28.7.09

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ: Η εκκλησία στο μακεδονικό αγώνα

Η πολιτική της ανεξιθρησκίας, την οποία ο Μωάμεθ Β΄ εφάρμοσε και τα εκκλησιαστικά προνόμια, τα οποία αυτός και πάρα πολλοί από τους διαδόχους του παρεχώρησαν στους Έλληνες, αν και πολλές φορές καταπατούνταν και από τους σουλτάνους και προπαντός από τους ασύδοτους μπέηδες και πασάδες των επαρχιών, κατέστησαν την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία μητέρα και προστάτιδα του υπόδουλου Γένους. Οι ιερές μητροπόλεις, οι ενοριακοί ναοί και τα μοναστήρια υπήρξαν σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας τα καταφύγια των σκλάβων, αλλά και οι φάροι, οι οποίοι ακατάπαυστα ακτινοβολούν το φως της Ορθοδοξίας και της ελπίδας της εθνικής αναστάσεως.

Στρατιές αναρίθμητες επιφανών ιεραρχών και ανώνυμων ιερέων και μοναχών από τον άμβωνα των ναών και στους νάρθηκες των μοναστηριών, όπου λειτουργούσαν τα θρυλικά «κρυφά σχολεία», παρηγορούσαν τους δυστυχείς ραγιάδες, θέρμαιναν τις καρδιές τους, διατήρησαν άσβεστη τη σπίθα της ελευθερίας και την ελπίδα του λυτρωμού.

Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ιδιόμορφος, αδυσώπητος και αμείλικτος και η πρώτη, που αντιμετώπισε την άγρια μορφή του, ήταν η Εκκλησία.
Η Εκκλησία καθαγίασε τον ιερό αγώνα με το αίμα πολλών επισκόπων, ιερέων και μοναχών.
Στη Μακεδονία ο κλήρος αγωνίσθηκε με αδάμαστο πνεύμα. Παλεύοντας η Εκκλησία με υπέρτατο αντίπαλο μόνη της, αβοήθητη, με μόνο το ηθικό της κύρος και την αγάπη των κατοίκων διατήρησε με ιερό πείσμα τις θέσεις της. Πλαισιωμένη από φλογερούς μαχητικούς και ζηλωτές ιεράρχες επιτέλεσε το καθήκον της, το οποίο απαιτούσαν οι χαλεποί καιροί.
Μ’ αυτούς τους φωτισμένους ιεράρχες εκδηλώθηκε η αρχική εύστοχη αντίδραση του ελληνισμού. Η Εκκλησία στάθηκε αλύγιστη, όσο κι αν τα πλήγματα που δέχτηκε, ήσαν σκληρά και φοβερά. Κορυφαίοι επίσκοποι ήταν οι πρώτοι αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα και στρατηγεία οι Μητροπόλεις. Οι ναοί και τα μοναστήρια ήταν τα ασφαλή κρησφύγετα των Μακεδονομάχων. Οι ιερείς και οι μοναχοί ήταν οι φύλακες άγγελοι των καταδιωγμένων, οι καλοί Σαμαρείτες των τραυματιών, οι προμηθευτές τροφών, όπλων και πυρομαχικών, οι μόνιμοι σύνδεσμοι των αγωνιστών, η ψυχή όλων των επιτροπών του Αγώνα. Συχνά λειτουργούσαν με το όπλο στην Αγία Τράπεζα, πλάι στο Ευαγγέλιο. Οι ιερείς, αντέδρασαν σθεναρά από την πρώτη στιγμή στην προσπάθεια εκβουλγαρισμού του πληθυσμού της Μακεδονίας πληρώνοντας οι περισσότεροι την αντίδρασή τους με τη ζωή τους.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός και θα πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα, ότι η αποστολή του ελληνικού κλήρου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) περιέπλεξε επικίνδυνα την κατάσταση. Οι Βούλγαροι τότε ίδρυσαν σχολεία κι εκκλησίες, διόρισαν δασκάλους και δικούς τους ιερείς και επισκόπους και καλλιεργούσαν την ιδέα του πανσλαβισμού, προσπαθώντας να μετατρέψουν τον πληθυσμό από το Πατριαρχείο στην Εξαρχία. Και οι Έλληνες κληρικοί υπήρξαν θύματα μιας άνευ προηγουμένου θηριωδίας των κομιτατζήδων, που επεδίωκαν τον εκβουλγαρισμό του πληθυσμού.

