18.5.11

ΗΛΙΑ Λ. ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Ανακολουθία νεκρώσιμος, ήτοι εις ζωντανούς


 -Τώρα που πέθανες, για πες μου, Τίμων:
το σκότος ή το φως ο εχθρός σου;
-Το σκότος. Γιατί στον Άδη περισσότεροί σας βρίσκονται (*)
Καλλιμάχου
(4ος-3ος αι. π.Χ.)

Πολλοί θα υπέθεταν πως το, όντως φοβερόν, του θανάτου μυστήριον, θα κλόνιζε συθέμελα το πετρόχτιστο οικοδόμημα της συνήθειας. Ότι το ξενύχτι του νεκρού κι η αποφράδα ημέρα που μας βρίσκει στο πλευρό του θα επιτύγχανε μια επίσχεση των ορμέφυτων... Φευ! Και δε μιλώ για τη σιγηλή παράταξη ενώπιον του φέρετρου στην εκκλησιά ή την επίπλαστη σοβαρότητα που τηρούν οι παρευρισκόμενοι λίγη ώρα πριν την έξοδο του νεκρού από την οικία του. Μιλώ εκ πείρας.
Οι φίλοι μου -μάλλιασε η γλώσσα τους- αγανακτώντας με το βίτσιο μου, που δε χάνω κηδεία για κηδεία, γνωρίζω δε γνωρίζω το νεκρό, ξεσπώντας συχνά μου λένε: "Μα είσαι με τα καλά σου, νέος άνθρωπος! Να τρέχεις στις κηδείες και να μαυρίζεις την ψυχή σου, αντί να γλεντάς τα νιάτα σου;" Μόνον άνθρωποι που έχουν ανεπτυγμένο το ένστικτο της παρατήρησης θα μπορούσαν να με καταλάβουν. Φίλοι μου, όντως η ψυχή  μου μελανειμονεί, αποτελεί άλλωστε αυτό την ελάχιστη οφειλή προς το μεταστάντα, το ζήτημα όμως είναι να μην επιτρέψεις σε αυτή την προσήκουσα βαρυθυμία να συσκοτίσει το νου, γιατί το σπίτι του νεκρού είναι το σπουδαστήριο της χαρακτηρολογίας.
Ο χρόνος που θα βρεθείς στον οίκο έχει κυριολεκτικά κεφαλαιώδη σημασία. Περνώ και ξαναπερνώ απ' έξω ώσπου να δω το καπάκι του φέρετρου να κείται επί της εισόδου με το πένθιμο αγγελτήριο κολλημένο πάνω του. Φέρνω καμιά βόλτα κι όταν πυκνώσουν οι ανθοδέσμες στα δρομάκια που οδηγούν στο σπίτι, εισέρχομαι. Το καπάκι είναι το σημάδι πως οι νεκροθάφτες έχουν καταφτάσει, κι ότι ο νεκρός, ψιμυθιωμένος, αν πρόκειται για γυναίκα, φρεσκοξυρισμένος, αν πρόκειται για άντρα, με το κεφάλι στραμμένο προς ανατολάς, αναμένει τους κατηφείς φορείς των ανθέων.
Θα μου πείτε, τι  σημασία έχουν όλα αυτά. Πριν έρθει ο νεκροθάφτης, στο σπίτι βρίσκονται οι πολύ κοντινοί κι όπως προείπα, δε χάνω κηδεία για κηδεία. Καθώς το σώμα του νεκρού έχει θαφτεί κάτω από το πρώτο στρώμα των λουλουδιών και το σπίτι έχει αρχίσει να κατακλύζεται από κείνο το βουερό μουρμουρητό, που, παρεμπιπτόντως, πρόκειται συν τω χρόνω να μετατραπεί σε χλαλοή, αλλά ας μην προτρέχουμε, οι οικείοι ξενίζονται λιγότερο με την παρουσία μου. Σαν πλησιάσω βέβαια να τους συλλυπηθώ, νοιώθω απορημένα βλέμματα να με κυκλώνουν, στόματα σφιγμένα μαρτυρούν στείρες αναζητήσεις της μνήμης, αλλά ποιος να ρωτήσει και τι;

"Κάπου τον ξέρω", σκέφτονται, "αλλά πάλι... ας είναι καλά που ήρθε", καταλήγουν και ξαναβυθίζονται σε κείνο το κενό που, αψευδώς, μαρτυρά το αλλοδαπό βλέμμα τους. Κάθομαι έπειτα σε μια γωνιά κατάλληλη για παρατήρηση και όποτε χρειάζεται σηκώνομαι και περιφέρομαι ανάμεσα στις συντροφιές, που συνεχώς αλλάζουν σύνθεση και, κατά συνέπεια, θέμα συζήτησης. Μα, θα μου πείτε, δε μιλούν για τον νεκρό;

