11.7.09

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΗΜΑΚΑ: Η Ελλάδα στη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Στη μνήμη του Γιώργου Γκολομπία

«Όλβιος όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν»
ΗΡΟΔΟΤΟΣ


Αν διαβάσει κανείς την ιστορία, θα διαπιστώσει πως λίγα χρόνια μετά το 1918, όταν τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μια άλλη χειρότερη σύρραξη άρχισε να εξυφαίνεται στην Ευρώπη. Μια από τις θεμελιώδεις αιτίες αυτής της σύρραξης ήταν η εμφάνιση νέων ολοκληρωτικών καθεστώτων που βασίζονταν στον βίαιο επεκτατισμό. Προηγήθηκε ο Μουσολίνι στην Ιταλία το 1922 με την εγκαθίδρυση του «φασισμού» και ακολούθησε ο Χίτλερ το 1933 στη Γερμανία με τον «ναζισμό». Ατυχώς, η εξέλιξη των γεγονότων ενθαρρύνθηκε και από τη χλιαρή πολιτική του «κατευνασμού», που ασκούσαν τότε οι δυτικές δυνάμεις.

Το 1935 ο Μουσολίνι κατέλαβε ανενδοίαστα την Αιθιοπία και αξίωνε να γίνει κυρίαρχος της Μεσογείου την οποία συνήθιζε να αποκαλεί «mare nostum» (δική μας θάλασσα). Η εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας ήταν μέσα στα σχέδια αυτής της πολιτικής του. Ο Χίτλερ, από την άλλη πλευρά, δεν λησμόνησε την ήττα της Γερμανίας και τις αυστηρότατες κυρώσεις σε βάρος της πατρίδας του μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ασφυκτιούσε, και, υπό το πνεύμα του ρεβανσισμού, προετοίμαζε έναν νέο ολέθριο πόλεμο.

Πριν ακόμη αρχίσουν οι επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει μια φοβερή πολεμική μηχανή με ισχυρό πυροβολικό, άρματα μάχης και 8.000 μαχητικά αεροσκάφη, όταν η Γαλλία και η Αγγλία μαζί στο ίδιο χρονικό διάστημα διέθεταν λιγότερα από 3.500 πολεμικά αεροπλάνα. Η εκπαίδευση και το ηθικό του γερμανικού στρατού βρίσκονταν σε αρίστη κατάσταση.

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1936 υπογράφηκε μυστική συμμαχία μεταξύ ναζιστικής Γερμανίας και φασιστικής Ιταλίας, και την 1η Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Μουσολίνι διακήρυξε στο Μιλάνο την ύπαρξη της συμμαχίας αυτής με την επωνυμία κάθετος «Άξονας» της Ευρώπης. Ως δυνάμεις του Άξονα χαρακτηρίστηκαν επίσης η Ιαπωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρουμανία που πήραν μέρος εναντίον των «Συμμάχων» κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Τη 12η Μαρτίου του 1938 ο Χίτλερ μπήκε με τα στρατεύματά του στην Αυστρία, και την επομένη κήρυξε με ειρηνικό τρόπο την προσάρτησή της στη Γερμανία. Ο αυστριακός λαός θέλοντας και μη τον ακολούθησε.
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 η Γερμανία, επιτεθείσα αναίτια εναντίον της Πολωνίας, άναψε τη θρυαλλίδα που προκάλεσε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 17 του ίδιου μήνα η ατυχής Πολωνία δέχτηκε επίθεση και εξ ανατολών από τη Σοβιετική Ένωση. Είχε προηγηθεί κυνική γερμανοσοβιετική συμφωνία (σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, 23-24 Αυγούστου 1939) με την οποία ρυθμιζόταν ο τρόπος διανομής της Πολωνίας: Η Γερμανία θα έπαιρνε το ένα και η Σοβιετική Ένωση τα δύο από τα τρία μέρη της ηττημένης χώρας. Οι δύο υπερδυνάμεις, ορεγόμενες τις σάρκες του φρυγομένου πολωνικού οβελία, αδημονούσαν να τις καταβροχθίσουν κραδαίνουσες επί της δεξιάς την μάχαιραν και επί της αριστεράς την περόνην. Η αντίσταση του άμοιρου πολωνικού λαού υπήρξε ηρωική, η χώρα όμως υπέκυψε στις 28 Σεπτεμβρίου με την παράδοση της φρουράς της Βαρσοβίας. Υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ Πολωνών και Ελλήνων. Και οι δύο λαοί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα διπλές υπέρτερες δυνάμεις: Οι Πολωνοί τους Γερμανούς και τους Ρώσους, οι Έλληνες τους Ιταλούς και τους Γερμανούς.

Στις 9 Απριλίου του 1940 συνθηκολόγησαν με τη Γερμανία χωρίς σχεδόν αντίσταση η Νορβηγία και η Δανία, ενώ στις 10 Μαΐου ακολούθησαν ύστερα από πενθήμερη αντίσταση η Ολλανδία και το Βέλγιο. Στις 12 Μαΐου άρχισε η μεγάλη γερμανική επίθεση εναντίον της Γαλλίας, με υπερφαλάγγιση των οχυρών της περίφημης «Γραμμής Μαζινό», μέσω Βελγίου και Λουξεμβούργου. Στις 14 Ιουνίου καταλήφθηκε το Παρίσι και στις 22 του ιδίου μήνα η Γαλλία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει στη Ρετόντ, στο ίδιο βαγόνι που είχε υπογραφεί η συνθήκη του 1918 στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε βάρος της Γερμανίας. Ο Χίτλερ, υπερχειλίζων χαρμοσύνης, αποτίναξε τη σκόνη η οποία επί 22 συναπτά έτη είχε επικαθήσει επί του σιδηροδρομικού οχήματος της Ρετόντ, προκειμένου να καθίσει εκεί ο ίδιος, για να συνυπογράψει την ανατροπή της μέχρι τότε ταπεινωτικής για τη Γερμανία συνθήκης.
Στις 10 Ιουλίου, και με κάποια καθυστέρηση, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και ο Μουσολίνι, ο οποίος βρήκε στη γαλλοϊταλική μεθόριο σθεναρή αντίσταση.