Από τους ιεράρχες μέχρι τους απλούς παπάδες και τους καλογέρους, όλοι διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο. Όχι μόνο ως πολύτιμες ηθικές δυνάμεις, όχι μόνο με κατήχηση και συμπαράσταση, αλλά πολλές φορές και με τα άρματα στο χέρι. Γι’ αυτό το μίσος των Βουλγάρων εναντίον τους εκδηλωνόταν με ιδιαίτερη αγριότητα. Αλλά και στον αγώνα η συμμετοχή του κλήρου ήταν καθολική, γι’αυτό και από την αρχή ήταν ο κύριος στόχος των κομιτατζήδων. Πολλές φορές όμως οι συνθήκες δεν επέτρεπαν την παραμονή στο χωριό. Τότε αναδείχτηκαν οι αντάρτες –ιερείς, που με το όπλο έκαναν ό,τι δεν μπορούσαν πια με το σταυρό και μόνο.

Η Εκκλησία δια μέσου του εκάστοτε Μητροπολίτη ασκούσε παρεμβατικό ρόλο και απόλυτη εξουσία στη διοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στις διαδικασίες εκλογής των μελών της Κοινότητας και σε κάθε κοινονική δραστηριότητα.
Οι ιεράρχες εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη που τους έδινε η θέση τους απέναντι στις τουρκικές Αρχές συνέχιζαν την κοινωνική και μορφωτική δραστηριότητα της Εκκλησίας σε συνεργασία με την Ελληνική Κοινότητα, ενώ συγχρόνως είχαν μετατρέψει τις Μητροπόλεις σε κέντρα του Αγώνα και τα Μοναστήρια σε καταφύγια ανταρτών και αποθήκες όπλων.

Η εκκλησία της Καστοριάς

Για τα πρώτα χρόνια της Καστοριάς ως εκκλησιαστικής επαρχίας δεν είμαστε αρκετά πληροφορημένοι. Το βέβαιο είναι ότι η εκκλησιαστική ιστορία της πόλεως με την περιοχή της μέχρι το 10ο αιώνα χάνεται μέσα στην ιστορία της Αυτοκέφαλης Αρχιεπισκοπής Α΄ Ιουστινιανής Αχριδών.
Στην Αρχιεπισκοπή αυτή υπήγαγε όλες τις Επισκοπές του Ιλλυρικού και μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας, ενώ με σιγίλλια την ανακήρυξε Αυτοκέφαλη.
Η Επισκοπή των Κάστρων, λαϊκή ονομασία της Καστοριάς, χρονολογείται από τον 9ο αιώνα και από το 1032 η Καστοριά αποτελεί Μητρόπολη.
Για την Καστοριά πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Επισκοπή δεν είναι γνωστό. Από τον 4ο μέχρι τον 8ο αιώνα δεν αναφέρεται πουθενά. Βέβαιο είναι ότι στις αρχές του 9ου αιώνα η Μακεδονία αποτελούσε ιδιαίτερο Θέμα και είχε 18 πόλεις. Στον κατάλογο αυτόν φέρεται ως 6η η Επισκοπή Καστοριάς. Από το Τακτικό του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και από πληροφορίες του Γκέλτσερ συνάγεται ότι είναι πολύ πιθανόν ότι στην αρχή του 9ου αιώνα υπήρχε η Επισκοπή των Κάστρων.

Η εκκλησιαστική περιφέρεια της Καστοριάς πριν από το 1018 επεκτεινόταν σε αρκετά μεγάλη έκταση. Είχε στη δικαιοδοσία της τις Επισκοπές Σισανίου, Μογλενών και Μολισχού. Μετά την κατάλυση του Κράτους των Βουλγάρων η Μητρόπολη Καστοριάς παρέμεινε μεν πρωτόθρονος, αλλά περιορίστηκε αρκετά η δικαιοδοσία της.
Από το 1150 έχουμε πληροφορίες, ώστε μπορούμε να συγκροτήσουμε τον κατάλογο των Επισκόπων με τους Ιωάννη, Κων/τίνο (κοντά στο 1204), Γαβριήλ (1384), Ιωσήφ (1481).
Από το 16ο αιώνα, συναντούμε αρχιερείς με πρώτο τον Ακάκιο (1531), επικεφαλής καταλόγου αρχιερέων, που φθάνει μέχρι των ημερών μας. Ο πρώτος που προσονομάζεται Μητροπολίτης είναι ο Αρχιερέας Θεοφύλακτος σύμφωνα με επιγραφή (1622) του ναού των Ταξιαρχών, συνοικίας Αγίου Λουκά.

