
ιδείν ει ήθνησεν η άμπελος,
εξήνθησαν αι ρόαι•
εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι.
Ουκ έγνω η ψυχή μου• έθετό με άρματα Αμειναδάβ.
και Αυτός να μεταγράφει: «Κατέβηκα στον κήπο τις καρυδιές/να ιδώ τους ροδαλούς του χείμαρρου,/να ιδώ μην άνθισε τ’ αμπέλι,/μη βγάλαν άνθος οι ροδιές./Δεν ήξερε η ψυχή μου και μ’ ανέβασε/απάνω στ’ άρμα του λαού μου, σαν τον άρχοντα». Εις μάτην έψαχνα να βρω το στίχο «εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι». Προς στιγμή σκέφτηκα για τυπογραφική παράλειψη• το έπαθα κι άλλη φορά σεφερικά, όπως σ’ εκείνη την 7η έκδοση πάλι των Ποιημάτων, στην οποία εκ τυπογραφικής αβλεψίας παράπεσαν τα ποιήματα ΤΡΙΤΗ και ΤΕΤΑΡΤΗ από την ενότητα «Σημειώσεις για μια βδομάδα». Την ποιητική ΤΕΤΑΡΤΗ μου αποκάλυψε όλως αιφνιδίως και με ξάφνιασε, ομολογώ, χωρίς να το θέλει, ο Δήμαρχος Κοζάνης Π. Κκλπλς, σε μια δημόσια απαγγελία ποιημάτων από δημόσιους «επιφανείς» (ελπίζω να γνωρίζουν πλέον το «Επί ασπαλάθων...), αλλά επί το πλείστον μερικώς ή ολικώς στη βίωση, της όντως ποίησης, ασημαντοφανείς. («Για μια χαμένη σεφερική ΤΕΤΑΡΤΗ που βρήκε ο κ. Δήμαρχος Κοζάνης», Προλογύδρια παντός καιρού, εκδ. Συν-Εταιρεία-Παρέμβαση, 2003). Προς τι η …Ασματική παράλειψη που δεν ήταν και τυπογραφική• κάπως χαλάστηκα. Στην μεταγραφή του «Α.Α». ο Λευτέρης Παπαδόπουλος (εκδ. Καστανιώτη με ζωγραφική του Αλ. Φασιανού), αυτή βρήκα πρόχειρη, το αποδίδει ως έχει κι όπως πρέπει αυτό το «Ασμα», που δεν είναι παρά ένα από τα σπουδαιότερα ερωτικό ποιήματα όλων των εποχών. Τ’ άλλα είναι ερμηνευτικές ακροβασίες κατάλληλες για τους «αθώους» της θρησκευτικής εσχατολογίας και της ασίγαστης κενοδοξολογίας του ‘Αρρητου, που δεν έχει λόγο για να σταθεί στις παρερμηνείες, αφού κάλιστα και πιό στιβαρά στέκετε με το γνήσιο λόγο της μεγάλης θεολογικής σκέψης.

Κατέβηκα στον κήπο μου να δω τις καρυδιές μου
τα βλαστάρια για να δω γύρω απ’ τα ρυάκια,
να δω αν άνθισ’ η ροδιά, αν άνθισε τ’ αμπέλι.

Στον κήπο αυτό τα στήθια μου
θα σου τα παραδώσω.
Τίποτα δεν γνώριζε η άμαθη ψυχή μου.
Κι έγιν’ από τον πόθο μου αρχόντισσα
του κόσμου.

14/9 παραμονή Βησσαρίωνος επισκόπου Λαρίσης προστάτου των ανθρώπων του Θεσσαλικού κάμπου, άκουγα τους λυρικότατους Χαιρετισμούς του Τίμιου Σταυρού (Χαίρε ξύλον ζωομύριστον και θαυμάτων θησαυρέ• χαίρε τρισόλβιε και χαρίτων παροχεύ). Θεατής έξω από το ναϋδριο της Μεταμορφώσεως, μαζί με τους παραδοσιακούς εξ Αγράφων απόγονους εκείνων των επήλυδων, που ήρθαν στην πόλη κάπου το 1612, κι έκαναν πάλι, όπως κάθε χρόνο, εις ανάμνησιν εκείνης της «εγίρας» την παράκληση μετ’ αρτοκλασίας και μνημόνευση ατέλειωτης κατεβασιάς ονομάτων υπέρ υγείας τους κ.λπ. Παρείσακτος του λόγου τους, αλλά θερμά οικείος αυτού του στην πράξη θραύσματος της τοπικής ιστορίας. Σ’ εκείνη την λυρικότατη αργόσυρτη, βραδινή, μονοτονία μου ήρθε στη μνήμη το ποίημά του «Αργά μιλούσες».
Επιχειρώ, γιατί όχι, και εγώ μια αδόκιμη μεταγραφή, μέρους του.


...και τι είχες γίνει
στη μικρή μας οικουμένη
μια άγραφτη αγάπη ξεγραμμένη
κι ένα στεγνό λαγήνι


κι αυτό το βράδυ... να ήμουνα ο τόπος
που τη γύμνια σου ως τη μέση
θεέ μου πόσο θα μ’ αρέσει
μαζί και της ψυχής σου ο τρόπος.

Υ.Γ.1. Στο Σεπτεμβριανό αναγνωστικό “Ημερολόγιο Καταστρώματος”ακόμα εφημερεύει. αργόσυρτα επίτηδες, το βιβλίο: “Ζήτημα φωτός” Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί τις ΜΕΡΕΣ του Γ. Σεφέρη, Ικαρος 2007.

Υ.Γ.2. Εν αναμονή στη τη βάρδια ανάγνωσης, του Δ.Ν. Μαρωνίτη τα δεκατρία μελετήματα για το Γ. Σεφέρη, τα οποία όπου να ‘ναι αφικνούνται.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2.10.2008

15.10.08

ΟΔΟΣ: Κοινωνική γαλήνη

Περισσότερο πνευματώδης παρά δηκτική, η επιστολή της κ Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο, στις εσωτερικές σελίδες (πιο κάτω στην ιστοσελίδα), φαίνεται με μια πρώτη ματιά να απευθύνεται στον κ. Ν. Τσίγκα με αφορμή το άρθρο του με τίτλο «Βογατσικό καλεί Μύκονο», που δημοσιεύτηκε στην ΟΔΟ στο φύλλο της 458 της 11ης Σεπτεμβρίου. Στην πραγματικότητα όμως, η εμπνευσμένη αυτή επιστολή, είναι «ανοικτή». Ενδιαφέρει κυρίως το κοινωνικό σύνολο και έχει αποκλειστικούς αποδέκτες τα ώτα των μη ακουόντων δημοτικών – και όχι μόνο- αρμοδίων.

Το γεγονός ότι η επιστολογράφος επιδεικνύει μια ραφιναρισμένη δόση αυτοσαρκασμού και λεπτής ειρωνείας ή και στωϊκότητας, δεν πρέπει να παρερμηνευθεί. Διότι η πραγματικότητα είναι δυσάρεστη. Όπως οριακή είναι η κατάσταση στις καφετέριες και τα μίνι κέντρα διασκεδάσεως της «νότιας» παραλίας κυρίως στους υπαίθριους, τους παραλίμνιους και τους αυθαίρετους χώρους που εκμεταλλεύονται ενοχλώντας όλους τους περιοίκους. Κάτω από την μύτη των αρχών (Δήμου, Αστυνομίας κλπ) όσοι επιχειρηματίες εννοούν να αδιαφορούν για τις συνέπειες των υπερβολών και των παραβάσεών τους.

Η αλήθεια δεν είναι για γέλια, αφού πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι εξ αιτίας της αυξανόμενης ηχορύπανσης και της αισθητικής αποκοτιάς που κατακυρίευσε τον τόπο στην νότια παραλία, άρχισαν να πληθαίνουν τα επεισόδια και οι καταγγελίες των κατοίκων της περιοχής που υποφέρουν και έχουν χάσει την γαλήνη τους.

Το χειρότερο είναι ότι για την συγκράτηση της κατάστασης αρωγός δεν είναι ούτε ο Δήμος που χορηγεί ή ανακαλεί τις άδεις λειτουργίας αυτών των καταστημάτων, ούτε οι άλλες υπηρεσίες. Οι υπεύθυνοι ξεπερνούν τις όποιες κυρώσεις με τα πρόστιμα που επιβάλλονται και επιστρέφουν ακάθεκτοι. Και ακόμη πιο παραβατικοί (για να βγάλουν τα σπασμένα).

Πώς μπορούν στ΄ αλήθεια να προστατευθούν η κοινωνική γαλήνη και η κοινή (μα η πολύ κοινή, σχεδόν στοιχειώδης) ησυχία, όταν εκεί στον Δήμο Καστοριάς, πριν μερικά χρόνια οι συμπολίτες που σήμερα τον διοικούν, με επικεφαλής τον ίδιο τον σημερινό δήμαρχο, και που τότε αποτελούσαν την μειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου, είχαν ηρωϊκά ζωστεί τα άρματα και είχαν –δημοσίως και από μικροφώνων- απευθύνει όρκους αφοσίωσης και υπηρεσίας στην τουριστική και πολιτιστική αποστολή των καφετεριών του «νότου»;

Ενώ παράλληλα, για να πάνε κόντρα στην τότε δημοτική αρχή του τότε δημάρχου κ. Δημ. Παπουλίδη, που προσπαθούσε άρον-άρον να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα που η ίδια ανέχτηκε, είχαν διαδηλώσει την ετοιμότητά τους, ακόμη και να… φυλακιστούν μαζί με τους εν λόγω επιχειρηματίες. Και ύστερα ύψωσαν την παντιέρα της ανυπακοής. Σήμερα δε, αν και αποτελούν την διοίκηση του δήμου, όχι μόνο δεν πήγαν φυλακή (προφανώς δεν διανοούνται να περάσουν ούτε καν το κατώφλι της), αλλά με την στάση σους, συνέβαλαν ώστε να εδραιωθεί αυτό το χάος.
Να τι παθαίνει κανείς απ’ την πολλή αντίσταση.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2.10.2008

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Γράμμα στον Νώντα Τσίγκα

Αγαπητέ μου Νώντα,

Με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον διάβασα το άρθρο σου στο φύλλο της ΟΔΟΥ από 11/9/2008. Μιλάς για παλαιούς Βογατσιώτες συν τοις άλλοις, ότι είτε είναι βαρήκοοι, ή πολύ γέροι για να εναντιωθούν στα πολιτιστικά δρώμενα των καιρών μας.

Καστοριανή ούσα, σε διαβεβαιώ ότι κάνεις μεγάλο λάθος. Απλώς εμείς οι παλαιοί αλλά και οι νέοι που είχαμε την εύνοια της τύχης (!) να ζούμε κοντά σε κέντρα ψυχαγωγίας (βλέπε καφετέριες-μπαρ) που προάγουν τον τουρισμό και ανεβάζουν το πολιτιστικό επίπεδο της πόλης ή του χωριού μας, αποφασίσαμε σύσσωμοι να αλλάξουμε νοοτροπία και συνήθειες και να ησυχάζουμε από τις τέσσερις τα ξημερώματα και μετά.