Η μικρή Ελλάδα, παρά τον πενιχρό προϋπολογισμό της, φρόντισε να εξοπλιστεί σχετικώς και να ενισχύσει τα βόρεια σύνορά της. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, επειδή θεώρησε μεγαλύτερο τον εκ Βουλγαρίας κίνδυνο, οργάνωσε μια ισχυρή αμυντική γραμμή στο όρος Ροδόπη, τα περίφημα «οχυρά Μεταξά», ενώ ενδιαφέρθηκε λιγότερο για την οχύρωση της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Βεβαίως, υπήρχε κλιμάκωση των προκλήσεων της φασιστικής Ιταλίας και σοβαρές ενδείξεις ότι επίκειται επίθεση εναντίον της Ελλάδας, όπως η απόβαση ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανία, ο τορπιλισμός του ελληνικού καταδρομικού «Έλλη» στην Τήνο κ.ά. Ο Μουσολίνι και η ιταλική διπλωματία εκτόξευαν, με σαφώς υποκρινόμενη μανία και διόγκωση των φλεβών του τραχήλου, αφρώδεις σταγόνες σιέλου και μύδρους εναντίον της Ελλάδας ότι δήθεν παραβιάζει την ουδετερότητα υπέρ της Αγγλίας. Εντούτοις, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Ελλάδα Γκράτσι έγραφε στα απομνημονεύματά του: «Η ουδετερότητα τηρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση με αναμφισβήτητη νομιμοφροσύνη και με όσα μέσα διέθετε, μέχρι την τελευταία στιγμή».

Από την άλλη πλευρά υπερίσχυε η επίμονη άρνηση της Αγγλίας να αναλάβει στρατιωτική πρωτοβουλία στα Βαλκάνια, πράγμα που καθιστούσε ακόμη πιο δυσχερή τη θέση της Ελλάδας. Δυστυχώς, οι μικρές και αδύναμες χώρες αναγκάζονται να παρακολουθούν τις αποφάσεις των ισχυρών, όσο φιλικώς και αν διάκεινται. Εξάλλου, η επιστράτευση και γενικότερα η προετοιμασία του πολέμου έπρεπε να γίνει με άκρα μυστικότητα, μη τυχόν και εκληφθεί ως πρόκληση. Παρά ταύτα, η Ελλάδα μόνη και με αβέβαιη τη συμπαράσταση των Άγγλων ταύτισε το πεπρωμένο της με την τύχη των δυτικών δυνάμεων, και στις 5.30΄ το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940 βροντοφώναξε το ηρωικό ΟΧΙ στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι.

Κατά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου η Ελλάδα είχε να αντιτάξει σε όλη την αμυντική γραμμή του μετώπου 39 τάγματα πεζικού και 39 πυροβολαρχίες. Από την άλλη πλευρά η επιθετική ιταλική δύναμη ήταν συντριπτικώς μεγαλύτερη. Υπήρχαν τρία ετοιμοπόλεμα σώματα στρατού, δηλαδή εννιά μεραρχίες των δύο συνταγμάτων, μια μεραρχία ιππικού, δύο τεθωρακισμένες ταξιαρχίες, έξι τάγματα μελανοχιτώνων, ισχυρό πυροβολικό και 400 πολεμικά αεροπλάνα. Κύριος στόχος του ιταλικού επιτελικού σχεδίου ήταν να κόψει τον κορμό της Ελλάδας στα δύο, ώστε να παραλύσουν οι επικοινωνίες και ο εφοδιασμός του στρατεύματος. Οι ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν από τον τομέα της Ηπείρου και της Πίνδου βομβαρδίζοντας κατά τις πρώτες μέρες και τον άμαχο πληθυσμό διαφόρων πόλεων. Οι ημέτερες δυνάμεις αμύνθηκαν αρχικώς του πατρίου εδάφους, ιδιαίτερα δε με την 8η Μεραρχία της Ηπείρου υπό τον στρατηγό Κατσιμήτρο, αλλά και με το Απόσπασμα της Πίνδου δύναμης δύο ταγμάτων υπό τη διοίκηση του ηρωικού συνταγματάρχη Δαβάκη ο οποίος προέβαλε σθεναρή αντίσταση και τραυματίστηκε στο πεδίο της μάχης. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι Έλληνες κατόρθωσαν να απωθήσουν τους Ιταλούς από τις θέσεις που είχαν καταλάβει εντός του ελληνικού εδάφους και από την επομένη, ολοκληρωθείσης στο μεταξύ και της επιστράτευσης, ξεκίνησε γενική αντεπίθεση. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδιωχθεί ο εχθρός μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου του 1941 σε βάθος 30 έως 50 χιλιομέτρων εντός της Αλβανίας. Έτσι οι αγώνες των Ελλήνων για την ελευθερία στέφθηκαν από επιτυχία.

