5.9.09

Rainer Maria Rilke: Ο νεκροθάφτης



ΟΔΟΣ 6.8.2009 | 504

Μετάφραση: Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου, Καστοριά


Στο Σαν Ρόκκο είχε πεθάνει ο γέρος νεκροθάφτης. Καθημερινά ανακοινώνονταν ότι έψαχναν καινούργιο γι αυτή τη θέση. Πέρασαν όμως τρεις βδομάδες, ή και περισσότερες, χωρίς να παρουσιαστεί κανένας υποψήφιος. Και επειδή σ' αυτό το διάστημα δεν είχε πεθάνει κανείς στο Σαν Ρόκκο, δεν φάνηκε να βιάζονται και πολύ αλλά περίμεναν με την ησυχία τους. Περίμεναν, μέχρι που κάποιο βράδυ του Μάη εμφανίστηκε ο ξένος που ήθελε να πάρει την θέση. Η Γκίτα, η κόρη του δημάρχου, ήταν η πρώτη που τον είδε. Βγήκε από το γραφείο του πατέρα της (δεν τον είχε δει να μπαίνει) και ήρθε κατ' ευθείαν προς το μέρος της, λες και περίμενε να την συναντήσει στην μισοσκότεινη είσοδο.
“Είσαι η κόρη του;” ρώτησε με πολύ σιγανή φωνή και ο τρόπος που πρόφερε τις λέξεις ήταν κάπως παράξενος, πρόδιδε ξένον.
Η Γκίτα έγνεψε καταφατικά και προχώρησε με τον ξένο μέχρι ένα χαμηλό παράθυρο που άφηνε να περάσει μέσα η λάμψη και η ερημιά που βασίλευε στο σοκάκι την ώρα εκείνη του βραδινού. Εκεί κοιτάχτηκαν ερευνητικά. Η Γκίτα είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από την μορφή του ξένου άντρα, ώστε μόνο αργότερα πρόσεξε, ότι κι αυτός, όλη αυτή την ώρα που στεκόταν και τον παρατηρούσε, πρέπει να την κοίταζε επίσης. Ήταν ψηλός και λεπτός και φορούσε μαύρα ταξιδιωτικά ρούχα σε γραμμή σίγουρα ξένη .Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και χτενισμένα όπως των ευγενών. Εδώ που τα λέμε, είχε κάτι το ευγενικό επάνω του, θα μπορούσε να είναι κληρικός η γιατρός. Πολύ παράξενο να ήταν νεκροθάφτης. Και ασυναίσθητα κοίταξε τα χέρια του. Της έδειξε και τα δυο, σαν τα μικρά παιδιά.
“Δεν είναι δύσκολη δουλειά”, είπε, και αν και κοίταζε τα χέρια του ένοιωσε το χαμόγελο στα χείλη του, χαμόγελο σαν ηλιαχτίδα.
Μετά πήγαν ως την πύλη του σπιτιού. Ο δρόμος ήταν κιόλας σκοτεινός.
“Είναι μακριά;” ρώτησε ο ξένος και κοίταξε τα σπίτια που έφταναν μέχρι την άκρη απ' το σοκάκι. Ήταν παντέρημος.
“Όχι, όχι πολύ μακριά, αλλά θα σε πάω μέχρι εκεί, δεν μπορείς να βρεις τον δρόμο μόνος σου, ξένε.”
“Εσύ τον ξέρεις;” ρώτησε σοβαρά ο άντρας.
“Και πολύ καλά μάλιστα, από μικρό παιδί τον έχω μάθει απ' έξω, γιατί οδηγεί στη μητέρα μου, που την στερηθήκαμε πολύ νωρίς. Εκεί πέρα ησυχάζει, θα σου δείξω που”.
Έπειτα προχώρησαν σιωπηλοί, και τα βήματά τους είχαν γίνει ένα μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ξαφνικά, ο μαυροντυμένος άντρας ρώτησε: “ Πόσο χρονών είσαι, Γκίτα;”
“Δεκάξι”, είπε το παιδί και τεντώθηκε λιγάκι, “ δεκάξι, και κάθε μέρα και λίγο μεγαλύτερη”.
Ο ξένος χαμογέλασε.
“Αλλά”, είπε χαμογελώντας και αυτή, “ εσύ πόσο είσαι;”.
“Μεγαλύτερος. Πολύ πιο μεγάλος από σένα, Γκίτα, έχω τα διπλά σου χρόνια, και κάθε μέρα μεγαλώνω πολύ, πολύ περισσότερο”
Τώρα στέκονταν έξω από την πύλη του νεκροταφείου.