Βέβαια οι νόμοι του κράτους λένε κάτι άλλο, μιλούν για επιβολή κυρώσεων σε όσους χρησιμοποιούν μουσικά όργανα μετά την 11η βραδινή και απαγορεύουν ηχεία σε εξωτερικούς χώρους όλο το εικοσιτετράωρο, αλλά, δεν νομίζεις, πως έτσι αντιβαίνουμε στο ρεύμα της εποχής και σταματούμε την πρόοδο;

Ποιος όμως από τους άρχοντες θα τολμήσει να θεωρηθεί οπισθοδρομικός και να εφαρμόσει το γράμμα του νόμου; Μη βλέπεις, υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως η Νομαρχία Λάρισας, που έκλεισε για μεγάλο χρονικό διάστημα καφετέριες επειδή ενοχλούσαν τους περιοίκους. Τόσο αναχρονιστικές ενέργειες!

Υπάρχουν και δικαστήρια που επίσης τιμωρούν τους παραβάτες του νόμου (αποφάσεις Πρωτοδικείου Ρόδου, Ειρηνοδικείου Χαλκίδας κλπ), ούτε αυτοί οι έρμοι αντιλαμβάνονται πόσο κακό κάνουν στην πρόοδο!
Νώντα μου, εσύ έχεις και την επιλογή της αυτοεξορίας, για μας η «πρόοδος» είναι μονόδρομος….

Επιτέλους δεν δώσαμε σε κανέναν δικαίωμα να μας καταδικάσει, χάριν κερδοφόρας και κακώς νοούμενης αναψυχής.
Επιτέλους κάποιοι, κατά τον νόμο βέβαια αρμόδιοι σ’ αυτήν την χώρα, σ’ αυτήν την ωραία «σύγχρονη» πόλη, πρέπει να αντιληφθούν ότι είναι υποχρεωμένοι να σέβονται τους άλλους και ακόμη ότι τα δικαιώματα των άλλων είναι πάνω απ’ τα χρηματικά συμφέροντα. Αυτά τα απλά, χωρίς να χρειάζονται άλλες άναρθρες κραυγές.
Συμφωνούμε λοιπόν, αγαπητέ Νώντα.

Σε ασπάζομαι στοργικά
Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου

Υ.Γ. Και για όσους πρεσβεύουν, ότι οφείλουμε να αλλάξουμε νοοτροπία και να δεχτούμε αγόγγυστα την σημερινή κατάσταση, προτείνω να κάνουμε «σουόππιν» για ένα μήνα! Έτσι αποκαλούν οι πολιτισμένοι Αγγλοσάξονες την ανταλλαγή κατοικίας για τουριστικούς λόγους!

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2.10.2008

ΟΔΟΣ: Το καστοριανό πείραμα

Μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις του περασμένου Ιουλίου, παρουσιάζεται και πάλι στο κοινό από τον σύλλογο «Σπασμένο Ρόδι» το αποτέλεσμα της πειραματικής προσπάθειας για την θεατρική απόδοση διηγημάτων του καστοριανού συγγραφέα Ηλία Παπαμόσχου.

Με επιλογές και εναλλαγές από τα αυτοτελή βιογραφικά και ηθογραφικά διηγήματα του λογοτέχνη, που περιλαμβάνονται στις δύο επιτυχημένες συλλογές του, που εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν πριν μερικά χρόνια από την εκδοτικό οίκο «Κέδρο», με τους τίτλους «Καλό ταξίδι κούκλα μου» και «Και του χρόνου κυνήγια», και οι οποίες τον ανέδειξαν σε πανελλήνιο επίπεδο, το καστοριανό πείραμα έχει συναρπαστικό χαρακτήρα και αποτέλεσμα.

Η παράσταση επενδύεται ηχητικά από μουσικές υποκρούσεις του κ. Ιωάννη Ζορμπίδη οι οποίες συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ενότητα και την συνέχεια του θεατρικού λόγου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στους θεατές, τουλάχιστον στα περισσότερα στοιχεία της, η εικαστική κινηματογραφική επένδυση “animation” της παράστασης, που ανήκει στον κ. Αναστάσιο Αριστοτέλους και που οδηγεί το θέαμα έξω από τον χώρο και σε έναν βαθμό έξω από τον τόπο, και φυσικά έξω από τον χρόνο.

Το έργο -με την πολύ προσεγμένη σκηνοθετική διεύθυνση της κ. Σοφίας Καρακάντζα, η οποία κατορθώνει σε μεγάλο βαθμό να συγκεράσει πολλές τεχνικές δημιουργώντας μία βαθειά καλλιτεχνική έκφραση- βασίζεται σε ένα ιδιότυπο μονόλογο/διάλογο της μοναδικής ηθοποιού (Ελένης Τσαδήλα) και σε έναν ρόλο που τον χαρακτηρίζουν οι διαρκείς μεταβάσεις και υπερβάσεις υπαρξιακής φύσης, με μεταπτώσεις και κορυφώσεις στις βόλτες της ζωής, της λογικής, της τρέλλας και του θανάτου, που είναι η κεντρική ιδέα του Η. Παπαμόσχου.

14.10.08

ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ: Καλή σχολική χρονιά

Καλή σχολική χρονιά σε σένα, μικρούλη, που περνάς όλο αισιοδοξία το κατώφλι της μάθησης. Σ’ ετούτο το σχολείο θα μάθεις να γράφεις και να διαβάζεις ώστε κάποτε να γίνεις ένας χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία, δηλαδή ένας γιατρός ή ένας δικηγόρος κατά τα ευχόμενα της γιαγιάς σου. Κι εγώ ο δάσκαλός σου θα μεριμνήσω γι’ αυτό, μην ανησυχείς! Θα παραγγείλω στη μαμά σου να σου πάρει μια τσάντα (κανόνισε να ‘ναι φιρμάτη και με αξεσουάρ που λήγουν σε –ινο) ίσα με το μπόι σου και θα σου τη γεμίσω με βιβλία ,βιβλία, βιβλία…τόσα βιβλία που να μην μπορείς να τα σηκώνεις, τόσα που να σε τρομάζουν, τόσα που να φορτώνουν τους γονείς σου με άγχος, τόσα που να σε ξεπλατίζουν καθημερινά μέχρι να φτάσεις στο σχολείο.

Άκου να σου πω, μικρέ… το σχολείο δεν είναι παίξε, γέλασε. Αν δε στρωθείς από τώρα στο διάβασμα θα το χάσεις το τρένο της γνώσης, εννοώ δηλαδή ότι δε θα καταφέρεις να γίνεις ένας γιατρός παραδείγματος χάριν ή ένας δικηγόρος και βλέπω τη γιαγιά σου να μαραζώνει απ’ τον καημό που δε θα αξιωθεί να δει το εγγόνι της τρανό και μέγα.
Κι επειδή η καταναλωτική εποχή μάς έχει διδάξει ότι η αγάπη εξαργυρώνεται με χρήμα, θα αδειάσει της γιαγιάς το πενιχρό κομπόδεμα, για να γεμίσει η παιδική σάκα με ψαλίδια, μολύβια, σβηστήρια, κηρομπογιές, ξυλομπογιές, νερομπογιές, χαρτί γλασέ, γκοφρέ, μιλιμετρέ και ό,τι άλλο τελοσπάντων οφείλει να έχει στη σάκα του ένας μαθητής.

Σε λίγο καιρό, μπόμπιρά μου, να δεις που θα έχεις μάθει κιόλας όλα τα «θέλω» και τα «πρέπει» του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Δεν ανησυχώ για σένα όμως, γιατί υπολογίζω στην υπομονή σου. Πάνω σ’ αυτή θα φορτώσω τις απαιτήσεις της γιαγιάς σου και την επαγγελματική μου ανασφάλεια που έτσι κι αλλιώς θα την υποστείς με τις «δημιουργικές» εργασίες του τύπου γράψε, σβήσε, συμπλήρωσε ,υπογράμμισε, βάλε, βγάλε, κόψε, ράψε κι όσες επιπλέον προστακτικές μπορούν να λεηλατήσουν τον ελεύθερό σου χρόνο, με στόχο να σε καμαρώσει κάποτε η γιαγιά γιατρό ή δικηγόρο.
άτι που δεν ξέρεις, είναι πως για το δικό σου και μόνο καλό, τα παλιά διδακτικά βιβλία με την παρωχημένη μεθοδολογία, η πολιτεία τα αντικατέστησε με νέα, που να ανταποκρίνονται στις υψηλές απαιτήσεις της εποχής μας. Η προσέγγιση πλέον στο αντικείμενο διδασκαλίας γίνεται διαθεματικά, ναι όπως το ακούς… δ ι α θ ε μ ατ ι κ ά! Και μη μου στήσεις την παγίδα, πιτσιρίκο, να σου εξηγήσω ποια η σχέση της διαθεματικότητας με τη σύγχυση ή το αλαλούμ γιατί θα μου κολλήσεις τη ρετσινιά του συντηρητικού του οπισθοδρομικού, του ποσαπαίρνη.

Εκείνο που προκαλεί εντύπωση, καθώς ξεφύλλιζει κανείς τα νέα βιβλία είναι η αισθητική τους. Τι χρώματα, τι ζωγραφιές, τι μικροί και πρακτικοί τόμοι βιβλίων! Η ύλη του κάθε μαθήματος είναι κατατμημένη σε τέσσερις πέντε τόμους με το ίδιο ακριβώς εξώφυλλο, έτσι ώστε να μην ξέρεις ποιο είναι τι. Περιττό να μιλήσουμε για το αλαλούμ στην κατανομή των βιβλίων ανά σχολική μονάδα. Αν με ρωτήσεις να σου πω γιατί να έχουν το ίδιο εξώφυλλο όλα τα τεύχη του μαθήματος, δε θα σου απαντήσω κόσμια και δεν πρέπει. Αν τους ρωτήσω να μου πουν γιατί συμβαίνει αυτό, ξέρω ότι θα εισπράξω ως απάντηση κάποια παιδαγωγική μπούρδα και δε θα το αντέξω.

Αυτά που λες με τα καινούρια βιβλία, φιλαράκο. Ακούω συχνά τους δασκάλους να παραπονούνται για την άναρχη δομή της ύλης των περισσοτέρων βιβλίων δίκην ρολέτας, όπου η μπίλια απ’ το ένα πετιέται στο 36, απ’ το κόκκινο στο μαύρο και τούμπαλιν. Μην το ψάχνεις! Πίσω από κάθε «γιατί» πλέον κρύβεται η διαθεματικότητα. Οι επιστημονικές ορολογίες και οι φανφαρολογίες είναι η πλερέζα που κουκουλώνει πάσαν νόσον και πάσαν αδυναμίαν του απόρου εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο χρόνια τώρα οι πάσης αποχρώσεως κυβερνώντες πλειοδοτούσαν, τάζοντας μεταρρυθμίσεις και ποσοστά. Κι αντί μεταρρυθμίσεων απορυθμίσεις κι αντί για ποσοστών κλάσματα. Ρώτα αν θες τους γονείς σου να σου πουν σε πόσες εκλογικές αναμετρήσεις έχουν ακούσει να υπόσχονται ότι το 3% του Α.Ε.Π. για την παιδεία θα γίνει 5%! Κι όχι μόνο δε γίνεται το τρία πέντε, αλλά μετά συγχωρήσεως… τα τρία δύο!

