(Ο Νίκος Δήμου για τον Οδυσσέα Ελύτη)
Τρίτη 18 Μαρτίου 1996. Λίγο μετά το μεσημέρι. Οδηγώ το αυτοκίνητό μου μέσα στον απέραντο συνωστισμό της πόλης και τη βουή. Το ραδιόφωνο «διακόπτει τη ροή του προγράμματός του» και ήρεμα, πολύ απλά, μας αναγγέλλει το θάνατο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη…
Η ώρα θα είναι μισό δεύτερο λεπτού μετά τη μεσημβρία…
Ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος φαίνεται. Και σε κείνους και σε μας. Η μέσα μας βουβότητα και ερημία αγκαλιάζεται με τους απροετοίμαστους σταθμούς. Που δεν έχουν προφτάσει ν’ ανασύρουν ούτε και τους δίσκους με τα μελοποιημένα ποιήματα, μήτε τις ηχογραφημένες απαγγελίες των έργων από τον ίδιο τον Ποιητή ή άλλα, ντοκουμέντα από το αρχείο τους. Δεν αργεί όμως και σε λίγο γίνονται τα θαύματα:
Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι
στήσαν τρελλό χορό τα μελισσόπουλα
Κι ιδρώνει ο ήλιος τρέμει, τρέμει το νερό…
Και
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα σιωπή…
Τα τραγούδια και οι μουσικές πληθαίνουν. Αλληλοδιάδοχα περάσματα σε κρατικούς και ιδιωτικούς σταθμούς. Το παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο συντροφεύει τη Μαρίνα το πράσινο αστέρι. Και τη Μυρτώ που στέκει αντικρύ του πελάγους σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι…
Θυμάμαι το 1979. Τη χρονιά της μεγάλης βράβευσης. Το δεύτερο Νόμπελ λογοτεχνίας (ύστερα από εκείνο του Σεφέρη το ’63) περίμενε τον Ελύτη και την Ελλάδα. Η εποχή της διεκδικητικής ντουντούκας και της φτηνής αφίσας, της απόλυτης κυριαρχίας των κομμάτων φωτίστηκε δια μιας. Παραξένεψε στην αρχή τους συντρόφους μας στη σχολή που το «ταμπλώ της παράταξης» εκείνον τον καιρό δεν προέβαλε αιτήματα, δεν ασκούσε κριτική, δεν εξακόντιζε μύδρους επαναστατικούς. Περιείχε ύμνους για έναν ποιητή και αποσπάσματα από το έργο του. Συνθήματα δίκαια που θα έπρεπαν μιας νιότης:
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
ή
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος,
Με στήθος προς τον άνεμο
Που πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος…
ή ακόμα
Κάθε καιρός και ο Στάλιν του. Κάθε καιρός και η Ουγγρική του εξέγερση.
Και
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.
Κι
Όταν ακούς «τάξη» ανθρώπινο κρέας μυρίζει.
Όπως επίσης
Κι αφού σ’ εξοντώσουν θα ’ναι ακόμη ωραίος
Ο κόσμος εξαιτίας σου.
ή
Αν είναι να πεθάνεις πέθανε
κοίταξε όμως να γίνεις
ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη.
Ήταν τότε εβδομήντα χρονών. Και καθώς έφευγε για την τελετή βράβευσης από την Ακαδημία της Στοκχόλμης έκανε μια γεμάτη μετριοφροσύνη δήλωση μπροστά στα τηλεοπτικά συνεργεία. Θέρμη στο πρόσωπο και αδιαμφισβήτητο «τράκ» ενός εφήβου στα εβδομήντα που πάει επειγόντως να κρυφτεί από την ξαφνική δημοσιότητα που ξέσπασε σαν μπόρα.
Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Κι ύστερα περάσαμε σε μιαν άλλη εποχή. Οι άνθρωποι του οργανωμένου συμφέροντος και των μετρημένων υπολογισμών κυριάρχησαν. Στην πολιτική σκηνή του τόπου πλεόνασαν η ρηχότητα και οι φαύλοι παντός καιρού. Η ποίηση ως μη χρήσιμη, προορίζονταν πλέον για τους αναχωρητές και τους «φευγάτους». Όχι για τους καθημερινούς ανθρώπους. Οι νεοέλληνες -ένα ανυπόφορο ζωϊκό είδος, υπανάπτυκτο και ψοφοδεές, μονίμως αγανακτισμένο και οργίλο, ένα αποσπόρι της ανίας, της χυδαιότητας και της αγραμματοσύνης- «δεν βρίσκουν τώρα καιρό για σαχλαμάρες». Προτιμούν να χαρούν τα χρόνια τους επί της γης φαιδροί και χαρμόσυνοι. Σαν παρέα ηλιθίων σε φρενοκομείο. Αδυνατούν να ξεχωρίσουν τα απαραίτητα, τα αναγκαία πράγματα από τις ψευτοανάγκες. Μάταια ο ποιητής ψελλίζει:
Αν δεν στηρίξεις το ένα πόδι σου έξω από τη γη
Ποτέ δε θα μπορέσεις να σταθεί επάνω της.
