11.5.09

ΜΠΕΣΣΗ ΜΙΧΑΗΛ: Ελεγεία σώματος

Το ανθρώπινο σώμα: ένα θαυμαστό, πολύπλοκο, αξεπέραστο μέχρι σήμερα σύστημα οργανικής ζωικής εξέλιξης που στηριγμένο στην ύλη παράγει συνειδητότητα, νόηση, αισθήματα, φαντασία, τέχνη και, στο διάστημα του διανυόμενου ατομικού χρόνου, ανυπέρβλητη φθορά. Φθορά των αισθήσεων καθώς η αρχέγονη όσφρηση γίνεται σχεδόν ασήμαντη, η όραση θαμπώνει, η ακοή μειώνεται, η γεύση αλλοιώνεται, κι η αφή, αυτή η διακριτική στερεοτακτική υποκατάσταση όλων των άλλων αισθήσεων «αποξηραίνεται» μαζί με τους σωματικούς χυμούς. Όμως αυτή ακριβώς η εγνωσμένη ματαιότητα της ατομικής ύπαρξης, αναδεικνύει το μεγαλείο της πάλης του φθαρτού γήινου «άνω θρώσκοντος» όντος με την θεία Ατροπο μοίρα για να αφήσει ένα νεύμα ύπαρξης, ένα σκίρτημα χαράς ακόμη και μέσα στην αιώνια συμπαντική λύπη της ανυπαρξίας...

«...θα ήθελα οι πίνακές μου να μοιάζουν σα να πέρασε ανάμεσά τους ένα ανθρώπινο ον όπως περνά το σαλιγκάρι, αφήνοντας ένα ίχνος από ανθρώπινη παρουσία και μνήμη, όπως το σαλιγκάρι αφήνει το γλυστερό ίχνος του...».

Τα λόγια του διάσημου ζωγράφου Francis Bacon, που με τα αποτρόπαια σαγηνευτικά έργα του σημάδεψε τον 20ο αιώνα τη φρίκη, τον αποτροπιασμό, την απομόνωση, τον κατακερματισμό του ανθρώπινου όντος σε απομεινάρια του σώματος, έρχονται συχνά στο μυαλό της όταν σκέφτεται το γηράσκον Σώμα με το πολιτισμικά μοιραίο, απωθητικό, γερασμένο, φθαρμένο αλλά υπαρκτό αποτύπωμά του. Και αισθάνεται ότι συμπληρώνονται θαυμάσια αυτά τα λόγια, που υποκρύπτουν μέσα στον αποτροπιασμό την παράξενη σαγήνη του γκροτέσκου, από τους πρωταγωνιστές του μοντερνισμού-πριμιτιβισμού Πικάσσο και Ματίς, που ιδίως με τα έργα τους «οι Δεσποινίδες της Αβινιον» και το «Μπλε Γυμνό», αντίστοιχα, εγκαινίασαν νέα αισθητικά πρότυπα με την εμπνευσμένη από πρωτόγονα τοτέμ παραμόρφωση της μορφής ως το νέο «κάλλος».

Υπάρχει κάλλος, ή παράξενη έλξη, ή έστω ενδιαφέρον για τη σύντομη πορεία προς τη φθορά, για το τελικό ταξίδι στην Ιθάκη, του μοναδικού υλικού στοιχείου που διαθέτουμε; Ή η ανόητη επικέντρωση στην αίσθηση της αθανασίας που μας χαρίζει η παροδική νιότη, μας πλημμυρίζει με τόση ακατανίκητη νοσταλγία για το ανέφικτο, ώστε να μας στερεί την ικανοποίηση της πλήρωσης που το φθειρόμενο σώμα έχει καταγράψει σε κάθε κύτταρο;