Όταν καταργήθηκε η Αρχιεπισκοπή Αχριδών το 1767 και υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Μητρόπολη Καστοριάς περιήλθε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, που απετέλεσε τον 56ο Μητροπολιτικό θρόνο μέχρι το 1912, οπότε απελευθερώθηκε η πόλη και διατελεί ήδη υπό τη δικαιοδοσία της Ελλάδος. Ο Επίσκοπος Καστοριάς έφερε τον τίτλο «υπέρτιμος και έξαρχος (παλαιάς Βουλγαρίας). Υπογραφόταν ακόμη «Ο Καστορίας και Πρωτόθρονος», γιατί αυτός αποτελούσε τον πρώτο Μητροπολιτικό θρόνο του Κλίματος της Αρχιεπισκοπής Αχριδών. Σήμερα φέρει τον τίτλο «υπέρτατος και έξαρχος Άνω Μακεδονίας».

Από στοιχεία που περιέχει μια διαμαρτυρία της Ορθόδοξης Κοινότητας Καστοριάς με χρονολογία 20 Αυγούστου 1903 πληροφορούμαστε ότι η εκκλησιαστική περιοχή το 1903 είχε ορθόδοξα χωριά 155, οθωμανικά 130, βουλγαρικά 8 και μεικτά 20. Με την εκκλησιαστική τους έννοια ορισμένα χωριά του καζά της Φλώρινας υπάγονταν τότε, και εξακολουθούν μερικά από αυτά να υπάγονται, στη Μητρόπολη Καστοριάς. Εξάλλου ένα μέρος από την εκκλησιαστική περιφέρεια της Μητροπόλεως Μογλενών (Φλώρινας) περιήλθε μετά το 1912 στη Γιουγκοσλαβία (σημερινά Σκόπια).

Στη Μητρόπολη της Καστοριάς διοικητικά υπάγονται:
Ενοριακοί ναοί 121,
Παρεκκλήσια 100,
Εξωκλήσσια 130,
Ναοί , Κοιμητηρίου 21,
Μοναστηριακοί Ναοί 8, Εφημέριοι 112.



Η Εκκλησιαστική Περιφέρεια της Καστοριάς

Η εκκλησιαστική περιφέρεια Καστοριάς, σπουδαιότατη για την έκταση και τον πληθυσμό της, εκτεινόταν από την κωμόπολη Φράσαρη της Βορείου Ηπείρου μέχρι σχεδόν τη λίμνη Οστρόβου (Άρνισσας) και Μικρής Πρέσπας, και του υψιπέδου της Κορυτσάς μέχρι τη Βούρμπιανη και το Βογατσικό.
Περιλαμβανόταν σ’αυτήν η ορεινή περιοχή, των Κορεστίων, η οποία προσφερόταν στην ανάπτυξη των αντάρτικων ομάδων. Επίσης υπάγονταν και τα Καστανοχώρια. Το πλεονέκτημα αυτό οφειλόταν από το ένα μέρος στη φυσική διαμόρφωση του εδάφους τους και το φιλελεύθερο πνεύμα των κατοίκων τους, από το άλλο δε στην κεντρική της θέση προς τις πόλεις της Κορυτσάς, Φλώρινας, Μοναστηρίου και Καστοριάς.
Για την Ελλάδα η Μητροπολιτική περιφέρεια της Καστοριάς είχε ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Γειτονεύοντας με το ελεύθερο κράτος αποτελούσε αναγκαστικό ενδιάμεσο σταθμό για κάθε ελληνική ενέργεια και δράση, η οποία θα εκδηλωνόταν προς ολόκληρη την περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας. Οι κάτοικοι της περιφέρειας και ιδιαιτέρως οι των Κορεστίων, παρουσιάζονταν πολλοί ακμαίοι, εργατικοί, δραστήριοι και τολμηροί. είχαν δε όλοι τους ανεπτυγμένο το φιλελεύθερο πνεύμα και παρέμειναν ζωηρές σ’ αυτούς οι αναμνήσεις και οι ηρωισμοί των Κλεφτών και των Αρματολών, που αγωνίσθηκαν στην περιφέρειά τους όλη σχεδόν τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.

