3.9.09

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Τα άδεια κοχύλια


ΟΔΟΣ 6.8.2009 | 504

Είχε ένα φεγγάρι πρησμένο, κάτασπρο σαν πνιγμένου μάτι – τουμπανιασμένο σκοτάδι -, σκόρπαγε όπως τσιτωμένο βυζί φως, γάλα της μάγισσας, και μπλέκονταν οι αχτίδες του με των κόκκινων φαναριών πάνω στα φαγωμένα σκαλοπάτια των πορνείων, σαν να ‘χυσαν πάνω τους νερά ανακατωμένα μ’ αίμα, καμιάς έκτρωσης αποπλύματα λες, για φονικού.
Η προαγωγός, ψυχαμοιβός, σε μια πολυθρόνα, μόλις έμπαινες, σαφρακιασμένη, στόμα σουφρωμένο σαν ξεπατωμένος κώλος, γελούσε χαιρέκακα για το παραστράτημα - η πουτανιά πιο πρόστυχη να φαντάζει, λόγω γήρατος – μια γιαγιά χαλασμένη. Κάτι ξεκατινιασμένες αρβύλες, μπρος σ’ έναν καναπέ, μιλούσανε για τον σταματημένο χρόνο, και για την πλήξη. Το μπουρδέλο κι ο στρατώνας μπλέκονται μέσα μου, μυρίζουν και τα δυο καύλα μπαγιάτικη.
Είχα μάτια μόνο για το πάτωμα. Ένας ήχος στριγκός, σαν να ‘σκουξε σκύλος, την φανέρωσε στης κάμαρης το άνοιγμα, μια παραστρατημένη νύφη που το πέπλο της στην ήβη το φόρεσε. Κοίταξε κατά το μέρος μας αδιάφορα, μέτρησε μηχανικά τα κεφάλια μας, σαν σκλάβος που ο χρόνος έχει χάσει γι’ αυτόν κάθε σημασία και μπήκε στο διπλανό δωμάτιο.
Κοιτώντας κάτω άρχισα να βαδίζω με τον νου κατά την κάμαρα, κι ένιωθα πως όλο και μεγάλωνε η απόσταση, πως το μωσαϊκό γινόταν πίσσα, ότι οι τοίχοι χάθηκαν, η σάλα ανηφόριζε πια και στην κορφή της, κει όπου θα ‘ταν το δωμάτιο που μπήκε, ήταν πέντε γυναίκες, γονατισμένες κάτω από έναν στύλο της Δ.Ε.Η., που ‘φεγγε μαζί μ’ άλλους τον δρόμο πίσω απ’ το πορνείο• τα κορμιά τους έβγαζαν ένα φως κίτρινο, χρώμα του ψόφιου κουνουπιού, κι εκείνες μέσα του, γυμνές και μαυριδερές, σαν έντομα μες σε λιωμένο κεχριμπάρι.
Μωβ λάχανο, βρασμένο, κομμένο λωρίδες, ήτανε απλωμένο επάνω στο γυμνό κορμί της πόρνης. Οι άλλες τέσσερις, σοβαρές, αμίλητες, κοιτώντας με που ανηφόριζα τσιμπούσαν το λάχανο, μ’ αντίχειρες, μέσους και δείχτες ενωμένους, όπως κατέβαιναν κι ανέβαιναν στο απότομα στο στόμα τους τα χέρια, μοιάζανε με κεφάλια κότας που ξετρυπώνουνε και χάφτουνε σκουλήκια από γη υγρή. «Αν είναι νεκρή» -σκέφτηκα -, «τούτα δεν είναι λάχανα, η ομορφιά της είναι που σκουλήκιασε. Και για να πάρω θάρρος έλεγα πως δεν είναι τούτο κορμί μα τόπος, ότι τ’ ακάλυπτα τα μέρη είναι αγροί με στάχυα θερισμένα, κει που μαυρίζει ξωμάχοι βάλανε φωτιά, στης ήβης την ανεβασιά, στων μασχαλών τα βάραθρα, στης κεφαλής τ’ απόκρημνο κατέβασμα, κι επάνω στην κοιλιά που εν μέρει σκέπαζε το λάχανο, πως είναι μια φυτεία κρόκου ή τουλίπες. Μην είναι, είπα πάλι τρομαγμένος, τούτη η συνάθροιση, καμιά επιβίωση εκείνης της χαμένης πια συνήθειας να τρων οι συγγενείς πάνω στους τάφους σαν θέλουνε να μακαρίσουν τον νεκρό; Το βλέμμα τους ήταν ζυμωμένο, λες, με τη συνήθεια, μοιάζανε με γυναίκες που βγαίνουνε από ναό αντίδωρο μασώντας.