Και η σκέψη επικεντρώνεται στο δικό της σώμα μοιραία, ανακαλώντας στιγμές στην 65χρονη πορεία της, μέσα στον βουλιμικά ουροβόρο χρόνο, στιγμές φωτεινά, νοσταλγικά, αγέρωχες : όταν το σβέλτο εφηβικό σώμα γιόρταζε τη δόξα στεφανωμένο για πρωταθλητισμό, όταν χόρευε πρώτο χορούς τοπικούς περήφανα ντυμένο στη παραδοσιακή φορεσιά, όταν αργότερα κουβάλησε περήφανα το κυοφορούμενο νέο θαύμα της ζωής στη πελώρια κοιλιά... Όταν, ακόμη αργότερα με τη συνοδεία της μικρής κόρης έσκιζαν παράλληλα τη θάλασσα στο θαλάσσιο σκι, ή το χιονισμένο βουνό... Κι αργότερα, όταν το ώριμο αλλά ακόμη καλοδιατηρημένο σώμα έσκιζε άψογα τη θάλασσα σε βουτιά από τα ψηλά λευκά βράχια... Ή όταν μέσα στις βαθειές θαλασσινές σπηλιές γευόταν αρμύρα κι έρωτα... Και μαζί θυμόταν άλλα σώματα που είδε και γνώρισε και «γεύτηκε», όμορφα κι άσχημα, νεανικά και γεροντικά, γερά κι άρρωστα, σώματα της εμπειρίας και σώματα της φαντασίωσης, σώματα στην αρχή και στο εντροπικό τέλος του βέλους του πανδαμάτορα Χρόνου... Και την βαθειά χαραγμένη στη ψυχή, προνομιούχο αντίληψη της μοναδικότητας αυτής της σωματικής βίωσης θέλει να μοιραστεί με περηφάνεια και πάθος.


Η εξερεύνηση του προσωπικού σωματικού χρόνου ξεκινά: αφετηρία τα μάτια, ο οπτικός καθρέφτης του έξω κόσμου και προβολέας του περίπλοκου, μοναδικού, ατομικού έσω κόσμου του καθενός. Κοιτάζει, χρόνια τώρα τον πολλαπλασιασμό των όλο και πιο πολλών και βαθύτερων μικρών γραμμών, σαν μέσα από καθρεφτιζόμενους καθρέφτες. Αρχικά οι γελαστές ανεπαίσθητες γραμμές φωτίζουν το λείο παιδικό πρόσωπο. Τις βλέπει σαν όνειρο να μετατρέπονται στιγμιαία σε αληθινό αποτύπωμα γέλιου, στα χρόνια της νιότης εκφραστικό και γάργαρο μέσα στην ανεμελιά, όταν το βλέμμα σπίθιζε από χαρά ή οργή, από πρόκληση ή πόνο. Και σιγά –σιγά, μαζί με την ευθύνη και τις υποχρεώσεις να βαθαίνουν οι γραμμές και να γίνεται διαρκώς πιο σπάνιο το πηγαίο γέλιο, διαρκώς πιο σοβαρό και κοινωνικά σωστό, διαρκώς πιο επιφανειακό. Μέχρι τη στιγμή της πλήρους αποκάλυψης του χρόνου που έφυγε, όταν καθαρά αποτυπώνεται στο τρόπο που οι γραμμές γίνονται ρυτίδες και στεφανώνουν τα κουρασμένα, ήρεμα μάτια, καθώς γίνεται αναπόφευκτα αποδεκτή η αλλαγή της εισόδου στο δρόμο του κατηφορικού τέλους . Kαι θυμάται, συχνότερα πια, σε μικρές αστραπές μνήμης... Το βλέμμα της ευχαρίστησης στο πρώτο βήμα, στο πρώτο μπράβο, στο πρώτο σκίρτημα του έρωτα, στη πρώτη επιτυχία, στη πρώτη γέννα, στο γάμο του παιδιού.... Και συγκρίνει τις αναμνήσεις με την τρυφερή νοσταλγία που πλημμυρίζει τη καρδιά η όψη κι η αφή του δέρματος των νέων σωμάτων των εγγονών της καθώς τα παρακολουθεί να μεγαλώνουν δοξαστικά...