Μάταια επίσης αφήνει να ξεχυθούν οικεία, φιλικά και αιώνια σύμβολα για τον κάτοικο αυτής της γωνιάς της γης καθώς χρώματα κι αρώματα μέσα από το ΄Αξιον Εστί (την μεγαλειώδη αυτή βίβλο του Ελληνισμού που διόλου δεν κολακεύει «τη φυλή» όμως φροντίζει να θεσπίσει τα δίκαια της χορηγώντας, κληρονομικώ δικαιώματι, άδεια παραμονής στα Ομηρικά ακρογιάλια μονάχα στους σιωπηρά μυημένους και τους ικανούς εραστές αυτής της «κρυφής»-με το αδηφάγο και καταναλωτικό μάτι κοιταγμένης- μα ωστόσο ολοφάνερης Ελλάδας).
Γίνεται ποίηση με λουλουδικά και μυριστικά;
Κατοικώ την πιο μικρή χώρα, με το πιο μικρό σπιτάκι, το πιο μικρό αυλιδάκι και τις πιο μεγάλες γλάστρες του κόσμου. Το ποτίζειν τες είναι υπόθεση κρατική. Το χαριεντίζειν τες, δική μου. Μη λησμονούμε ότι χρειάστηκαν τριακόσια εκατομμύρια χρόνια για να τελειοποιηθεί ένας πανσές και να γίνει κάθε τριανταφυλλιά πριγκίπισσα.
Ορίστε λοιπόν:
Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί, ο Μενεξές, η Πασχαλιά
Ο Υάκινθος, το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Ασπρολούλουδο.
Ένας κόσμος που φατριάζεται με ιδιοτέλεια και πάθος, καταρτίζει προγράμματα αναπτυξιακά και διεκδικεί εργολαβίες είναι τάχα ανώτερος από έναν άλλο –ανύπαρκτο δε λέω- που επιδίδεται στην κατάρτιση των Μηναίων των κήπων;
Κι ίσαμε που θ’ αρχίσει να ’χει τις αντιρρήσεις του ο ξαφνιασμένος απ’ την έλλειψη της χαρούμενης ρίμας και οπαδός της εύπεπτης στιχουργικής, της «ορθόδοξης» και συχνά στρατευμένης ποίησης αρχίζουν να σφυρίζουν άνεμοι:
Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής,
Ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος,
η Τραμουντάνα , η Όστρια
Ώσπου:
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.
Ώστε λοιπόν από δαύτα τα καθημερινά τα κοινότυπα, τα χιλιοαντικρισμένα και ταπεινά πράγματα μπορεί και ζυμώνεται η ποίηση; Ναι! απαντά ο ποιητής:
Άξιον Εστί το ξύλινο τραπέζι
Το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
Του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
Στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Και
Άξιον Εστί στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.
…οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι…
…ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους.
Έτσι λοιπόν
Ποίηση μόνον είναι εκείνο που απομένει. Ποίηση δίκαιη και ουσιαστική και ευθεία. Όπως μπορεί και να την φαντάστηκαν οι πρωτόπλαστοι.
Δίκαιη και στα στιφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.
Μα ποιος είναι τέλος πάντων αυτός που κάποτε από το δυαράκι του στο Κολωνάκι κι άλλοτε από τους λειμώνες των αιγαιοπελαγίτικων νήσων, ή άρτι αφιχθείς από το Παρίσι της νιότης του -εκεί που έζησε και συναναστράφηκε ολάκερη την αβανγκάρντ της Τέχνης- εκτοξεύει αυτές τις δορύαιχμες λέξεις; Τίποτ’ άλλο πάρεξ ένας σιωπηλός αυτοεξόριστος (από «Το λίγο του κόσμου» ) που τα μόνα του πλούτη μοιάζουν να ’ναι τα ρούχα που φορά, τα βιβλία του κι οι αγαπημένες μουσικές του. Αυτός που μέχρι και τον καφέ του ψήνει μοναχός. Αυτός που πριν από μια έξοδο κάποτε με τον Μάνο Ελευθερίου αφήνει να ζεσταίνεται μέσα σε αλουμινόχαρτο πάνω στο σώμα του καλοριφέρ ένα κομάτι πίτα («που έφτιαξε η μάνα της και του ’φερε μια φοιτήτρια») για να φαγωθεί ζεστό επιστρέφοντας. Είναι ο ποιητής που έχει αποφασίσει:
Να χαράζεται πάνω σε μπλέ Ιουλίτας.