Μέχρι τον Μάρτιο οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν κάπως ατονήσει και ο Μουσολίνι άρχισε να εκλιπαρεί τους επιτελείς του, προκειμένου να πετύχουν έστω και μία μόνο νίκη, η οποία θα τον ανέβαζε στα μάτια του συνεταίρου του Χίτλερ. Στις 9 Μαρτίου, υπό την εποπτεία του ιδίου, άρχισε η μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών με 25 μεραρχίες πεζικού, μια τεθωρακισμένη μεραρχία, 20 τάγματα μελανοχιτώνων και πέντε τάγματα Αλβανών, έναντι έξι μόνο μεραρχιών του Β΄ Ελληνικού Σώματος Στρατού, που επωμίστηκε το κύριο βάρος της άμυνας στον κεντρικό τομέα. Ιδιαίτερα δοκιμάστηκε το 5ο και 19ο Σύνταγμα πεζικού της 1ης Μεραρχίας, που απέκρουσε απανωτές ιταλικές επιθέσεις στο θρυλικό ύψωμα 731. Από την 9η μέχρι και την 19η Μαρτίου η μεγαλύτερη ιταλική δύναμη πυρός συγκεντρώθηκε στο ύψωμα αυτό, εκεί όπου έγιναν σώμα με σώμα πάνω από 18 επιθέσεις οι οποίες αποκρούστηκαν επιτυχώς. Το ύψωμα 731 είναι ένα από τα πιο αιματοβαμμένα ολοκλήρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μαζικός κανονιοβολισμός έκοψε και ξερίζωσε εκεί όλα τα δέντρα, τα βράχια έγιναν θρύψαλα και το χώμα αναμοχλεύτηκε, ανακατώθηκε με αίμα και σκέπασε τα ακρωτηριασμένα κορμιά. Οι Ιταλοί αξιωματικοί και ο στρατιωτικός ιερέας που πλησίασαν με άσπρη σημαία για να περισυλλέξουν τους νεκρούς, αντίκρυσαν ένα φρικιαστικό θέαμα ανθρωποσφαγής. Ο ιερέας κάλυψε τα μάτια του και αναφώνησε: «terribile» (τρομακτικό).

Οι απώλειες της εαρινής επίθεσης ήταν μεγάλες. Από πλευράς των Ιταλών οι νεκροί και τραυματίες έφθασαν τις 12.000, ενώ από πλευράς Ελλήνων τις 5.200. Στο θρυλικό ύψωμα 731 γράφτηκε μια ακόμη σελίδα δόξας της ελληνικής ιστορίας. Εκεί θάφτηκε και το αιματοβαμμένο βιβλίο με τα ονόματα των αδικοχαμένων παιδιών της Ιταλίας. Γι’ αυτό οι Ιταλοί ύψωσαν εκεί το γενικό μνημείο των πεσόντων μαχητών τους στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, μακριά από τον δικτάτορα φασίστα Μουσολίνι.

Οι πολεμικές επιτυχές της Ελλάδας στο διάστημα αυτό μετέβαλαν τη στάση της Αγγλίας η οποία ενθαρρύνθηκε και άρχισε να προσανατολίζεται προς την ενδυνάμωση του ελληνικού μετώπου, αφ’ ενός για να ενισχυθούν τα πλήγματα κατά της Ιταλίας και αφ’ ετέρου για να χρησιμοποιήσει το ελληνικό έδαφος ως βάση εξόρμησης εναντίον των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας, τις οποίες εκμεταλλευόταν η Γερμανία. Ήταν αυτό ακριβώς που φοβόταν ο Χίτλερ. Άσχετα όμως με τις θέσεις αυτές, που εξάλλου δεν πραγματοποιήθηκαν, μερικές κακές γλώσσες άφησαν να διαρρεύσει ότι ανώτεροι Άγγλοι αξιωματικοί, πίεζαν τους Έλληνες στρατηγούς να ανακόψουν την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων εντός της Αλβανίας. Απώτερος σκοπός η διαιώνιση του πολέμου στα Βαλκάνια ή με άλλα λόγια μακράν της Βόρειας Ευρώπης, ένθα και η Αγγλία.

Τον Νοέμβριο του 1940 ο Χίτλερ έσυρε την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία στο «τριμερές σύμφωνο του Άξονα», δηλαδή στη συμφωνία που υπέγραψαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία. Την 1η Μαρτίου του 1941 προσχώρησε στον Άξονα και η Βουλγαρία με αντάλλαγμα την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, και στις 25 Μαρτίου προσχώρησε και η Γιουγκοσλαβία με αντάλλαγμα τη Θεσσαλονίκη. Τα «φίλια» όμορα κράτη ασφυκτιώντα μακράν της αιγαιοπελαγίτικης αύρας, θεώρησαν πρέπον να εφαρμόσουν το ρητό: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Διαφορετική όμως τύχη θέλησε μετά δύο ημέρες στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία και καταγγελία της συμφωνίας με τη Γερμανία. Ο Χίτλερ εξοργίστηκε και αποφάσισε να εισβάλει και στη Γιουγκοσλαβία, ταυτόχρονα με την κήρυξη του πολέμου εναντίον της μαχόμενης με τους Ιταλούς Ελλάδας, τροποποιήσας το αρχικό σχέδιο «Μαρίτα» που αφορούσε μόνο την Ελλάδα και είχε ήδη εκπονηθεί από τις 13 Δεκεμβρίου του 1940.

Από την άλλη πλευρά η τουρκική διπλωματία προέβαλε την πάγια επαμφοτερίζουσα πολιτική της και την ερωτοτροπούσα θέση της προς τον ισχυρό. Αρχικά διατηρούσε φιλοβρετανική πολιτική, όμως στις 17 Φεβρουαρίου του 1941 υπέγραψε με τη Βουλγαρία σύμφωνο φιλίας και μη επίθεσης, διευκολύνοντας έτσι τη μελλοντική κάθοδο της Γερμανίας προς την Ελλάδα, διότι γνώριζε ότι η Βουλγαρία δεν θα επιτίθετο από μόνη της αλλά στο πλάι μιας μεγάλης δύναμης.