Ξανάρχεται διαρκώς συχνότερα και καθαρότερα όσο μακραίνει ο χρόνος, η ανάμνηση από το πρώτο δάκρυ από το πρώτο γδάρσιμο, το πρώτο μάλωμα, τη πρώτη αποτυχία, τη πρώτη απόρριψη, τον πρώτο θάνατο, την αρρώστια αγαπημένων, τη ματαίωση προσδοκιών, το άγχος και το φόβο από το πρώτο σημαντικό σωματικό τραύμα: η αίσθηση του φθαρτού, τη στιγμή που από απερίσκεπτη απροσεξία έχασε την ισορροπία στο σκι –λιφτ και γλυστρώντας ακάθεκτα με το κεφάλι πρόλαβε να αναρωτηθεί αν αυτό ήταν το τέλος... Ξύπνησε στο κρεβάτι του ιατρείου ακούγοντας σαν από μακρυά τον νεαρό γιατρό να ρωτά «πώς είστε;». Αφάνταστα απορημένη για την έλλειψη οποιουδήποτε πόνου ή δυσκολίας, σε οποιαδήποτε κίνηση, απάντησε με μια αίσθηση μεγάλης περηφάνειας για το τυχερό, ανθεκτικό σώμα «είμαι καλά» και πιάνοντας το κεφάλι, αισθάνθηκε το αίμα που κυλούσε από τη πληγή. Τίποτε, τότε ακόμη, δεν μπορούσε να μετριάσει την αίσθηση του θριάμβου για τη νίκη του Σώματος...

Όμως... Βλέπει τις βαθειές γραμμές που αυλακώνουν γύρω από το στόμα το πρόσωπο και δίνουν μαζί με τις κάθετες γραμμές ανάμεσα στα φρύδια, αυτή την έκφραση του σταδιακού κλεισίματος της αυλαίας, σαν σε μόνιμη συνοφρύωση, σαν η περισυλλογή να σκληραίνει το ύφος καθιστώντας ανελαστικό το εκφραστικό ρεπερτόριο. Λες κι οι μοίρες συμμαχούν στο τέλος έτσι ώστε να μένει το τραγικό αποτύπωμα του πεπερασμένου χρόνου σ’ οποιαδήποτε πορεία κι όχι η γελαστή ευμεταβλητότητα των ευτυχισμένων γέλιων που αρχικά δημιούργησε τις βαθύτερες κάθε φορά ρυτίδες.

Βλέπει τις λεπτές αναδιπλώσεις του δέρματος στο γυμνό σώμα ακριβώς στα σημεία που κάποτε ριγούσαν απαλά με κάθε χάδι, στα μπράτσα, στη κοιλιά, στο λαιμό. Εκεί που κάποτε διαγραφόταν η ελκυστική καμπυλότητα για να υποδεχθεί το άλλο σώμα, βυθισμένο στην ένταση της αναμονής και ορθωνόταν αυτόματα στο ρίγος της ηδονής, τώρα το δέρμα αδιάφορο κι αδρανές, ξεχειλώνει ηττημένο απ’ το χρόνο, χορτασμένο από αναμνήσεις... Σκέφτεται τις καμπυλότητες των γλυπτών από τον Ερμή στην Ολυμπία μέχρι την Αφροδίτη της Μήλου που μένουν εσαεί νεανικά τεντωμένα και φθάνει να ζηλεύει το λείο ψυχρό μάρμαρο για τη δυνατότητά του να αντιστέκεται καλύτερα, ώσπου σκέφτεται ότι δεν αισθάνθηκε ποτέ τίποτα: την ατελείωτη ευχαρίστηση ενός μωρού γυμνού στην αγκαλιά, την ηδονή από άλλα δάχτυλα, δυο χέρια πλεγμένα με εμπιστοσύνη και αγάπη...