Μη βιάζεστε, όλα με τη σειρά τους. Η οξύτητα της παρατήρησης είναι ευθέως ανάλογη τόσο της εμπειρίας όσο και της συναισθηματικής απόστασης του  παρατηρητή από το δράμα. Υπάρχει βέβαια μια χαρακτηρολογική τυπολογία, άλλως ειπείν, καλούπια συμπεριφορών, που, ποτέ μα ποτέ, δε μένουν αδειανά. Μα η χαρά μου δεν λέγεται κάθε φορά που ένας καινούριος χαρακτήρας αναζητά το καλούπι του. "Μην ανησυχείς", σκέφτομαι, "την επόμενη φορά θα 'χεις και συ το ενδιαίτημά σου".
ς πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή. Η λέξη κηδεία παράγεται από το ρήμα κήδομαι, που σημαίνει: μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι. Ποιος όμως νοιάζεται και γιατί; "Μα είναι προφανές", θα μου πείτε και θα συμφωνήσω. Ποιον τιμούν οι παριστάμενοι, σε ποιον απευθύνονται οι σπλαχνικές ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες; Για ποιον κλαίνε, ποιον μνημονεύουνε, ποιανού το εγκώμιο πλέκουνε, πού απευθύνονται όλα αυτά, αν όχι στην απύθμενη βαθύτητα του ορθογωνίου χάσματος που, περιχαρακωμένο από την επιπόλαιη λάμψη τεσσάρων κεριών, δεσπόζει στο σαλόνι;
Πόσο λίγο όμως διαρκούν όλα τούτα; Πόσο αινιγματική ακούγεται στ' αυτιά των συγγενών εκείνη η πανθομολογούμενη λέξη, κουράγιο, και πόσο φευγαλέο, εκείνο το βαθυστόχαστο(;) ερώτημα: "Τι είναι ο άνθρωπος;", ερώτημα που απάδει της ματαιότητας που κείτεται μπρος τους, θέτοντας πλήθος βασανιστικά ερωτήματα.
Πόσο πιο αληθινό, πόσο πιο έντιμο εκείνο το ανομολόγητο μα τόσο θυμόσοφο δίπτυχο, που πρόκειται να καθορίσει τη μετέπειτα στάση τους: "Η ζωή συνεχίζεται - οι ζωντανοί με τους ζωντανούς..."  Γιατί πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς το λυπηρό φαινόμενο της εγκατάλειψης του νεκρού σε μια διπλή μοναξιά; Μοιάζει το σπίτι σαν καράβι που 'χει δεχτεί μοιραίο πλήγμα και βυθίζεται, κι οι επιβαίνοντες συνωστίζονται στη γερή του μεριά προτού το εγκαταλείψουν. Αν τύχει δε και ξενυχτήσεις τον νεκρό θα βρεθείς τότε μπροστά στην πιο σπαραξικάρδια εκδήλωση αλληλεγγύης προς το πρόσωπό του - ρόγχοι γιομίζουνε το σπίτι, σπονδές στον αδερφό του θανάτου. 
Οι ρόλοι των φύλων ουδόλως διαταράσσονται. Οι γυναίκες περιποιούνται τους επισκέπτες, οι άντρες περιφέρονται, ναι, σωστά μαντέψατε, ασκόπως. Ας με συγχωρήσει το ωραίο φύλο γι αυτά που θα του καταμαρτυρήσω, ο ρόλος των αντρών είναι τόσο επουσιώδης σε τέτοιου είδους παραστάσεις που δεν αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Είναι κι αυτοί εκτός τόπου και χρόνου μα μ' έναν τρόπο τόσο κραυγαλέο που καταντάει βαρετός και αδιάφορος.
Ένα πλήθος κομπάρσων που μεθοκοπά, φωνάζει, κι ενίοτε μαλώνει, άμα τη ανεγέρσει του πολιτικού ζώου που υπνώττει μέσα τους. Ανάλογα με την ηλικιακή σύνθεση της ομήγυρης, άλλες γωνιές του σπιτιού θυμίζουν μπαρ και άλλες καφενείο. Ας φύγουμε όμως από τις οχλοκρατούμενες κόχες για να συναντήσουμε τις σιωπηλές ή το πολύ χαμηλόφωνες μα τόσο εύγλωττες αιθέριες συναθροίσεις.