“Εκεί είναι το σπίτι όπου θα μένεις, δίπλα στον νεκροθάλαμο” είπε το κορίτσι και έδειξε με το χέρι μέσα από τα κάγκελα της πύλης στην άλλη άκρη του νεκροταφείου, όπου στεκόταν ένα μικρό σπιτάκι, χαμένο μέσα στον κισσό.
“Α, έτσι, εδώ είναι λοιπόν”, είπε ο ξένος και παρατήρησε αργά-αργά τον καινούριο του χώρο από την μια άκρη στην άλλη. “ Ήταν γέρος ο νεκροθάφτης;” ρώτησε.
“Ναι, πολύ γέρος. Έμενε εδώ με την γυναίκα του, κι αυτή ήταν πολύ γριά. Έφυγε αμέσως μετά τον θάνατό του, δεν ξέρω για που”.
Ο ξένος είπε μόνο: “α, έτσι” και φάνηκε να σκέφτεται κάτι άλλο. Και ξαφνικά στράφηκε προς την Γκίτα: “Πρέπει να πηγαίνεις τώρα, παιδί μου, πέρασε πολύ η ώρα. Δεν φοβάσαι μόνη σου;”
“Όχι, πάντα μόνη μου είμαι. Εσύ όμως, δεν φοβάσαι εδώ έξω;”
Ο ξένος κούνησε αρνητικά το κεφάλι και έπιασε το χέρι της κοπέλας που το κράτησε πιέζοντας το απαλά αλλά σταθερά: “ Κι εγώ πάντα μόνος είμαι-” είπε σιγανά, και ψιθύρισε ξάφνου με κομμένη την ανάσα: “Άκου.” Και άκουσαν και οι δυο ένα αηδόνι που άρχισε να κελαηδά μέσα στον αγκαθωτό φράχτη του νεκροταφείου, και τους τύλιξε γύρω τριγύρω το κυματιστό αντιλάλημα και τους πλημμύρισε η νοσταλγία και η ευδαιμονία αυτής της μελωδίας.


Το επόμενο πρωΐ άρχισε την δουλειά του ο καινούργιος νεκροθάφτης του Σαν Ρόκκο. Με πολύ ασυνήθιστο τρόπο αντιλαμβανόταν το καθήκον του. Έσκαψε όλο τον χώρο του νεκροταφείου, και δημιούργησε έναν μεγάλο ανθόκηπο. Οι παλιοί τάφοι έχασαν όλη εκείνη την μελαγχολική θωριά τους και χάθηκαν μέσα στα άνθη των λουλουδιών και τους βλαστούς των περικοκλάδων. Και πιο πέρα, πέρα από το κεντρικό μονοπάτι όπου μέχρι τότε φύτρωνε παραμελημένο γρασίδι, έφτιαξε ο άντρας πολλά μικρά παρτέρια με λουλούδια, όμοια με εκείνα των τάφων της άλλης πλευράς και έτσι τα δυο μέρη του νεκροταφείου ισορροπούσαν πολύ όμορφα μεταξύ τους. Ο κόσμος που ερχόταν από τη πόλη ούτε που μπορούσε να διακρίνει και να βρει τους τάφους των αγαπημένων του, και μάλιστα κάποια φορά μια γριά μητερούλα γονάτισε και έκλαιγε σε ένα άδειο παρτέρι στην δεξιά πλευρά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως η προσευχή για τον γιό της που ήταν παρέκει, κάτω από τις ανεμώνες, πήγε χαμένη. Αλλά οι κάτοικοι του Σαν Ρόκκο, όταν έβλεπαν αυτό το νεκροταφείο δεν υπέφεραν πια τόσο πολύ από το βαρύ φορτίο του θανάτου. Όταν τύχαινε να πεθάνει κάποιος, (και αυτοί ήταν συνήθως ηλικιωμένοι εκείνη την αξιομνημόνευτη Άνοιξη), ο δρόμος προς τα εκεί εξακολουθούσε μακρύς και θλιβερός, όταν έφταναν όμως μετατρεπόταν πάντα σε μια μικρή, σιωπηρή γιορτή. Τα λουλούδια ξεπρόβαλαν από κάθε γωνιά και συσσωρεύονταν γύρω στον φρεσκοσκαμένο λάκκο λες και το μαύρο στόμα της γης είχε ανοίξει μόνο και μόνο για να προφέρει την λέξη, λουλούδια, χιλιάδες λουλούδια.