Με τον ίδιο σαγηνευτικό αποτροπιασμό που της προκαλούν τα έργα του Bacon, βλέπει το σώμα να αλλάζει κάθε χρόνο προς τη φθορά, πιστό στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής για τα κλειστά συστήματα, όσο κι αν η πλαστική χειρουργική προσπαθεί να αντιπαλέψει. Ενώ διαρκώς μοιάζει να μικραίνει το μεσοδιάστημα της επερχόμενης φθοράς και κάθε διαφορά αποκτά προστιθέμενο βάρος. Χαμογελά με τη σκέψη, λυπημένα αλλά στωικά, με πλήρη αποδοχή της εικόνας που σαρκάζει τις επιδιώξεις επιδιόρθωσης με ένα είδος μεφιστοφελικής κακεντρέχειας. Που φυσικά δεν είναι μόνο εικόνα όσο κι αν αυτή κυριαρχεί. Είναι η αίσθηση της ματαιότητας στην άνιση μάχη, της παραιτημένης ουδετερότητας απέναντι σε αισθήματα που κάποτε κυριαρχούνταν από πάθος. Είναι η παραίτηση από την ευχαρίστηση της επαφής με ένα άλλο σώμα, γιατί η οικειότητα της συνήθειας, η τρυφερότητα της άνεσης, αντικαταστάθηκε από την μάταια επιδίωξη της έντασης που το προκατειλημμένο μυαλό θέλει να ξαναθυμηθεί ξεχνώντας ότι έχει χάσει τη δυνατότητα . Και εκχωρεί στη ψευδαίσθηση την επιδίωξη της ηδονής με ένα σώμα που δεν υπάρχει κι ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Είναι ακόμη η αδιαφορία για την αυτοικανοποίηση που κάποτε ανακούφιζε τη πίεση της απουσίας, με τον ανάλαφρο μαζοχισμό της μοναξιάς. Είναι παράξενα αντιφατικό για την τρέχουσα αισθητική λατρεία της απαστράπτουσας νεότητας να τρέφει τόση συμπάθεια για την εικόνα και την ουσία της φθοράς. Ισως γιατί στο μυαλό ή στη ψυχή κυριαρχεί όχι η απεικόνιση της φθοράς αλλά η μνήμη του χρόνου που διανύθηκε για να φθάσει ως εδώ. Και αυτή, η ουσιαστική αναπαράσταση της πραγματικότητας, είναι τόσο γεμάτη από αισθήματα εκτός από αισθήσεις, που κατανικούν κατά κράτος την απέχθεια για τη «γλίτσα» του χρόνου μετατρέποντας τις ρυτίδες σε δρόμους της μνήμης, οικείους, αγαπητούς, μοναδικούς στη πορεία για τη συμπλήρωση του νοήματος μιας μοναδικής ζωής. Και η φθορά αντί για παράπονο και μιζέρια γίνεται το παράσημο μιας ζωής βιωμένης με τις καλές και τις κακές στιγμές ισόρροπα αξιόλογες για την ευτυχία που δώρισαν, για το μάθημα που χάρισαν. Με ζωντανές αποδείξεις όχι μόνο του «έργου» που έχει μείνει σαν διάχυτη προσφορά στη συλλογικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά σαν σπορά γονιδίων, αισθημάτων, σκέψεων, μνημών σε κάθε νεώτερο απόγονο... Μια σπορά που αποτελεί την ύστατη δικαίωση οποιασδήποτε ζωής σαν τη δική της, που θέλει να πιστεύει ότι όντως, υπήρξε. Κάθε χαμόγελο που χαρίστηκε, κάθε φροντίδα που προσφέρθηκε χωρίς ενδοιασμό ή αντάλλαγμα, κάθε λέξη που λέχθηκε ειλικρινά και άδολα, κάθε αγάπη που δωρίθηκε, δημιουργούν ένα προσωπικό της μικρό σύμπαν μαλακώνοντας κάθε πόνο, χαρίζοντας τη γαλήνη μιας πορείας που ουσιαστικά δεν σταματά ακόμη και στο τελικό στάδιο του αναπότρεπτου τέλους. Γιατί αυτό το τέλος δεν αφορά κανέναν αφού ήδη αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξης. Πολύ περισσότερο την ίδια την ζώσα, που ζει στο πλήρες νόημα της λέξης, γιατί έχει αποδεχτεί το πεπερασμένο της ύπαρξής της. Στις στιγμές μάλιστα του σοφού αυτοσαρκασμού για ανύπαρκτες ματαιώσεις φανταστικών προσδοκιών, φθάνει να κάνει συμφωνία με τον εαυτό της: τακτοποίηση εκκρεμοτήτων... Τι ανοησία! Όλη η ζωή της ήταν μια φανταστική εκκρεμότητα, ένα πέρασμα αυτού του φθαρτού σώματος στο τεντωμένο σχοινί του χρόνου της, που διανύθηκε με ισορροπία ή ανισορροπίες ανάλογα με το χρόνο, το τόπο και τους ανθρώπους γύρω της.