Τα λάχανα φαγώθηκαν, τα ζουμιά τους κυλάγανε και χάνονταν στης ήβης την σβησμένη πυρκαγιά, κι ανάμεσα στους όμορφους βουβώνες, είδα που ήτανε κάτι χείλη, άσπρα και φουσκωτά, ανοίγανε και κλείναν λες και μίλαγαν, ήχο όμως δεν βγάζανε, κι ένιωσα να με διαλύει ένας φόβος, γινόμουν, λέει, σκόνη, τροφή για κείνο το αποτρόπαιο το στόμα, το γελοίο, που μέσα του με ρούφαγε, σαν πως ρουφιέται η τροφή από το στόμα των ψαριών στα ενυδρεία!
Να την φιλήσω μου απαγόρευσε, όταν μπήκα μέσα της δεν το κατάλαβα, κουνήσου, μου ‘πε, δεν έχουμε όλη τη νύχτα, ώσπου, μετά από δεν ξέρω πόση ώρα, απηυδισμένη, μ’ έσπρωξε πέρα και μ’ αυνάνισε• μόλις άρχισα να χύνω, με παράτησε και σαν κυνηγημένη βγήκε απ’ το δωμάτιο• έτρεξα ως τον κάδο και τελείωσα. Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα απ’ την κάμαρη, βγήκα απ’ το σπίτι, οι φίλοι μου με κούραζαν με ερωτήσεις, δεν άκουγα τι έλεγαν, πιο μόνος άλλοτε δεν ένιωσα, ένας Αδάμ που μόνος φεύγει απ’ την Εδέμ.
Η μάνα με περίμενε στην πόρτα, είπα ένα γεια το στήθος της, που πρόστυχο για πρώτη φορά μου φαινόταν, κοιτώντας, και τράβηξα κατά την τουαλέτα. Την άκουσα να λέει: Κλείσε το φερμουάρ σου! Μες στη φωνή της μπλέκονταν πείραγμα και διάκριση, στοργή και τρυφερότητα, και έψαυσα το αδειανό κογχύλι, και το σφάλισα.

ΙΙ.


Από μικρός
μάζευες κογχύλια
στις αμμουδιές,
να μείνεις μόνος,
ο τρόπος ο πιο πρόσφορος,
της μαθητείας...
Το έργο είναι ο οίκος του καλλιτέχνη,
τον χτίζει μια ζωή,
όταν ολοκληρωθεί τον αφήνει,
κογχύλι…
Ομορφιά εκκρίνει,
υποκείμενη κι αυτή στη φθορά,
εκμαγείο του τίποτα, κογχύλι, το μέσα είναι ένα τίποτα μα για τον καλλιτέχνη τούτο το τίποτα τα πάντα είναι,
ώσπου τίποτα...
Κι όμως πώς δυναμώνει η βοή του μέσα κόσμου όταν κολλάς στ’ αυτί κογχύλι, καθώς μ’ αυτήν του αίματος ενώνεται, εκεί μέσα στου κογχυλιού το τίποτα… όλα, καθώς σημειωτόν ο χρόνος για να διαβεί η ομορφιά.


ΙΙΙ.