Η Γκίτα έβλεπε όλες αυτές τις αλλαγές. Ήταν σχεδόν καθημερινά εκεί έξω, στον ξένο. Στεκόταν δίπλα του την ώρα που δούλευε, του έθετε ερωτήσεις κι εκείνος απαντούσε. Ο ρυθμός του σκαψίματος ανακατεύονταν με τις κουβέντες τους που συχνά διακόπτονταν από τον θόρυβο της τσάπας. “Από μακριά, από τα βόρια”, είπε ο ξένος σε κάποια ερώτηση. “Από ένα νησί,” και έσκυψε να βγάλει μερικά αγριόχορτα “από την θάλασσα. Από μια άλλη θάλασσα. Μια θάλασσα που με την δική σας (την ακούω κάπου-κάπου να ανασαίνει βαθιά μέσα στην νύχτα, αν και είναι δυο μέρες δρόμο από εδώ) δεν έχει τίποτα κοινό. Η δική μας θάλασσα είναι γκρίζα και απάνθρωπη και έκανε τους ανθρώπους που μένουν εκεί κατσούφηδες και σιωπηλούς .Την Άνοιξη την αυλακώνουν θύελλες, θύελλες που δεν αφήνουν τίποτα να βλαστήσει, και έτσι περνάει ο Μάης χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα και τον χειμώνα παγώνει και φυλακίζει τους πάντες που ζουν στα νησιά.”
“Ζουν πολλοί στα νησιά;”
“Όχι και πολλοί.”
“Και γυναίκες;”
“Ναι.”
“Και παιδιά;”
“Ναι, και παιδιά.”
“Έχει και νεκρούς;”
“Και πολλούς μάλιστα. Γιατί φέρνει πολλούς η θάλασσα και τους αποθέτει τη νύχτα στην παραλία, και όποιος τους βρει δεν τρομάζει, κουνάει μόνο το κεφάλι, κουνάει το κεφάλι, όπως κάποιος που το ξέρει πια από πολύ καιρό. Είναι ένας γέρος στα μέρη μας που μας παράδειχνε για κάποιο μικρό νησί στο οποίο η θάλασσα είχε βγάλει τόσους πολλούς νεκρούς που δεν έμενε πια χώρος για τους ζωντανούς. Ήταν σαν να τους είχαν πολιορκήσει οι νεκροί. Ίσως βέβαια να είναι μόνο μια ιστορία και να κάνει λάθος ο γέρος που την αφηγείται. Δεν την πιστεύω.
Πιστεύω, πως η ζωή είναι δυνατότερη από τον θάνατο”
Η Γκίτα έμεινε για λίγο βουβή. Έπειτα είπε: “ Κι όμως, η μητέρα μου πέθανε”
Ο ξένος σταμάτησε το σκάψιμο και στηρίχτηκε στην τσάπα: “Ναι, κι εγώ ξέρω μια γυναίκα που πέθανε, αλλά εκείνη το ήθελε”.
“Ναι”, είπε η Γκίτα σοβαρά. “Μπορώ να το φανταστώ, ότι ορισμένοι θέλουν να πεθάνουν”.
“Oι περισσότεροι άνθρωποι το θέλουν και γι' αυτό πεθαίνουν κι εκείνοι οι λίγοι που θέλουν να ζήσουν. Παρασύρονται και αυτοί, ούτε καν τους ρωτούν. Γύρισα όλον τον κόσμο, Γκίτα, μίλησα με πολλούς ανθρώπους και τους ρώτησα να μου απαντήσουν από το βάθη της καρδιάς τους. Κανένας δεν μου είπε, ότι δε θέλει να πεθάνει. Βέβαια μερικοί είπαν ακριβώς το αντίθετο και ο φόβος τους έκανε ακόμη πιο δυνατούς. Τι και τι δεν λένε όμως οι άνθρωποι. Πίσω απ αυτό κρυβόταν η θέληση, η θέληση που δεν μιλάει και αυτή η θέληση ήταν που κατέληγε στον θάνατο, όπως το φρούτο που πέφτει από το δέντρο στο έδαφος. Αυτό δεν το σταματάει τίποτα”.

Έτσι ήρθε το καλοκαίρι. Και κάθε καινούργια μέρα που άρχιζε με το ξύπνημα των μικρών πουλιών έβρισκε την Γκίτα έξω, κοντά στον ξένο από τον Βορρά. Στο σπίτι άρχισαν να την προειδοποιούν, να την μαλώνουν, δοκίμασαν να την σταματήσουν ασκώντας πάνω της βία και τιμωρίες. Όλα άδικα. Η Γκίτα είχε προσκολληθεί στον ξένο σαν να της ανήκε κληρονομικά. Κάποια μέρα τον κάλεσε ο δήμαρχος, ένας πελώριος άντρας με βαθιά και βροντερή φωνή. “ Το παιδί σας νοιώθει μοναξιά, αφέντη Βινιόλα”, είπε ο ξένος απαντώντας στις κατηγόριες εναντίον του, απόλυτα ήρεμος και με μια ελαφρά υπόκλιση. “Δεν μπορώ να της απαγορεύσω να βρίσκεται κοντά μου και κοντά στη μητέρα της. Δεν της χάρισα τίποτα, ούτε και της υποσχέθηκα κάτι, ποτέ δεν την αποκάλεσα με οποιονδήποτε χαρακτηρισμό.” Αυτά είπε όλο σεβασμό και γεμάτος σιγουριά και έφυγε αμέσως μετά. Γιατί δεν είχε τίποτα άλλο να προσθέσει.