Εξαιτίας του αγόνου της φύσεως του εδάφους, αν και πάντοτε παρέμειναν συνδεδεμένοι με τις γενέτειρές τους, εκπατρίζονταν εύκολα. Γι αυτό όπου πήγαιναν, επηρέαζαν την κοινή γνώμη σχετικά με το φρόνημα και την εθνικότητα της Δυτικής Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι, που εκτίμησαν σωστά την αξία της περιφέρειας Καστοριάς και κυρίως των Κορεστίων, είχαν από τα πρώτα ακόμη χρόνια της επιθέσεώς τους προσανατολίσει προς την περιοχή αυτή ικανότητα τους βοεβόδες και προπαγανδιστές και είχαν επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επικράτησή τους.

Η Μητρόπολη Καστοριάς

Εκκλησιαστικά η Καστοριά υπαγόταν για πολλούς αιώνες στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αχρίδας Α΄ Ιουστινιανής. Μετά την κατάλυση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας Αρχίδας Α΄ Ιουστινιανής η Μητρόπολη της Καστοριάς υπήχθη από του 1767 απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχοντας στη δικαιοδοσία της τις επισκοπές Σισανίου, Μογλενών και Μολισχών και τον 83ο εκκλησιαστικό βαθμό.
Το 1674 με απόφαση του αρχιεπισκόπου Αχριδών Γρηγορίου προσηλώνονται στο μοναστήρι της Παναγίας Μαυριωτίσσης Καστοριάς πέντε Σταυροπήγια της επαρχίας της, δηλαδή τα χωριά Γκάλλιστα, Ντόλενη, Αρχάγγελο, Ντερνίτσοβο, Αλέτη. Την απόφαση αυτή υπογράφουν οκτώ Μητροπολίτες της Αρχιεπισκοπής, που μεταφέρει στον κώδικα Μητροπόλεως (ταξ. Αρ. 2753), ο Μητροπολίτης Δαβίδ στις 8 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.

Υπήρξε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο και από τη θέση της εθνική έπαλξη. Επισημαίνουμε ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός σε μια από τις περιοδείες του πέρασε από τη Θεσσαλονίκη και προχωρώντας πάντοτε δυτικά έφθασε στη Βέροια το καλοκαίρι του 1775. Τον επόμενο μήνα έφτασε στη Σιάτιστα για δεύτερη φορά. Από κει περνάει ακόμα από την Ανασελίτσα, όπου ιδρύει σχολείο, και φθάνει στην Καστοριά. Τότε, κατά την παράδοση, συγκέντρωσε τους χριστιανούς στο Νεκροταφείο του Αγίου Ανδρέα στη συνοικία Καρύδη. Εκεί έχοντας για άμβωνα μια συκαμιά (μουριά) έκανε εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα. Το 1778 τον βρίσκουμε πάλι να κηρύττει στη Μακεδονία. Συγκεκριμένα περνάει από τα χωριά της λίμνης Αχρίδας και από τις περιοχές Μοναστηρίου και Καστοριάς. Και στα μέρη αυτά δεν παραλείπει να ιδρύσει σχολεία.

Η κοινότητα Καστοριάς, ως οργανωμένη ομάδα, ασκούσε τα διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά καθήκοντα μαζί με το Μητροπολίτη και οι αποφάσεις τους είχαν γενική ισχύ.
Όλες οι αποφάσεις, όχι μόνο αυτές που ρύθμιζαν ιδιωτικά θέματα, αλλά και όσες αφορούσαν κοινές υποθέσεις, παίρνονταν ενώπιον και με συμμετοχή του Μητροπολίτη. Μόνο όταν συντάσσονταν και υπογράφονταν από τον ίδιον, αποκτούσαν επίσημο κύρος.