Ηρεμία και ενάργεια ονείρου. Ο Αϊ Νικόλας άδειο κοχύλι, ποντισμένο στο χρόνο, παιχνίδι που ξεπάτωσες παιδί, οικείο κι αδιάφορο συνάμα, με τις ξυλοδεσιές του σαν από σχιστόλιθο. Τρία σκυλιά. Το μικρό στέκεται πιο μπροστά, πάνω στο πέτρινο περιτείχισμα, και πίσω του, στη συμβολή του βορινού και του δυτικού τοίχου του ναού, τα δύο άλλα. Σαν εικόνα βυζαντινή, όλα μπροστά, το βάθος υποτυπώδες, Χριστουγεννιάτικο δέντρο γερτό κατά μπρος, στολισμένο από χέρια παιδικά, αδιάφορα για συμμετρίες και αναλογίες. Κάθε επαγωγική απόπειρα βουλιάζει στο μυστήριο του βλέμματος των σκύλων, το μερικό διατηρεί την αυτοτέλειά του, χλευάζοντας κάθε συσχετισμό, κάθε τελεολογία. Το βλέμμα τους έχει την υποβλητικότητα, την ευθύτητα και τη μειλιχιότητα των αγίων, ωστόσο η έκδηλη ζωτικότητά τους παραπέμπει σ’ έναν κόσμο φυσικό. Οι τρίχες του μικρού σκύλου λαμπυρίζουν σαν να ‘ναι από γυαλί, κάθεται στα πισινά του πόδια, στητό, με τα μπροστινά του τεντωμένα, να βουλιάζουν στο βελουδένιο χνούδι της κοιλιάς του. Είναι σαν να ‘ναι από πάντα καρφωμένα εκεί, περιμένοντάς με! Αμέτρητες οι φορές που πέρασα το σοκάκι, μα τώρα, ξεπερνώντας το ξάφνιασμα και τον φόβο, τα πρόσεξα, ένιωσα όπως περνώντας μπρος από βιτρίνες αθλητικών ειδών σκιάζεσαι καθώς νιώθεις πως κάποιος σε παρακολουθεί και γυρνάς να κοιτάξεις λες και θ’ αντικρίσεις κάτι αποτρόπαιο, και συνειδητοποιείς, ανακουφισμένος, ότι πρόκειται για το φωτογραφικό ανδρείκελο ενός πασίγνωστου αθλητή, τυπωμένο πάνω σ’ ένα χοντρό χαρτόνι, κομμένο στο σχήμα του κορμιού του, έτσι και τα σκυλιά, είναι χάρτινα κι αυτά, μα μοιάζουν αληθινά, ίσως επειδή η αληθοφάνειά τους επιτεύχθηκε μ’ έναν τρόπο ολωσδιόλου τεχνητό, είναι αληθινά με τον τρόπο του ψεύτικου, με τον τρόπο του παιδιού.
Αριστερά τους είναι η πόρτα του ναού, θυμίζει τις παλιές αυλόπορτες με τα πλατυκέφαλα καρφιά, είναι σκουριασμένα απ’ τα χρόνια, κοιτώντας την ανακαλώ κι εκείνη την πόρτα ενός έργου του Μαρσέλ Ντυσάν, που το ‘φτιαχνε κρυφά και που τ’ ανακάλυψαν όταν πέθανε και που λέγεται Δεδομένα: 1ον Ο καταρράκτης 2ον Το φωταέριο. Στην πρώτη επαφή μ’ αυτό το έργο δεν βλέπεις παρά την αυλόθυρα, πλησιάζοντας όμως και κολλώντας τα μάτια σου σε δυο μικρές οπές που ‘χουν ανοιχτεί πάνω της, σ’ αιφνιδιάζει η γυμνότητα ενός γυμνού γυναικείου σώματος, που ‘ναι σαν από φίνο κοράλλι φτιαγμένο, ξαπλωμένο μ’ ανοιχτά τα πόδια πάνω σε άδετα δεμάτια ξύλου• το αριστερό χέρι της γυναίκας, της οποίας το πρόσωπο δεν φαίνεται, κρατά μια λάμπα φωταερίου• πίσω και δεξιά απ’ το σώμα, ένας καταρράκτης διασχίζει ένα τοπίο. Το κάλλος της έχει τη στιλπνή καθαρότητα ενός κογχυλιού, οποιαδήποτε χυδαία ερμηνευτική που ενδεχομένως θα πηγάσει από τη στάση της, όπως κουνούπι καίγεται τσιτσιρίζοντας πάνω στο πυρωμένο γυαλί της λάμπας. Το γυμνό κορμί, η σχισμή με τη ροζ σκιά της ήβης, είναι λες εκεί βαλμένα για να παραπλανούν το βλέμμα, για να κρύβουν περισσότερο παρά για να φανερώνουν πως θέμα του έργου είναι ο θεατής του, έτσι και με τα σκυλιά, όταν αφήσεις για λίγο την προσπάθεια να ερμηνεύσεις το βλέμμα τους συνειδητοποιείς πως το ζήτημα είσαι εσύ, καθώς κι εσύ κοιτιέσαι, η φορά είναι αμφίδρομη.