Τώρα ο κήπος ήταν ολάνθιστος και εκτείνονταν ως τις άκρες του φράχτη και άξιζε τον κόπο όλη η δουλειά που είχε γίνει για χάρη του. Και μερικές φορές σταματούσε η δουλειά κάπως νωρίτερα, και κάθονταν τότε στον πάγκο έξω από το σπιτάκι και χάζευαν το σούρουπο που σιγά-σιγά μετατρέπονταν σε βράδυ. Τότε η Γκίτα ρωτούσε και ο ξένος απαντούσε και ανάμεσά τους απλώνονταν απόλυτη σιωπή, τότε μιλούσαν τα πράγματα. “Σήμερα θα σου αφηγηθώ για κάποιον άντρα και πως πέθανε η αγαπημένη του γυναίκα”, άρχισε κάποτε ο ξένος μετά από μια τέτοια απόλυτη σιωπή, και τα χέρια του έτρεμαν το ένα μέσα στ' άλλο. “ Ήταν φθινόπωρο και τόξερε πως θα πέθαινε. Το είχαν πει οι γιατροί. Όμως, θα μπορούσαν και νάχαν κάνει λάθος. Αλλά, αυτή η ίδια, η γυναίκα, το είχε πει πολύ πριν απ' αυτούς. Και αυτή δεν γελιόταν”.
“Ήθελε να πεθάνει;” ρώτησε η Γκίτα όταν ο ξένος σταμάτησε.
“Ήθελε, Γκίτα. Ήθελε κάτι διαφορετικό από την ζωή. Υπήρχαν πάντα πολλοί γύρω της, αυτή ήθελε να είναι μόνη. Ναι, το ήθελε πολύ. Όταν ήταν κοπέλα, δεν ήταν ποτέ μόνη όπως εσύ. Και όταν παντρεύτηκε, τότε το ήξερε, πως ήταν μόνη. Εκείνη όμως ήθελε να είναι μόνη και να μην το ξέρει.”
“Ο άντρας της, δεν ήταν καλός;”
“Ήταν καλός Γκίτα, γιατί την αγαπούσε, και αυτή τον αγαπούσε, αλλά παρ’ όλα αυτά Γκίτα, δεν άγγιζαν ο ένας τον άλλο. Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά απόμακροι μεταξύ τους. Και εκείνοι που αγαπιούνται είναι συχνά πολύ πιο απομακρυσμένοι. Δίνουν όλο τους το είναι και δεν μπορούν να το πιάσουν, και αυτό μένει κάπου ανάμεσά τους και όσο πάει και ανυψώνεται σαν πύργος και τελικά τους εμποδίζει να δουν ο ένας τον άλλον και να πλησιάσουν. Εγώ όμως ήθελα να σου μιλήσω για την γυναίκα που πέθανε. Πέθανε λοιπόν. Ήταν πρωΐ, και ο άντρας που δεν είχε κοιμηθεί καθόταν δίπλα της και είδε πώς πέθανε. Ξαφνικά τεντώθηκε, σήκωσε το κεφάλι και όλη της η ζωή συγκεντρώθηκε στο πρόσωπό της και στεκόταν εκεί σαν άπειρα λουλούδια να είχαν γεμίσει τα χαρακτηριστικά της .Και ήρθε ο θάνατος και την άρπαξε με μια λαβή, την άρπαξε σαν νάταν από μαλακό πηλό και άφησε πίσω του την όψη της να χάσκει, όλο γωνίες και τραβήγματα. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά και όλο και άνοιγαν περισσότερο όταν προσπαθούσε να τα κλείσει, σαν όστρακα που μέσα τους έχει πεθάνει το ζώο. Και ο άντρας που δεν μπορούσε να βλέπει ότι μάτια που δεν έβλεπαν, έμεναν ανοιχτά, πήρε από τον κήπο δύο μικρά μπουμπούκια τριαντάφυλλων και τα έβαλε πάνω στα βλέφαρα, για βάρος. Τώρα τα μάτια παρέμειναν κλειστά και αυτός κάθισε και κοίταζε για ώρα πολλή το νεκρό πρόσωπο. Και όσο περισσότερο το κοίταζε, τόσο καθαρότερα διέκρινε ότι υπήρχαν ακόμη απαλά κύματα ζωής στην άκρη των χαρακτηριστικών της και έπειτα απομακρύνονταν και πάλι αργά. Θυμήθηκε πολύ αμυδρά, ότι σε κάποια πολύ όμορφη στιγμή της ζωής αυτής είχε δει στο πρόσωπό της, και το ήξερε ότι επρόκειτο για την πιο άγια της ζωή, εκείνο που δεν μπόρεσε να μοιραστεί ποτέ μαζί της. Ο θάνατος δεν είχε καταφέρει να της αφαιρέσει αυτήν την ζωή. Εξαπατήθηκε από όλα όσα είχαν εμφανιστεί στα χαρακτηριστικά της. Αυτά της είχε αφαιρέσει, μαζί με το απαλό περίγραμμα του προσώπου της. Η άλλη ζωή όμως εξακολουθούσε να της ανήκει. Πριν από μια στιγμή μόνο είχε ξεχειλίσει από το σιωπηλό της στόμα και τώρα υποχώρησε και πάλι, κύλησε αθόρυβα προς τα μέσα και συσσωρεύτηκε κάπου πάνω από την άψυχη καρδιά της.