Παρασύρθηκα φιλαράκο κι άρχισα να μιζερολογώ. Στο θέμα μας λοιπόν…και το θέμα μας δεν είναι άλλο, απ’ αυτό που επιτάσσει το καινοτομικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, δηλαδή αυτό που πρεσβεύει και η γιαγιά σου, δηλαδή γιατρός ή δικηγόρος.
Γι’ αυτό γίνονται τα ιδιαίτερα, γι’ αυτό αγοράζουμε τα «λυσάρια»! Το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει φροντίσει για όλα. Πριν από την τύπωση των καινούριων βιβλίων είχε εκτυπώσει ήδη τα «λυσάρια», κατά τη λογική των στίχων: «Όμορφη και παράξενη πατρίδα ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα…» Αν θες τώρα να μάθεις πώς γίνεται να είναι κατανοητά τα «λυσάρια» και ακατανόητα ενίοτε τα βιβλία του οργανισμού, θα σου ‘λεγα να ερευνήσεις τις συνθέσεις των συγγραφικών ομάδων, αλλά είσαι ακόμα μικρός και δε θα καταλάβεις και πολλά πράγματα. Ένα θα σου πω, ότι από τότε που κυκλοφόρησαν τα νέα διδακτικά πακέτα (έτσι τα λέμε τώρα), δημιουργήθηκαν οι βιβλιοθήκες Σχολικών Βοηθημάτων. Κι έτσι, φίλε μου, αγχωμένος και εξαρτημένος όπως είμαι από λυσάρια, βιβλία του Δασκάλου και διαθεματική ψύχωση, καταντώ άβουλος άμορφος, πλαστικός κι ένεκα τούτου άριστο υλικό για να γίνω ένας σπουδαίος φανφαρόνος της αντίληψης περί καριερισμού, ατομικής καταξίωσης και μοιραία, κοινωνικής αφασίας.

Ξέχασα να σου πω, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα εισήγαγε και το πρόγραμμα της Ευέλικτης Ζώνης. Ευέλικτη ζώνη βεβαίως, για δυσκίνητα σχολεία που υστερούν σε υποδομές, σε προσωπικό, σε ορθολογικοποιημένο πλαίσιο λειτουργίας. Η Ευέλικτη Ζώνη (η οποία σημειωτέον πάντοτε γινόταν στα σχολεία ), μαζί με την καινοτομία της δεύτερης ξένης γλώσσας, θα σου κάνουν τα τετράωρα και τα πεντάωρα, εξάωρα κι εφτάωρα. Για τη δεύτερη ξένη γλώσσα που καλείσαι να μάθεις από τους ασθμαίνοντας περιδιαβαίνοντες τα σχολεία, ωρομισθίους και μη, δασκάλους των ξένων γλωσσών, δεν έχω να πω τίποτα. Αυτοί ξέρουν! Εγώ εκείνο που ξέρω είναι ότι σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, όπου λαοί και έθνη επιλέγουν το δημοφιλέστερο κώδικα επικοινωνίας (την Αγγλική), εμείς παράκαιρα επενδύουμε στην πολυγλωσσία. Κι ενώ δηλώνεις ότι θέλεις να μάθεις Γερμανικά, σε χρεώνουν στο τμήμα των Γαλλικών, γιατί λέει δε βρίσκουν δασκάλους Γερμανικών. Κι αφού δεν επαρκούσαν οι δάσκαλοι της Γερμανικής, γιατί δέχτηκαν οι ειδήμονες η Γερμανική να είναι γλώσσα επιλογής; Αυτή είναι μία απ’ τις πολλές εκφάνσεις της σουρεαλίζουσας εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας.

Όλα αυτά, μικρέ μου, φαίνεται ότι γίνονται για να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη του μπαμπά σου. Θα μου πεις τώρα, γιατί οι διδάσκοντες δεν κάνουν κάτι, έτσι ώστε να βελτιωθούν τα κακώς κείμενα των βιβλίων; Και ποιος σου είπε πως δεν κάνουν; Κάθε χρόνο σημειώνουν τις παρατηρήσεις τους για τα βιβλία που δίδαξαν και τις στέλνουν για να αξιολογήσουν τα δεδομένα οι ειδήμονες. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ αλλάζει μόνο ό,τι κοστίζει πολιτικά. (π.χ. βιβλίο Ιστορίας). Δεν αλλάζει ό,τι δεν κοστίζει πολιτικά ( π.χ. βιβλίο Μαθηματικών Ε΄ Τάξης) .Έτσι πια κι εσύ, όταν θα φτάσεις στις μεγάλες τάξεις του σχολείου, όλο και θα κάνεις κανένα φροντιστηριάκι στα Μαθηματικά ή στα Γερμανικά που σου τα άφησε στη μέση η μεταρρύθμιση και οπωσδήποτε βέβαια στα Αγγλικά, που τείνουν να γίνουν επίσημη γλώσσα κατά τις ρήσεις και τις επιθυμίες ορισμένων μεγαλοσχημόνων της ελληνικής πολιτικής μας σκηνής.

Σε ζάλισα με τις αιχμές και τα υπονοούμενα. Μην ανησυχείς όλα θα τα βολέψουμε. Και φέτος και του χρόνου και πάντα οι εκάστοτε κομματικοί λοχίες της εκπαίδευσης με πνεύμα σύνεσης, αντικειμενικότητας και ανυστεροβουλίας, θα επιτελούν χωρίς διακρίσεις το θεάρεστο έργο της αξιολόγησης, για μια παιδεία απαλλαγμένη από σκοπιμότητες και μικροκομματισμούς…

Με τούτα και με τα’ άλλα που λες, θ’ ανέβεις τα σκαλιά του Δημοτικού Σχολείου και πριν αποφοιτήσεις, θα σου κάνουμε ένα δακρύβρεχτο αποχαιρετιστήριο και θα σε πετάξουμε στη φλεγόμενη κάμινο της δευτεροβάθμιας. Εκεί θα σε καρτερέψει το «μαστίγιο» της εικοσαβάθμιας και οι «Συμπληγάδες» των εξετάσεων.
Από γνωσιθήρα το σύστημα θα σε μεταλλάξει σε βαθμοθήρα, συνεπικουρούσης και της φροντιστηριακής εκπαίδευσης η οποία συμπορεύεται με τη δημόσια ή και προπορεύεται ακόμη, κατά την κρίση των αυστηροτέρων. «Ουδέν κακόν αμιγές καλού»,θα σε παρηγορήσουν και μέσα απ’ τη χιονοστιβάδα των ξερών, ανούσιων και αποσπασματικών γνώσεων που θα καταπλακώνουν τη γλυκιά τρέλα της εφηβείας σου, θα εκτιναχθεί η καυτή λάβα της επιτυχίας και ο πόθος της γιαγιάς θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα.
Πανεπιστήμιο!... Δικαίωση, καταξίωση, καλοπέραση! Εκεί θα ‘βρεις ελεύθερο χρόνο να γλεντήσεις, να γαμπρίσεις, να αριστερίσεις, να λιθοβολήσεις (ενδεχομένως) και μετά από κάποια χαμένα εξάμηνα ή έτη, να κρατήσεις στα χέρια σου το πολυπόθητο διαβατήριο της ζωής που για χάρη του έχυσες τόσον ιδρώτα. Κι ύστερα θα χαθείς μέσα στο λαβύρινθο της πολύβουης πολιτείας, στους μεγάλους δρόμους και τα «ψηλά γραφεία», σε μια αέναη, κοπιώδη και ψυχοβόρα προσπάθεια να εξαργυρώσεις τους κόπους, τα ξενύχτια των ατελείωτων εξετάσεων και τους γκριζωπούς κροτάφους.

Χρόνια μετά, θα σε συναντήσω σε κάποιο καταγώγι της πολιτείας, να ξορκίζεις τη ματαιοδοξία των επιλογών σου με καπνό και ρακή, να χτυπάς τα ζάρια και σαρκαστικά να αυτοπροσδιορίζεσαι: δρ ταβλαδόρος – άνεργος δικηγόρος.
-Και η γιαγιά ; Η γιαγιά μωρέ τι απόγινε;
Έφυγε απ’ τον καημό της η δόλια, που ο εγγονός της πέτυχε κι έγινε δικηγόρος…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25.9.2008

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: «Έχε το νου σου στο παιδί»

«γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα.»
Μόνο τότε.


Το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς μετέτρεψε το κεφάλι μου σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι∙ ένα κουβάρι φτιαγμένο από ενστάσεις, απορίες, επισημάνσεις, λόγους που οδηγούν στην απογοήτευση κι -ευτυχώς- λόγους που σε αναγκάζουν να εξακολουθείς να επιμένεις∙ να εξακολουθείς ν’ αγωνίζεσαι με την ίδια δύναμη.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη φορά που βρέθηκα μέσα σε τάξη να διδάσκω παιδιά, έπρεπε -φυσιολογικά- να έχουν καταλαγιάσει όλα μέσα μου. Να έχω καταλήξει. Κι όμως…
Σήμερα περισσότερο απ’ όσο άλλοτε είναι η εποχή των αποριών: δάσκαλος ή εκπαιδευτικός; λειτούργημα ή επάγγελμα; παιδαγωγός με την πλατιά και βαθιά έννοια του όρου ή στεγνός και στενός «αγωγός» (μεταφορέας) γνώσεων;
Υπογραμμίζω σε κάθε δίλημμα την πρώτη από τις δύο «προτεινόμενες» απαντήσεις.
Το κάνω με κλειστά μάτια, σχεδόν ενστικτωδώς, δίχως να προβληματιστώ δευτερόλεπτο. Αλλά η πραγματικότητα γύρω μου έχει την τάση να με διαψεύδει συχνά. Να δικαιώνει τις απαντήσεις που απορρίπτω συνεχώς. Κι όμως…
Δάσκαλος κι όχι εκπαιδευτικός. Γιατί ο δάσκαλος ενσαρκώνει αυτό που μου ‘λεγε ο σοφός τριαντάρης που έχει αριστεύσει απ’ όπου κι αν έχει περάσει: «Προσωπικά, από τον κάθε καθηγητή μου των σχολείων όπου φοίτησα θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα τι έχω μάθει. Από τη δασκάλα μου στο δημοτικό θυμάμαι μόνο αγάπη, πολλή αγάπη.»
Όχι πως δεν πήρε γνώση. Όμως η εικόνα που κυριαρχεί μέσα του είναι της αγάπης που φοράει το πρόσωπο της δασκάλας του. Κι αφού υπάρχει τόση αγάπη, σίγουρα υπάρχει και η γνώση.

