30.9.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Αποχαιρετώντας ένα πολύ αγαπημένο μας πρόσωπο…

Η είδηση δημοσιεύτηκε έτσι ακριβώς στην Καθημερινή της 9ης Σεπτεμβρίου 2009:


  • Μια ζωή αφοσιωμένη στα παιδιά
    ΑΠΩΛΕΙΑ. Αγαπούσε τα παιδιά και την αγαπούσαν. Η συγγραφέας πολλών έργων παιδικής λογοτεχνίας Νίτσα Τζώρτζογλου πέθανε χθες τριγυρισμένη από την οικογένειά της και τους φίλους της. Είχε ασφαλώς την ικανοποίηση ότι έδωσε στους μικρούς αναγνώστες πολλά κίνητρα για να γίνουν ενήλικοι αναγνώστες και φίλοι του βιβλίου.
    Η Νίτσα Τζώρτζογλου άρχισε ν’ ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία από το 1969, πριν από 40 χρόνια δηλαδή. Τα πρώτα της ποιήματα βραβεύτηκαν από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά –έναν πρωτοπόρο για την παιδική λογοτεχνία φορέα- και στη συνέχεια κέρδισε δύο ακόμη βραβεία από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για τα βιβλία της «Τομ, Τόμμυ και Σία» και «Ο Σιναπόσπορος».
    Από τότε μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν αφοσιωμένη στην παιδική λογοτεχνία και στις αγωνίες των παιδιών και έγραψε περίπου 55 βιβλία που κυκλοφόρησαν από τους γνωστότερους εκδοτικούς οίκους της χώρας. Καταπιάστηκε ιδιαίτερα με θέματα που αφορούν την προεφηβική λογοτεχνία και την ιστορία.
    Σ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφικής της ζωής δεν σταμάτησαν οι διακρίσεις. Το βιβλίο της «Προ Χριστού στη Βραυρώνα» μπήκε στον τιμητικό πίνακα του βραβείου Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και το «Τρία Σίγμα» κέρδισε το Κρατικό Βραβείο το 1989. Οι διακρίσεις δεν σταμάτησαν εδώ αφού τιμήθηκε όλα αυτά τα χρόνια από την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, την Εταιρεία Προστασίας Αναπήρων Παίδων, τη Εστία Ν. Σμύρνης, τον Ροταριανό Όμιλο Νότου κ.ά. Για το σύνολο του έργου της βραβεύτηκε με το έπαθλο Πηνελόπης Δέλτα το 1997 και από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά το 2006.