Ασφαλώς και η Εκκλησία της Καστοριάς ασκεί μια σειρά προνομίων, που εκχωρήθηκαν από το Σουλτάνο και που μερικά από αυτά είναι: η λειτουργία των επισκοπικών δικαστηρίων, που προεδρεύονταν από τον ίδιον τον Μητροπολίτη και εκδίκαζαν αστικές και φορολογικές υποθέσεις των χριστιανών, η εκχώρηση διοικητικών αρμοδιοτήτων, οι πολιτικές εξουσίες, ως εκπρόσωπος των ραγιάδων.
Πέραν από τα πολιτικά αυτά καθήκοντα ο Μητροπολίτης έχει και οικονομικά δικαιώματα, όπως: α)να εισπράττει για λογαριασμό του τα πρόστιμα, που κατά την κρίση του επέβαλλε για διάφορες παρανομίες, β) να παίρνει τα μισά από όσα αφήνει κάποιος ως δωρεά ή αφιέρωμα στην Εκκλησία, έστω κι αν δεν διατίθενται για τον ίδιο, γ) να παίρνει ανάλογο μερίδιο από εισοδήματα, που έχουν οι εκκλησίες στα χωριά της δικαιοδοσίας του, δηλαδή και έξω από την πόλη της Καστοριάς.
Εξάλλου τα οικονομικά δικαιώματα του Μητροπολίτη από μνημόσυνα αποτελούσαν παραδοσιακό έθιμο του λαϊκού δικαίου, όπως συμβαίνει και σήμερα, που σιγά-σιγά αναγνωρίστηκε και από το επίσημο δίκαιο της Εκκλησίας.
Τα δικαιώματα αυτά εισπράττονταν σε χρήμα: α) από περιουσίες άκληρων, β) από διαθήκες κληρικών και λαϊκών, που πέθαναν και άφηναν ποσά σε πτωχούς, Μητροπολίτες και Επισκόπους, γ) από περιουσίες για τις οποίες δεν είχε.
Ένα μέρος των οικονομικών της Μητροπόλεως προερχόταν από την επιχορήγηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών και Κοινοτήτων της περιοχής τους τα Καστανοχώρια, που την εποχή αυτή υπαγόταν όλα στην Ιερά Μητρόπολη Καστοριάς.
Η Σιάτιστα την εποχή της εξέγερσης ανήκε στην Καστοριά, στον μπέη της Καστοριάς.

Η δράση της Μητροπόλεως Καστοριάς

Η Εκκλησία έχει και αυτή το μερίδιο της στην έκφραση ευγνωμοσύνης του Έθνους για την συμβολή στο Μακεδονικό Αγώνα.
Στους ναούς και στα Μοναστήρια βρήκαν καταφύγιο πολλοί Μακεδονομάχοι, Ιεράρχες και απλοί κληρικοί, μοναχοί και μέλη ενοριακών επιτροπών συμπαραστάθηκαν στους ήρωες και στις οικογένειές τους, περιέθαλψαν τους κυνηγημένους, τα ορφανά και τις χήρες, στάθηκαν στο προσκέφαλο των τραυματιών και φρόντισαν για τον ενταφιασμό εκείνων, που έχασαν τη ζωή τους για τη διατήρηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Οι Έλληνες συχνά έβρισκαν προστασία στην Ελληνική Μητρόπολη της Καστοριάς. Εκεί είχαν καταφύγει εκατοντάδες γυναικόπαιδα κατά τη διάρκεια του σκληρού αγώνα. Πρόσφυγες των, οποίων τα σπίτια καταστράφηκαν από τους κομιτατζήδες ή τα τουρκικά αποσπάσματα, συνωθούνταν στις πόλεις και τα μοναστήρια άρρωστοι, γυμνοί και πεινασμένοι.
Πολλά αθώα γυναικόπαιδα βρήκαν καταφύγιο, όταν κυνηγημένοι από Βουλγάρους και Τούρκους εγκατέλειψαν τις εστίες τους και πήραν τα βουνά, δίχως τροφή και δίχως ρούχα, που τόσο τους χρειάζονταν για να αντιμετωπίσουν τις κακές καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν το χειμώνα.

