12.5.09

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΙΠΟΥ: Η έννοια και ο ρόλος του Θεού κατά τον Θωμά Ακινάτη και κατά τον Καρτέσιο

Η θεολογία και η φιλοσοφία, παρόλο τον στενό σύνδεσμο τους, στην σκέψη του Ακινάτη είναι σαφώς χωρισμένες. Η φιλοσοφία καταλήγει στα συμπεράσματά της μόνο με τη χρήση της ανθρώπινης λογικής, ενώ η θεολογία στηρίζεται στη θεία αποκάλυψη και την αυθεντία της Εκκλησίας. Η φιλοσοφία είναι «υπηρέτης» της θεολογίας, επειδή η δεύτερη χρησιμοποιεί τις μεθόδους και τα επιτεύγματα της πρώτης. Αλλά οι δύο επιστήμες διαφέρουν επίσης σε μερικά σημεία και ως προς το θέμα το οποίο πραγματεύονται. Ορισμένες αλήθειες να ανήκουν μόνο στη θεολογία π.χ. το μυστήριο της Αγίας Τριάδας ενώ άλλες μόνο στη φιλοσοφία. Ωστόσο μια τρίτη τάξη αληθειών ανήκει και στις δύο. Η ύπαρξη του Θεού π.χ. μπορεί να γίνει γνωστή και με την αποκάλυψη και με την λογική.
Στην «περί γνώσεως» θεωρία του ο Ακινάτης είναι ρεαλιστής. Δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες, αλλά όλες οι γνώσεις μας έχουν την προέλευσή τους στην εμπειρία των αισθήσεων. Κάθε τι «γνωστό» δεν είναι υποχρεωτικά πιστευτό, αλλά η «γνώση» προσφέρει στην ιερή διδασκαλία θεμελιώδεις προϋπόθεσης που αναφέρονται στον Θεό, στον άνθρωπο και τον κόσμο.
Ωστόσο ο Ακινάτης υποτάσσει τον ορθό λόγο στην πίστη. Όπου ο φιλόσοφος προσκρούει σε αντινομίες, σαν πιστός πρέπει να υποτάσσεται στα δόγματα της πίστης.
Στη φιλοσοφία του υπάρχει σαφής διάκριση ουσίας και ύπαρξης. Κάθε πεπερασμένο όν διακρίνεται από τη δράση και τη δυνατότητα. Η ύπαρξη δίνει την δυνατότητα στην ουσία να δράσει, αλλά και η ίδια η ύπαρξη περιορίζεται από αυτήν την δυνατότητα. Ο Θεός είναι το μόνο αυθύπαρκτο όν χωρίς διάκριση ανάμερα στην ουσία και στην ύπαρξή του. Αναπτύσσει ο Ακινάτης σ’ αυτό το σημείο τη βασική διάκριση του Αριστοτέλη μεταξύ του «ενεργεία ή τέλειου όντος» και του «δυνάμει ή ικανού προς τελειοποίηση». Το μόνο όν που είναι απαλλαγμένο από όλα τα «δυνάμει» και είναι απόλυτα «ενεργεία όν» δηλαδή απόλυτα τέλειο είναι ο Θεός.
Στον Θεό δηλ. σύμφωνα με τον Ακινάτη οι ποιότητες της αλήθειας, της αγαθότητάς, του ωραίου υπάρχουν όχι απλώς δυνάμει, όπως στα άλλα όντα, αλλά στην πραγματικότητα, λόγω ακριβώς της διάκρισης ουσίας-ύπαρξης. Η αγαθότητα του Θεού και των ανθρώπων μπορεί να βεβαιωθεί όχι με ταυτόσημο τρόπο ούτε με ασάφεια, αλλά με την αρχή της αναλογίας.

Ακολουθώντας πάλι την λογική του Αριστοτέλη ο Ακινάτης προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού στηριζόμενος στην θεωρία της κίνησης και στο πρώτο κινούν ακίνητον. Θεωρεί δηλ. ότι αφού κανένα όν δεν θα μπορούσε να μεταβεί στην κατάσταση της κίνησης χωρίς να το έχει ωθήσει κάποιο άλλο το οποίο και αυτό με τη σειρά του θα είχε πραγματοποιήσει αυτήν την ενέργεια ωθούμενο από κάποιον άλλο εξωγενή παράγοντα οδηγώντας μας έτσι σε μία ατέλειωτη κίνηση χωρίς αρχή και τέλος, πράγμα που είναι αδύνατο, θεωρεί ότι ο Θεός είναι αυτό το πρώτο όν που θέτει σε αρχή αυτήν την αέναη κίνηση και ο οποίος είναι μόνο ενέργεια και δεν παρουσιάζει ο ίδιος κίνηση.

