6.7.09

Β.Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Περί της ουρανίας χώρας και σφαίρας, δηλαδή της συγγραφέως Ουρανίας Μπάγγου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την παρουσίαση του βιβλίου
της κ. Ουρανίας Μπάγγου "Γραμμένα λόγια" στο δημοτικό μέγαρο Καστοριάς στις 27 Μαρτίου 2009.


Σκυμμένα όλα τα παράθυρα
προς τη μεριά της Δύσης
καθώς της λίμνης τα νερά
διαθλούν τα βλέμματά μας.
Το Δ’ απόγευμα των Χαιρετισμών
εκεί θα χαιρετήσεις
κι ό,τι λείπει ας το επιστρέφουμε
κάπου στα όνειρά μας
Όταν βγαίνουμε στον ερχομό για την Καστοριά από την Κοζάνη, δηλαδή από την αισθητική ημιαφασία στην έκτακτη γεωγραφική ιδιαιτερότητα, αυτό το ταξίδι είναι μια μικρή εμπειρία ανέξοδης ομορφιάς, που μας στοιχίζει τίποτα και μας αφήνει πολλά.
Στην πόλη της λίμνης και στον ολόγυρο, ολόγλυκό της τρόπο, που αποτελεί για όλους τους γύρωθεν της Μακεδόνες, μια έξοδο προς το διαφορετικό, θέλουμε να βρίσκουμε αιτίες και κάτι που να μας φέρνει κάπου κάπου εκεί, να παίρνουμε τις βαθιές ανάσες και να επιστρέφουμε ελαφρώς διαφορετικοί, ότι έστω και για λίγο περάσαμε από ένα καθαρτήριο που μας ξέπλυνε από τα λέπια του συνηθισμένου.
Η Καστοριά για τους δυτικομακεδόνες είναι το επίνειο από το οποίο θα ξεκινήσουν ταξίδι στην ημερήσια κι αδιαμφισβήτητη ωραιότητα. Εστω και χωρίς μακρινούς ορίζοντες αυτή η προσομοίωση φυγής είναι μια έξοδος από την καθημερινότητα προς τη φυσική ομορφιά της παραδοσιακής, αρχιτεκτονικής της σαν λαθραίας βυζαντινής πολυπλοκότητας και της λιμνιαίας προϊστορικής μοναδικότητας. (Μόλις πριν λίγο γύρισα από τους Χαιρετισμούς στην Παναγία την Μαυριώτισσα και αυτό το καταχωρώ στις φετινές μου εξαιρετικές προσκτήσεις της άνοιξης). Η πόλη αυτή είναι κοντά μας, δίπλα μας, τη φτάνουμε, μας δέχεται, την παρακολουθούμε. Με τη ευκαιρία της έκδοσης ενός βιβλίου μου περί «Νοσταλγίας κ.λπ.» έψαχνα για καφενεία και άλλους δημόσιους χώρους άφεσης σώματος και ψυχής, το είχα δει σε ξένα κράτη, που να φέρουν στην επιγραφή την παγκόσμια ονομασία της νοσταλγίας. Οταν βρήκα κοντά στο μυχό του λιμναίου κόλπου ένα καφενείο ή κάτι παρόμοιο, με το αίσθημα αυτό στη τεμπέλα του, γέμισα από μια επιπλέον τρυφερή διάθεση για την πόλη της λίμνης.