Μερικοί θέλουν να πιστεύουν ότι οι Άγγλοι, για να βγάλουν την Τουρκία στον πόλεμο της έταξαν τα Δωδεκάνησα, πιέζοντας δια του βασιλέως Γεωργίου του Β΄, τον τότε πρωθυπουργό Κοριζή να δεχθεί αυτή την απόφαση. Πράγματι, στις 18 Απριλίου 1941 και μετά παρέλευση 13 ημερών από τη γερμανική εισβολή, πραγματοποιήθηκε συζήτηση μεταξύ του βασιλιά και του πρωθυπουργού, το περιεχόμενο της οποίας δεν έγινε γνωστό, αλλά φάνηκε ότι υπήρχε έντονη διαφωνία. Ο βασιλιάς ακολούθως έστειλε τον πρίγκιπα Παύλο στο σπίτι του Κοριζή, για να προλάβει κάποια δυσάρεστη εξέλιξη, αλλά εκείνη τη στιγμή (4 μ.μ.) ο πρωθυπουργός είχε ήδη αυτοπυροβοληθεί με περίστροφο.

Εξάλλου, είχε προηγηθεί ελληνοτουρκική συμφωνία κατά την οποία η ελληνική Ταξιαρχία Έβρου, σε περίπτωση υποχώρησης κάτω από γερμανική πίεση, θα γινόταν δεκτή σε τουρκικό έδαφος. Ως συνήθως οι τουρκικές αρχές δεν σεβάστηκαν ούτε αυτή τη συμφωνία. Στις 7 Απριλίου του 1941 οι 100 Έλληνες αξιωματικοί και οι 2.000 οπλίτες που περάσαν εκείθεν του Έβρου, αφοπλίστηκαν από τους Τούρκους, ενώ ο διοικητής της Ταξιαρχίας Ιωάννης Ζήσης εξαιτίας του γεγονότος αυτού αυτοκτόνησε. Οι περισσότεροι αξιωματικοί και 1.300 οπλίτες της Ταξιαρχίας Έβρου κατέφυγαν στη Μέση Ανατολή τον Ιούνιο του 1941 και οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους.

Η πολεμική γερμανική μηχανή είχε καθυποτάξει ήδη τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και μέχρι το 1940 παρέμεναν ελεύθερες μόνο η Αγγλία, η Ρωσία και η αγωνιζόμενη εναντίον της Ιταλίας Ελλάδα. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους ο Χίτλερ εξαπέλυσε μαζική και παρατεταμένη από αέρος επίθεση εναντίον της Αγγλίας, η οποία όμως, ως μη τελεσφορήσασα, τον ανάγκασε να αποστρέψει το πρόσωπό του από τη «Γηραιά Αλβιώνα» και να το στρέψει προς ανατολάς. Η πικρή γεύση από την αποτυχία της Λουφτβάφε ενήργησε στον Φύρερ ως ορεκτικό εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όπως ακριβώς ενεργούν τα πικρά φάρμακα διεγείροντας την όρεξη του ανθρώπου. Παρά την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης, είχε ήδη ολοκληρωθεί επί χάρτου το σχέδιο «Μπαρμπαρόσα», το οποίο προέβλεπε έναρξη των εχθροπραξιών εναντίον της «Λευκής Άρκτου» στις 11 ή το αργότερο μέχρι τις 18 Μαΐου του 1941 με δύναμη 150 μεραρχιών (3.000.000 στρατού). Επί του προκειμένου ο Χίτλερ δεν ήθελε με κανένα τρόπο την Ελλάδα στο πλευρό των Άγγλων, οι οποίοι με την αεροπορία τους θα μπορούσαν να παρενοχλούν τη νότια πτέρυγα των επιχειρήσεών του στη Ρωσία. Για τον λόγο αυτό θύμωσε με τον Μουσολίνι, όταν κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, χωρίς να τον ρωτήσει. Αλλά ο Ιταλός δικτάτορας είχε ήδη τσιμπήσει το δέλεαρ, το οποίο του προσέφεραν οι Άγγλοι μέσω του πράκτορά τους Τσιάνο, ένεκα που ήθελαν τον πόλεμο στα Βαλκάνια ή οπωσδήποτε μακριά από τη χώρα τους. Μετά την ιταλική επίθεση η Αγγλία είχε πλέον τη δικαιολογία να εγκαταστήσει στην Ελλάδα τις στρατιωτικές της δυνάμεις.

***

Ύστερα από την τραγική αποτυχία της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι, ο Χίτλερ αναγκάστηκε να συνδράμει τον συνέταιρό του, κηρύσσοντας τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας τα χαράματα της 6ης Απριλίου του 1941. Την επιχείρηση ανέλαβε η 12η γερμανική στρατιά υπό τον στρατάρχη Φον Λιστ, η οποία είχε ήδη μετακινηθεί προς τη Βουλγαρία. Οι πολεμικοί ανταποκριτές περιέγραψαν τη μετακίνηση αυτή «Ως ποταμόν χάλυβος όστις διήρχετο μακρύς και ατελείωτος δια μέσου πεδιάδων και κοιλάδων, ορεινών διαβάσεων και πόλεων». Η 12η στρατιά διέθετε τρία σώματα στρατού (18ο, 30ο και 40ο) που αντιστοιχούσαν σε τέσσερις τεθωρακισμένες μεραρχίες, επτά μεραρχίες πεζικού και 1.394 πολεμικά αεροσκάφη. Επιπλέον, συνεπικουρούσαν τρεις βουλγαρικές μεραρχίες πεζικού. Δεδομένου ότι ο κύριος όγκος των ελληνικών στρατευμάτων (15 μεραρχίες) πολεμούσε στο αλβανικό μέτωπο, η Ελλάδα αντέταξε στις γερμανικές δυνάμεις τέσσερις μεραρχίες μειωμένης σύνθεσης, τις Ταξιαρχίες Νέστου και Έβρου, τρία συντάγματα πεζικού και ένα σύνταγμα ιππικού. Όλες αυτές οι δυνάμεις ήταν συντριπτικώς μικρότερες των γερμανικών και κάλυπταν την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης υπό τον τίτλο «Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας» (ΤΣΑΜ) με έδρα διοίκησης τη Θεσσαλονίκη.