Για να σας προλάβω: η Νίτσα Τζώρτζογλου ήταν για μας ένα αγαπημένο πρόσωπο όχι γιατί ήταν συγγραφέας και διαβάζαμε τα βιβλία της. Αυτό ταιριάζει με όλες και όλους τους συγγραφείς που διαβάζουμε τα βιβλία τους. Εμείς στο Δημοτικό Σχολείο Μαυροχωρίου την αγαπούσαμε παραπάνω για το βιβλίο της
«Όταν τα νιάτα θέλουν»,
όπου η ηρωίδα, η Ζωή Πλατανιά, είναι δασκάλα εδώ στο δικό μας χωριό, το Μαυροχώρι.
Το βιβλίο της αυτό δεν σημαίνει πολλά μονάχα για μας, τους δασκάλους και τα παιδιά του χωριού όπου διαδραματίζεται η υπόθεσή του. Αυτό αποδεικνύεται από τις τουλάχιστον 7 εκδόσεις που έχει κάνει μέχρι σήμερα. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή είναι ένα σημαντικό βιβλίο, θα εστιάσουμε στο περιεχόμενό του, τη στιγμή αυτήν που αποχαιρετούμε την ξεχωριστή γυναίκα που το έγραψε…
Η υπόθεσή του ξετυλίγεται στην Καστοριά του Μακεδονικού Αγώνα, την Καστοριά των ντόπιων που αντιστέκονται σθεναρά στην έντονη προσπάθεια των Βουλγάρων να την κερδίσουν με αίμα και βία, την Καστοριά του Καραβαγγέλη και του Μελά. Τότε ακριβώς είναι που η Ζωή Πλατανιά διορίζεται στο χωριό μας και, παρά τις αντιρρήσεις των δικών της που φοβούνται γι’ αυτήν, δέχεται να έρθει. Δέχεται και ας το ξέρει πολύ καλά ότι εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο από τους διεκδικητές της Μακεδονίας είναι οι ιερείς και οι δάσκαλοι. Και όχι μόνο έρχεται από την πόλη της, τη Θεσσαλονίκη, για να μορφώσει τα παιδιά του χωριού μας, αλλά ανακατεύεται ενεργά στην ιερή υπόθεση του Μακεδονικού Αγώνα: «Ο τόπος αναβράζει κει πάνω. Ξέρεις τον κίνδυνο; Μα γι’ αυτό ίσα ίσα πηγαίνω. Μόνη μου το ζήτησα. Αν όλες φοβηθούν, τότε ποιος θα μάθει στα παιδιά γράμματα, ποιος θα τα μορφώσει, ποιος θα τους πει ότι είναι Ελληνόπουλα; Ξέρεις τι αγραμματωσύνη τα δέρνει τα φουκαριάρικα; Να τους μιλάνε λέει για τον Μεγ’ Αλέξανδρο, για το Φίλιππο, για τη δοξασμένη Μακεδονίτικη ιστορία…Να δεις το γράμμα του Γερμανού Καραβαγγέλη, του Δεσπότη της Καστοριάς, να σου σηκωθεί η τρίχα. Δυο χρόνια είναι κλειστό το σχολείο στο Μαύροβο, δυο χρόνια τα παιδιά χωρίς δάσκαλο.»
Θα κρατηθούμε και δε θα πούμε περισσότερα. Μονάχα πως η συγγραφέας του βιβλίου, η Νίτσα Τζώρτζογλου, με τον χαρακτήρα της Ζωής Πλατανιά πέτυχε να μας δώσει τον ιδανικό τύπο του δασκάλου: μια δασκάλα που παιδαγωγεί τους μαθητές της αγαπώντας τους, ζεσταίνοντάς τους και στο σώμα και στην ψυχή, διδάσκοντάς τους την αγάπη για την πατρίδα. Τους διδάσκει κυρίως με το ίδιο της το παράδειγμα και το ξέρουμε όλοι πως αυτή είναι η δυνατότερη διδασκαλία. Η δασκάλα του σπουδαίου αυτού βιβλίου είναι ένας άνθρωπος του χρέους. Η έννοια του χρέους, όμως, δεν περιορίζεται γι’ αυτήν ανάμεσα στους τοίχους του μικρού της σχολείου, αλλά ξεχύνεται με ορμή πολύ πιο έξω απ’ αυτό. Είναι παρούσα παντού όπου νιώθει και είναι χρήσιμη. Η συγγραφέας έδωσε στο πρόσωπο της δικής της δασκάλας όχι μόνο τον ιδανικό για τότε, αλλά και τον διαχρονικά ιδανικό τύπο του δασκάλου. Την προσφορά αυτού του δασκάλου δεν την επηρεάζει κανένας εξωτερικός παράγοντας. Ούτε καν η άθλια κατάσταση του κτιρίου όπου καλείται να διδάξει. Μέσα σε μια σχολική χρονιά καταφέρνει να μεταμορφώσει σε σχολείο ένα ερειπωμένο κτίριο: «με τα παράθυρά του να μπάζουν από παντού, με τα λιγοστά σπασμένα θρανία…Η υγρασία είχε λεκιάσει τους τοίχους, η αναδοσιά της μούχλας σ’ έπνιγε…». Η δασκάλα Ζωή Πλατανιά μάς απογυμνώνει εμάς τους σημερινούς δασκάλους με τα χίλια άλλοθι και τις χίλιες προφάσεις από κάθε φτιαχτό μας επιχείρημα: τον καλό δάσκαλο δεν τον κάνουν ούτε τα ντουβάρια ούτε και οι υπολογιστές. Τον καλό δάσκαλο τον κάνει η φλόγα που πυρπολεί τα σπλάχνα του. Αυτή και μόνο φτάνει και περισσεύει για να μεγαλουργήσει σ’ αυτήν τη δουλειά που είναι από μόνη της ένα μεγαλείο, αφού έχει να κάνει με παιδιά.
Κι είναι τόση η αγάπη των Μαυροβινών στη δασκάλα των παιδιών τους, τόση η αναγνώρισή τους στο έργο της και η ευγνωμοσύνη τους στο πρόσωπό της, ώστε, όταν φεύγει για τις καλοκαιρινές διακοπές της…
«Όλο το Μαύροβο, μεγάλοι και μικροί, είχε μαζευτεί μπρος στο σχολείο ν’ αποχαιρετίσει τη δασκάλα του (Σε ποιον ακριβώς αναφέρεται άραγε αυτό το «του»; Στο σχολείο ή σ’ ολόκληρο το χωριό; Νομίζω ότι η συγγραφέας όχι μονάχα εννοεί το δεύτερο, αλλά μ’ αυτό το «του» φανερώνει κάτι παραπάνω, πολύ σημαντικό: πως η Ζωή Πλατανιά είχε καταφέρει να κερδίσει τις καρδιές των χωριανών, πως είχε καταφέρει να γίνει η δασκάλα της καρδιάς τους…). Με το καλό να μας ξανάρθεις.»
Με αυτήν τη σύντομη αναφορά στο βιβλίο της καρδιάς μας αποχαιρετούμε κι εμείς, οι μαθητές κι οι δάσκαλοι του Δημοτικού Σχολείου Μαυροχωρίου, την πολύ σημαντική συγγραφέα του. Και προτείνουμε σε όλους εσάς τους αναγνώστες, μικρούς και μεγάλους, να το διαβάσετε, αν δεν το ‘χετε ήδη κάνει, και να κρατήσετε ως σύνθημα τον υπέροχο τίτλο του:
«Όταν τα νιάτα θέλουν».
Γιατί, πράγματι, όταν τα νιάτα θέλουν, μπορούν και θαύματα ακόμη να κάνουν. Ακόμη και τα θαύματα που ξέφυγαν οριστικά μέσ’ από τα χέρια τα δικά μας, των μεγάλων∙ τα θαύματα που ξέφυγαν απλώς γιατί εμείς δεν πιστέψαμε σ’ αυτήν την τεράστια δύναμη που έχει η θέληση του ανθρώπου και, άρα, και η δική μας
θέληση …

Για το Δημοτικό Σχολείο Μαυροχωρίου
Η δασκάλα του
Σόνια Ευθυμιάδου Παπασταύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