Και ο άντρας που τόσο είχε αγαπήσει αυτήν την γυναίκα, τόσο απόλυτα όπως κι' αυτή τον ίδιο, ο άντρας ένοιωσε μια ανείπωτη λαχτάρα, αυτήν την ζωή που ξέφυγε από τον θάνατο να την κάνει δική του. Δεν ήταν άλλωστε και ο μόνος που τόχε νοιώσει, ο κληρονόμος των λουλουδιών της, των βιβλίων και των φορεμάτων της όλων, που δεν έπαψαν να αναδύουν την ευωδιά του κορμιού της; Αλλά δεν ήξερε πως θα μπορούσε να κρατήσει αυτή την ζεστασιά που όσο πήγαινε και χανόταν αδυσώπητα από τα μάγουλά της, πως να την πιάσει, με τι να την αντλήσει; έψαξε να πιάσει το χέρι της νεκρής που ακουμπούσε πάνω στην κουβέρτα άδειο και ανοιχτό, σαν την σάρκα ενός φρούτου που έχουν βγάλει το κουκούτσι του. Η κρυάδα το χεριού αυτού ήταν ισομερής και βουβή και έδινε κιόλας απόλυτα την αίσθηση ενός αντικειμένου που έμεινε όλη την νύχτα εκτεθειμένο στην πάχνη για να παγώσει και να ξηραθεί αμέσως με το πρώτο πρωινό αεράκι. Τότε ξάφνου, κάτι κουνήθηκε στο πρόσωπο της νεκρής. Ο άντρας κοίταξε εναγώνια προς τα εκεί. Όλα ήρεμα, όμως για μια στιγμή σπαρτάρισε το μπουμπούκι του τριαντάφυλλου πάνω στο αριστερό μάτι. Και τότε είδε ο άντρας, ότι και το τριαντάφυλλο στο δεξί μάτι μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Το πρόσωπο είχε συνηθίσει τον θάνατο, αλλά τα τριαντάφυλλα άνοιγαν σαν μάτια που κοίταζαν κάποια άλλη ζωή. Και όταν βράδιασε, όταν έφτασε το βράδυ αυτής της αθόρυβης μέρας, πήρε ο άντρας στα τρεμάμενα χέρια του δύο μεγάλα, κόκκινα τριαντάφυλλα και τα πήγε στο παράθυρο. Μέσα σ΄ αυτά που έτρεμαν από το βάρος τους, κουβάλησε την ζωή της, το περίσσευμα της ζωής της, αυτήν που και ο ίδιος ποτέ δεν είχε συλλάβει.” Ο ξένος στήριξε το κεφάλι στα χέρια του και απέμεινε σιωπηλός. Όταν κουνήθηκε, ρώτησε η Γκίτα:
“Και ύστερα;”
“Και ύστερα έφυγε, τι άλλο να έκανε; Δεν πίστευε όμως στον θάνατο, πίστευε μόνο ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να πλησιάσουν μεταξύ τους, ούτε οι ζωντανοί αλλά ούτε και οι νεκροί. Και αυτή είναι η δυστυχία τους, όχι ότι πεθαίνουν.”
“Ναι, το ξέρω κι εγώ, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι αυτό”, είπε η Γκίτα θλιμμένα. “Είχα ένα μικρό άσπρο κουνελάκι πολύ τρυφερό, και δεν μπορούσε να κάνει χωρίς εμένα. Και έπειτα αρρώστησε, πρήστηκε ο λαιμός του και πονούσε σαν να ήταν άνθρωπος. Και με κοίταζε και παρακαλούσε, παρακαλούσε με τα μικρά του ματάκια, ήλπιζε, πίστευε, ότι θα μπορούσα να το βοηθήσω. Και στο τέλος σταμάτησε να με κοιτάζει και πέθανε στην αγκαλιά μου ολομόναχο, λες και βρισκόταν εκατοντάδες μίλια μακρυά μου”.