Δεν έλειψαν βεβαίως και οι εκ μέρους της Γερμανίας βολιδοσκοπήσεις για την ειρηνική υποταγή της Ελλάδος, δια του ναυάρχου φον Κανάρη αλλά και του στρατιωτικού ακόλουθου της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Η πρόταση ήταν δελεαστική και περιελάμβανε ανακωχή στο μέτωπο της Αλβανίας, παραμονή του ελληνικού στρατού στα εκεί κατεχόμενα εδάφη μέχρι το τέλος του πολέμου, και ρύθμιση της διαφοράς των αντιμαχομένων με διακανονισμό. Μολαταύτα, η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν αρνητική. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Κοριζής είπε το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ, αυτή τη φορά προς την υπερδύναμη της Γερμανίας.

Στο διάστημα αυτό και ύστερα από συσκέψεις επί συσκέψεων και διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας με τις αντίστοιχες αγγλικές, η Βρετανία ευδόκησε να ξαποστείλει στρατιωτική βοήθεια συνισταμένη από δύο μεραρχίες πεζικού (την 6η Αυστραλιανή και την 2α Νεοζηλανδική) και μια τεθωρακισμένη βρετανική ταξιαρχία, έναντι των εννέα μεραρχιών που ζητούσε η Ελλάδα. Οι δυνάμεις αυτές, οι οποίες φέρονταν με το όνομα «Βρετανικό Συγκρότημα W», όχι μόνο δεν επαρκούσαν να αντιμετωπίσουν τη γερμανική στρατιά, αλλά η παρουσία τους στην Ελλάδα προσέφερε στον Χίτλερ, ως «δώρο επί χρυσού δίσκου», ένα ισχυρό επιχείρημα για να δικαιολογήσει την επιθετική του πράξη.

Ο κίνδυνος δυσμενούς εξέλιξης της ελληνογερμανικής σύγκρουσης στα οχυρά Μεταξά, ιδίως σε περίπτωση διάσπασης της αμφίβολης γιουγκοσλαβικής άμυνας, επικρεμάμενος ως «δαμόκλειος σπάθη», οδήγησε το Γενικό Επιτελείο στην οργάνωση μιας δεύτερης αμυντικής διάταξης στην Κεντρική Μακεδονία, φερομένη με το όνομα «Γραμμή Αλιάκμονα»• άρχιζε από το Βέρμιο, περνούσε στο υψίπεδο της Πτολεμαΐδας και δια μέσου Κοζάνης και Πιερίων έφθανε μέχρι τον Όλυμπο. Στόχος της γραμμής αυτής ήταν η καθυστέρηση προέλασης του εχθρού και η αναχαίτιση της υπερκέρασης των μαχομένων τμημάτων στην Αλβανία. Η αποστολή της ανατέθηκε στο Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) συνιστάμενο από το βρετανικό συγκρότημα W και δύο ελληνικές μεραρχίες πεζικού, την 12η και την 20η, με μειωμένη αριθμητική δύναμη, ελλιπή οπλισμό και εκπαίδευση, και σοβαρώς ελαττωμένη μαχητική αξία. Η επείγουσα συγκρότηση εκ των ενόντων των δύο αυτών ελληνικών μεραρχιών, υπήρξε μια λύση ανάγκης, ίσως και μια έσχατη πράξη θυσίας.

Τη γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας πληροφορήθηκε ο ελληνικός λαός με το εξής λιτό ραδιοφωνικό ανακοινωθέν: «Από της 5.15΄ ο εν Βουλγαρία γερμανικός στρατός προσέβαλε όλως απροόπτως τα ημέτερα στρατεύματα επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Τα στρατεύματά μας αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ήταν 6 Απριλίου του 1941 ημέρα Κυριακής πριν των Βαΐων. Πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα και οι Έλληνες παρακολούθησαν την εξέλιξη του θείου Δράματος στους ναούς της χριστιανοσύνης, παράλληλα με το δράμα της πατρίδας τους στο θέατρο του πολέμου. Χριστιανοί εναντίον Χριστιανών στα πλαίσια της χριστιανικής Αγάπης!

Η πληγωμένη ήδη από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο Ελλάδα προέβαλε στα οχυρά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου ηρωική αντίσταση. Ατυχώς, όμως, η γιουγκοσλαβική άμυνα κατέρρευσε από την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου και η ταχυκίνητη 2α τεθωρακισμένη γερμανική μεραρχία, παρακάμπτοντας τα οχυρά, πέρασε στις 8 Απριλίου τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα δυτικά της λίμνης Δοϊράνης και προελαύνοντας δια της πλημμελώς φυλασσομένης κοιλάδας του Αξιού ποταμού ήρθε στα νώτα του ελληνικού στρατού. Την επομένη, 9η Απριλίου, έγινε η παράδοση της Θεσσαλονίκης.

Στο μεταξύ, οι φρουρές των οχυρών αντέκρουαν επιτυχώς τις λυσσαλέες επιθέσεις των Γερμανών, οι οποίοι σκορπούσαν φωτιά και σίδερο με το πυροβολικό και την αεροπορία τους προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι επιτυχίες του εχθρού στην περιοχή των οχυρών ήταν μηδαμινές σε σχέση με τις απώλειές τους κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων ημερών του πολέμου, όταν διατάχθηκε από το Γενικό Επιτελείο η συνθηκολόγηση. Οι φρουρές απορούσαν γιατί να παραδώσουν τα οχυρά, αφού καλώς κρατούσαν. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις μερικοί αξιωματικοί είχαν δυσαρεστηθεί. Τελικά, πείστηκαν όλες οι δυνάμεις του ΤΣΑΜ ανατολικά του Αξιού και κατέθεσαν τα όπλα υπό έντιμους όρους: Αναγνωριζόταν ο ηρωικός αγώνας του ΤΣΑΜ και η πρόθεση να μην σταλούν οι Έλληνες πολεμιστές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι αξιωματικοί θα έφεραν την εξάρτηση και το ξίφος τους.

