Τα οποία στην περιοχή της Καστοριάς, που βρίσκεται σε μεθόριο και αποτελεί «θέατρο» για συγκεκριμένα σοβαρά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα και χώρο μιας μακροχρόνιας και υπονομευτικής προπαγάνδας βασισμένης στον εκφυλισμό, τον αποπροσανατολισμό και την αποσταθεροποίηση των κοινωνικών και λαϊκών ιστών που προσδιορίζουν την ελληνικότητα, έχουν την δική τους διάσταση.
Δεν πέρασαν παρά καμμιά δεκαριά μέρες από την σύνοδο του ΝΑΤΟ, την επίσκεψη του νέου προέδρου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη αλλά και την αμέσως προηγούμενη ολιγόλεπτη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της Ελλάδος. Δεν πέρασαν παρά ακόμη λιγότερες ημέρες από την «παρά πόδας» συνάντηση του νέου προέδρου των ΗΠΑ με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και αυτές οι τελευταίες καθώς και οι γενικώτερες εξελίξεις με τον συσχετισμό των δυνάμεων τον οποίο αποτυπώνουν αλλά και την δυναμική που διαμορφώνεται στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, κοντά στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται ο νομός Καστοριάς όπως ολόκληρη η βόρεια Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι οι δυνατότητες που έχουν απομείνει στην Ελλάδα για τον αποτελεσματικό χειρισμό προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής, όπως το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων έχουν περιοριστεί. Στην ουσία οι προσπάθειες που καταβάλλονται είναι μόνο για τον περιορισμό μιας αποδεκτής ήττας.
Τις εξελίξεις επισπεύδει η δραστηριοποίηση του νέου, δημοκρατικού προέδρου των ΗΠΑ που προσέφερε αρκετή φιλοδοξία (όπως κάθε φορά με την εκλογή νέου προέδρου συμβαίνει, μηδέ του τελευταίου Τζ. Μπους εξαιρουμένου) Μπ. Ομπάμα, ο οποίος περιβάλλεται από στενούς συνεργάτες ελληνικής καταγωγής και κυβερνητικά στελέχη με αξιοσημείωτες φιλελληνικές θέσεις. Αλλά παρά τις ενδείξεις, ότι μαλακώνουν φραστικά, ορισμένες απόψεις της αμερικανικής πολιτικής γύρω από τα εκκρεμή ζητήματα, που ακούγονταν αρκετά «χοντροκομμένες» για τις δυνατότητες πέψης της δύσπιστης και αντιαμερικανικής ελληνικής κοινής γνώμης, ωστόσο αρχίζει να γίνεται κοινή πεποίθηση, ότι οι ελληνικοί στρατηγικοί στόχοι δεν βρίσκονται απλά μακριά από τις αμερικανικές βλέψεις και αδιαπραγμάτευτες απόψεις, αλλά χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης της χώρας στις διμερείς σχέσεις της. Πρώτο και καλλίτερο αποτελεί το παράδειγμα των απόψεων που διατύπωσε η νέα υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για την προοπτική εισόδου της FYROM στο ΝΑΤΟ. Ήταν καλές, γιατί ήταν αυτονόητες. Είναι όμως αυτό αρκετό για να εμπνέει αισιοδοξία;
Είναι γεγονός ότι για τις περισσότερες από τις μεγάλες συμμαχικές χώρες, που ήδη βιώνουν από δεκαετίες την πολυπολιτισμικότητα και τον εθνικό κατερματισμό, η επιμονή της Ελλάδας (μιας χώρας στρατιωτικά και πολιτικά ισχυρής, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου, μέλος του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρα που ανήκει στην ζώνη του ευρώ) σε φόβους ανησυχίες και γραμμές άμυνας που δεν συμβαδίζουν με το εκτόπισμά της, ειδικά όταν αφορούν τις αντιθέσεις της με μια μικρή, νεαρή και ίσως κάπως ασθενική χώρα σαν τα Σκόπια, δεν γίνονται κατανοητές.
Ακόμη και όταν ενεργοποιούν λεπτά ιστορικά ζητήματα που αφορούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας αλλά και την επεκτατικότητα των σλαβικών αλυτρωτικών βλέψεων. Και κυρίως αυτήν την πτυχή, την οποία περιοχές της χώρας όπως η Καστοριά (ευτυχώς συγκριτικά λιγότερο από άλλες της ίδιας γεωγραφικής περιοχής) γνωρίζουν καλλίτερα από τον καθένα.
Ταυτόχρονα, η ελληνική εξωτερική πολιτική, τα ηνία της οποίας ανέλαβε πριν μερικά χρόνια με αξιώσεις και προσδοκίες η μέχρι τότε δήμαρχος της Αθήνας κ. Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία περιβλήθηκε με την αισιόδοξη ελπίδα ότι θα καταβάλλει όλες τις προσπάθειες που θα απαιτούνταν για να λύσει σύντομα τον γόρδιο δεσμό του ονόματος, ώστε στην συνέχεια να επενδύσει την πολιτική της εξέλιξη με αυτή την επιτυχία και να ξεπλύνει την πατρική «ντροπή» (του «ποιος θα θυμάται αυτό το όνομα 10 χρόνια μετά»), γνωρίζει μια παρατεινόμενη στασιμότητα.
Καλά τα χαμόγελα, ωραία η γοητεία, άριστες οι γνωριμίες της και φιλίες της «οικογένειας» σε πολιτικές σχολές και διάφορες «λέσχες», καλά τα βραβεία και τα ευκαιριακά προεδρεία διεθνών σχηματισμών, αλλά ούτε η κ. Ντόρα Μπακογιάννη κατόρθωσε να παρουσιάσει πρακτικές και βιώσιμες λύσεις και να αποκαταστήσει το αίσθημα αδικίας και προσβολής του βορειοελληνικού χώρου. Τα χτυπηματάκια στην πλάτη και οι απλές φιλοφρονήσεις δεν προχωρούν τα θέματα. Και το χειρότερο είναι ότι ούτε η αναμενόμενη (επανεκλογή) του ΠαΣοΚ στην διακυβέρνηση της χώρας εμπνέει αισιοδοξία, με δεδομένο ότι οι απόψεις του προέδρου του, που διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών, είναι αρκετά γνωστές.
Έτσι καθώς διαψεύδονται η μια μετά την άλλη όλες οι ελπίδες της Ελλάδος, και ιδίως των Μακεδόνων, ελπίδες τις οποίες στήριξαν διαχρονικά σε κυβερνήσεις μαχητικές και λιγότερο μαχητικές, μεταξύ ΠαΣοΚ και ΝΔ, σε ψύχραιμους και θερμόαιμους υπουργούς Εξωτερικών, διαπραγματευτές και διπλωμάτες, αποκαλύπτεται για μια ακόμη φορά η δύναμη που διαθέτει η προπαγάνδα και η πρόκληση τετελεσμένων. Διαπίστωση η οποία στην Καστοριά, πόλη μουσικών ακουσμάτων, «ιστορικών» συνεδρίων και άλλων τέτοιων «μεγάλων» ιδεών, δίνει ακόμη ένα σκληρό ράπισμα προσβολής και αμφισβήτησης. Ίσως τώρα, να γίνει αντιληπτό ότι όπως δεν θεωρείται σοβαρό και υπεύθυνο να ασκείται εξωτερική πολιτική από τοπικούς βουλευτές, πολιτικούς και άλλους φορείς, έτσι δεν πρέπει να αφήνεται η διαχείριση της ιστορίας στα χέρια ασχέτων, ή στα κίνητρα «σχετικών».
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16.4.2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.