“Δεν θα έπρεπε να παίρνουμε κοντά μας ζώα, Γκίτα, αυτό είναι αλήθεια. Φορτωνόμαστε με ενοχές, υποσχόμαστε πολλά και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μια συνεχής απάρνηση είναι η συμμετοχή μας σ' αυτήν την σχέση. Και δεν διαφέρει καθόλου στους ανθρώπους, μόνο που τότε φταίνε και οι δύο, ο ένας έναντι του άλλου. Και αυτό σημαίνει να αγαπάς. Να φορτώνουμε ο ένας στον άλλον ενοχές, τίποτα άλλο, Γκίτα, τίποτα άλλο”.
“Το ξέρω,” είπε η Γκίτα, “ είναι όμως ασήκωτες”.
Και μετά τριγύρισαν, χέρι με χέρι, μέσα στο νεκροταφείο και δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει.

Άλλαξε όμως. Ήρθε ο Αύγουστος και μια μέρα του Αυγούστου που τα σοκάκια της πόλης έμοιαζαν σαν να είχαν πυρετό, βαριά, τρομαγμένα, χωρίς την παραμικρή πνοή αέρα, ο ξένος περίμενε την Γκίτα στην πύλη του νεκροταφείου, χλωμός και κατηφής.
“Είδα ένα πολύ άσχημο όνειρο, Γκίτα”, της φώναξε. “Πήγαινε σπίτι και μην ξανάρθεις, αν δεν σε ειδοποιήσω. Ίσως να έχω πολλή δουλειά τώρα. Σύρε στο καλό.”
Αυτή όμως ρίχτηκε πάνω στο στήθος του κλαίγοντας. Κι αυτός την άφησε να κλάψει για ώρα πολλή και όταν εκείνη απομακρύνθηκε, την κοίταζε μέχρι που χάθηκε. Δεν είχε κάνει λάθος. Άρχισε η πολλή δουλειά. Καθημερινά έφταναν τώρα δύο η και τρεις νεκρικές πομπές. Τις συνόδευαν πολλοί κάτοικοι. Ήταν πλούσιες και μεγαλοπρεπείς κηδείες, με χορωδίες και λιβάνια. Ο ξένος όμως ήξερε αυτό που κανείς δεν είχε προφέρει ακόμα: Η πανούκλα ήταν κιόλας στην πόλη. Οι μέρες γίνονταν όλο και πιο ζεστές, ο ήλιος πιο καυτερός κάτω από τον θανατερό ουρανό, και οι νύχτες ερχόταν και έφευγαν χωρίς να δροσίσουν. Και τρόμος και φόβος βάραινε τα χέρια εκείνων που πήγαιναν στη δουλειά και στις καρδιές εκείνων που αγαπούσαν -και τους παρέλυε. Τα σπίτια είχαν γεμίσει σιωπή, όπως την μέρα των Χριστουγέννων ή στη μέση της νύχτας, Αλλά οι εκκλησίες γέμιζαν με ταραγμένα πρόσωπα. Και ξαφνικά άρχιζαν να χτυπούν οι καμπάνες, όλες μαζί, ξεσπούσαν σε θρήνους: Λες και είχαν πηδήσει πάνω στα σχοινιά τους άγρια ζώα και τα δάγκαναν ασταμάτητα: Τέτοιος ήχος, χωρίς να παίρνουν ανάσα.
Αυτές τις τρομερές μέρες ο νεκροθάφτης ήταν ο μόνος που δούλευε. Τα μπράτσα του είχαν δυναμώσει από τις μεγαλύτερες απαιτήσεις της δουλειάς του, και μάλιστα ένοιωθε και μια κρυφή χαρά, την χαρά του αίματος που κινούνταν πολύ πιο γρήγορα.

Αλλά κάποιο πρωί, όταν μόλις είχε ξυπνήσει από έναν σύντομο ύπνο, είδε την Γκίτα να στέκεται μπροστά του.” Είσαι άρρωστη;”
“Όχι, όχι”. Και τότε μόνο άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει τι του έλεγε τόσο γρήγορα και με τέτοια ταραχή.
Του είπε, ότι οι κάτοικοι του Σαν Ρόκκο ερχόταν προς τα εδώ με κακές προθέσεις. Ήθελαν να τον σκοτώσουν γιατί “εσύ, λένε, προκάλεσες την πανούκλα. Εσύ έφτιαξες στην άδεια πλευρά του νεκροταφείου, όπου δεν υπήρχε τίποτα, βουναλάκια, τάφους, λένε, και προκάλεσες τους πεθαμένους με αυτούς τους τάφους. Φύγε, φύγε!” παρακαλούσε η Γκίτα και έπεσε στα γόνατα με όλη της την δύναμη, λες και βούτηξε από την κορυφή κάποιου πύργου. Και στο δρόμο διακρίνονταν κιόλας ο όχλος που όσο πλησίαζε γινόταν μεγαλύτερος. Πρώτα η σκόνη. Και μέσα από το πετρωμένο μουρμουρητό του πλήθους ξεχωρίζουν μεμονωμένα λόγια και απειλές. Και η Γκίτα αναπηδά και πέφτει πάλι στα γόνατα και θέλει να τραβήξει μαζί της τον ξένο.
