21.5.22

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Εθελοντής πυροσβέστης


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 22.7.2021 | 1089


Ο Μιχάλης άρχισε να βαριέται τα πάντα. Κι όταν λέμε τα πάντα, τα πάντα: τη δουλειά του, το σπίτι του, τους φίλους του, τη ζωή του την ίδια... 


Ο Μιχάλης άρχισε να βαριέται τα πάντα. Κι όταν λέμε τα πάντα, τα πάντα: τη δουλειά του, το σπίτι του, τους φίλους του, τη ζωή του την ίδια. Και αυτό δεν έγινε έτσι, στα ξαφνικά. Εδώ και καιρό, χρόνο και βάλε, δεν έβρισκε ενδιαφέρον σε τίποτα. Δημοσιογράφος ήταν σε γνωστή εφημερίδα, με θέση καλλιτεχνικού συντάκτη στον τομέα Γραμμάτων και Τεχνών. Η δουλειά του, που κάθε άλλο παρά βαρετή θα μπορούσε να θεωρηθεί, του πρόσφερε καθημερινή επαφή με πρόσωπα και πράγματα του Πνεύματος και της Τέχνης, θέση που θα ζήλευαν πολλοί συνάδελφοι. Στο σπίτι, εντελώς ανεξάρτητος, με δικό του δυάρι, σε πολυτελή κατασκευή στο κέντρο και πλήρη οικονομική υποστήριξη από τους προοδευτικούς γονείς. Φίλοι: όχι πάρα πολλοί, αλλά εκλεκτοί∙ οι περισσότεροι γνωστοί από τα μαθητικά του χρόνια. Η ζωή του: μόνο ανιαρή δεν θα χαρακτηριζόταν. Με αρκετές ερωτικές περιπέτειες στο παρελθόν, με μόνιμη συνοδό τα τελευταίο διάστημα και ευοίωνες προοπτικές για αίσια κατάληξη.

Ναι, αλλά... Ούτε κι ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Βέβαια, η απόδοση στον τόπο εργασίας δεν μειώθηκε στο ελάχιστο, μάλλον το αντίθετο· ήδη μιλούσαν στο γραφείο για την ανάθεση της αρχισυνταξίας, μόλις θα αποχωρούσε ο σημερινός υπεύθυνος. Αλλά... Τι; Τι ήταν λοιπόν, αυτό που τόσο πολύ τον εμπόδιζε να χαρεί τα πάντα; Γιατί αυτή η καθημερινή υπαρξιακή ανησυχία; Γιατί το συνεχές ξεστράτισμα του νου, την ώρα που ο ίδιος καταπιανόταν με κάτι που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν τόσο ενδιαφέρον και ουσιαστικό; Απάντηση καμία δεν έβρισκε, αλλά ούτε αποφάσιζε να εκμυστηρευθεί το πρόβλημά του σε έναν δικό του, στην κοπελιά του για παράδειγμα, σε έναν φίλο, σε κάποιο έμπιστο πρόσωπο τέλος πάντων...

...Ανοιχτή η τηλεόραση στο γραφείο, έτσι για συνεχή ενημέρωση για τη δουλειά του, όταν διάβασε το σποτάκι: «Γίνε εθελοντής πυροσβέστης! Βοήθησε στη σωτηρία των δασών της περιοχής σου!». Λες; Ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε, μόλις συνειδητοποίησε το νόημα της προτροπής. Λες; Αναρωτήθηκε και άρχισε να ψάχνει στον υπολογιστή για περισσότερες πληροφορίες. Μήπως, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του, να γινόμουν κι εγώ εθελοντής; Μήπως αυτό θα τα άλλαζε όλα; Αρκετές μέρες τον βασάνιζε η σκέψη και τελικά το πήρε απόφαση.

Στο σώμα τον δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Πολλοί σαν κι αυτόν, νέοι κυρίως, τον καλωσόρισαν και του μίλησαν με ενθουσιασμό για τον εθελοντισμό στην πυροσβεστική της περιοχής τους και τις συγκινήσεις που τους πρόσφερε η απασχόλησή τους. Η εκπαίδευση ήταν σύντομη και ουσιαστική. Πολλά άκουσε, πολλά έμαθε για την εγκληματική αμέλεια και απροσεξία του κόσμου, πολλά και για την καταστροφή ολόκληρων δασικών εκτάσεων από εμπρηστικές διαθέσεις ασυνείδητων. «Να δούμε στην πράξη» σκέφτηκε, και άρχισε να περιμένει με αδημονία την πρώτη εξόρμηση σε τόπους πυρκαγιάς. Έστω κι αυτή η αδημονία ήταν ένα καλό σημάδι, ένα πρώτο ξεκίνημα για αφύπνιση από τη νωθρότητα του νου.