Έτσι νιώθουμε και με ανθρώπους της, όπως είναι η ιατρός κυρία Ουρανία Μπάγγου, την οποία όταν γνώρισα με ξάφνιασε, όταν άρχισα να την μαθαίνω μ’ εντυπωσίασε, τώρα με το βιβλίο με θέλγει ποσώς• βιβλίο το οποίο μας έδωσε την αφορμή για ένα μικρό ταξίδι και τις περί αυτού κι αυτής σκέψεις.
Μεγάλοι δρόμοι ανοίγουν δίπλα μας και συντομεύουν την απόσταση, μας τρώνε το χρόνο που μας διατίθεται για την αλλαγή του ημερήσιου πουκάμισου, φίδια τρυπωμένα στην νάρκη του ασάλευτου τρόπου και καιρού, που εντούτοις τον διασχίζουμε με χρονική αμετροέπεια. Συμμαζεύουν τις μνήμες που τυλίγονται και ξετυλίγονται κι είτε σ’ ακολουθούν είτε σ’ οδηγούν, μίτος της Αριάδνης, στους δαίδαλους του φαντασιακού, το οποίο επιδιώκουμε αν όχι να βιώσουμε, τουλάχιστον να το μεταπλάσουμε σε γραπτή πραγματικότητα, δηλαδή στην υλικότητα της λογοτεχνίας θα την ονόμαζα αδόκιμα, της λογοτεχνίας. Αυτή που μας φέρνει από τη μοναδικότητα και τη μοναχικότητα του δημιουργού στην ευγενική συνύπαρξη με τις μοναξιές αλλά και τις ιδιαιτερότητες των άλλων.
Σε μια σελίδα χαρτί είναι πιο εύκολο το ταξίδι στο χρόνο και στον τόπο. Εκεί με το μολύβι αλλά και στον Η/Υ. πλέον σου ανοίγονται οι δρόμοι του διαφορετικού που ξεκινάει από τα ενδότερα σου και χύνεται, μικρό αυλάκι στους άλλους ανοίγοντας τις φλέβες μετάγγισης για να κυκλοφορεί κι επικοινωνεί ελεύθερα κι ανεμπόδιστα το νοητικό μας είναι.
«Τώρα πλέον θα κατάλαβες
τι σημαίνουν τα φιλιά και τα λόγια...»

Όπως μπορούμε κάπως να καταλάβουμε τα γραμμένα, ποιητικά φιλιά του Γιάννη Ευσταθιάδη αλλά και τα γραμμένα λόγια της κυρίας Ουρανίας Μπάγγου. Ο στίχος της Κικής Δημουλά από το «Λίγο του κόσμου» της μας φέρνει πιο κοντά σε δύο τρόπους γραφής. Τη στοχαστική ποιητική λογοτεχνία του ελάχιστου και τη μεγαλύτερη πολύσημη αφήγησή του.
Το λίγο του κόσμου μας δεν είναι απαραίτητα να έχει τα πάντα υψηλά απαιτούμενα της ποίησης αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι και μια απλή, ζεστή, καθημερινή παρουσία ανθρώπων με τους οποίους είτε θ’ ανταλλάξεις γραμμένα ή επί του πραγματικού φιλιά είτε θα συνυπάρξεις με τα γραμμένα τους λόγια.

Ήρθα και μιλώ όπως μπορώ κι όπως θέλω μετά λόγου γνώσεως και εκ της αναγνώσεως, για το βιβλίο της κ. Ο. Μπάγγου «Γραμμένα λόγια». Γενικά τα γραμμένα μας λόγια είναι η ύστερη προσφυγή για να περισώσουμε (και να περισωθούμε μέσα τους) ό,τι μας προσδιορίζει σαν ξεχωριστή ύπαρξη στον κόσμο της πολύβοής ανυπαρξίας ή της μοναχικής συνύπαρξής μας με τους άλλους. Φοβάμαι, όμως πως για τον εαυτό μου μιλώ με αφορμή το βιβλίο, τη συγγραφέα και τις σχέσεις με την πόλη αυτή. Αλλά μου έρχονται σαν μια ακολουθία ενός ορατού κι αόρατου θιάσου εντυπώσεων, διαθέσεων και διαισθήσεων.

Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός με ένα ωραίο πίνακα στο εξώφυλλο αλλά και μια εκ περισσού σημείωση της σ. στην αρχή, αποτελείται από 15 κείμενα που άλλα έχουν τα τυπικά γνωρίσματα των διηγημάτων κι άλλα μια μορφή ενδιάμεσης αφήγησης καθώς έχουν και δοκιμιακού λόγου στοιχεία. Σε όλα οι ιστορίες τους υπάρχουν στον αυτό γεωγραφικό τόπο με μια μόνον υπέρβαση των συνόρων, όχι μόνο της δυτικομακεδονικής γης αλλά και αυτής της ευρωπαϊκής Ηπείρου, στον «Αγιο Μαυρίκιο» νήσο του Ινδικού ωκεανού. Σε χρόνους διάφορους μεν αλλά όχι και τόσο απομακρυσμένους μεταξύ τους. Η πόλη και η περιοχή της Καστοριάς, το γενέθλιο Βογατσικό με αντικατόπτρισμά τους, στον ποταμό Αλιάκμονα, είναι τα κυρίαρχα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και οι αφετηρίες των αφηγήσεών της.

Πρώτον ερώτημα: Όλα είναι τυπικά επαρχιακά μήπως και το τελικό συμπέρασμα του βιβλίου προσεγγίζει σ’ αυτό που λέμε λογοτεχνία της επαρχίας; Ο Θανάσης Βαλτινός, ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, ενδεικτικά, γράφουν κυρίως για τα συμβάντα και τους ανθρώπους του τόπου και της μνήμης τους, ονομάζοντάς τους, κι αυτό δεν μειώνει την αξία της γραφής από το ελάχιστον του ορίζοντά τους. Απεναντίας! Το ζητούμενο είναι πως τα κείμενα ν’ αντέχουν στις απαιτήσεις μια ευρύτερης αναγνωστικής αποδοχής; Πιστεύω πως κάποιες από τις διηγήσεις της συγγραφέως έχουν τις προδιαγραφές μιας διάρκειας και της ευρύτερης κι αυτόνομης ύπαρξης στον λογοτεχνικό λόγο και κόσμο. Ενα διήγημά της «Πίσω πάλι» μου θυμίζει έστω και ως μερικόν θέμα το «Παλτό» του Γκόγκολ με τη σπαρταριστή του εξέλιξη• το ζήλεψα έως φθόνου και θα ήθελα να το προσπαθήσω κι εγώ.
Η αφήγηση είναι φυσιολογική, γραμμική που λένε οι εμβριθείς φιλόλογοι αναλυτές, δηλαδή τα διηγήματα κυλάνε ομαλά προς τον αναγνώστη, με άκρες της αρχής και του τέλους. Επί της θεματικής και τεχνικής τους δεν έχουν ξαφνιάσματα και ανατροπές κατά την εξέλιξή που να διεγείρουν τον αναγνώστη. Όμως αυτή η χαμηλότροπη ροή των πραγμάτων, τα κάνει να κατακάθονται ήρεμα μέσα σου και να αφήνουν τα χνάρια, όταν η επόμενη γνώση και η εμπειρία θα τα σκεπάσει να τα οδηγήσει στην αναπότρεπτη λησμονιά. Τύποι, ήρωες και χαρακτήρες λιμνάζουν για καιρό μέσα σου μάλιστα όταν έρχεσαι στην πόλη αυτή, έρχονται και οι σκιές τους στη σκέψη σου. Ορίζουν έτσι τα διηγήματα της Ουρ. Μπάγγου και τον τόπο της.
Δεν είναι ηθογραφίες αν και δεν τους λείπει στιγμές το λαογραφικό στοιχείο τους. Η ενότητα του τόπου δεν τους δίνει την ευχέρεια να διαβαστούν σαν μια διασπασμένη ενότητα του συγγραφικού τρόπου της, όμως οι χαρακτήρες που κυριαρχούν δίνουν την πολυπλοκότητα και τη διαφορετικότητα και δεν κουράζουν.

