9.9.09

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Μόνο ένα όνειρο ήταν καλοκαιρινής νύχτας


ΟΔΟΣ 6.8.2009 | 504

Είμαι είκοσι-τριών χρόνων και στο πέμπτο έτος της σχολής μου˙ σχεδόν τελειώνω. Και είναι λίγο δύσκολα αυτά, τα ….«τελειώματα». Όχι μόνο γιατί εκφράζουν το τέλος μιας εποχής που μπορεί να μην ήταν, αλλά έμοιαζε, τουλάχιστον, «ελεγχόμενη» κάπως από πλευράς σπουδών, και «φροντιστηριακή» από την σκοπιά των ανθρώπινων σχέσεων. Συνδέονται, όμως, τα «τελειώματα», νομοτελειακά, και με μια νέα αρχή. Αρχή για δουλειά, για περισσότερο «παραγωγικές» σχέσεις, υπό το φως μιας καινούργιας οπτικής.

Η φάση που περνώ παίζει ανάμεσα στην εμφάνιση των νυχιών μου και τη σκέψη αν ο δρόμος που βαδίζω είναι αυτός που με γεμίζει βαθύτερα, και που με αφορά σαν άτομο. Δεν έχει κατασταλάξει ακόμα μέσα μου, σαν την ιλύ που ακόμα αναδεύεται στο ορμητικό ποτάμι , η σκέψη, αν το ξενύχτι στις φοιτητικές συντροφιές, ήταν περισσότερο χρήσιμο από την δενδροκομία- στα ανθρώπινα, βέβαια, όχι στα επαγγελματικά.

Προκειμένου να σας απασχολώ με τα δικά μου, που – μεταξύ μας- δεν τα βρίσκω και τόσο χαριτωμένα, θα σας διηγηθώ- όχι πολλά- αλλά μόνον το πρώτο από ένα σίριαλ ονείρων που, κυριολεκτικά, ενέσκηψαν επί της κεφαλής μου τα προηγούμενα βράδια. Φρέσκα- φρέσκα, δηλαδή.

Όλα άρχισαν την προηγούμενη Τρίτη τότε που παραγγείλαμε με την παρέα μου ( τρεις άνθρωποι στο σύνολο), για να κορέσουμε την πείνα μας, μια πίτσα «γίγας». Μάλλον προς το ξημέρωμα, είδα στον ύπνο μου ότι κατευθυνόμουν από το πανεπιστήμιο προς το σπίτι με τα πόδια. Τότε χτύπησε το κινητό μου. Μου μίλησε μια φίλη, που είχα να τη δω καιρό, και μου ζήτησε, αν μπορούσα, να αναλάβω το baby sitting (ελληνιστί μωροπρόσεγμα), που δεν μπορούσε να κάνει αυτή σήμερα, όπως είχε υποσχεθεί, γιατί θα έρχονταν, για μία μόνο μέρα, το αγόρι της από την Πάτρα. Δέχτηκα ευχαρίστως, επειδή και χρόνο διέθετα και ανάγκη από χρήματα είχα. Φόρεσα, λοιπόν, μια απλή φόρμα, έβαλα σ’ ένα σάκο λίγα πράγματα και το απαραίτητο βιβλίο και πήγα στην κατοικία τού ζευγαριού που θα πρόσεχα τα παιδιά τους. Γεωργιάδης, όπως το περίμενα, έγραφε δίπλα στο κουδούνι, στην πόρτα της μονοκατοικίας. Μόλις όμως πάτησα στην είσοδο του χολ έπαθα κάτι σαν αποπληξία. Ποιος λέτε να με περίμενε κουστουμαρισμένος; Ο Άδωνης Γεωργιάδης και δίπλα του η κυρία Ευγενία Μανωλίδου. Με κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω και ρώτησαν: εσύ είσαι η …

Ένευσα καταφατικά με το κεφάλι, γιατί φωνή δεν έβγαινε από την έκπληξη μου. Εμείς φεύγουμε, μου είπαν, καθότι μας καλεί ο λαός(ή το λαός, δεν τόπιασα καλά). Και εσύ μπορείς να ανέβεις επάνω να γνωρίσεις τα παιδιά. Έχουνε φάει το βραδινό τους. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αλλάξεις πάνα στο μωρό και να διαβάσεις τα μεγαλύτερα. Η μικρή ( έντεκα χρόνων) έχει έτοιμη την εργασία της σχετικά με την απολογία του Σωκράτη και ο γιος μας( δώδεκα ετών) θα ασχοληθεί μαζί σου με τα ηθικά του Αριστοτέλη. Έμεινα εμβρόντητη. Όταν τα χείλη μου σταμάτησαν να κινούνται σπασμωδικά, βγήκε κάποιος ψίθυρος: ξέρετε, ακούστηκε, είμαι φοιτήτρια της γεωπονίας, όχι της φιλολογίας και δεν ξέρω αν μπορώ, έτσι απροετοίμαστα, να δουλέψω πάνω σε τέτοιου είδους κείμενα. - Δεσποινίς μου, αντέτεινε ο Άδωνης, Ελληνίδα δεν είστε; Δεν δικαιούστε να μην έχετε ασχοληθεί με την αρχαία μας κληρονομιά! Εμείς, εμείς σας δίνουμε την ευκαιρία να ασχοληθείτε ακόμα και σήμερα! - Ναι! Ναι! Να ασχοληθείτε! επανέλαβε και η Ευγενία με νάζι. Εκτός αν θέλετε να σας κάνουμε στην εκπομπή μου τον ορό της αλήθειας. Ανατρίχιασα σύγκορμη.

Το πώς βρέθηκα κοντά στα παιδιά και πώς πήρα ανά χείρας τον Σωκράτη, για να πω την μαύρη μου αλήθεια, ή δεν το έκανα ή δεν το θυμάμαι. Εκείνο, όμως, που μου έμεινε καθώς έφευγα ξημερώματα και πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου, είναι ότι είδα στο σαλόνι τους την Τατιάνα Στεφανίδου που μου έκλεισε με νόημα ένα πράσινο μάτι. Κι έτσι έφυγα περισσότερο βουρλισμένη από όσο όταν μπήκα.

Τι συνέβαινε;
-Όλοι αυτοί της τηλεόρασης κατοικούν στο ίδιο «σπίτι» και έχουν για οικοδεσπότες τους την Ευγενία και τον Άδωνη; Έτσι εξηγείται, λοιπόν, η κοινή τους κουλτούρα;
-Κι εγώ μήπως πρέπει να αλλάξω σχολή και αντί για δενδροκομία να διαβάσω φιλοσοφία; Έλα μου ντε! Δεν είναι δυνατόν να ήρθαν όλοι αυτοί έτσι, ακάλεστοι στον ύπνο μου!
-Ή μήπως πληρώνω το τίμημα που, σαν κουρασμένος άνθρωπος κι εγώ, είδα, κάποιες φορές, κάποια μεσημεριανάδικα;
Ένα μου μένει: να ρωτήσω κι άλλους που είδαν αυτές τις εκπομπές, αν έπαθαν το ίδιο χουνέρι.
-Εσείς, μήπως το πάθατε;

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6 Αυγούστου 2009, αρ. φύλλου 504

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