Λειτούργημα και όχι επάγγελμα. Γιατί το λειτούργημα έχει μέσα του καρδιά, το επάγγελμα όχι και τόση. Μα η καθημερινότητα είναι απαιτητική (με τις απαιτήσεις να τεντώνονται σαν λάστιχο όπου «τις παίρνει») και ολοένα πληθαίνουν οι εκπαιδευτικοί των δύο πρώτων βαθμίδων που παραδίνονται στην πρόκληση του ιδιαίτερου, του φροντιστηρίου. Βλέπετε , έχει πεθάνει στις μέρες μας εκείνη η επίγνωση του δασκάλου που είναι «καταδικασμένος να ζήσει εν ευγενεί πενία» και αυτός επιδίδεται στο κυνήγι της αύξησης των εισοδημάτων του. Σε βαθμό που έχω αρχίσει να φοβάμαι πως οι νέοι δάσκαλοι ίσως και να μην ξέρουν πως κάτι τέτοιο είναι παράνομο και κανονικά (εδώ γελάμε ∙ ποιο είναι το «κανονικά» σ’ αυτή την Πατρίδα;) τιμωρείται. Από την άλλη, κάποτε τα παιδιά που δυσκολεύονταν και δεν μπορούσαν να βοηθηθούν από τους γονείς τους, είτε λόγω έλλειψης γνώσεων είτε λόγω έλλειψης χρόνου, μπορούσαν να κάνουν φροντιστήριο με αδιόριστους δασκάλους. Σήμερα που τα καινούρια βιβλία έχουν κατά γενική ομολογία αυξήσει τις απαιτήσεις του σχολείου και οι οικογένειες πιέζονται ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχουν αδιόριστοι δάσκαλοι να βοηθήσουν (επ’ αμοιβή) την κατάσταση. Αυτό οδηγεί στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε. Με ό,τι αυτή συνεπάγεται. (Το κυριότερο πίεση της οικογένειας να βγάλει περισσότερα, για να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της έτσι κι αλλιώς απαιτητικής καθημερινότητας).

Το φροντιστήριο, βέβαια, καμία οικογένεια (αυτό το «καμία» είναι σχεδόν απόλυτο) δεν μπορεί να το αποφύγει αργότερα. Είτε με τη μορφή ενός φροντιστηρίου της σειράς είτε με τη μορφή των ακριβοπληρωμένων ιδιαίτερων, ένα είδος πνευματικού ντοπαρίσματος που κάνει τα παιδιά να μπαίνουν στο πολυπόθητο πανεπιστήμιο. Και κάνει, επίσης, το λύκειο να διαλύεται προς το τέλος της τελευταίας χρονιάς. Προέχει η παρακολούθηση του φροντιστηρίου, το λύκειο παραμερίζεται άνετα ∙
Ο υποψήφιος δεν πιστεύει πως έχει να χάσει κάτι σημαντικό, αν δεν το παρακολουθήσει. Όχι πως δεν υπάρχουν αξιολογότατοι καθηγητές (που είναι ταυτόχρονα και σπουδαίοι παιδαγωγοί) που έχουν καταξιωθεί στη συνείδηση των παιδιών (τα παιδιά μου είχαν την τύχη να συναντηθούν με αρκετούς τέτοιους). Μόνο που αυτοί δεν μπορούν να αλλάξουν το τοπίο, όσο κι αν το θέλουν. Κι επίσης, οι δάσκαλοι που μετά το σχολειό τους κάνουν σχολείο κατ’ οίκον είναι φυσικό -τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις- να είναι πολύ καλοί στη δουλειά τους και γι’ αυτό τους προτιμούν οι πελάτες. Αυτά για να μην αδικούμε κανέναν και για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους . Ούτε οι γονείς που θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους φταίνε ούτε οι ειδικοί που βοηθούν τα παιδιά να το πετύχουν είναι αυτοί που φταίνε περισσότερο. Αλλού είναι το κύριο βάρος του ζητήματος, άλλοι είναι αυτοί που φταίνε.
Είναι αυτοί που τόσα χρόνια δε βλέπουν. Ή κάνουν πως δε βλέπουν. Αυτοί που ψηφίζονται κάθε φορά για να παίρνουν τις αποφάσεις. Που κάποιες φορές είναι οδυνηρές. Και πρέπει να δυσαρεστούν κάποιους. Και να ‘ χουν πολιτικό κόστος.

Εκεί τους θέλουμε. Και εκεί ξεχωρίζουν οι πραγματικά άξιοι (πόσοι είναι, άραγε;). Όμως, οι πολιτικοί συνήθως αποφεύγουν τα δύσκολα. «Τόσα χρόνια ήταν έτσι, γιατί να το αλλάξω εγώ;» είπε προχτές ο υπουργός (του κακόμοιρου) πολιτισμού, όταν του τέθηκε ένα δύσκολο ερώτημα. Το πρόβλημα είναι πως δεν είχε πρόβλημα να το πει (εκτός από το να το σκεφτεί). Αυτοί που παίρνουν -ή δεν παίρνουν- τις μεγάλες αποφάσεις φταίνε που ο διευθυντής ενός λυκείου κάποτε, όχι και πολύ παλιά, όταν επισκέφτηκε το σχολείο του ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος του αρμόδιου υπουργείου, μάζεψε άρον άρον τους δύο-τρεις μαθητές από κάθε τάξη (αυτούς που έρχονταν στο σχολείο αναγκαστικά, για να μη μείνουν από απουσίες) σε μία αίθουσα, για να μη δει ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος το χάλι. Όχι πως αυτός ξεγελάστηκε ∙ αφού είχε παιδιά μαθητές και ασφαλώς γνώριζε τι συμβαίνει και αφού και ο ίδιος παρανομούσε σε άλλον τομέα, κάνοντας για τα παιδιά του το καλύτερο που μπορούσε ως πατέρας. Άλλωστε, αυτό δε φαίνεται πως είναι το ζητούμενο για κάθε Έλληνα, ανεξαρτήτως θέσεως, σήμερα; Να τη βολέψει ο ίδιος, να βολέψει τα δικά του παιδιά και άσε τους άλλους να κουρεύονται (αν, φυσικά, τους έχουν μείνει μαλλιά από αυτά που αντιμετωπίζουν καθημερινά στον αγώνα τους να επιβιώσουν σ’ αυτή την άγρια ζούγκλα που τους περιβάλλει). Αυτό, δυστυχώς, είναι και το σκεπτικό εκείνων που με τις αποφάσεις που δεν παίρνουν -ενώ γι’ αυτό είναι εκεί που είναι, για να παίρνουν αποφάσεις- αφήνουν το λαό κυριολεκτικά στη μοίρα του, ενώ θα μπορούσαν -και θα ‘πρεπε- αυτήν του τη μοίρα να την καλυτερέψουν.

Ένας φαύλος κύκλος, λοιπόν. Ένας ατέλειωτος φαύλος κύκλος, που δεν περιορίζεται μόνο στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (και όχι Παιδεία). Γιατί έρχεται η ώρα η ευλογημένη που τα παιδιά μας μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, για να απογοητευτούν πολλές φορές από το περιεχόμενο των σπουδών τους, από το γεγονός ότι, μπαίνοντας ακόμα και στην πολυπόθητη σχολή τους, διαπιστώνουν πως γι’ αλλού είχαν κινήσει, αλλού νόμιζαν πως πάνε κι αλλού βρέθηκαν. Κι απογοητεύονται κι από τους ίδιους τους καθηγητές τους -εδώ το «δάσκαλοι» συνηθέστατα παύει εντελώς να υφίσταται. Και μακάρι οι απογοητεύσεις να σταματούσαν εδώ. Δυστυχώς, οι περισσότερες τους περιμένουν μόλις βγουν από τη μεγάλη πόρτα. Και τους κάνουν, μόλις το καταλάβουν, να νιώσουν φριχτά ξεγελασμένοι. Γιατί τότε έρχεται η ώρα να ενταχθούν στην περίφημη γενιά των 700ευρώ. Που μακάρι(!) να ήταν πάντοτε 700. Όμως, η κοπέλα με πτυχίο και master που παίρνει 500 ευρώ κι εκείνοι οι πτυχιούχοι του Πολυτεχνείου με τα 300 ευρώ το μήνα, αμοιβές που καταδικάζουν τα παιδιά μας να μην μπορούν ούτε να σκεφτούν το ενδεχόμενο να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια, που τα καταδικάζουν, επίσης, να μεγαλώνουν πλήρως εξαρτημένα από τους γονείς τους, είναι χαστούκια στα καλοδιατηρημένα μάγουλα όλων όσοι φταίνε γι’ αυτό το κατάντημα των ίδιων των παιδιών μας. Μόνο που οι ίδιοι κάνουν σαν να μην καταλαβαίνουν ότι φταίνε ή καταλαβαίνουν πολύ καλά, αλλά απλώς δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους και την οικογένειά τους.

Γιατί μη μου πείτε πως δε δαγκωθήκατε όταν ακούσατε τις υψηλότατες βαθμολογίες με τις οποίες κατάφεραν τα παιδιά μας να μπουν για να σπουδάσουν δάσκαλοι. Όχι πως δε θ’ ανεβάσουν αυτά τα παιδιά το επίπεδο των δασκάλων (και, κατά συνέπεια και της εκπαίδευσης-μακάρι και Παιδείας), αφού όλοι τους είναι αριστούχοι. Αλλά καταλαβαίνουμε όλοι μας καλά πως αυτά τα παιδιά δεν ονειρεύονταν ή δεν ονειρεύτηκαν-τουλάχιστον όχι όλα τους-να γίνουν δάσκαλοι. Την πολυπόθητη επαγγελματική τους αποκατάσταση αγωνίστηκαν να εξασφαλίσουν, το ζεστό μισθό που θα εισπράξουν όταν οι άλλοι συναριστούχοι τους θα παιδεύονται ακόμη σπουδάζοντας και σπουδάζοντας για να κατακτήσουν τα 700 ευρώ μηνιαίως.

Όλα τα παραπάνω είναι μια τεράστια αδικία εις βάρος των ίδιων των παιδιών μας. Ένα τεράστιο πρόβλημα Όλα αυτά θα έπρεπε να τ’ αντιμετωπίσει αποφασιστικά το αντίστοιχο Υπουργείο και να τα διορθώσει για ν’ ανασάνει η ελπίδα σ’ αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλο βάρος και τεράστια ευθύνη να συντρίβεις τα όνειρα των παιδιών σου. Δυσβάστακτο βάρος και δυσβάστακτη ευθύνη( τα νιώθει, άραγε , κανείς υπεύθυνος σ’ αυτό τον τόπο, όπου ακόμα και οι υπεύθυνοι σκέφτονται με γνώμονα τα προσωπικά τους;).
Γιατί είναι εντελώς άδικο να ακούς ένα παλληκάρι που αγάπησε βαθιά τα γράμματα και το απέδειξε με τις βαριές σπουδές του να μιλάει για την απελπισία στην οποία οδηγούν τους νέους μας οι πολιτικοί ,αλλά και οι δάσκαλοι και τα σχολειά απ’ όπου περνάνε..
Και γιατί είναι εντελώς άδικο να παίρνεις ένα παιδί που μεγάλωνε μετρώντας τα άστρα και να το οδηγείς σε μια διαρκή απογοήτευση, σε μιαν απογοήτευση που δείχνει να μην έχει τέλος.
Και γιατί είναι επίσης εντελώς άδικο να το παιδεύεις χωρίς αποτέλεσμα, επειδή εσύ επιμένεις να μη βλέπεις ή να κάνεις ότι δε βλέπεις πού οι δικές σου ελλείψεις το έχουν οδηγήσει.
Σε ποια αδιέξοδα…

Αφιερώνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά μας∙ σ’ αυτά που πέρασαν και σ’ αυτά που δεν πέρασαν. Κι ας μην ξεχάσουν ποτέ τους πως… «Όταν απλώνεις τα χέρια για να πιάσεις τα αστέρια, μπορεί να μην τα καταφέρεις. Δεν πρόκειται ποτέ όμως να βρεθείς με τις χούφτες σου στη λάσπη».