Άλλος τρόπος απόδειξης του Θεού σύμφωνα με τον Ακινάτη είναι η θεωρία του περί αρχικής αιτίας των πραγμάτων. Κανένα όν δεν μπορεί να υπάρξει αν πρώτα κάποιο άλλο όν δεν του δώσει την αιτία ύπαρξης ή το ίδιο δεν έχει την δύναμη της ύπαρξης, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να υπήρχε πριν την ύπαρξή του και αυτό είναι λογικά αδύνατο. Άρα ο Θεός ο οποίος είναι αιώνιος και έχει την αιτία ύπαρξής του στον ίδιο του τον εαυτό είναι η πρωταρχική αιτία για όλα τα όντα.
Παρατηρώντας επίσης την αρμονική κίνηση και μεταβολή του κόσμου και την επιτυχή ανάπτυξη των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών θεώρησε ότι όλα αυτά δεν είναι τυχαία αλλά αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός παντοδύναμου και παντογνώστη Θεού που κατευθύνει την πορεία του κόσμου με τους νόμους του. Θεωρώντας επίσης ότι και τα μη οργανικά όντα λειτουργούν με κάποιο σκοπό και αφού αυτά τα ίδια δεν έχουν τη γνώση που απαιτείται για να δημιουργηθεί αυτή η τάση πιστεύει ότι πίσω από αυτήν την κίνηση βρίσκεται ο Θεός που υποδεικνύει και κατευθύνει τα μη οργανικά όντα στον σκοπό τους.
Μια τελευταία απόδειξη για τον Ακινάτη περί ύπαρξης του Θεού είναι αυτή που σχετίζεται με την τελειότητα. Παρατηρώντας στη φύση ότι υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί τελειότητας θεωρεί ότι από τη στιγμή που κάνουμε συγκρίσεις μεταξύ χαρακτηριστικών για να έχουν νόημα αυτές θα πρέπει να υπάρχει κάποιο όν το οποίο θα έχει όλα τα χαρακτηριστικά τέλεια και δεν μπορεί παρά μόνο ο Θεός να είναι αυτό το όν.

Ο Καρτέσιος αναζητώντας την απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού διαπιστώνει ότι μέσα μας υπάρχουν ιδέες για πάρα πολλά πράγματα, αλλά το να υπάρχει μέσα μας μια ιδέα για ένα τέλειο και υπερδύναμο όν όπως ο Θεός οφείλεται στο γεγονός ότι ένα όν τελειότερο από εμάς έχει εμβάλλει στην σκέψη μας και αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού.
Η φιλοσοφία του στηρίζεται στην διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος ή πνεύματος και ύλης. Το κύριο χαρακτηριστικό της σωματικής ουσίας είναι η έκταση, το ότι δηλ. καταλαμβάνει χώρο και το κύριο χαρακτηριστικό της νοητικής ουσίας ότι προβαίνει σε κριτική επεξεργασία στην οποία ο Καρτέσιος τοποθετεί την αρχή της ανθρώπινης πλάνης. Για να μπορέσει έτσι να θεμελιώσει τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα των αντιλήψεών μας θεωρεί ότι η γνώση αυτού του κόσμου συναρτάται με την βεβαιότητα ύπαρξης του Θεού.
Από αυτό συνάγει ο Καρτέσιος ότι αυτό το τέλειο όν δεν θέλει να μας εξαπατά με ψεύτικα δημιουργήματα και συνεπώς και ο κόσμος που υπάρχει γύρω μας είναι πραγματικός.

Μεταφέροντας το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού από τη σφαίρα της μεταφυσικής στον χώρο της επιστημολογίας εκφράζει το παρακάτω «οντολογικό επιχείρημα». Η επιστημονική έρευνα αρχίζει με την αναζήτηση των πρωταρχικών αληθειών ή αξιωμάτων που θεμελιώνουν μια επιστήμη, από τα οποία παράγονται με τη διαδικασία της έγκυρης λογικής συνεπαγωγής όλα τα υπόλοιπα θεωρήματα που τη συγκροτούν ως πλήρες αληθειακό σύστημα. Η παρουσία αυτών των αληθειών επιβάλλεται από την λογική τους προφάνεια. Οι πρώτες αλήθειες γίνονται συνεπώς δεκτές μέσα από μια «διανοητική εποπτεία» του περιεχομένου τους. Η κεφαλαιώδης αλήθεια είναι έτσι πρωτογενής και προηγείται της εμπειρίας. Η αλήθεια αυτή είναι συνεπώς έμφυτη και το πρώτο στην επιστημονική έρευνα είναι να αναγνωριστεί δίνοντας έτσι στον άνθρωπο την δυνατότητα να κατακτήσει τον οντολογικό πυρήνα της πραγματικότητας. Είναι βέβαιος έτσι ότι αποδεικνύοντας την ύπαρξη του Θεού, οι προφανείς ιδέες που ανακαλύπτουμε μέσα μας αντανακλούν αυτήν την ίδια οντολογική τάξη του σύμπαντος, και δεν πρόκειται για μετέωρες φαντασιώσεις.

Έτσι ο Καρτέσιος θεμελιώνει τον νεότερο ορθολογισμό με την βοήθεια της σχολαστικής φιλοσοφίας. Γιατί η σειρά αυτή των διαλογισμών επιτρέπει στο λογικό να αναγνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα όλες τις καθαρές και ευδιάκριτες προτάσεις. Σ’ αυτές ανήκουν προπαντός οι μαθηματικές αλήθειες καθώς και η οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Υποστηρίζει ότι όπως απ’ τον ορισμό του τριγώνου συνάγονται προτάσεις γι’ αυτό, με την ίδια λογική η αναγκαιότητα συνάγεται και από τον ορισμό του πιο πραγματικού όντος, του Θεού, το γνώρισμα της ύπαρξης. Η απλή δυνατότητα να στοχαζόμαστε το Θεό είναι επαρκής απόδειξη της ύπαρξής του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
W. Windelband-H. Heimsoeth «Εγχειρίδιο ιστορίας της Φιλοσοφίας» Β’ τόμος εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ Αθήνα 2003

Κ. Αθανασόπουλος «Φιλοσοφία στην Ευρώπη» Α’ τόμος, εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2001

Γ. Μολυβάς «Φιλοσοφία στην Ευρώπη» Β’ τόμος εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2001


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16.4.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