Πάντοτε σε μια κηδεία τεκμαίρεται το αλώβητο της γυναικείας φιλαρέσκειας. Και μάλιστα σε ηλικίες όπου το αδυσώπητα φθοροποιό έργο του πανδαμάτορος ασφυκτιά κάτω από αλλεπάλληλες στρώσεις λίπους.
Προς Θεού, δεν θα δακρύσει, να μην χαλάσει η μάσκα. Οι κινήσεις της είναι τόσο προσεκτικές. Ντυμένη για βεγγέρα, φορά όλα τα κτερίσματα κι από την ώρα που θα καθίσει, ως την ώρα που θα φύγει, άλλο δεν την απασχολεί από το σιάξιμο των βαρύτιμων πετρών που πνίγονται στα τσουρεκάτα χέρια της και στον λιποβριθή λαιμό της. Την περισσότερη ώρα μένει μόνη της, άλλωστε πόσο χρόνο μπορεί ο επισκέπτης ενός μουσείου να σταθεί μπροστά σε μια γυάλινη προθήκη που εμπεριέχει μια καλοδιατηρημένη μούμια;
Η παραστάτιδα του νεκρού, συνήθως συγγενής, είναι κι αυτή μια ενδιαφέρουσα φιγούρα. Κρύβει πολλές φορές μια προκλητική αναλγησία πίσω από αυτόν, τον ομολογουμένως, νευραλγικό ρόλο. Θυμάμαι το πάσχον από αλμπινισμό πένθος μίας κυρίας, αλλιώς πώς να ερμηνεύσω το λευκό πουκάμισο που επέλεξε να φορέσει για την περίσταση; Το ξερό: "τι να κάνουμε;", που απηύθυνε στους πενθούντες προτού ριχτεί με απαρέγκλιτη σοβαρότητα στο βαρύ της καθήκον; Ούτε μια ματιά συμπάθειας δεν έριξε στον νεκρό, μόν' έσιαζε με επιμέλεια τα άνθη, που σιγά-σιγά τον αφανίζανε, έκανε σβώλους το αλουμινόχαρτο που τύλιγε τα κοτσάνια τους και το πετούσε στην πλαστική σακκούλα, που έχασκε πλαγιασμένη σ' έναν από τους μπρούτζινους κηροστάτες. Και μην μου πείτε πως η λευκότητα του ενδύματός της συμβολίζει το αναστάσιμο φως ή συγγενεύει με κείνο το σφόδρα παραμυθητικό που απευθύνει ο παπάς στον εκλιπόντα μετά το τέλος της νεκρώσιμης, εν τω οίκω, ακολουθίας:"Καλό παράδεισο εν Χριστώ αδερφέ". Διότι, το ανεπτυγμένο αίσθημα της τάξης που τη διακατέχει, δεν περιορίζεται, δυστυχώς, μόνον σε ότι αφορά την περιποίηση του μεταστάντος. Και τότε βλέπεις μια άτοπη εκδήλωση ευαισθησίας που αφορά στα άψυχα, η οποία συνοδεύεται και από αυστηρές παραινέσεις προς τους οικείους: "Να βάλετε ένα πατάκι στην  είσοδο γιατί μ' αυτήν τη λασπουριά μαυρίζουνε τα κρόσσια των χαλιών" ή το, όλως διόλου, εξωφρενικό: "Ας σιδερώσει κάποιος αυτό το κοφτό γιατί είναι πολύ τσαλακωμένο".

Αν θέλουμε όμως να είμαστε δίκαιοι, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε πως και το αδύνατο φύλο διαπρέπει στη φωνασκία, και μάλιστα με τρόπο τόπο σκανδαλώδη, που, μιλώντας με θεατρικούς όρους, θα παρομοίαζα τούτη την παρεκτροπή με την αντικατάσταση ενός χορικού αρχαίας τραγωδίας από το απόσπασμα μιας φάρσας. Μια φωνή που στο άκουσμά της παύουν όλες οι συζητήσεις, μια φωνή που κάνει όλα τα μάτια να στραφούν προς την είσοδο, μια φωνή από τα παρασκήνια που διακόπτει τη σκηνική δράση, μια φωνή που προσπαθεί στεντορείως να αποκρύψει πως χρόνια έχει ν' ακουστεί σ' αυτό το σπίτι, πως χρόνια έχει να συνομιλήσει με την άλλη που σιώπησε πια για πάντα.
Το υστερικό αυτό ιντερμέδιο συνοδεύεται από αναδρομικές αναφορές στις παλιές δόξες του μεταστάντα και στο κακό το ριζικό που ματαίωσε τις μελλούμενες. Φωνή τε και σώματι πια, μην βάζοντας γλώσσα σ' ένα στόμα στραβοβαμμένο, με προμελετημένη ατσαλοσύνη, αφήνει όπως-όπως τα γαρύφαλλα στην κάσα, που κινδυνεύει να γκρεμιστεί απ' την αγαρμποσύνη της, καθώς, γραπώνοντάς την, μιλάει στον νεκρό κατάμουτρα, σαν να τον εγκαλεί κατ' ουσία για την κατάστασή του.
Κι όταν αποσώσει τα ηχηρά φιλιά που επισωρεύει στις παρειές των τεθλιμμένων, κάθεται, επιτέλους, και φιλοδωρεί άπαντες τους παριστάμενους με τις πιο αδιάκριτες ματιές, ασκαρδαμυκτί. Έπειτα από αυτό, έκδηλη είναι η διασάλευση της ψυχικής ηρεμίας, εξ ης και το σύνολο αγριοκοίταγμα.