Αυτός όμως στέκεται λες και είναι από πέτρα, στέκεται και την προστάζει να μπει μέσα στο σπίτι του και να περιμένει. Υπακούει. Κουρνιάζει πίσω από την πόρτα και οι χτύποι της καρδιάς της ανεβαίνουν μέχρι το λαρύγγι, κατεβαίνουν στα χέρια, απλώνονται σε όλο της το σώμα.
Τότε καταφθάνει μία πέτρα, και άλλη μία. Ακούγονται και οι δυό που καταλήγουν στον φράχτη. Η Γκίτα δεν αντέχει πια. Ανοίγει διάπλατα την πόρτα και τρέχει, τρέχει κατευθείαν πάνω στην τρίτη πέτρα, κι αυτή βρίσκει και κατακομματιάζει το μέτωπό της. Ο ξένος την αρπάζει την ώρα που πέφτει και την μεταφέρει μέσα στο μικρό, σκοτεινό σπίτι. Και το πλήθος αλαλάζει και έχει πλησιάσει κιόλας τον χαμηλό δέντρινο φράχτη που δεν μπορεί να το συγκρατήσει. Τότε όμως συμβαίνει κάτι απροσδόκητο, τρομακτικό. Ο μικροσκοπικός γραμματέας με το φαλακρό κεφάλι, ο Θεόφιλος, αρπάζεται ξάφνου από τον διπλανό του, τον σιδερά από το σοκάκι της Αγίας Τριάδας. Τρεκλίζει και τα μάτια του γυρίζουν ανάποδα, με έναν πολύ περίεργο τρόπο Και την ίδια στιγμή αρχίζει στην τρίτη σειρά ένας νεαρός να ταλαντεύεται και πίσω του ουρλιάζει μια γυναίκα, μια εγκυμονούσα, ουρλιάζει, ουρλιάζει, και όλοι ξέρουν αυτό το ουρλιαχτό και αρχίζουν να σπρώχνονται, τρελοί από τον φόβο. Ο σιδεράς, ένας πανύψηλος δυνατός άντρας, τρέμει και αποτινάζει το χέρι που είχε πιαστεί ο γραμματέας, λες και ήθελε να τον αποτινάξει από πάνω του, τινάζει και τινάζει.....

Και μέσα στο σπίτι η ξαπλωμένη στο κρεβάτι Γκίτα ανακτά τις αισθήσεις και αφουγκράζεται.
“ Έφυγαν”, λέει ο ξένος που έχει γείρει επάνω της. Δεν μπορεί πια να τον δει, αλλά αγγίζει απαλά το σκυμμένο του πρόσωπο για να αντιληφθεί και πάλι , πως ήταν. Νοιώθει σαν να είχαν ζήσει μαζί πολύ-πολύ καιρό, ο ξένος και αυτή, χρόνια και χρόνια.
Και ξαφνικά λέει: “ Δεν έχει σημασία ο χρόνος, έτσι;”
“ Όχι” λέει αυτός, “ Γκίτα , δεν έχει σημασία ο χρόνος.” Και ξέρει πολύ καλά, τι εννοεί Έτσι πεθαίνει.
Και την θάβει σε έναν τάφο στην άκρη το κεντρικού δρόμου εκεί όπου λάμπει το αστραφτερό χαλίκι. Και βγαίνει το φεγγάρι και μοιάζει σαν να έσκαβε ασήμι. Και την βάζει ανάμεσα σε λουλούδια και την σκεπάζει με λουλούδια. “Αγαπημένη”, λέει και στέκει για λίγο ακίνητος. Αμέσως όμως μετά, λες και φοβόταν την ακινησία και την περισυλλογή, αρχίζει την δουλειά. Επτά φέρετρα είναι ακόμη άταφα. Τα είχαν μεταφέρει την προηγούμενη μέρα. Χωρίς μεγάλη πομπή, αν και σε ένα από αυτά, εκείνο από αστραφτερή βαλανιδιά, αναπαυόταν ο Τζιαν Μπατίστα Βινιόλα, ο δήμαρχος.