Σήμερα, τώρα, οι περισσότεροι «γνωστοί-άγνωστοι» έχουν δρασκελίσει άλλες σχέσεις και μέσα στη σοφία της επιλεγμένης μοναχικότητας υποπτεύεται ότι πολλοί, περιφέρουν την καταθλιπτική ανία τους γεμίζοντας το χρόνο με αναπόδραστες κοινοτυπίες έργων και λόγων, σαν αυτά που την αποξένωσαν από καιρό. Δεν μπορεί να κρατηθεί καμιά σχέση στην επιφανειακότητα του τώρα. Όπως δεν μπορεί να στηριχθεί στη ψευτιά ενός άψογου, ανέκφραστου, «μποτοξικού», ή πλαστικού-πλασματικού προσώπου ή σώματος που πληρώνει πολύ ακριβά την πάντα φαουστική εξαγορά του χρόνου, αναζητώντας με απέλπιδα μανία την οριστικά χαμένη για δεύτερη φορά λάμψη της νιότης... Κι αυτό αφορά κυρίως όσους ίσως δεν κατάφεραν ποτέ να ζήσουν δοξαστικά τη πρώτη τους νιότη, και μόνη αληθινή, όπως της πρέπει. Και να τη πενθήσουν στην ώρα της ώστε η βιωματική γνώση της απώλειας να μετατραπεί σε παρακαταθήκη γλυκειάς νοσταλγίας για την περίοδο της ανθρώπινης ζωής όπου όλα είναι εφικτά, ως τα σύνορα του πιθανού, ως τις παρυφές της φαντασμαγορικής ψευδαίσθησης...


Ο ρεαλισμός του σώματος πλουτίζει χρόνο με χρόνο τη ψυχή με την αίσθηση του πεπερασμένου και συγχρόνως, με την ανάγκη της σοφά γαληνεμένης αναζήτησης ισορροπίας ανάμεσα στο εφικτό κι επιθυμητό. Κι η υπευθυνότητα παίρνει τη θέση της ματαιοδοξίας, η κρίση αντικαθιστά τις υπερβάσεις, η λογική τις ψευδαισθήσεις, η αρρώστια τις φαντασιώσεις της αθανασίας. Για τους τυχερούς. Οι άλλοι παιδεύονται διαρκώς ανάμεσα στο είναι και το θέλω. Ξεχνώντας βολικά ότι αν θέλω να είμαι πραγματικά, πρέπει να γίνω αυτό που είμαι. Αρχίζοντας από το σώμα «το ναό του είναι». Με όλο το σεβασμό που ανήκει στην αναζήτηση της ακροβατικής ισορροπίας αυτού του θαυμαστού παράξενου ελκυστή-οργανισμού που συνιστά με τις απειροελάχιστες κρίσιμες συνάψεις κι αλληλεπιδράσεις, αυτό που ονομάζουμε ψυχή ή μυαλό ή το συνειδητό ανθρώπινο όν.


Πότε αρχίζει η ωριμότητα; Όχι, δεν πιστεύει ότι έχει πολύ σχέση με τη φυσική ωρίμανση, παρά μόνο για ελάχιστους προνομιούχους ανθρώπους που καταφέρνουν να ταυτίσουν βιώματα και νόημα υπαρξιακό, σώμα και πνεύμα, καταργώντας τον ψευδεπίγραφο καρτεσιανό δυϊσμό μέσα στην ολότητα της αποκλειστικής μοναδικότητας του καθενός ανθρώπινου όντος, της ταυτότητας όπως προσλαμβάνεται από «...την άχρονη αναπαράσταση του εσωτερικού προτύπου του κόσμου και του εαυτού μέσω αυτοσυνειδητότητας...»