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25.9.2008

12.10.08

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Ανολοκλήρωτες υποθέσεις

Ο παππούς o Παναγιώτης, ο Θεοφανίδης μόλις είχε τελειώσει την ιστορία του για το τζίνι που παρουσιάστηκε στον ύπνο ή τον ξύπνο - δεν είχε κι ιδιαίτερη σημασία αυτό για ένα ικανό τζίνι- στον ύπνο μάλλον του αφεντικού του και τον συμβούλεψε, τρομάζοντας τον ελαφρά, να μην αντιδικεί αυτός, ένας επιτυχημένος Τούρκος έμπορος, με τους Έλληνες που είχε στην δούλεψή του.
Η περίπτωσή του είχε μικρή συχνότητα, γιατί σ’ αυτή την πόλη της Μικράς Ασίας οι Έλληνες έμποροι ήταν σαφώς περισσότεροι από τους Τούρκους.
Συνήθως, και τότε και τώρα, τα τζίνια και τα άλλα φαντάσματα μας ειδοποιούν για πράγματα που το μυαλό μας δεν τα πιάνει με την πρώτη ή για λόγους άδηλους δεν θέλει να τα αντιληφθεί.

Αυτά συνέβαιναν όταν ένα σούσουρο, που σιγά-σιγά έγινε οχλαγωγή, μπήκε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τρύπωσε στα αυτιά όσων παρακολουθούσαν με όρεξη το, ενδυναμωμένο με φανταστικά ευρήματα, ταξίδι του στο παρελθόν. Δικαίωνε με τις ιστορίες του το όνομά του. Ήταν πιθανόν ή ο Θεός να τον είχε φωτίσει με το βλέμμα του ή αυτός, αυτοπροσώπως, να είχε υποκλέψει κάποιες ιερές θεϊκές στιγμές, μεταλλάσσοντας τες στη χάρη της μυθοπλασίας και στην τέχνη της αφήγησης
Αυτήν ακριβώς την στιγμή, πετάχτηκαν όλοι έξω για να ιδούν τι γίνονταν.
Πράγματι, άνθρωποι έτρεχαν πέρα–δώθε αλαφιασμένοι και μια ηλικιωμένη γυναίκα τσίριζε στα ποντιακά και τραβούσε τα μαλλιά της.
Πουλόπομ! [πουλάκι μου], ρίζαμ! [ρίζα μου], εχάθες! [χάθηκες].
Γνωστό τοις πάσι είναι ότι όταν τα συμβαίνοντα εξελίσσονται ραγδαία και η όραση, η ακοή και όλες γενικά οι αισθήσεις εντείνονται μέσα στην αγωνιώδη προσπάθεια να γίνουν κατανοητά, έρχεται η ανακουφιστική στιγμή της βαθιάς ανάσας που λες: εντάξει, αυτό γίνεται κι ας είναι και δυσάρεστο. Και το “εντάξει” εδώ ήταν ότι εξαφανίστηκε η Πέπη˙ γι’ αυτήν έκλαιγε η μάνα της.

Τι εστί, λοιπόν, Πέπη;
Η Πέπη ζούσε δυο σπίτια παρακάτω με τον Γιώργο, έναν ψηλό, ξερακιανό, λιγομίλητο άνθρωπο, με μάτια που κρύβονταν πίσω από βαριά ματόφυλλα και που κυκλοφορούσε πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Αυτή ήταν αφράτη σαν ψωμί που από την πολλή μαγιά ξεχείλισε και βγήκε έξω από το ταψί. Όλα της τάχε δώσει απλόχερα ο Θεός, φουντωτά μαλλιά, προέχοντα στήθη, στιβαρά πόδια. Εκφράζονταν, παράλληλα, πληθωρικά, με κίνηση δηλαδή και φωνή πάνω από τα συνηθισμένα.
Κι εξαφανίστηκε λες και ήταν βελόνα στα άχυρα. Η Πέπη! Αν ήταν δυνατόν! Ο Γιώργος είχε πάει στη Σαλονίκη για δουλειές, συνολικά μια μέρα απουσίασε, και γυρίζοντας δεν τη βρήκε. Από το σπίτι έλειπαν ελάχιστα πράγματα μαζί με τα λίγα λεφτά που κρατούσαν εκτός τραπέζης, για ώρα ανάγκης. Του γύρισε ο νους! Για πρώτη φορά τον έβλεπαν έτσι νευρικό στην ομιλία και στις κινήσεις. Έμοιαζε σα να προσπαθούσε να ισορροπήσει σε σχεδία που δεν υπάκουε στον επιβαίνοντα ούτε στο νερό που την κρατούσε στον αφρό, παρά μόνο στον άνεμο που την ταρακουνούσε χωρίς σκοπό. Δύσκολη ομολογουμένως η κατάστασή του, αφού κάποια στιγμή και στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη κοίταξε να ιδεί αν η Πέπη ήταν μέσα.
Ο αδερφός του απευθύνθηκε στην Αστυνομία και σε συμφωνία με συγγενείς και φίλους άρχισαν το ψάξιμο σπιθαμή προς σπιθαμή, γειτονιά με γειτονιά. Βγήκαν κατόπιν στην ύπαιθρο, μπήκαν στα περιβόλια με τις κερασιές, στα χωράφια με τα καπνά, στα στάρια που είχαν δυο αντρικές πιθαμές ύψος˙ Μάιος ήταν. Ίχνος δε βρήκαν: μια παντόφλα, ένα μαντήλι έντεχνα πεταμένο, μια κλωστή, έστω, από τα ρούχα της πιασμένη κατά συγκυρία στο φράχτη. Αν την είχε πάρει κάποιος με το ζόρι, θα φαίνονταν μία παραβίαση, κάτι εκτός θέσης, αλλά όλα έδειχναν απείραχτα.
Η δεύτερη σκέψη ήταν μήπως πήρε τα λεφτά που είχαν στο σπίτι και κατέβηκε κι αυτή στη Σαλονίκη για να τον βρει ή για να κάνει τα ψώνια της και να αλλάξει τον αέρα της με λίγο… μυρωδάτο καυσαέριο. Πήγαν κι εκεί, στα μαγαζιά που ψώνιζε, στις τρεις Μαρίες που έπινε τον καφέ της. - Άφαντη!

Την επόμενη η Αστυνομία τους κάλεσε όλους στο τμήμα να δώσουν κατάθεση, τον Γιώργο, τους γονείς της, τα αδέρφια του, δυο-τρεις γείτονες και φίλους. Απαξάπαντες είπαν πόσο ανοιχτόκαρδη και πονετικιά ήταν, έπιανε κουβέντα με τον πάσα ένα και το σπίτι της ήταν πολύ φιλόξενο. Δεν φαίνονταν να έχει μυστικά, ήταν προβλέψιμη, ανοιχτό βιβλίο.
Μιλούσαν οι άλλοι. Ο Γιώργος έκατσε παραπίσω, έγινε πάλι σιωπηλός και για μια στιγμή αφαιρέθηκε. Νόμισε ότι ήταν όλοι εκεί για άλλη δουλειά κι αυτός θα γύριζε στο σπίτι όπου θα τον περίμενε, όπως πάντα, εκείνη με το τραπέζι στρωμένο κι ανοιχτή την αγκαλιά να βουλιάξει στην πληθωρική θηλυκότητα της. Έβγαλε τσιγάρο ξαναγυρίζοντας στον παρόντα κόσμο. Είδε τον Αστυνόμο να τον κοιτάει ερωτηματικά. Σήκωσε το κεφάλι και τέντωσε το λαιμό, σαν χελώνα που ξεμουδιάζει λίγο παραέξω απ’ το γεροχτισμένο καβούκι της. Τον ρωτούσε πόσα παιδιά είχαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το θεωρούσε φυσικό που δεν είχαν παιδιά κι απάντησε ότι ζούσαν οι δύο τους, δεν χρειάζονταν τίποτα άλλο. Δεν έτυχε να έρθουν παιδιά στη ζωή τους και δεν τους απασχόλησε, είπε. Συγκατοικούσαν ήρεμα, από την αρχή, εδώ και δέκα χρόνια.
-Δηλαδή, πότε παντρευτήκατε; Τον ρώτησε.
-Να παντρευτούμε; Όχι, δεν παντρευτήκαμε, του απάντησε. Εγώ, δηλαδή, δεν έχω παντρευτεί, η Πέπη ήταν παντρεμένη, κάποτε, στο Κιλκίς, πριν πολλά χρόνια. Ο άντρας της όμως βγήκε σκάρτος κι αυτή γύρισε στη μάνα της. Ύστερα, γνώρισε εκείνον που έβαφε ένα σπίτι στη γειτονιά, άρεσε ο ένας στον άλλο και του ζήτησε να μείνουν μαζί. Και από τότε είναι αντρόγυνο.
«Σύνευνοι, ούτως ειπείν», συμπλήρωσε ο Αστυνόμος, που είχε αδυναμία στις αρχαιοπρεπείς εκφράσεις.
Ο Γιώργος το πέρασε για ακαταλαβίστικη παρότρυνση και ξεκαθάρισε ότι αν είχε διαζύγιο από τον πρώτο η Πέπη, δεν το ήξερε και δεν τον ένοιαζε, αφού αυτός την είχε για γυναίκα του. Και τελικά, το είχε ξεχάσει, ήταν μια τυπική λεπτομέρεια, είπε. Επικοινώνησαν με το Κιλκίς κι έμαθαν ότι ο πρώην σύζυγος, εδώ και χρόνια, είχε κατέβει στην Αθήνα. Όσο όμως ήταν εκεί, συζούσε με μια Βουλγάρα.