Το πιο παράδοξο όμως μ' αυτό το θεατρινίστικο κρεσέντο είναι που έχεις την εντύπωση πως επηρέασε ακόμη και τον νεκρό, γιατί κοιτώντας τον, έχεις την αίσθηση, πως η μακαριότητα στην έκφρασή του, που η εγκατάλειψη των εγκόσμιων πλουσιοπάροχα επιδαψίλευσε, έχει πια αντικατασταθεί από την πιο μακάβρια γκριμάτσα αποδοκιμασίας που είδες ποτέ.
Υπάρχουν κι άλλες φωνές που, μολονότι πιο διακριτικές, δεν πάνε πίσω σε υποκρισία, φωνές οικότροφες, που συνεπεία ενός ολισθήματος, εξοστρακίστηκαν και που όχι μόνο επιστρέφουν, μα προσπαθούν, μην πείθοντας ευτυχώς, να ανασκευάσουν το βρώμικο παρελθόν τους.
Θυμάμαι μια τέτοια κυρία, η οποία μάταια ζητούσε συγχώρεση από την εκλιπούσα για τα κακά που της έκανε όσο ζούσε, και τώρα, υπό το βάρος της ματαίωσης, ξεμονάχιαζε όσους αγνοούσαν το αμαρτωλό παρελθόν της, και, μακριά από τα δηλητηριώδη βλέμματα όσων γνώριζαν, με περισσή συγκίνηση, δάκρυ σταγόνα, τους βομβάρδιζε, σχοινοτενώς, με αναφορές σ' ένα απώτατο παρελθόν, η μνήμη του οποίου, είμαι βέβαιος, βασάνιζε μέχρι τέλους την αρτιθανούσα.
Σκόπιμα δεν θα αναφερθώ διόλου στον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των συγγενών, στις γλώσσες που για τον φόβο του σκανδάλου προσκρούουν σε σφιγμένα δόντια ή για τα βλέμματα που, αφιονισμένα από το μίσος, σπουδάζουν τα μελλοντικά τους θύματα. Γιομίζουνε τα πορτοφόλια, αδειάζουν οι καρδιές... Αλλά παραβάρυνε η ατμόσφαιρα.

Ας προσπαθήσουμε, έστω και στο τέλος, να εξισορροπήσουμε αυτή την αναφορά μας στους αρνητικούς πρωταγωνιστές των κηδειών, που κινδυνεύει, αν δεν έχει ήδη χαρακτηριστεί μονομερής, με την ανάδειξη μιας φιγούρας που συχνά περνά απαρατήρητη και, ομολογουμένως, δεν παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον μια κι είναι ταγμένη στο σωστό.
Μιλώ για κείνη τη σεμνή παρουσία, ανεξαρτήτως φύλου, που φειδωλεύεται τα λόγια, μα όποτε μιλά, μιλά μόνο για τον  νεκρό, για τη ζωή και για το θάνατό του, ξεθάβοντάς τον απ' την ανωνυμία όπου τον έχει αποδώσει η στάση των πολλών. Μιλώ για κείνη τη σεμνή παρουσία που πνίγει το αναφιλητό και κρύβει τα δάκρυα, των οποίων την αδιάλειπτη εκροή μαρτυρούν τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα.
Μιλώ για κείνη τη σεμνή παρουσία που το βλέμμα της, συντροφεύοντας τον νεκρό, στρέφεται μια προς τη γη και μια προς τον ουρανό.

(*) Επίγραμμα από την Παλατινή ανθολογία.
Η μετάφραση είναι του Π. Μπουκάλα, Επιτάφιος λόγος, εκδ. "Άγρα", 1999.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στο φύλλο 250 της 12ης Φεβρουαρίου 2004


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