Υπήρξαν πολλοί οι εμπνευσμένοι Ιεράρχες και κληρικοί, όπως και οι δάσκαλοι και άλλοι εκπαιδευτικοί, που χαλύβδωναν την ψυχή των πιστών της Ορθοδοξίας. Μεταξύ αυτών εξέχουσα θέση κατέχει ο Γερμανός Καραβαγγέλης.
Η Μητρόπολη Καστοριάς, αν και υπολοιπόταν έναντι της βουλγαρικής προπαγάνδας και σε δύναμη επιβολής στους χωρικούς και σε μέσα οικονομικά και σε τρόπους ενέργειας, εν τούτοις κατόρθωσε να διατηρήσει στα σλαβόφωνα χωριά, εκτός από λίγα φανατικά, ολοκληρωτικά και μάλιστα με την πλειονότητα των ψυχών εις τους μεγαλύτερους τέτοιους συνοικισμούς.
Ο τότε Μητροπολίτης Καστοριάς Κύριλλος (1882-1888) μετατέθηκε δυσμενώς στη Λήμνο και αντ’ αυτού τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Καστοριάς ο Αγχιάλου Γρηγόριος, αλλά αυτός μετά από ένα χρόνο αρχιερατίας αντικαταστάθηκε από τον ονομαστό καθηγητή και συγγραφέα μεγάλης εκκλησιαστικής ιστορίας Φιλάρετο Βαφείδη.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Βαφείδης (1899) αντιμετώπισε κατάσταση του ελληνικού πληθυσμού πάρα πολύ δύσκολη και επικίνδυνη και όσο μπόρεσε προσπάθησε να τη συγρκατήσει από τη χειροτέρευση και κατέβαλλε κάθε ενέργεια προς τις τουρκικές Αρχές καταγγέλοντας τις βουλγαρικές αυθαιρεσίες, τους εκβιασμούς και τις κακουργίες. Φρόντισε για τη λειτουργία ελληνικών σχολείων σε όλα τα χωριά με δασκάλους σε ανάγκη χωρίς να έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά βρίσκονταν σε οικονομική αδυναμία να βρει χρηματικούς πόρους για την πληρωμή των μισθών τους.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης το 1903 έκανε δίπλα στη Μητρόπολη Ορφανοτροφείο για τα ορφανά του Μακεδονομάχων, όπου εύρισκαν τροφή, στέγη και σπούδαζαν.


Η προσφορά του κλήρου στο μακεδονικό αγώνα

Η ψυχή του Έλληνα, της Μακεδονίας ήταν αιώνες τώρα δεμένη με τον κλήρο, στον οποίο έτρεφε άπειρο σεβασμό και εκτίμηση. Ο Ελληνισμός της Μακεδονίας διακρινόταν για την εθνική του συνείδηση, αλλά και την αφοσίωσή του στην Εκκλησία. Έτσι απέτυχαν οικτρά στα σχέδιά τους οι Βούλγαροι, διότι όταν τους καλούσαν ν’ αποσκιρτήσουν από το Πατριαρχείο και να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, τους χτυπούσαν στο πιο ευαίσθητο σημείο της ψυχής τους, στο θρησκευτικό συναίσθημα και στο δεσμό με το ελληνικό Πατριαρχείο, που έσωσε τον Ελληνισμό και διατήρησε ζωντανή την εθνική του συνείδηση. Και το γνώριζαν καλά αυτό οι εχθροί του Ελληνισμού. Γι’ αυτό πρώτοι οι κληρικοί και η Εκκλησία δέχτηκαν τη λυσσαλέα επίθεσή τους.

Στη Μακεδονία ο Κλήρος αγωνίσθηκε με αδάμαστο πνεύμα. Καθαγίασε τον ιερό αγώνα με το αίμα πολλών Επισκόπων, ιερέων και μοναχών. παλεύοντας η Εκκλησία με υπέρτερο αντίπαλο, μόνη της, αβοήθητη, με μόνο το ηθικό της κύρος και την αγάπη των κατοίκων διατήρησε με ιερό πείσμα τις θέσεις της.
Ο Εσταυρωμένος και η Ελλάς είναι τα προσφιλέστατα θέματα των κηρυγμάτων τους. Στηρίζουν όσους γονάτισαν. Παρηγορούν όσους ολιγοψύχησαν. Επαναφέρουν στη μάντρα τα χαμένα πρόβατα. Εξαγείρουν τις εκοιμισμένες συνειδήσεις. Ανασταίνουν την πεθαμένη ελπίδα. Συντάσσουν αναφορές προς το Πατριαρχείο και την Κυβέρνηση των Αθηνών, όπου διεκτραγωδούν την κατάσταση και ζητούν βοήθεια. Δεν διστάζουν – με γνώμονα πάντα το ελληνικό συμφέρον και την προστασία των κατοίκων της υπαίθρου –να συνεργάζονται με τους Τούρκους, όπως ο Μητροπολίτης Μογλενών Ιωαννίκιος. Αψηφούν τους κινδύνους και τις απειλές. Ούτε τη ζωή τους υπολογίζουν.