Όλα έχουν αλλάξει. Δεν ισχύουν πια οι αξίες. Αντί για έναν νεκρό με πολλούς ζωντανούς, τώρα έρχεται ένας ζωντανός μόνο και φέρνει πάνω στο κάρο του, τρία, τέσσερα φέρετρα. Ο κοκκινομούρης Πίππο, που τόχει κάνει επάγγελμα. Και ο ξένος μετράει, πόσο χώρο έχει ακόμη. Χώρο για περίπου άλλους δεκαπέντε τάφους. Και έτσι αρχίζει την δουλειά του και στην αρχή η τσάπα είναι η μοναδική φωνή μέσα στη νύχτα. Μέχρι που ξανακούγεται ο θάνατος από την πόλη. Γιατί τώρα πια κανείς δεν κρύβεται. Δεν είναι καν μυστικό. Όποιον αρπάξει ο θάνατος, η έστω και ο φόβος του θανάτου, ουρλιάζει, ουρλιάζει ασταμάτητα, μέχρι νάρθει το τέλος. Οι μάνες φοβούνται από τα ίδια τους τα παιδιά, κανένας δεν ξέρει πια κανέναν, λες και βρίσκονται σε απόλυτο σκοτάδι. Κάποιο απεγνωσμένοι ξεφαντώνουν και πετούν τις μεθυσμένες πόρνες, όταν αρχίζουν να παραπατούν, από τα παράθυρα, από φόβο μήπως και κολλήσουν την αρρώστια.
Αλλά ο ξένος έξω συνεχίζει το σκάψιμο. Νοιώθει κάπως έτσι: Όσο διάστημα είναι ο αφέντης εδώ πέρα, σ' αυτούς τους τέσσερις φράχτες από θάμνους, όσο μπορεί να συγυρίζει και να τακτοποιεί, τουλάχιστον το εξωτερικό, τουλάχιστον με λουλούδια και παρτέρια, όσο μπορεί να δίνει κάποιο νόημα σ' αυτόν τον θεότρελο θανατά και να τον συμφιλιώνει με τον γύρω χώρο και να τον συμβιβάζει μ' αυτή την γη, ο άλλος δεν έχει κανένα δικαίωμα και ίσως νάρθει κάποια μέρα που αυτός- ο θανατάς-θα κουραστεί και θα υποχωρήσει.
Και δύο τάφοι είναι κιόλας έτοιμοι. Τότε όμως ακούγονται γέλια, φωνές κι' ένα αμάξι τρίζει.
Το αμάξι είναι παραφορτωμένο με πτώματα. Και ο κοκκινομούρης Πίππο βρήκε και συντρόφους για να τον βοηθούν. Και αυτοί αρχίζουν να πιάνουν στα τυφλά ένα πτώμα και να το σπρώχνουν προς τα έξω, ένα που μοιάζει να προσπαθεί να αμυνθεί και το εκσφενδονίζουν πάνω από τον φράχτη, στον αυλόγυρο. Και άλλο ένα. Ο ξένος συνεχίζει ατάραχος την δουλειά του. Μέχρι που πέφτει μπροστά στα πόδια του το σώμα ενός μικρού κοριτσιού, γυμνό και καταματωμένο, με ανάκατα μαλλιά. Και τότε αρχίζει να απειλεί ο ξένος μέσα στη νύχτα. Και είναι έτοιμος να ξαναρχίσει δουλειά. Οι μεθυσμένοι νεαροί όμως δεν ησυχάζουν, δεν παίρνουν από λόγια. Ο κοκκινομούρης Πίππο εμφανίζεται συνεχώς, σηκώνει το κεφάλι και πετάει ένα σώμα πάνω από τον φράχτη. Τα πτώματα συσσωρεύονται γύρω από τον σιωπηλό εργάτη. Πτώματα, κι άλλα, κι άλλα. Η τσάπα γίνεται όλο και πιο βαριά. Τα χέρια των νεκρών φαίνονται σαν να προσπαθούν να αμυνθούν. Και τότε ο ξένος σταματά. Στο μέτωπό του τρέχει ο ιδρώτας. Στο στήθος του κάτι παλεύει. Πλησιάζει τότε στον φράχτη, και όταν σηκώνεται και πάλι το ολοστρόγγυλο κεφάλι του Πίππο τινάζει με όλη του την δύναμη την τσάπα, πετυχαίνει τον στόχο, και βλέπει όταν την ξαναμαζεύει ότι είναι μαύρη και υγρή. Την πετάει μακριά του και σκύβει το κεφάλι. Και βγαίνει αργά -αργά από τον κήπο μέσα στη νύχτα. Νικημένος. Ένας που ήρθε νωρίς, πάρα πολύ νωρίς.


Το κείμενο είναι μετάφραση από διήγημα του Ρίλκε και το αφιερώνω στις προηγούμενες, στις τωρινές και, πολύ φοβούμαι, και στις επόμενες δημοτικές αρχές.
Χρυσούλα Πατρώνου – Παπατέρπου


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6 Αυγούστου 2009, αρ. φύλλου 504

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