Και να ψιθυρίζει ταυτόχρονα εις εαυτόν:
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο
Και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.
Είναι ο ίδιος που γνωρίζει πολύ καλά πως
…το αμύγδαλο του κόσμου
είναι βαθιά κρυμμένο
και παραμένει αδάγκωτο.
Ένας «Εθνικός» πια -άλλωστε μετά τη φασαρία του Νόμπελ δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς- που προκαλεί και ερεθίζει ωστόσο το λαό του. (ο ίδιος λαός συχνά γκρέμισε τα τείχη των πόλεων για να διαβούν οι -δηλητηριασμένοι ως τα μπούνια με ουσίες- «Ολυμπιονίκες μας». Για τους ποιητές επιφύλαξε –τουλάχιστον- το… σεβασμό της αδιαφορίας. Ο Ελύτης θυμόταν με δάκρυα στα μάτια πως σε μια τιμητική προς αυτόν και το έργο του κάποτε εκδήλωση σε πόλη της Ισπανίας οι κάτοικοι της πόλης τον παρέλαβαν και τον σήκωσαν δαφνοστεφή στα χέρια οδηγώντας τον στο χώρο των εκδηλώσεων).
Ο μίζερος διαγκωνισμός για την κατάκτηση ενός οράματος που λέγεται «επιούσιος (και με το παραπάνω βέβαια) του καθημερινού ανθρώπου» και για το (θεόρατο) «κεραμίδι» που στεγάζει την νεοελληνική ευτυχία δεν τον συγκινεί. Δεν τον αφορά. Και το λέει:
Α τε να χαθούμε
Παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου η έκτου ορόφου.
Κι αμέσως όμως μετά ένα σκούντημα ελαφρό με τον αγκώνα στον εξαπατημένο συνάνθρωπο. «Για κοίταξε εδώ…»:
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η
αληθινή σου μέρα.
Ολόγυρα, ποτάμια που τα αφήσαμε να διαβούν και τα χάσαμε. Κι άλλοι σπουδαίοι υπερρεαλιστές (και όχι μόνον) ποιητές διαβήκαν το κατώφλι της έρημης χώρας. Τι κι αν ο Ν.Γ. Πεντζίκης προειδοποιούσε: «Πολλά πράγματα που υπάρχουν δεν τα βλέπουμε. Γνωρίζουμε μονάχα όσα σχετιζόμαστε. Γι αυτό και δεν πρέπει μ’ αμφιβολίες ν’ αρνιόμαστε τις μαρτυρίες που μας παρέδωσαν ποιητές και ήρωες».
Μα ο «Ελληνολάτρης», ο «Ηλιοπότης», ο «υμνητής του Αιγαίου»,
(έτσι παραδίδεται στην άγνοια του κόσμου ο Ποιητής για να γίνει κατανοητή και «χρηστική» η πολυσχιδής του φύση) ο περιπατητής αυτός της πυρωμένης πέτρας της Λέσβου, ο κάτοικος των υπωρειών των ηφαιστείων της Σαντορίνης, σαύρα της Δήλου κι άλλοτε φιλόσοφος σε πεζούλι της Αμοργού και της Σίφνου θα κερδίσει μετά το Νόμπελ μια αποδοχή μέχρι εκεί που συμφέρει στην εξουσία. Για την οποία βεβαίως ουδέποτε επιφύλαξε και το παραμικρό έστω ευοίωνο προφητικό ή την ελάχιστη συμπάθεια μέχρι το τέλος:
Εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις;
………………….…………………………………………….
Βλέπω στον αέρα τα πελέκια σκίζοντας
προτομές αυτοκρατόρων και στρατηγών.
Άλλοτε πάλι:
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις εξουσίες
Θα ’τανε αληθινή σωτηρία.
ή
Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του.
