12.5.11

ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ: Με τη γλώσσα του ποιητή

Εκεί που τελειώνει το καλντερίμι της οδού που φέρει το όνομα του ποιητή, αντίκρι απ’ το χαμοκλήσι τ’ Αϊ –Παντελεήμονα, ορθώνεται το παρήλικο αρχοντόσπιτο του παπα-Γιάννη, της φαμίλιας των Χριστοπουλαίων. Από τότε που σταμάτησε να το παστρεύει η κυρα-Ελιά η πρεσβυτέρα, άλλαξε πολλούς νοικοκυραίους. Κι αφόντας η κακομάντισσα η ζωή προμήνυσε την εγκατάλειψη, πέταξε από πάνω του τ’ ασβεστοφόρι και τ’ αχυρόχωμα, άφησε την αγερομίχλη να περάσει απ’ τα σκεβρωμένα περβάζια και τα ελιξίβλαστα να στριφοκουλουριάζουν στο γυμνωμένο τσατμά και τις πολυκαιρισμένες μαρκίζες.
Να, σε τούτο το σπίτι το φλισβερό γεννήθηκε ο ποιητής κι όσο που άρχισε να παίρνει τα πόδια του, ξεκόνεψε με τη φαμίλια του κατά τη Βλαχιά για να ζήσει εκεί τα παιδιακά του χρόνια με τον Κυριάκο το μικρότερο αδερφό του.

Κι ενώ εκείνος, πέρα απ’ τη φύτρα του δε χρωστάει τίποτ’ άλλο στην πόλη, εκείνη του χρωστάει τ’ αρχοντομοίρι της ξιπασιάς της, όταν στρώνεται στο κουβεντολόι με την Ιστορία. Φορές φορές εκείνη αντιλογάει, κουνάει πάνω κάτω τη γραφίδα, παρατάει τα μελίγλωσσα και αρχίζει τις καταλαλιές για την αλησμοσύνη.
«Είσαι βάσκανη, φιδογλωσσού και φαρμακερή», απαντάει η Αρχόντισσα Πόλη κι αρχίζει να δακτυλομετράει την ευγνωμοσύνη της για τον ποιητή. Λέει για το μαρμάρινο ανδριάνδα του ποιητή,που έστησε στα1929, στρέφοντας τον αντίχειρα στην παλάμη, για την έκδοση του Παπαθωμά στα 1931 κλείνοντας το δείκτη και μετά την έκδοση του Βαλέτα με την αρωγή των Φίλων Βυζαντινών Μνημείων, μένει μ’ ένα μακρό κι αργόσυρτο «έψιλον» στο στόμα και με τα δυο τελευταία δάχτυλα της παλάμης ανοιχτά.
«Ώστε λοιπόν, αυτά, πικρογεννήτρα Αρχόντισσά μου, πρόφτασες ν’ αντιδωρίσεις στο παιδί σου, που τόσες ζωές σε σεριανάει στους σύδενδρους κήπους του πνεύματος με τα μυριστικά άνθη της ποίησης, της μουσικής και της φιλοσοφίας; Εσύ δεν ήσουν που φουσκοκαμάρωνες σαν άκουγες τη «στρωμύλη αηδόνα» σου να συγκελαηδάει με τα πλειότερο ηδύλαλα του πνεύματος πουλιά σ’ Ανατολή και Δύση; Εσύ δεν ήσουν που κορώνιαζες για το λυρικό προμάχο σου, το Νέο Ανακρέοντα κι ευθύς ως άπλωνε η φωτοφθόρα σκόνη του χρόνου, χερονιβόσουν στα νάματα της αλησμοσύνης;
Για τούτο σ’ ονειδίζω πόλη στεναγμοφόρα, να… που γύρισες απ’ τη Βενετιά κι απ’ τα Παρίσια με την πλώσκα της σοφίας σου αδειανή. Σε χασομέρησε βλέπεις ο κοσμοφθόρος ο πολιτισμός του τζίρου κι ας σου τραγούδαγε ο ποιητής σου πως τα πλούτια είναι σκύβαλα σοφίας.

Και να που φιλέρημη στέκεις τώρα στου κόσμου τ’ ακρογώνι κι άλαμνη κι άγνωμη αναθυμιέσαι τα προτητερινά δοξολογήματα και στανικά σφιχτοκρατιέσαι απ’ τα κουφάρια των ποθεινών ονείρων, ξεπνοϊσμένη απ’ τη θερμασιά της παρακμής.
Έπεσες στα βρόχια της κοσμοφθόρας εποχής, παραδέξου το! Σ’ εκείνη την τρελή πιλάλα της πλησμονής, έστρεξες με τους κακοσκνιπομάτηδες, τους μισογενείς, τους κουρουνόμυαλους, τους βδελυρούς, τους δολερόγνωμους και το κορμί σου μολεύτηκε απ’ τους βάσκανους τους θησαυροφόρους που αρχήθε σε γυρόφερναν δακρυτερά τάχατες να σε σώσουν.
Λοιπόν, Πόλη Αρχόντισσα, παράκαιρα έστω, προχώρα! Άσε τους βουληφόρους να τραβήξουν μπροστά κι αυτοθέλητα κόψε τον ιστό της δολοπλέχτρας και πνευματοβόρας σου ρότας. Ξεδιάλεξε τα «κάρπιμα φυτά απ’ τ’ άκαρπα τα ξύλα» ακούμπησε πάνω στου πολιτισμού τ’ αγκωνάρια και φλόγισε τους δεκαπιθαμόγλωσσους, που θέλουν να σε πνίξουν στη βοήστρα εποχή, στην πλανήτρα φήμη και στην τσιμεντένια «προκοπή»!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