Οι ήρωες της είναι άνθρωποι που έρχονται από το χρόνο, από την χτεσινή τους πραγματικότητα στη σημερινή μνήμη, δηλαδή την αθανασία τους. Ανθρώπινες εμπειρίες εκ της τρυφεράς εργασίας που μετέρχεται ως ιατρός δέρματος και των επ’ αυτού ερεθισμών του μεγαλυτέρου οργάνου του ανθρώπου, όπως λέει, και του πλέον ευαίσθητου σε κάθε εξωτερικό ερέθισμα. Αλλότριες ιστορίες που το σπέρμα τους το άκουσε και το μετάπλασε• αναπολήσεις μοναχικές ή και λογοτεχνικά επιστημονίζουσες όψεις των αρχέγονων μύθων, ανάμικτες με τη ζωντανή μας μοίρα, όπως είναι στο διήγημα «Γαία» μια ομοίωση της κοσμικής δημιουργίας με τη γέννηση ανθρώπου.
Μια αναγκαία παρέκβαση, για οιονεί διακειμενικότητες, μάλλον για διανθρώπινες σχέσεις που μας συνέχουν ιστορικά σαν πόλεις κι ανθρώπους.

Στον προεξάρχοντα ούτως ή άλλως στους δικούς μας καιρούς και στην Καστοριανή λογοτεχνία, Δημήτρη Μάνο, παρακολουθούμενο από το νεότερο Η. Παπαμόσχο στο διήγημα, τώρα προστίθεται και η Ουρ. Μπάγγου Αυτά γνωρίζω εγώ που δεν ζω την εγγράμματη καθημερινότητα της πόλης αυτής, απλά ως περαστικός, την αισθητική της βιώνω, αλλά παρακολουθώ την πνευματική της κίνηση της από δίπλα, αφού ο δυτικομακεδονικός χώρος που μας ορίζει και σαν παρελθόν κι ιστορία, ¬μας υποχρεώνει σε μια επιθυμητή συνάφεια εκ των πραγμάτων μας. Νιώθω πολύ κοντινό μου ό,τι έρχεται από την πόλη αυτή και κυκλοφορεί στον ευρύτερο χώρο. Το περιοδικό που εκδίδω, η Παρέμβαση, στο τεύχος που κυκλοφορεί δημοσιεύει μια πολυσέλιδη μελέτη για τον Αθ. Χριστόπουλου του κ. Γιάννη Μπάκανου, σχολικού συμβούλου, μια διάλεξη που έγινε πριν λίγο καιρό σ’ αυτό το χώρο νομίζω. Θυμόμαστε βέβαια από την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας την ποιητική διαμάχη περί της χρησιμότητος της βαρελοθήκης του Αθ. Χριστόπουλου ή της βιβλιοθήκης του κοζανίτη λογίου Γ. Σακελλάριου. Ο διάλογος έκπαλαι υπήρχε μεταξύ των πόλεων και των περιοχών που διασχίζει κοινός χρόνος και αέναος ο Αλιάκμονας. Στο διήγημα «Η κεραμίδα» η υδρορροή μου θύμισε τον Κλ. Μάγκρις και το εμβληματικό μυθιστόρημά του «Δούναβης», όπου ψάχνοντας την αφετηρία και τις πηγές του ποταμού ξεκινά από μια παρόμοια υδρορροή σ’ ενα σπίτι κάπου στις Αλπεις ή στην Αυστρία. Διέκοψα τότε την Ουρανία κι ξανάπιασα τον Μάγκρις για το κομμάτι αυτό, όπως έγινε και με το «Παλτό» του Γκόγκολ που ανέφερα παραπάνω. Δεν μοιάζουν με τις κ. Μπάγγου τα κείμενα αλλά ο ερεθισμός που δέχτηκα απ’ αυτήν με ξανάφερε στις παγκοσμιότητας της γραφής. Διανθρώπινες και διασυγγραφικές διακειμενικότητες θα λέγαμε Δεν αναφέρομαι και στις τόσες συνεργασίες κυρίως του Δ. Μάνου και της συγγραφέως φυσικά με το περιοδικό που εκδίδω. Γιατί όμως και να μη θυμηθώ και τον αισθαντικό συλλέκτη γιατρό Γ. Γκολομπία από το Βογατσικό, με του οποίου της παλιές «Καρτ-ποστάλ της Κοζάνης» ξεκίνησε η εκδοτική περιπέτεια μας στο ΙΝΒΑ, όπως και την γλυκύτατη εφημερίδα «Οδό» που δεν γνωρίζω παρόμοιο, εβδομαδιαίο έντυπο τέτοιας αισθητικής αρτιότητας στο Μακεδονικό χώρο, το οποίο φιλόφρονα φιλοξενεί και κείμενά μας.
Επιστροφή.