Ένα απόγευμα, επιστρέφοντας στο σπίτι από μια εκδρομή με το σχολείο, μπήκα μέσα αθόρυβα, νόμιζα πως κοιμούνται οι δικοί μου, όπως κάθε μεσημέρι, κι ανέβηκα σιγανά την ξύλινη εσωτερική σκάλα. Άκουσα νερά να τρέχουν στο μπάνιο και φτάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι είδα από τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας το γυμνό κορμί του πατέρα μου, από το λαιμό και κάτω, ξαπλωμένο στο διπλό κρεβάτι. Στάθηκα για λίγο θαυμάζοντάς το κι έπειτα ακούγοντας τα νερά να σταματούν, κατέβηκα. Το θέαμα ήταν σαν μια παραλλαγή του έργου του Ντυσάν. Ανεβαίνοντας είχα στο μυαλό μου την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας, μισάνοιχτη καθώς ήταν, είδα, αντί για τη γυναίκα, τον πατέρα μου, άλλωστε, τα γεννητικά όργανα της γυναίκας στο έργο έμοιαζαν ερμαφρόδιτα, το όργανο του πατέρα μου έχανε τη στύση του αργά, συντονισμένο λες με τον ήλιο, που έδυε• στο φόντο το φως του ήλιου έπαιζε με της λίμνης τα νερά, το φωταέριο, τα νερά στο μπάνιο τρέχανε, ο καταρράχτης• η γυναίκα έμοιαζε σαν μετά τον έρωτα να ‘χε ξαπλώσει πάνω στα δεμάτια, το αιδοίο της σαν ένας καθρέφτης όπου κοιταζόμουνα, όπως και του γεννήτορά μου το κορμί, όπως και των σκυλιών το βλέμμα, που με καθήλωνε. Κοιτώντας τα εταστικά εκεί στο σοκάκι, ένιωσα δεξιά μου την παρουσία του πατέρα μου, ερχόταν γυμνός, η ηρεμία που απέπνεε η κίνησή του κι η χαλάρωση κορμιού του ήταν εκείνη μετά τον έρωτα, όχι του νεανικού αλλά εκείνου των ηλικιωμένων, που στηρίζεται στην αγάπη και τη στοργή για τον άλλον, στην ομόνοια μέσα στον οίκτο που γεννά η κοινή μοίρα, το σώμα του είχε το χρώμα του κεριού, έλαμπε, ήταν γεμάτος ζωή, τώρα καταλαβαίνω γιατί, ήταν σαν να ‘ρχόταν από έναν τόπο ιερό με νάματα ζωογόνα, αυτός ο τόπος ήταν η μητέρα μου, έτσι οι πεθαμένοι από χρόνια, ένας τόπος φεγγοβόλος στο βάθος, όπως και τότε, στο σπίτι, το μπάνιο και τα νερά που χύνονται, τα δεδομένα, ο ήλιος φλογάτος στη δύση του και τα νερά της λίμνης, τα δεδομένα, το φωταέριο, ο ήλιος κι ο καταρράκτης, η λίμνη, της ηδονής τα απόνερα. Ο πατέρας μου κοίταξε το σκυλί και με φωνή πολύ βαθιά, σαν τον ήχο ενός μπάσου διαπασών, έκανε ωχ! Κατατρόμαξα κι όπως κοίταξα πάλι τα σκυλιά μου μπήκε η ιδέα ότι θα πέθαινα ή ακόμη χειρότερα ότι κάποιος δικός μου θα πέθαινε, ταύτιζα τα δυο σκυλιά πίσω με τη μάνα μου και τον πατέρα μου, και το μικρό σκυλί, μπροστά, με μένα, ή, ακόμη χειρότερα, ότι τα δυο σκυλιά πίσω ήμουν εγώ και η γυναίκα μου, και το μικρό σκυλί ο γιος μου, κι η σκέψη αυτή με γκρέμισε, κι όταν σήκωσα το κεφάλι, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, σκυμμένος σε μια στάση λεωφορείων, κι ο δρόμος είχε κίνηση, οι διαβάτες σταματούσαν και με κοιτούσαν όπως κάποιον τρελό, κι εγώ έπαιρνα από κάτω κάτι λωρίδες από ζελατίνα και τις έβαζα πάνω σε μια αφίσα, που ήταν κολλημένη στο πλεξιγκλάς της στάσης, στην οποία εικονίζονταν, σαν φαλλοί ορθωμένοι, κορμοί δέντρων που ‘χαν στην αρχή το χρώμα της ξυλοδεσιάς του ναού αλλά με τη ζελατίνα η σάρκα τους ζωντάνευε και γίνονταν ένα δάσος καστανιές χρυσωμένες απ’ τον ήλιο. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ο πατέρας μου φοβήθηκε μην παρερμηνεύσω το βλέμμα των σκυλιών, ότι φοβήθηκε μην με θέλξει ο ασκητισμός που απέπνεε το σκηνικό, μην αρνηθώ, μην αμελήσω τη σάρκα μου, μετά που χάθηκαν κι η μάνα μου κι εκείνος, γιατί κι εκείνος ήταν τότε ήδη νεκρός. Τα σκυλιά σχημάτιζαν ένα τρίγωνο ανεστραμμένο, κι έτσι το βλέμμα ξεκινώντας απ’ τα δύο άλλα κατηφόριζε στην κορφή του, όπου ήταν το μικρό σκυλί, κατέβαινε δηλαδή μια κλίμακα που οδηγούσε από έναν κόσμο πλαστό, των ιδεών κι εχθρικό στην ύλη, στο ζωώδες, στο ένστικτο, στη γονιμότητα, και στων σωμάτων τη γιορτή. Όταν έβαλα την τελευταία ζελατίνα, άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπά, ήταν ο φίλος μου ο Γιώργος, και με ρώτησε, αν θυμάμαι να του πω, πού ήταν ένα μαγαζί που πήγαμε μια φορά μαζί. Ήθελε να πάει με κάποιον άλλον μα σαν του είπα ότι ήμουν στη Θεσσαλονίκη, μεταφέρθηκα απ’ το ηλιόλουστο δάσος σ’ ένα μέρος σκοτεινό• ο Γιώργος ήταν πλάι μου, τον αναγνώριζα απ’ τη φωνή του. Μια οχλαγωγία γέμιζε το χώρο, και παρόλο ότι δεν έβλεπα τίποτα, είχα την αίσθηση ότι από πάνω μας κρεμόταν ένας αχανής θόλος μιας νύχτας άναστρης, ώσπου άναψε ένα φως και φανέρωσε στο κέντρο μιας σκηνής έναν μουσικό. Ήταν ανεβασμένος ψηλά και καθώς μπροστά του κρέμονταν τρία γιγάντια τσαμπιά γεμάτα με χιλιάδες κογχύλια, που πρέπει να ‘ταν τρίτωνες, έμοιαζε σαν να ‘ταν πάνω σ’ έναν άμβωνα, η ασκητική του όψη επέτεινε τούτη την αίσθηση. Με τις γροθιές σφιγμένες τα βαστούσε, ήταν αδύνατος, θα πρέπει να ζύγιζαν τόνους, τα χέρια του ήταν κοκαλιάρικα, κι η μορφή του έφεγγε μέσα από ένα γένι μαύρο και πυκνό. Στην αίθουσα επικρατούσε πια άκρα ησυχία. Τα έσεισε κάμποσες φορές με κινήσεις ακαριαίες, πάνω-κάτω. Ένας ήχος που άργησε να σβήσει έβγαινε απ’ αυτά τα παράδοξα μουσικά όργανα. Ήταν ό,τι πιο ωραίο είχα ακούσει ποτέ, ομορφότερος απ’ οποιαδήποτε μελωδία. Όταν κάθε απόηχος χάθηκε, ο μουσικός, κλείνοντας τα μάτια, σαν να ‘πεσε σε έκσταση, και τότε ένας άλλος ήχος γεννήθηκε, σαν σιγανό σφύριγμα, περισσότερο τον βλέπαμε να διαδίδεται πάνω στην στιλπνή επιφάνεια των οστράκων, απ’ την κορφή των τσαμπιών μέχρι κάτω, ήταν σαν ένα ανατρίχιασμα στην επιφάνειά τους που μετέβαλλε στιγμιαία τη λαμπρότητά τους, ενέτεινε τα χρώματά τους, περνώντας σαν κύμα πάνω από κάθε κογχύλι. Γεμάτοι εικόνες ήταν κείνοι οι ήχοι, κορμιά που φτάνουνε μαζί σε οργασμό και έπειτα που πλάι πλάι ξεκουράζονται, απολαμβάνοντας τον κάματο του έρωτα, εκείνη τη γαλήνη καθώς, σιγά-σιγά, η ηδονή τα μέλη αφήνει, καθώς το βάρος που λέγεται θνητότητα σαν κύμα αλαργεύει, και λίγη καθώς μένει μέσα τους, σαν πως ρουφιέται λίγη θάλασσα στην άμμο, ανατριχιάζουν τα κορμιά και λάμπουν πάνω στο κρεβάτι, σαν πάνω στην ακτή δυο αδειανά και όμορφα κογχύλια.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6 Αυγούστου 2009, αρ. φύλλου 504

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