Μεταξύ αυτών ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που ματαίωσε τα βουλγαρικά σχέδια στην περιοχή των Κορεστίων, συνεπικουρούμενος από μια πλειάδα ιερέων και μοναχών.
Δίπλα τους όμως έρχεται στρατιά ολόκληρη ιερέων και μοναχών, που σφαγιάσθηκαν, υβρίσθηκαν, προπηλακίσθηκαν. Όλοι έπραξαν μέχρι τέλους το εθνικό του καθήκον.
Μετέτρεψαν τις Μητροπόλεις σε κέντρα συντονισμού του αγώνα. Τα Μοναστήρια σε προπύργια, απ’ όπου εξορμούσαν τα σώματα, σε κρησφύγετα για την ανάρρωση και περίθαλψη των μαχητών, σε αποθήκες όπλων και πολεμοφοδίων. Οι κληρικοί στο σύνολό τους στάθηκαν δίπλα στο χειμαζόμενο λαό. Τον ανακούφισαν, τον ενίσχυσαν, τον ενθάρρυναν, τόνωσαν την πίστη του και την προσήλωσή του στην Ορθοδοξία. Σάρκα από την σάρκα του λαού, αναδείχθηκαν καλοί ποιμένες, που όχι μόνο νουθέτησαν και στήριξαν το λαό, αλλά χάριν αυτού κα τη ζωή τους θυσίασαν.

Όμως παράλληλα με αυτόν τον αγώνα, και πριν από αυτόν, η Εκκλησία, που επηρέαζε όλη την πνευματική ζωή των υποδούλων, διεξήγαγε και άλλον αγώνα, τον αγώνα τον πνευματικό, μέσα από τα σχολεία με τη συνεργασία δασκάλων και καθηγητών. Έτσι λοιπόν, όταν κάποτε ήλθαν τα υλικά όπλα, βρήκαν πρώτα τα πνευματικά έργα. Το άοπλο πνεύμα του ελληνισμού είχε κάνει δυναμική την παρουσία του, πριν ακόμη στα βουνά και στα χωριά της Μακεδονίας ακουσθεί η κλαγγή των όπλων. Και το πνευματικό υπόβαθρο, που είχαν στρώσει μαζί παπάς και δάσκαλος στήριξε τον αγώνα και δικαίωσε τις προσδοκίες τους. Και αν τελικά η Ελλάδα υπακούοντας στην εθνική επιταγή του Ίωνα Δραγούμη, έτρεξε να σώσει τη Μακεδονία, υπήρχε τόπος, όπου μπορούσε να τρέξει, γιατί η Εκκλησία και η Παιδεία μαζί είχαν κατορθώσει πριν από το 1903 να διατηρήσουν τη γη της Μακεδονίας ελληνική.
Υπήρχε διάταξη να μη εμποδίζονται οι ιερείς και οι μοναχοί στην ύστερα από άδεια του Μητροπολίτη να επισκέπτονταν τα σπίτια των ραγιάδων, για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τον όρο όμως να μη προκαλούν τους μουσουλμάνους πιστούς.

Ο αγώνας που έκανε η Εκκλησία για την περιστολή της βουλγαρικής δραστηριότητας και τη διατήρηση της ελληνικότητας του πληθυσμού της Μακεδονίας είχε πολλά θύματα. Πολλοί ιερείς και καλόγεροι και Ιεράρχες ακόμα πρόσφεραν το τίμιο αίμα τους στην εθνική υπόθεση.
Είναι μακρύς ο κατάλογος των ηρώων και μαρτύρων της Εκκλησίας.



(Από το υπό έκδοσην βιβλίο «Ο Μακεδονικός Αγώνας στην Καστοριά»)


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21.5.2009, στις 18.6.2009 και 16.7.2009


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