Γύρισε στο σπίτι βουρλισμένος. Δεν ήξερε αν ήταν σαφής στις απαντήσεις που έδωσε. Δεν είχε μάθει να αφηγείται τη ζωή τους: πώς μιλούσαν μεταξύ τους, τι ξόδευαν, με ποιους έκαναν παρέα. Τι ενδιαφέρον μπορούσε να έχει η καθημερινότητα τους; Ποιοι ήταν αυτοί για να τους ξέρει ο κόσμος; αναρωτιόταν, βαδίζοντας πέρα- δώθε στο καθιστικό τους.
Το βλέμμα, όμως, πίσω από τη διάφανη κουρτίνα, εκεί, στο παράθυρο του απέναντι σπιτιού, το ένιωσε και ήταν εξεταστικό. Κάθισε στην πολυθρόνα και η γάτα τους τον πλησίασε με χαριτωμένη αυταρέσκεια και με την ουρά υψωμένη και στριφογυριστή στην άκρη, σαν γάντζο, έτοιμη ν’ αρπαχτεί απ’ το πόδι του. Σηκώθηκε μηχανικά και ξανακοίταξε έξω. Τα μάτια ήταν ακόμα πίσω απ’ την κουρτίνα. Το παράφωνο νιαούρισμα της γάτας, καθώς ξανακάθισε άτσαλα, τον συνέφερε. Λες, σκέφτηκε, να με θεωρούν ύποπτο εμένα, τον Γιώργο τον Παπαδόπουλο, για την εξαφάνιση της Πέπης; της Πέπης μου; Και σιγά - σιγά απέβαλε τον εκνευρισμό που ένοιωθε και χάθηκε μέσα στην απορία.
Αυτό που τον ξύπνησε δεν ήταν το ροχαλητό του, πράγμα που του συνέβαινε συχνά τελευταία, αλλά ένα χτύπημα, σαν γρατσουνιά στην πόρτα. Την μισάνοιξε, μη βλέποντας καθαρά από το εκθαμβωτικό φως που έμπαινε γύρω απ’ τον Αστυνόμο˙ έρχονταν απρόσκλητος, μα ήρεμος κι ευγενικός. Λυπάμαι, του είπε, που σ’ ανησυχώ κι άλλο, αλλά, βλέπεις, πρέπει να κουβεντιάσουμε μερικά πράγματα οι δύο μας, μόνοι. Και κάθισε απέναντι του ανάβοντας τσιγάρο. Τον έκοβε ήσυχα, κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια, και του ζήτησε καφέ. Ο Γιώργος πήγε προς το ντουλάπι πάνω από το νεροχύτη όπου έβλεπε την Πέπη να στέκεται και να του ετοιμάζει το πρωινό του. Το άνοιξε κι ανακάτευε στο εσωτερικό του. Όταν τα βρήκε όλα, κάθισε αποκαμωμένος. Δεν ήξερε να κινηθεί στην κουζίνα της, στο χώρο της. Είχε ξεχάσει να μένει μόνος. Αισθάνθηκε άπραγος, σα μικρό παιδί που το άφησαν χωρίς φροντίδα.

Δεν τα θέλω αυτά, είπε στον Αστυνόμο, δεν τα μπορώ - να γυρίσει, να τελειώνουμε!
-Θα γυρίσει; Τον ρώτησε, με χαμηλή φωνή, εκείνος. Έτσι νομίζεις;
-Βέβαια, του απάντησε ήσυχα. - Δεν ξέρω γιατί έφυγε, δεν ξέρω πού είναι, αλλά ξέρω ότι θα γυρίσει. Ούτε καν τις φουρκέτες της δεν μάζεψε απ’ το μπάνιο!
Τον ρώτησε για τα κοσμήματά της, αν υπήρχαν στο σπίτι. Πήγαν στην κρεβατοκάμαρα κι έψαξαν μαζί, άσχετα που η Πέπη δεν είχε ιδιαίτερα πολλά κοσμήματα. Το ρολόι και το δαχτυλίδι που της είχε κάνει δώρο, τότε στην αρχή της γνωριμίας τους, τα φορούσε πάντα και το σταυρό που τον θυμόταν μιά να δροσίζεται και μιά να ξεχειμωνιάζει στη σχισμή, ανάμεσα στα στήθη της˙ τίποτα δεν βρήκαν.
Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Αστυνόμος έπινε τον καφέ του σα να τον μασούσε και κοίταζε δεξιά κι αριστερά με την πρόθεση να βρει μέρος να φτύσει, καθώς του έρχονταν κομμάτια άβραστου καφέ στο στόμα. Άγαρμπος σ’ όλα του, σκέφτηκε. Αν ο ίδιος την εξαφάνισε, θα τον πιάσω, πού θα μού πάει! Άλλαξε θέση στην καρέκλα και τον ρώτησε μαλακά:
Καλά τα πηγαίνατε ; καυγαδίζατε; Σε άκουγε ή την άκουγες, ρε φίλε; Δώσε ένα στίγμα, πού βρισκόσασταν; Είχε αλλάξει κάτι τον τελευταίο καιρό;
Εγώ, κυρ-Αστυνόμε, απάντησε, χατίρι δεν της χάλαγα. Ό,τι ήθελε το έκανα. Στη μάνα της, στις φίλες της πήγαινε όποτε ήθελε. Τι άλλο;! Έτσι ζούσαμε.
Και στο κρεβάτι, πώς ήσασταν στο κρεβάτι, επέμενε.
Καλά, όχι όπως παλιά, αλλά καλά. Το κάναμε κάθε Κυριακή το μεσημέρι, μετά που τρώγαμε το κοκκινιστό.
«Ως επιδόρπιον, ούτως ειπείν», χασκογέλασε ο Αστυνόμος.
Εμείς για έρωτα το κάναμε, όχι γι’ αυτό που λες, ανταπάντησε συνοφρυωμένος.
Ο Αστυνόμος σηκώθηκε και περπάτησε τα δωμάτια ένα- ένα. Μπήκε παντού, στην αποθήκη, ακόμα και στο πατάρι. Όλα ήταν συγυρισμένα, καθαρά.
Τι έφαγες σήμερα; Τον ρώτησε, σαν με προσωπικό ενδιαφέρον. Τότε αυτός, νεύοντας αρνητικά με το κεφάλι, θυμήθηκε ότι ήταν νηστικός από τα χθες, αλλά δεν το ένιωθε, γιατί το στομάχι του ήταν βαρύ, λες κι είχε φάει πέτρες που βροντούσαν κάπου- κάπου μεταξύ τους. - Σ’ αφήνω τού είπε τέλος, να φας και να ξυριστείς, δεν έχεις πένθος …. ακόμα. Μα το «ακόμα» τό πνιξε πριν βγάλει ήχο.

Ο Γιώργος, αφού τον ξεπροβόδισε, έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο. Στο επάνω ράφι η κατσαρόλα είχε κοκκινιστό και στο κάτω μια τούρτα καμάρωνε στολισμένη, σα νύφη. Δεν ήταν Κυριακή ή γιορτή, ούτε χτες ούτε σήμερα. Γιατί όμως τα φαγητά που του άφησε ήταν γιορτινά; Προσπάθησε κάτι να καταπιεί μα τα παράτησε στην μέση και κουλουριάστηκε στον καναπέ νομίζοντας ότι από εκεί θα σκέφτονταν καθαρότερα. Δεν μπόρεσε όμως να συγκεντρωθεί και πήρε το σακάκι του και βγήκε έξω. Περπατούσε με σκυμμένο κεφάλι και το σώμα του δεν το πήγαινε ο ίδιος, σέρνονταν χωρίς δρασκελιές, όσο που έφτασε στο σπίτι των πεθερικών του. Τους βρήκε στο τραπέζι να τρώνε πισία που του άρεσαν και του πρότειναν να καθίσει. Υπάκουσε. Έδειχναν να τον συμπονούν, να τον νοιάζονται.
Τι μπορούμε να κάνουμε; τους ρώτησε.
Εεε…θα περιμένουμε, ήταν η απάντηση της πεθεράς του.
Εσύ, πάντως, πρέπει να ησυχάσεις. Αποκλείεται η Πέπη να έπαθε κακό. Να την απήγαγαν για να μας ζητήσουν λεφτά, δεν το βλέπω˙ πλούσιοι δεν είμαστε. Ούτε νεαρούλα είναι, να την εκμεταλλευτούν. Και δεν έπαθε κάποιο ατύχημα, γιατί θα την βρίσκαμε στο νοσοκομείο. Κάπου θα πήγε και δεν θέλει να μας το πει, κατέληξε, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια της. Ο πεθερός του μόνο κουνούσε το κεφάλι και δεν μίλαγε. Έτρωγε αργά και με μικρές μπουκιές, απλώνοντας στο τραπέζι τα ψίχουλα, σαν για να γεμίσει το άδειο στο μυαλό και τον αχρησιμοποίητο χρόνο.

Τον Γιώργο τον έπιασε ξερόβηχας και βγήκε έξω να βγάλει αυτό που τον έπνιγε. Ύστερα γύρισε στο σπίτι του αποφεύγοντας να περάσει από την πλατεία όπου όλοι σ’ αυτούς αναφέρονταν. Του ήταν ανυπόφορο να του δείχνουν συμπόνια, ενδιαφέρον ή να τον κοιτούν καχύποπτα. Θα ήθελε να ανοίξει η γης για να κρυφτεί μέσα, αν γίνονταν. Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον τσιτσιριστό ήχο του ποντιακού, σκωπτικού τραγουδιού, που ακάλεστος έφτασε στα αυτιά του από το καφενείο:
Η Βαρβάρα πως κι αντρίζ’
αείκον έμμορφον κορίτσ’,
η Βαρβάρα σούς κεσέδες
κατουρεί τα μεντεσέδες. (δις)
Που μεθερμηνευόμενο στα κοινά ελληνικά λέει περίπου:
Η Βαρβάρα πώς δεν γαμπρίζει,
τέτοιο όμορφο κορίτσι,
η Βαρβάρα στα σοκάκια μέχρι
και τις εξώπορτες κατουράει! (δις)