Από τις 6 έως τις 10 Απριλίου οι Γερμανοί είχαν απώλειες 2.859 μαχητών σε νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους, ενώ οι απώλειες των Ελλήνων έφτασαν τις 1.000 περίπου. Οι αγώνες των Ελλήνων στα οχυρά Μεταξά υπήρξαν εξόχως ηρωικοί και θεωρούνται ως παράδειγμα θάρρους και αυτοθυσίας. Εκτιμήθηκαν και θαυμάστηκαν από όλο τον ελεύθερο κόσμο, αλλά και από τους ίδιους τους Γερμανούς. Εκεί γράφτηκαν σελίδες δόξας και συνέβησαν γεγονότα τα οποία σπανίως, βρίσκει κανείς στα βιβλία της στρατιωτικής ιστορίας.
Το πρωί της 10ης Απριλίου, κατά την παράδοση του οχυρού Παλιουριώνες, παρατάχθηκε ένα γερμανικό τάγμα προς απόδοση τιμών. Ο Γερμανός συνταγματάρχης έδωσε συγχαρητήρια στη φρουρά για την ηρωική της αντίσταση, προσφώνησε τον Έλληνα διοικητή και τον παρακάλεσε να επιθεωρήσει το γερμανικό τάγμα. Ανάλογες τιμητικές εκδηλώσεις έγιναν και στα οχυρά Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Περιθώρι, Εχίνος, Νυμφαία, Ιστίμπεη και Κεχαγιά.

Ο διοικητής του 125 γερμανικού συντάγματος πεζικού, γνωστού από τις επιχειρήσεις του εναντίον της γραμμής Μαζινό στη Γαλλία, δήλωσε μετά την ανακωχή στον αντισυνταγματάρχη Πλευράκη: «Δεν θρηνώ ως στρατιώτης, διότι η θυσία είναι επιβεβλημένη, αλλά κλαίω ως άνθρωπος, διότι εκ του συντάγματός μου απέμειναν ολίγοι μόνο άνδρες».

Ο επιτελάρχης του 30ού σώματος στρατού είπε στον αντιστράτηγο Δέδε, διοικητή της ομάδας των ελληνικών μεραρχιών: «Επολεμήσατε θαυμάσια, το πυροβολικόν σας ήτο υπέροχον αι πλαγιοφυλάξεις σας αποτελεσματικόταται. Μόλις εκινείτο μια ομάς μάχης εδέχετο επιτυχώς βολήν. Αν τα βλήματά σας δεν είχον πάμπολλες αφλογιστίες, ουδέν από τα μετάσχοντα εις τον αγώνα τμήματά μας θα εσώζετο από την κόλασιν εκείνην του πυρός».

Ο διοικητής της 72ας γερμανικής μεραρχίας που έδρασε στο υψίπεδο του Κάτω Νευροκοπίου, δήλωσε στον ίδιο Έλληνα αντιστράτηγο: «Επολέμησα εις την Πολωνίαν και την Γαλλίαν, αλλά ουδαμού συνάντησα τόσον αποτελεσματικήν και φθοροποιόν αντίστασιν όσον εις την Ελλάδα».

Ο διοικητής του 18ου σώματος στρατού που έδρασε στην περιοχή Μπέλες – Νέστος είπε στον επιτελάρχη του ΤΣΑΜ: «Είχομεν ακούσει να μιλούν δια την γενναιότητα και τον ηρωισμόν του ελληνικού στρατού, αλλά δεν εφανταζόμεθα την γενναιότητα και τον ηρωισμόν τον οποίον επέδειξαν οι στρατιώτες σας. Επολεμήσατε θαυμάσια! Θαυμάσια! Και πάλιν σας συγχαίρω εγκαρδίως».

Ο στρατάρχης φον Λιστ, στην ημερησία διαταγή του αμέσως μετά τον αγώνα, αναγνώρισε ότι: «Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους γενναίως» και συνέστησε στους Γερμανούς στρατιώτες «όπως αντικρίσουν και μεταχειριστούν τους Έλληνες αιχμαλώτους, όπως αξίζει σε γενναίους στρατιώτες». Και όμως υπήρξαν παρασπονδίες εκ μέρους των Γερμανών σε ό,τι αφορά τη διεθνή σύμβαση «περί μεταχειρίσεως των αιχμαλώτων πολέμου», σύμβαση την οποία οι Έλληνες σεβάστηκαν σχολαστικώς έναντι των Γερμανών αιχμαλώτων τους. Για παράδειγμα, στο σκυρόδετο πολυβολείο Π9, που υπέκυψε ύστερα από ολοήμερη μάχη και αφού εξαντλήθηκαν όλα τα πυρομαχικά του, ο Γερμανός διοικητής της επιτιθέμενης ομάδας εξοργισθείς από τις μεγάλες απώλειες των στρατιωτών του σκότωσε εν ψυχρώ τον επικεφαλής του πολυβολείου λοχία Δημήτριο Ίντζο, αφού προηγουμένως του έδωσε συγχαρητήρια.