Είναι πολύ παράξενη η αίσθηση ελαφριάς αηδίας που της δίνει η εκφυλιστικά προκλητική γύμνια, κυρίως των νεαρών κοριτσιών της τηλεοπτικής ζούγκλας, σε σύγκριση με την αισθητική ευχαρίστηση του κομψού όμορφου γυμνού στη θάλασσα το καλοκαίρι, ή ορισμένων φωτογραφιών του Aventon ή του Newton, ή η πλούσια απολαυστική πληθωρικότητα των αναγεννησιακών γυμνών, ή η γραμμική αυστηρή αφαιρετικότητα των μεγάλων ζωγράφων. Όπως επίσης, βρίσκει απόλυτα φυσική τη καθήλωση του βλέμματος στο δρόμο ή στις οθόνες, σε ωραία λευκοστεφανωμένα πρόσωπα που επιτρέψανε στο χρόνο να σμιλέψει την νοσταλγική ομορφιά της σοφής ζωής. Και η έκφραση, αυτή η φωτισμένη με τη γλυκύτατη αναλαμπή του λυκόφωτος της ζωής, η έκφραση της χαμογελαστής γαλήνης, κρύβει την υπέρτατη ομορφιά του γνήσιου ανθρωπισμού... Και τόσο καλά μεταμφιεσμένο όλο το συσσωρευμένο πάθος για τη ζωή μέσα, παραδείγματος χάριν, στην αεικινητικότητα της Ελένης Αρβελέρ ή την παθιασμένη στωικότητα του Χρήστου Γιανναρά... Ή μέσα στο ήρεμο, ελκυστικό, πράο πρόσωπο που αντανακλούσε το γλυκύτατο παίξιμο του βιολιού από την ωραιότατη 70χρονη σκωτσέζα μέσα στον παλιό πύργο, ή στην ακούραστη πανέμορφη 82χρονη «μάμη» που δεν σταματάει ποτέ να νοιάζεται και να προσφέρει, ασκώντας αυτό το σχεδόν άφθαρτα φθαρμένο σώμα στην υπηρεσία της ακατάβλητης φροντίδας για τη ζωή και τους ανθρώπους «της»... Βλέπει με άπειρη τρυφερότητα, την αναπόφευκτη σμίκρυνση του ορατού σώματος, όσο το εκτόπισμα της αόρατης αλλά υπαρκτής σωματικής αύρας διαχέεται άϋλο, πολλαπλασιαζόμενο σε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, ανήψια και μικρανήψια, μια μικρή κοινωνία του αίματος και της καρδιάς. Και θαυμάζει την αντοχή της ύπαρξης αντίθετα στη φθορά, καθώς όλη η εντροπία έγινε απέραντη αγάπη...


Και βλέπει την αρρώστια. Βλέπει πρώτα το φόβο, αυτόν τον ύπουλο εχθρό της ζωής να θρονιάζεται στα μάτια των άλλων σε κάθε περίπτωση που το σώμα δίνει το σήμα του. Τον φόβο για τον πόνο, τον φόβο για τη δυσκολία, τον φόβο της άγνοιας. Είναι πολύ πραγματική η αίσθηση της ελάττωσης των δυνατοτήτων, όπως η δυσκολία να αντέξει εύκολα το γρήγορο ανέβασμα στη σκάλα, η εφευρετικότητα των στάσεων για να ξεκουραστεί η μέση που συχνά διαμαρτύρεται, ή ακόμα και απλές καθημερινές κινήσεις όπως το να βάζει το καλτσόν όπου χρειάζεται ειδική στάση για να εξισορροπηθεί η ανελαστικότητα του ενός ποδιού με τον περιορισμό στη στροφή της άρθρωσης... Είναι εφευρετικό το σώμα στους τρόπους που αντιστέκεται, μόνο που οι περισσότεροι αμελούν τη φροντίδα του, ιδίως όταν ως εκείνη την ηλικία δεν το έχουν σεβαστεί. Το αγαπά αυτό το ώριμο σώμα για την ευχαρίστηση που ακόμη της προσφέρει όταν αντέχει, όταν αντιστέκεται, όταν βυθίζεται μέσα στην κρύα χειμωνιάτικη θάλασσα κι αναδύεται στο χάδι του ήλιου...


Όμως, μέσα από τη δική της «έκπτωση» και τον προσλαμβανόμενο πόνο-φόβο των άλλων, αισθάνεται ανήμπορα οργισμένη για την αναξιοπρέπεια της αθεράπευτης αρρώστιας, βαθύτατα πικραμένη για την ανθρώπινη αδυναμία να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τη ζοφερή φθορά, εξαγοράζοντας τον ελάχιστο άχρηστο χρόνο με το βαρύτερο τίμημα: ανυπαρξία ζωής μέσα στην ασφυξία του ανείπωτου φόβου για την πιθανότητα του τέλους. Δεν έχει λύση. Όμως υποπτεύεται ότι αυτή η ψυχαναγκαστική απληστία για χρόνο με κάθε θυσία δεν έχει νόημα.