Κάποτε είχε αρνηθεί την κατάταξή του στο ευαγές -και πάντοτε πνευματικώς ακίνδυνο -γηριατρείο της Ακαδημίας Αθηνών μεταξύ των εκεί «Αθανάτων» περισώζοντας τη δική του Αθανασία κι αποστρέφοντας με ευγένεια το βλέμμα του από την… μέγιστη τιμή. Αυτός συνεχίζει να εργάζεται αθόρυβα, μεθοδικά και με συνέπεια. Η δημόσια ζωή, οι πρόθυμες τηλεοπτικές κάμερες ούτε που παίρνουν πια χαμπάρι κάθε φορά που ο ποιητής ξεφουρνίζει τα ωραία του βιβλία. Τις χορταστικές ανάσες μας ανάμεσα στο θάλλος της φτήνιας και του προσωρινού. Την επόμενη μετά το Νόμπελ χρονιά κυκλοφορεί η «Μαρία Νεφέλη». Ακολουθούν -ίσως όχι με τη σειρά που τα αναφέρω- τα επόμενα χρόνια: «Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», «Ο Μικρός Ναυτίλος», «Τρεις Σημαίες σε τιμή ευκαιρίας», «Η ιδιωτική Οδός», «Ο κήπος με τις Αυταπάτες», «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», «Δυτικά της λύπης». Οι δυο τόμοι των δοκιμίων του «Ανοιχτά Χαρτιά» και «Εν Λευκώ» (κείμενα απαιτητικά με μετρημένη την κάθε τους λέξη) μας δείχνουν στην πλήρη του διάσταση τον πνευματικό άνθρωπο και το μέγεθός του. Κάποτε ελπίζω λέει ο (σημαίνων ΄Ελληνας) Χρήστος Γιανναράς να δίνεται η ελληνική υπηκοότητα μονάχα σ’ εκείνους που έχουν εντρυφήσει πάνω σ’ αυτά τα δυο βιβλία και τις «Δοκιμές» του Γιώργου Σεφέρη. Δικαίως. Γιατί σ’ αυτά τα βιβλία μπορεί ν’ αποδοθεί -ολότελα και τελεσίδικα- η κρίση «παιδεμένο γραφτό» (ικανό επομένως και να εκπαιδεύσει).
Ξαφνικά στα 1984 φτάνει στα χέρια μας το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου». Ο ποιητής μοιάζει να ετοιμάζεται για το δύσκολο ταξίδι. Ισως παλεύει κάποιαν αρρώστια. Ισως όμως παλεύει μονάχα με τη βιολογική ώρα του γήρατος:
Πάω μ’ από κοντά μετρημένες τις μέρες μου…
Στο μικρό του διαμέρισμα πάντα. Τελευταία μέρα. Είναι μεσημέρι 18 Μαρτίου 1996. Ησυχία. Ακούγεται βαριά η ανάσα του. Ο ποιητής αναπαύεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. ΄Ισως ψιθυρίζει:
Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθές υπήρξα.
Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη…
………………….…………………………………………….
Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ’
Απέραντος!
Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας. Ώστε
Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από ’να
Σ’ άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.
Κρατά με λατρεία το χέρι της Ιουλίτας του:
Εύκολα που περνώ από τα μάτια σου στον ουρανό…
Στρέφεται σε μας που κρυφοκοιτάμε (σε μια οδυνηρή κι απεγνωσμένη λαθροχειρία αγάπης και θλίψης μέσα στην ποδιά της αιωνιότητας) στο άνοιγμα της πόρτας μας χαμογελά:
Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει
Πως υπάρχω. Πριν η μετά το βλέμμα που θα μ’ απολιθώσει, στο δεξί χέρι ψηλά κρατώντας, ένα πελώριο γαλάζιο στάχυ. Για να ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.
Κι αμέσως με σημασία:
Όλα χάνονται. Του Καθενός έρχεται η ώρα.
Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.
………………….…………………………………………….
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν από την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά
χωρίς πολυελαίους.
Με μια μόνο στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη…
………………….…………………………………………….
Σβήνοντας:
Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.
Και
Μην ακούτε τον Αρμστρονγκ. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων.
Όλα έχουν τελειώσει. Σύντομα:
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης.
Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ στα κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει Καλησπέρα.
Καλησπέρα λοιπόν Πρίγκηπα των Κρίνων, εξόριστε Ποιητή. Αγαπημένο παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο, ως τα βαθιά γεράματα εραστή των αιθερίων. Αδέρφι τ’ άσπρου σύννεφου. Δεν χάθηκες…
Επειδή άπαξ και κάποιος που επέτυχε- στον πολιτισμό εννοώ-
Δεν μπορεί παρά να επανέλθει.
Μετά μυριάδες χρόνια θα επανέλθει.
Θεσσαλονίκη Μάρτης 1996 (ξανακοιταγμένο και με προσθήκες Ιούλιος 2009)
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.8.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.