Και, για μια στιγμή, χαμογέλασε κιόλας καθώς σκέφτηκε την Βαρβάρα να κατουράει δυό φορές τις εξώπορτες. Αυτή η σκέψη, μάλιστα, που του κατέβηκε στο κεφάλι σαν ψηλοκρεμαστή μπαλιά, που την απέκρουσε έντεχνα, του χαλάρωσε αρκετά τα τεντωμένα νεύρα. Το μυαλό του, όμως, δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά, ξέφευγε, πήγε στο όνειρο που είδε όταν κατάφερε να κοιμηθεί κατά τις πέντε το πρωί κι οραματίστηκε τα αγάλματα που ήταν στημένα στην πλατεία να μιλούν μεταξύ τους. Το ένα παρίστανε έναν Ποιητή και το άλλο έναν Μακεδονομάχο, δαφνοστεφανωμένους. Περπατούσαν το ένα δίπλα στο άλλο κουβεντιάζοντας.
Τι είχαν να πουν ένας στρατιώτης με έναν ποιητή; Ο ένας έγραψε τη γραμμή της ζωής με αίμα κι ο άλλος με μελάνι. Πού συναντιούνται αυτά τα δυό; -Γι’ αυτόν ήταν αταίριαστα πράγματα.
Ή μήπως είδαν τίποτα παράξενο, ώστε ακόμα και τ’ αγάλματα αναγκάστηκαν να το σχολιάσουν;
Απόρησε με τον εαυτό του γιατί, ουσιαστικά πρώτη φορά έκανε τόσο ‘μακριές’ σκέψεις. Σίγουρα ήταν εξουθενωτικό, μα πίστευε πως κάτι θα προέκυπτε απ’ αυτό στο τέλος: Το κουβάρι θα ξετυλίγονταν και θά βρισκε την άκρη της κλωστής.
-Κι αν η κλωστή γίνονταν θηλιά και τον έπνιγε; Γεμάτος δυσφορία έχωσε το χέρι στα μαλλιά για να διώξει τις τελευταίες σκέψεις. Αυτός δεν μετρούσε τώρα, η Πέπη τον ένοιαζε.
Την τρίτη μέρα ξαναπήγε στο τμήμα, χωρίς να μάθει τίποτα καινούργιο και πέρασε κι από τον μεγάλο του αδερφό. Οι γονείς του δεν ζούσαν. Ο μεγάλος τον έπιασε από τους ώμους και τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, όπως έκανε όταν ήταν μικροί κι ήθελε να τον προστατέψει από τους άλλους. Και τότε ο Γιώργος δεν έπαιζε ξύλο με τα άλλα παιδιά, παρόλο που ήταν δυνατός, αλλά έφευγε με μια μαγκιά, σα να μη τους καταδέχονταν. Και τώρα, μη ξέροντας τι να πει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Η νύφη του όμως γύρισε και είπε στον αδερφό του : Να μου το θυμηθείς, κάτι σκάρωσε αυτή ή θα τον εκβιάσει για τίποτα. Και με ύφος γεμάτο υπονοούμενα έφυγε από το δωμάτιο όταν ο άντρας της την αγριοκοίταξε κάνοντας της συγχρόνως νόημα με το δάχτυλο να σωπάσει, μή και τους ακούσει ο Γιώργος.
Και οι μέρες έσπρωχναν αργά η μια την άλλη. Την δέκατη τα πράγματα φαίνονταν να βαλτώνουν. Την ενδέκατη όμως, μόλις έφεξε, βρήκε κάτω από την πόρτα του ένα χαρτί, χωρίς αράδες, και γραμμένο με κεφαλαία γράμματα που έλεγε:
“ΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ, ΑΝ ΣΟΥ ΠΩ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΠΕΠΗ; ΔΙΑΔΩΣΕ ΤΟ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟ ΜΑΘΩ”.
Το κοίταζε μέχρι το μεσημέρι από όλες τις μεριές. Δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Να το δώσει στην Αστυνομία δεν τολμούσε, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα λιγόστευαν οι ελπίδες να παραμείνει η Πεπη κάπου ασφαλής. Αν όμως ο Αστυνόμος, μέσω του σημειώματος, τον βοηθούσε να την εντοπίσουν γρηγορότερα; Αποφάσισε να μην μοιραστεί τους προβληματισμούς του με κανέναν ούτε να αποκαλύψει τίποτα γι’ αυτό. Θα συμβουλεύονταν, όμως, τον αδερφό του και τον Αστυνόμο, αν ήταν σκόπιμο να μιλήσουν για πιθανές πληροφορίες και την αρμόζουσα αμοιβή από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Αφού, κανείς δεν μπλέκεται σε ανακρίσεις και σύρτα-φέρτα χωρίς όφελος, σήμερα.

Από τη στιγμή αυτή κάτι άλλαξε. Τώρα κοιτούσε αυτός τους άλλους εξεταστικά, προσπαθώντας να μαντέψει ποιος μπορεί να είναι αυτός που θα έδινε λύση στο πρόβλημά του. Έκοβε βόλτες πέρα-δώθε, με την προσδοκία να τον προσεγγίσει κάποιος. Δεν προέκυψε τίποτα προς το παρόν, εκτός από το ότι ο κωφάλαλος του χωριού τον σταμάτησε καταμεσής στο δρόμο και τού έκανε άσεμνες κινήσεις με το χέρι, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος να περιμένει τον «από μηχανής» πληροφοριοδότη. Κανόνισε μάλιστα να βγει η φωτογραφία της, αυτή με τον κότσο και το δάχτυλο στο μάγουλο που είχαν στην τραπεζαρία, στο δελτίο ειδήσεων της τοπικής τηλεόρασης.
Συγχρόνως, σκέφτηκε την Τασούλα, την φίλη της. Είχε να την δει από την μάζωξη στο τμήμα. Μ’ αυτήν έπινε τον καφέ της, έκαναν τα ψώνια τους και συνομιλούσαν με τις ώρες. Ακόμα κι όταν συναντιόνταν στο σπίτι τους, δεν έπιανε τις περισσότερες φορές το νόημα απ’ τα λόγια τους. Στα αυτιά του ακούγονταν σαν τιτιβίσματα πουλιών ατελείωτα, μια άλλη, γυναικεία γλώσσα.
Και τη στιγμή ακριβώς αυτή, την είδε να περνά στα τρία μέτρα.
-Σε θέλω, της είπε, απότομα και δυνατά.
-Θα περάσω εγώ, του απάντησε, το βραδάκι, να τα πούμε κι εγώ ήθελα να σε δω, θα ρθω˙ κι έφυγε βιαστική.

Και νάτος τώρα με την Τασούλα απέναντι του. Αυτός σε ρόλο ανακριτή, παρόλο που καταλάβαινε ότι έπρεπε να μη το δείχνει. Την άφησε να μιλήσει πρώτη, αλλά αυτό θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Τού είπε λοιπόν πόσο λυπήθηκε και πόσο αναπάντεχο τής ήρθε. Και ότι δεν είχε λόγους να το κάνει αυτό, με τόσο καλό σύντροφο που είχε. Γιατί να φύγει; Αφού, ούτε την έδερνε ούτε χαρτόπαιζε και δεν την απατούσε βέβαια. Το μόνο κόλλημα που του έβρισκαν ήταν η αγάπη του για το ποδόσφαιρο και την… κλασική μουσική, αλλά πείραζε αυτό κανέναν; Άσε που τώρα και η ίδια ένοιωθε κάπως φοβισμένη και δεν ήξερε από πού να φυλαχτεί! Όταν όμως τελείωσε με τις γενικότητες και την επίδειξη ευαισθησίας και συμπαράστασης κι άρχισε να τον ρωτά τι έκανε ως τα τώρα αυτός και σε ποιο σημείο βρίσκονται τα πράγματα, την διέκοψε, λέγοντας της να τα αφήσει αυτά στην άκρη, για άλλη ώρα, και να έρθει στο προκείμενο.
-Ένοιωθε καλά η Πέπη τον τελευταίο καιρό; Γιατί σ’ αυτόν παραπονέθηκε, αρκετές φορές, ότι είχε πονοκέφαλο. Πώς την έβλεπε αυτή;
Εγώ, του αποκρίθηκε, εγώ δεν ξέρω τίποτα για την εξαφάνιση της.
Δεν σου μιλάω γι’ αυτό, της επανέλαβε. Για την Πέπη θέλω να μιλήσουμε, τον άνθρωπό μου. Και συνόδεψε την τελευταία φράση με έναν μορφασμό ειλικρινούς πόνου. -Αχ! Γιώργο μου, αντέδρασε τότε εκείνη, ίσως και να την βασάνιζε κάτι. Για πονοκεφάλους δεν μου είπε, αλλά συχνά πήγαινε στο ξωκλήσι του Άι- Νικόλα στο λόφο, γιατί τον έβλεπε στον ύπνο της. Γι’ αυτό πήγαινε, να του ανάψει ένα κερί και να μαζέψει ραδίκια από την αυλή της εκκλησίας.
Και στη Σαλονίκη, τι ψώνισε όταν πήγατε μαζί; Πότε ήταν; Στα μέσα του Απρίλη νομίζω˙ συμφώνησε. -Ένα κόκκινο φόρεμα μόνο πήρε και μια βεργίδα για τα μαλλιά, πρόσθεσε. Ήθελε να τα αφήνει στους ώμους, όπως παλιά. Τη θυμάσαι πώς ήταν παλιά; Και μάλιστα εγώ της είπα πως της πάνε καλύτερα μαζεμένα, αλλά εκείνη γέλασε. Νόμιζε ότι με τα μαλλιά ελεύθερα έδειχνε πιο μικρή. Τι να λέμε τώρα; κουβέντες της στιγμής ήταν, χωρίς αξία.
Μόνη της, πήγε κάπου μόνη της; τη ρώτησε ανυπόμονα.
-Καλέ! Γιατί να χωρίζαμε, τι κρυφό είχαμε να κάνουμε η μια από την άλλη; Κύριε φύλαξε! ρητόρευσε. Μαζί πήγαμε, μαζί γυρίσαμε, άλλος άνθρωπος δεν μπήκε ανάμεσά μας. Ψάξε αλλού, στην παρέα της μαζί μου δεν θα βρεις την αιτία για την εξαφάνισή της, επανέλαβε στο τέλος με έμφαση. Και λίγο προσβεβλημένη, σηκώθηκε να φύγει. Αν με χρειαστείς, ξέρεις που θα με βρεις, είπε, κι άνοιξε μόνη της την πόρτα.