Δεν έχει νόημα πιστεύει, ο χρόνος που δεν «κερδίζεται» τελικά, γιατί εκχωρείται ολοκληρωτικά στον πόνο, στη μιζέρια μιας ζωής που ούτε μοιράζεται ούτε βιώνεται. Παρακολουθεί ανήμπορη, δυστυχής για την ίδια και τους γύρω αγαπημένους, όχι τη φθορά, αλλά τη πρόσληψή της τόσο άσχημα, ώστε να συνιστά πληγή.


Kι όμως ακόμη και στα τάρταρα της φθοράς, νεύματα αναλαμπής. Η προμηθεική ανθρώπινη διάσταση, σ’ όλο το καταπληκτικό μεγαλείο της: Το «Πλήγμα» στην Ενόρασή μου (Μy stroke of insight- 2008), της επιστήμονος του εγκεφάλου J.Bolte Taylor, είναι η ιστορία της νικηφόρας μάχης με τον ζόφο της αρρώστιας όπως αποτυπώνεται σε ένα από τα εντυπωσιακότερα βιβλία που έπεσε στην αντίληψή της.


Η επιστήμων αναλύει λυρικά σχεδόν, πώς 37χρονη την επισκέφθηκε σοβαρό εγκεφαλικό που βύθισε σε κώμα τμήμα του αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου και την ίδια σε αναπηρία. Πώς μέσα από την εξαιρετική ενεργοποίηση του δεξιού ημισφαιρίου της βρήκε όχι μόνο τη δύναμη, την ενόραση, να αποκαταστήσει πλήρως το σώμα της, αλλά και να αλλάξει ριζικά την νοοτροπία της, αντικαθιστώντας πλευρές της νοητικής δραστηριότητας με συναισθηματική νοημοσύνη και χαρά της ζωής.


Αν έτσι ολοκληρώνεται ένας σωματικός κύκλος, ως τελική κυκλική αναρρίπηση του νερού στο αρχικό βύθισμα της πέτρας/γέννηση, όλοι οι άλλοι απειροελάχιστοι αλλά διαρκώς μεγαλύτερου εύρους κύκλοι είναι αυτό που μένει; Και πού/πότε σταματά ; Όχι, δεν θέλει να ξέρει την απάντηση στο αιώνιο ερώτημα, παρά μόνο σαν αφετηρία μιας σκέψης για το αέναο της συμπαντικής ροής. Παίζοντας καμιά φορά με την ιδέα της μετατροπής της συνειδητότητας σε άγνωστη σκοτεινή ύλη/ενέργεια που σκορπίζεται σε παράλληλα άπειρα σύμπαντα....

Όμως γρήγορα προσγειώνεται στο πραγματικό τώρα. Η ζωή κάθε ανθρώπου πιστεύει, δεν έχει καμιά σχέση με τον συγκεκριμένο θάνατο του, γιατί εκεί, με το συμπλήρωμα του ατροπικού χωροχρόνου, τελειώνει οποιαδήποτε επίδραση του ατόμου στη Ζωή, ανεξάρτητα από υποκριτικούς επικήδειους. Η διάλυση ή εξαΰλωση της σωματικής υπόστασης μιας πάντα μοναδικής προσωπικότητας στερεί τη συλλογικότητα από τη συγκεκριμένη διάταξη ατόμων-μορίων –κυττάρων-οργανισμού, παραδίδοντας αποκλειστικά στη μνήμη, για όσο αντέχεται, ό,τι υπόλοιπο μοναδικότητας υπήρξε, αν υπήρξε. Η Μνήμη-Μνημοσύνη, αυτή η θεά γεννήτρια των Μουσών και θα πρόσθετε της ανθρωπιάς ως ιστορικής συλλογικότητας, είναι το μόνο που μένει...

Βρίσκει με αυτή τη θέση, κυριολεκτικά ευλογία την επιθυμία ενός μεγάλου βιολόγου να ταφεί στο δάσος του Αμαζονίου «...ώστε να γίνει τροφή στις λάρβες σκαθαριών και από ΄κει ....να ξεφύγει σαν μέλισσα μέσα στην απεραντοσύνη του βραζιλιάνικου δάσους...» με όση αγάπη μοιράστηκε, είτε στο στενό κύκλο της οικογένειας και του αίματος, ή στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ως μορφή τέχνης και προσφοράς. Και τίποτε άλλο.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16.4.2009



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