Οι Γερμανοί ειδικοί χαρακτήρισαν τα οχυρά της Ροδόπης ανώτερα εκείνων της γραμμής Μαζινό και εφάμιλλα των δικών τους της γραμμής Ζίγκφριντ. Πράγματι, οι οχυρώσεις Μεταξά είχαν μεγάλη σημασία, αν μη τι άλλο προς εξοικονόμηση ικανού αριθμού μαχητών για την άμυνα της χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ένα μέρος των γερμανικών δυνάμεων που πέρασαν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, στράφηκε νοτιοδυτικά, με στόχο να υπερφαλαγγίσει δια μέσου της Φλώρινας, Πτολεμαΐδας, Κλεισούρας και Καστοριάς τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα στο αλβανικό μέτωπο. Η χλιαρή αντίσταση του βρετανικού σώματος στο υψίπεδο της Πτολεμαΐδας έφερε σύντομα τον γερμανικό στρατό στην Κλεισούρα, πάνω στο όρος «Νταούλι» και στην Κορησό, στις 14 Απριλίου. Η συσσώρευση σφαλμάτων εκ μέρους του Παπάγου και του Γενικού Επιτελείου οδήγησε σε καθυστερημένη σύμπτυξη των μαχόμενων στην Αλβανία ελληνικών μονάδων, με αποτέλεσμα να επαπειλείται αιχμαλωσία του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ). Την κατάσταση έσωσε η πλησιέστερη προς τον εχθρό ευρισκομένη 13η Μεραρχία υπό τον στρατηγό Σωτήρη Μουτούση, ο οποίος με δύναμη τριών μόνον ταγμάτων έδωσε ολοήμερη άνιση αλλά ηρωική μάχη, καθηλώνοντας επί 14 ώρες μπροστά στο Άργος Ορεστικό τη σιδηρόφρακτη τεθωρακισμένη γερμανική μεραρχία «Σωματοφυλακή SS Αδόλφος Χίτλερ». Η σημαντική αυτή μάχη, άγνωστη στους πολλούς Έλληνες, ήταν ίσως η σπουδαιότερη από πλευράς τακτικής και στρατηγικής, και η τελευταία που δόθηκε μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών ενόπλων δυνάμεων σε απευθείας κατά μέτωπο και επί ανοιχτού πεδίου αγώνα. Ό,τι δεν κατόρθωσε το βρετανικό σώμα W της αμυντικής Γραμμής Αλιάκμονα, το κατάφεραν ελάχιστες ελληνικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα την αποτυχία των Γερμανών να υπερφαλαγγίσουν τις τακτικώς οπισθοχωρούσες ελληνικές μονάδες. Όλος ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε να περάσει νοτίως και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Ήταν τότε 15 Απριλίου του 1941 και είχαν παρέλθει δέκα μέρες από την έναρξη του ελληνογερμανικού πολέμου.

Στο διάστημα αυτό, και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις προήλαυναν στον κύριο κορμό της Ελλάδας, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων πίεζε τους στρατηγούς του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), να αναλάβουν πρωτοβουλία σύναψης ανακωχής με τον εχθρό, ερήμην της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας• η ελληνική κυβέρνηση δεν υπέγραψε συνθηκολόγηση, όσο υπήρχαν Άγγλοι στην Ελλάδα. Κάτω από τις συνθήκες αυτές ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου υπέγραψε στις 20 Απριλίου πρωτόκολλο ανακωχής με τον υποστράτηγο Ντήτριχ. Εντούτοις, οι Γερμανοί παρασπόνδησαν στη συμφωνία τους αυτή, και μάλιστα επανειλημμένως, υπό την ασφυκτική πίεση του Μουσολίνι σε βάρος της Ελλάδας και υπέρ της ηττημένης Ιταλίας. Ακολούθως, το υπόλοιπο των ελληνικών στρατευμάτων συμπτύχθηκε ομαλά κάτω από τη γραμμή Ηγουμενίτσας – Μετσόβου.

Στις 27 Απριλίου, 20 μέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, καταλήφθηκε η Αθήνα και στις 30 του ίδιου μήνα ορκίστηκε η κυβέρνηση των δωσιλόγων του Γεωργίου Τσολάκογλου. Η αναχώρηση των Βρετανών από την Ελλάδα έγινε μεταξύ 24ης Απριλίου και 1ης Μαΐου, οπότε έπαυσαν όλες οι εχθροπραξίες. Από τις 62.500 Βρετανούς που βρίσκονταν στην Ελλάδα, οι 3.000 έπεσαν στα πεδία των μαχών και οι 9.000 θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι. Οι 27.000 αποβιβάστηκαν στην Κρήτη και οι υπόλοιποι στην Αίγυπτο. Κατά τους αγώνες τους στην ηπειρωτική Ελλάδα οι Γερμανοί απώλεσαν 5.000 περίπου άνδρες. Η Λέσβος και η Χίος καταλήφθηκαν στις 4, και η Σάμος στις 8 Μαΐου. Επί του παρόντος έμενε ελεύθερη μόνο η Κρήτη.

Στις 2 Μαΐου κοινοποιήθηκε η απόφαση του Χίτλερ για την παροχή πλήρους ελευθερίας στους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες. Οι μεγάλες ελληνικές δυνάμεις παρέδωσαν τον οπλισμό τους και διαλύθηκαν ομαλώς. Στις 3 Μαΐου έγινε στην Αθήνα θριαμβευτική παρέλαση των γερμανικών μονάδων ενώπιον του στρατάρχου φον Λιστ, ενώ με επιμονή του ηττηθέντος Μουσολίνι και διαταγή του ίδιου του Χίτλερ ακολούθησε στην παρέλαση και ο ηττημένος ιταλικός στρατός. Οποία καταισχύνη!