Το να ζεις και να δημιουργείς στην επαρχία με τη φιλοδοξία να απευθύνεσαι σε ευρύτερα σύνολα αναγνωστών στην πόλη και τη χώρα, είναι μια υπόθεση που έχει διπλό κόπο και δυσκολίες. Τα γεγονότα είναι περιορισμένα, οι προσωπικές εμπειρίες από τις οποίες μπορείς ν’ αντλήσεις υλικό αναφοράς, επίσης. Υποχρεούται ο σ. να κινείται στον μικρόκοσμο του τόπου, όσο κι αν ο χρόνος είναι κοινός και μεγάλος για όλους, ή ανεξάντλητα, αλλά όχι πάντα τελέσφορα τα υψίπεδα της φαντασίας. Το λεγόμενο πως οι αξίες αναγνωρίζονται και διακρίνονται κάποτε, όπου κι αν είναι δεν είναι και νομοτέλεια. Νομίζω ως εξαίρεση ορίζεται και μάλιστα πολύ μικρής εμβέλειας. Γι αυτό αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και συγκατάβασης το έργο που έρχεται από αυτούς τους τρόπους και λόγους γραφής. Η Ο. Μπάγγου είναι μια ευλάμπουσα ιδιαιτερότητα -δεν γνωρίζω αν πότε θα γίνει και εκλαμπροτάτη της συγγραφής- που καλλιεργεί το λόγο (εφήμερο ή διαρκές) με εντιμότητα και χωρίς εκζήτηση. Δεν υπακούει πάντα στους τυποποιημένους και δοκιμασμένους σίγουρους δρόμους αλλά με μια λελογισμένη άνεση κι ελευθεριότητα περιγράφει ακόμα και την δυσκολοπρόφερτη πραγματικότητα, και αφήνεται σ’ ένα εξαγνισμό των λέξεων οι οποίες ίσως και να ενοχλούν σε άλλες περιπτώσεις τον συμβατικό αναγνώστη.
Τα τραύματα μικρά ή μεγαλύτερα που ανιχνεύει στο δέρμα των ασθενών της αφήνουν συνήθως και στην ψυχή τους στίγματα. Κι ενώ τα πρώτα τα θεραπεύει, τα δεύτερα της δίνουν κάποτε την ευκαιρία να σκεφτεί, ν’ αναστοχαστεί, να διατάξει σε μια συγκροτημένη λογική σειρά και να διηθίσει τα συμβάντα των ελάσσονων βίων των ηρώων της και ν’ απλώσει στα μάτια μας, τους τρόπους τους, οι οποίοι όμως συνθέτουν την πολιτεία και τον κόσμο των γραμμάτων της συγγραφέως.

Έτσι αναπαράγει στο πνευματικό της εργαστήρι τα θραύσματα των αναμνήσεων, ξύνει τα κοιτάσματα των αφηγήσεων, επεκτείνει την ιατρική γνώση κι εμπειρία στα χωρικά χώματα της ανάλυσης των χαρακτήρων. Φορές όμως και στα χωρικά ύδατα άρα και της διάθλασης του κόσμου της, με έντεχνο τρόπο για να μας δώσει μιαν άλλη πραγματικότητα - ονειρική κι ουράνια-, στην οποία υπάρχουμε οι από πολλές αφετηρίες συνωθούμενοι στις αποβάθρες της γραφής και της ανάγνωσης για να παρακολουθήσουμε το νέο συνήθως ταξίδι του συγγραφέα, κι εδώ της Ο. Μπάγγου.


Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18.6.2009


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