Ο Γιώργος δεν κουνήθηκε από την πολυθρόνα, τη χαιρέτισε μόνο μ’ ένα νεύμα και άρχισε να ξαναγλύφει με το νου τα λόγια που αντάλλαξαν ένα-ένα.
...Την ένοιαζε λοιπόν να φαίνεται μικρότερη, σ’ αυτό στάθηκε και στο αν η λεπτομέρεια αυτή έδειχνε ότι ήθελε να αρέσει σε κάποιον. -Σε ποιόν όμως; Τον Γιώργο τον είχε σίγουρο. Αυτός την ήθελε, όπως και αν ήταν. Δεν της έκανε βέβαια κομπλιμέντα, ούτε πρόσεχε τί φορούσε, θα αναγνώριζε όμως τα πόδια της, την πλάτη της ή ένα χέρι της ανάμεσα σε χίλια, γιατί τα ένοιωθε δικά του, σάρκα από την σάρκα του.
Αυτό δεν το είχε καταλάβει η Πέπη; Δεν της έφτανε; Τι άλλο ήθελε;
Κόντευε τα σαράντα, μια ηλικία που ο άνθρωπος ωριμάζει και ξέρει πάνω-κάτω τί του γίνεται και για πού τραβάει. Μετρούσε άραγε τη ζωή της μ’ αυτά που είχε ή μ’ αυτά που νόμιζε ότι της λείπανε;
Άνοιξε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Ξανάζησε τις εκδρομές τους: πριν δύο χρόνια στην Βασιλίτσα, μέσ’ τα χιόνια - πέρυσι το καλοκαίρι στην θάλασσα, στην παραλία του Πλαταμώνα. Ένα σωρό λεπτομέρειες θυμήθηκε: Από το τρακάρισμα με το μηχανάκι που ήρθε ίσια επάνω τους στο δρόμο, ευτυχώς χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, μέχρι και τα αγκάθια του αχινού που της έβγαλε από το πόδι ένα-ένα, αφού το άλειψε με λάδι.
Και τώρα ήταν μόνος του, να σκέφτεται άκαρπα το πώς και το γιατί, ένας άνθρωπος της γαλήνης, που δεν του άρεσε καθόλου η τρικυμία. Νόμιζε ότι αυτός κι εκείνη θα πορεύονταν ο ένας δίπλα στον άλλον ως το τέλος και δεν αναρωτήθηκε ποτέ, τι είναι και πότε έρχεται, αυτό, το ‘τέλος.’ Μήπως το σκέφτεται και κανένα άλλος; αναστέναξε, βάζοντας το cd με την μουσική της Ρεμπούτσικα, για να ηρεμίσει ταξιδεύοντας επάνω στα αρμονικά, λογικά, όμορφα, ηχητικά της κύματα.
Και... αιωρούμενος ανάμεσά τους είδε πάλι το όνειρο με τ’ αγάλματα.
Ο Ποιητής τώρα σήκωνε τα χέρια και χάιδευε ναρκισσιστικά το δάφνινο στεφάνι της κώμης του θαυμάζοντας το πρόσωπό του στα νερά του σιντριβανιού της πλατείας. Ο δε Μακεδονομάχος, ευθυτενής δίπλα του, παρατηρούσε με την άκρη του ματιού και ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη. Ξύπνησε κάθιδρος και χώθηκε βιαστικά κάτω από την ντουζιέρα. Τότε κατάλαβε ότι τα στεφάνια που είχαν στα μαλλιά τα αγάλματα, έμοιαζαν πολύ με τα άσπρα στέφανα που φύλαγε η Πέπη στο ξύλινο σεντούκι μαζί με τα κεντήματα της προίκας της. Πήγε αμέσως και τα ψαξε, αλλά δεν τα βρήκε.
Σε λίγα λεπτά έφτασε και ο αδερφός του φέρνοντας του δύο ειδήσεις. Το πρώτο που θα σου πω, του είπε, είναι λίγο παλαβό. Πέρα στην πλατεία, τα αγάλματα άλλαξαν θέση: Ο Μακεδονομάχος πήρε την θέση τού Ποιητή και δεν έχει το βλέμμα στραμμένο προς το βουνό, τα σπίτια ατενίζει, με περισσή αυστηρότητα μάλιστα. Ο δε Ποιητής τώρα φαίνεται να ξεκουράζει τα μάτια του στο πράσινο του βουνού. Κανένας δεν ξέρει ποιος έκανε την αλλαγή, αλλά όλοι νομίζουν ότι τους ταίριαξε καλύτερα η καινούργια τοποθέτηση.
Εσύ τι νομίζεις; πώς έγινε αυτό; συνέχισε.
Εγώ λέω, είπε ο Γιώργος, ο καθένας να στέκεται εκεί που του αρέσει και του πρέπει!
Ο αδερφός του τον κοίταξε και, καθώς του φάνηκε αλλόκοτος, άκουσε να σου πω! του είπε, δεν μιλάμε για ανθρώπους, για πέτρες μιλάμε!

Και μη παίρνοντας απάντηση, προχώρησε στην δεύτερη είδηση. Ότι δηλαδή, στον τηλεοπτικό σταθμό, που ασχολήθηκε με το δικό τους θέμα, γίνονταν τηλεφωνήματα από κάποιους που έλεγαν ότι είχαν δει την Πέπη στην Χαλκίδα, άλλοι στην Αθήνα και ένας τρίτος είπε ότι την είδε σε ταβέρνα στην Κρήτη. Δεν τους έκανε φυσικά και μεγάλη εντύπωση αυτό, επειδή συνήθως μια εξαφάνιση ερεθίζει την περιέργεια και βγάζει στην επιφάνεια πολλών απωθημένα, χωρίς να λάβουμε βέβαια υπ’ όψιν και την χαρά που θα έπαιρναν αν πετύχαινε η... πρόβλεψη τους.
Εκείνο όμως που τον ξένισε ήταν ότι ψάχνοντας αργότερα στο συρτάρι μια φανέλα για να φορέσει, είδε στη σειρά δέκα πανομοιότυπα, ημιδιαφανή κουτιά, με μασουράκια και βελόνια. Μοδίστρα δεν ήταν η Πέπη. Τι τα ήθελε τόσα πολλά;
-Μήπως το λογικό της δεν δουλεύει πολύ σωστά τελευταία και τριγυρίζει εδώ κι εκεί ψάχνοντας για κλωστές βελόνια και πράσινα άλογα; ή ο δικός μου ο λογισμός άρχισε να κάνει «οχτάρια» από απελπισία; μονολόγησε. Έπρεπε να ξεκουραστεί, πάση θυσία, και να αδειάσει κάπου τις τοξίνες που τον έπνιγαν˙ δεν έβρισκε, όμως, ακόμα, τον τρόπο.
Ήταν κι εκείνη η αλλαγή που έβλεπε στην πεθερά του. Δεν τσίριζε όπως έκανε στην αρχή, ούτε έκλαιγε σιωπηλά σαν τις προηγούμενες μέρες, αλλά όποτε συναντιόνταν, αν και είχε ήρεμη συμπεριφορά, κάτι του έλεγε ότι βιάζονταν να τον ξεφορτωθεί. Και ήταν η μάνα, όχι η οποιαδήποτε. Το δικαιολόγησε, κι αυτό, με την σκέψη ότι πιθανόν μέσα στην καρδιά της να του έριχνε κάποιες ευθύνες για την εξαφάνιση της κόρης της ή ότι, στην χειρότερη περίπτωση, κάτι του έκρυβε.
Τα κλείδωσε, όμως, όλα στο μυαλό κι έπεσε και κοιμήθηκε κανονικά.
Την άλλη μέρα αποφάσισε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να βρει την άκρη. Πήρε λοιπόν το ένα από τα κουτιά που περιείχαν τα μασουράκια, πήγε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και ζήτησε να του δώσουν ένα ίδιο. Η ψιλικατζού τον κοίταξε με δυσαρέσκεια. Σε κανέναν πλανόδιο μόνο θα τα βρεις, του είπε. Τα δίνουν δήθεν πιο φτηνά, αλλά είναι άχρηστα, κόβονται εύκολα. Και του γύρισε την πλάτη.
Μη ξέροντας τι να κάνει και με το κουτί παραμάσχαλα μπήκε στο φούρνο.
Ξέρεις μήπως ποιος τα πουλάει αυτά; ρώτησε την φουρνάρισσα.
Εκείνος... ο μουσάτος, ο Γιώτης, του απάντησε, δεν είναι όμως καλής ποιότητας. Είναι αυτός με το φορτηγάκι, που πουλάει ρούχα και σεντόνια στις γειτονιές, συνέχισε, ήταν εδώ πριν δεκαπέντε μέρες.

Περισσότερα δεν ήξερε να του πει και δεν του χρειάζονταν, μάλλον. Ήδη το μυαλό του συνέδεε το δεκαπενθήμερο, που ανάφερε, με την εξαφάνιση της Πέπης. Μήπως, ο πλανόδιος αυτός έμπορος ζήλεψε τα κάλλη της, τού την έκλεψε και την κρατάει κάπου με το ζόρι; Το ενδεχόμενο αυτό τον προβλημάτισε σοβαρά. Γι’ αυτό πέρασε από το τμήμα και ανέφερε στον Αστυνόμο τα στοιχεία που συνέλεξε και τις σκέψεις που επακολούθησαν˙ πρέπει να μάθουμε για το συγκεκριμένο πρόσωπο, κατέληξε.
Και τα έμαθαν όλα, την επόμενη μέρα, την δέκατη Τρίτη -για την ακρίβεια- από την εξαφάνισή της, όταν η Αστυνομία σταμάτησε ένα φορτηγάκι κοντά σ’ ένα χωριό έξω από την Λάρισα, που το οδηγούσε ο Γιώτης και είχε για συνοδηγό του την Πέπη ντυμένη στα κόκκινα. Στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα, ήταν τοποθετημένη μιά στεφανοθήκη με άσπρα στέφανα˙ παρά το ξάφνιασμα, το ζευγάρι φαίνονταν ευτυχισμένο.
«Τόξευμα έρωτος, ούτως ειπείν», αποφάνθηκε όταν έμαθε τα συμβάντα ο Αστυνόμος, ικανοποιημένος που δεν έμεινε κι αυτή η υπόθεση ανολοκλήρωτη. Στις ερωτήσεις μάλιστα των συναδέλφων του, η άνωθεν αναφερομένη απάντησε κάτι ανάλογο, ότι δηλαδή δεν έκανε τίποτα κακό, αφού με τον Γιώργο απλώς συζούσαν. Και…σαν τίμια γυναίκα, δεν ήταν πρέπον να ζει έτσι άλλο και γύρισε στο …στεφάνι της. Ο Γιώτης ήταν ο άντρας της. Λίγο αλλαγμένος από τα χρόνια, με γκρίζα γένια και μουστάκια, αλλά συνέχιζε να είναι ο άντρας της. Στην μάνα της είχε τηλεφωνήσει να μην στενοχωριέται, στον Γιώργο όμως δίσταζε να το κάνει, γιατί δεν εύρισκε τα κατάλληλα λόγια. Λυπόταν πολύ, τους είπε, αναγνώριζε ότι ήταν καλός άνθρωπος, όμως, απλά, συνέβη να ξαναγαπήσει τον άντρα της και ήθελε να γίνουν πάλι οικογένεια. Άλλωστε, με τον Γιώργο δεν είχαν αποκτήσει και κανένα παιδί!
Έτσι όμως έμελλε να γίνει: Μετά από οχτώ μήνες γέννησε ένα αγοράκι που όταν, κάποια στιγμή, πήγε να του αλλάξει τις πάνες, είδε ψηλά στον αριστερό γοφό, μια στρογγυλή, τριχωτή ελίτσα, παρόμοια, όχι ακριβώς, αλλά ακριβέστατα, με την ελιά που είχε ο Γιώργος στην ίδια θέση και πάγωσε. Σπαργάνωσε αργά-αργά το παιδί και το πήρε στην αγκαλιά της. Αυτή ήταν η τύχη μας του είπε, βάζοντας μέσα σ’ αυτήν την ανεξερεύνητη και σκοτεινή χοάνη της τύχης, που η ίδια συνεχώς προκαλούσε με τις παλινωδίες της, και τους δυό άντρες.
Όσο για εκείνον δεν απάντησε, μέχρι σήμερα, στα τηλεφωνήματά της. Είχε μάθει να αφήνεται στην τόσο ανοικονόμητη ροή της σκατοζωής χωρίς αντίσταση, σα να την έβλεπε από απέναντι, σαν να μην ήταν κι ο ίδιος μέσα.
Τα μασουράκια τα ‘ξέχασε’ στο συρτάρι όταν άλλαξε σπίτι.
Υπεύθυνα δηλώνω ότι η σημασία αυτής της κίνησης δεν ερευνήθηκε ακόμα.

(Σκατοζωή: η ζωή που για να συντηρηθεί αφήνει πολλά απορρίμματα).

(Tο διήγημα το αφιερώνω στους ανθρώπους της Κορομηλιάς, όπου έζησα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια- τους το οφείλω. Μπάγγου Ουρανία).



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 και 25.9.2008

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