Όταν ειδοποιήθηκε, αργά ένα απόγευμα, να συνδράμει την πυροσβεστική, ένιωσε ένα παράξενο κύμα χαράς να τον κατακλύζει. «Χαρά για πυρκαγιά;» σκέφτηκε αμέσως και τύψεις για το περίεργο συναίσθημά του σκέπασαν το στιγμιαίο ενθουσιασμό του. Η πυρκαγιά είχε ήδη εξαπλωθεί σε μια πευκόφυτη ρεματιά και απειλούσε να επεκταθεί και από την άλλη πλευρά του λόφου, σε κατοικημένη περιοχή. Εξοπλισμένος με όλα τα απαραίτητα, προχώρησε μαζί με τους άλλους, παλαιότερους εθελοντές, στο σημείο συγκέντρωσης. Ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπά και μαζί μια απερίγραπτη έξαψη. Μήπως και κάποιο φόβο; Δύσκολο να αποφανθεί, αλλά το επείγον της κατάστασης δεν άφηνε και πολλά περιθώρια σκέψης και ανάλυσης συναισθημάτων. Βρέθηκαν, πέντε άντρες, πίσω ακριβώς από το προπορευόμενο πυροσβεστικό όχημα, μπροστά στο πύρινο μέτωπο. Κατακαλόκαιρο, η θερμοκρασία έτσι κι αλλιώς σε υψηλά επίπεδα, σ΄ έκανε να νιώθεις πως βρισκόσουν στο πυρ το εξώτερο. Ο Μιχάλης έπαιρνε βαθιές ανάσες και προσπαθούσε να θυμηθεί τις οδηγίες του εκπαιδευτή. Αρκετή ώρα αργότερα, τον πλησίασε ένας μόνιμος και του είπε πως θα έπρεπε να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησης για λίγο· να ξεκουραστεί. Άρχισαν σιγά-σιγά να επιστρέφουν και οι άλλοι εθελοντές, καταπονημένοι όλοι και αναψοκοκκινισμένοι. Έφτασε και ο υπεύθυνος της ομάδας και τους εξήγησε ότι για εκείνο το βράδυ δεν θα τους χρειάζονταν άλλο, απλά θα τους ενημέρωναν μέσω μηνύματος, αν τυχόν και παρουσιαζόταν έκτακτη ανάγκη. 

Καθόλου δεν άρεσε στον Μιχάλη αυτή η εξέλιξη. Τώρα που είχε νιώσει τόσο όμορφα, τέτοια έξαψη και ενθουσιασμό για κάτι… Όλο το βράδυ δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι από την υπερένταση. Τι πράγμα κι αυτό! Να μάχεσαι με τις φλόγες, να τις δαμάσεις να προσπαθείς, κι εκείνες να ‘σου να ξεπηδούν λίγο παρέκει, να σου βγάζουν τη γλώσσα, να υψώνονται πιο πάνω, να τρέχεις εσύ με τη μάνικα στο ένα χέρι, το τσεκούρι στο άλλο, το ίδιο κυνηγητό συνεχώς, να δούμε ποιος θα νικήσει στο τέλος, πόσα δέντρα θα κάψει, πόσα εσύ θα σώσεις, πόση μαυρίλα θ’ αφήσουν πίσω τους...

Αποκοιμήθηκε τις πρωινές ώρες, και όταν τον πήραν τηλέφωνο απ’ την εφημερίδα, ήταν σαν να γύριζε από άλλον κόσμο. Η αλλαγή στη συμπεριφορά του από την πρώτη κιόλας συμμετοχή του ως εθελοντή πυροσβέστη, αισθητή έγινε απ’ όλους: συναδέλφους, αγαπημένη, γονείς! Ναι, αλλά δεν κράτησε και πολύ. Αδιαφορία τον κυρίευσε μετά από λίγο για τα πάντα, εκτός από το πυροσβεστικό σώμα. Το μόνο του μέλημα, η κατάσβεση πυρκαγιών και μια έντονη ανησυχία όταν αργούσε να πάρει κλήση για να παρουσιαστεί. Αυτό τριβέλιζε συνεχώς το μυαλό του, πότε, αχ, πότε θα συμβεί και πάλι. Και όταν οι μέρες περνούσαν χωρίς καμία ειδοποίηση, έπεφτε σε βαθιά περισυλλογή και ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, να ενδιαφερθεί για την καλή του, να, να...

Το αλσύλλιο κοντά στο εξοχικό των γονέων του λαμπάδιασε αργά κάποιο Σαββατόβραδο που είχε πάει να επισκεφτεί τους δικούς του. Ώσπου να ειδοποιηθεί η πυροσβεστική, τα μισά δέντρα είχαν αποτεφρωθεί και οι πυροσβέστες βρήκαν τον Μιχάλη να παλεύει μόνος του με το λάστιχο ποτίσματος. Σε έξαψη μεγάλη, και με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο στο μαυρισμένο του πρόσωπο, φώναζε όλο χαρά: «Είδατε πόσα κατάφερα να σβήσω; Είδατε; Και εντελώς μόνος μου, παρακαλώ!»

Τη φωτιά την είχε βάλει ο ίδιος. Πυρομανής ο Μιχάλης, διαταραχή ελέγχου παρορμήσεων. Μα σ’ αυτήν την ηλικία; Ώσπου να αποφανθεί το δικαστήριο για την ενοχή και τιμωρία του, παρακολουθείται από τους καλύτερους ειδικούς και υποβάλλεται σε εντατική θεραπεία…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Ιουλίου 2021, αρ. φύλλου 1089.


1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