Τα φαιδρά αυτά γεγονότα δεν πρέπει να ξενίζουν τον αναγνώστη. Διότι ο Μουσολίνι ως απόγονος των Λατίνων, δεν μετείχε της ελληνικής παιδείας ή πιο σωστά υπήρξε κακέκτυπο αυτής. Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να κινούνται μεταξύ «λουκουλλείων» γευμάτων και Κολοσσαίου αμφιθεάτρου, ηδονιζόμενοι από τη θέαση σφαγής ανθρώπων από ανθρώπους ή από άγρια πεινασμένα θηρία• διεγείρονταν από τη θέα του αίματος, όπως οι μέθυσοι από τη θέα του οίνου. Αντίθετα, οι Έλληνες εξύψωσαν την ιδέα του ανθρώπου και της ελευθερίας κινούμενοι μεταξύ της Εκκλησίας του Δήμου και των θεάτρων, όπου διδάσκονταν από τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και των άλλων ποιητών της αρχαιότητας. Όταν οι Ρωμαίοι αιχμαλώτισαν στη μάχη της Πύδνας τον ατυχή Έλληνα βασιλιά Περσέα, τον έσυραν σιδηροδέσμιο, αιμόφυρτο και ταπεινωμένο μπροστά στον αλαλάζοντα ρωμαϊκό όχλο. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος τίμησε τον ηττηθέντα Πώρο, βασιλιά των πέραν του Υδάσπη ποταμού ινδικών χωρών, ο οποίος ζήτησε από τον Έλληνα στρατηλάτη να τον συμπεριφερθεί «ως βασιλέα». Αλλά ο Αλέξανδρος διδάχτηκε την πολεμική τέχνη από τον άριστο Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα δια μέσου του πατρός του Φιλίππου, και τη φιλοσοφία από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα διαμέσου του Αριστοτέλη.

Στις 4 Μαΐου σχολιάζοντας ο Χίτλερ στο γερμανικό κοινοβούλιο (Reichstag) τις επιτυχίες των στρατευμάτων του είπε: «Η ιστορική δικαιοσύνη, όμως, με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι από όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης ιδίως πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Συνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθηση της αντίστασης δεν ήταν πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα λόγο».

Η επόμενη κίνηση του Χίτλερ ήταν η κατάληψη της Κρήτης (φωτογραφία επάνω), η οποία θα του επέτρεπε αφ’ ενός να ελέγχει τις μεταφορές των αντιπάλων του στη Μεσόγειο και αφ’ ετέρου να την χρησιμοποιεί ως βάση εξόρμησης των στρατευμάτων του προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Η οργάνωση άμυνας της Μεγαλονήσου, που έγινε με την ευθύνη των Άγγλων, ήταν ατελέστατη. Υποστηριζόταν από 30.000 Βρετανούς της Κοινοπολιτείας και 10.000 Έλληνες ανεπαρκώς εκπαιδευμένους, αφού προέρχονταν από σχολές δοκίμων. Αλλά και ο οπλισμός των αμυνομένων ήταν πεπαλαιωμένος και ανεπαρκής. Αντίθετα, οι Γερμανοί διέθεταν ισχυρή δύναμη δύο μεραρχιών, της 7ης αερομεταφερόμενης των αλεξιπτωτιστών και της 5ης ορεινής μεραρχίας πεζικού, και ένα σύνταγμα της 5ης τεθωρακισμένης μεραρχίας με βαρύ οπλισμό, 1.080 αεροσκάφη και ικανή ναυτική δύναμη. Όλες αυτές οι δυνάμεις ξεκινούσαν από αεροδρόμια και λιμάνια της Ελλάδας, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη των αεροδρομίων Μάλεμε, Ρεθύμνου και Ηρακλείου.

Η επίθεση άρχισε στις 6.30΄ της 20ης Μαΐου του 1941 με ισχυρό βομβαρδισμό και ρίψη αλεξιπτωτιστών. Η αντίδραση των αμυνομένων, στρατού και πολιτών, υπήρξε άμεση και έντονη, με αποτέλεσμα να αποδεκατίζονται οι αλεξιπτωτιστές με οποιοδήποτε διατιθέμενο μέσο κατά τις δύο πρώτες μέρες. Το απόγευμα όμως της τρίτης μέρας, καταλήφθηκε το αεροδρόμιο του Μάλεμε ύστερα από κραταιά μάχη. Η προσπάθεια ανακατάληψής του απέτυχε. Την ίδια μέρα το βρετανικό ναυτικό βύθισε γερμανική νηοπομπή μεταξύ Κυθήρων και Κρήτης, ενώ η γερμανική αεροπορία βύθισε δυο βαρέα καταδρομικά και τρία αντιτορπιλικά του βρετανικού στόλου. Τις επόμενες μέρες οι μάχες μαίνονταν με σφοδρή ένταση, αλλά οι αμυντικές δυνάμεις του νησιού οπισθοχωρούσαν συνεχώς μπροστά στην ισχύ πυρός του εχθρού. Ακολούθως, αποφασίστηκε η εκκένωση της Κρήτης από τους Άγγλους, η οποία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 27ης και 31ης Μαΐου. Η μάχη της Κρήτης κράτησε 11 μέρες, από τις 20 έως τις 30 Μαΐου, και στοίχισε στους μεν Άγγλους 1.742 νεκρούς, 1.737 τραυματίες και 11.835 αιχμαλώτους, στους δε Έλληνες 456 νεκρούς και 800 τραυματίες, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και 3.000 θάνατοι αμάχων. Οι Γερμανοί είχαν απώλειες 6.116 ανδρών (1.990 νεκροί, 2.131 τραυματίες και 1.995 αγνοούμενοι). Καταρρίφθηκαν 200 γερμανικά αεροπλάνα και άλλα 150 καταστράφηκαν επί του εδάφους. Οι αλεξιπτωτιστές, το θεωρούμενο αήττητο όπλο των γερμανικών δυνάμεων, αποδεκατίστηκε και διαλύθηκε. Ο Χίτλερ ποτέ πια δεν θα ξαναχρησιμοποιήσει τους αλεξιπτωτιστές του σε μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις.

Η ευθύνη κατοχής της σκλαβωμένης Ελλάδας ανατέθηκε στην ηττημένη Ιταλία, η οποία μάλιστα προσάρτησε και τα Ιόνια νησιά, ενώ η Γερμανία κράτησε υπό τον έλεγχό της περιοχές στρατηγικής σημασίας, όπως την Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Μυτιλήνη, Χίο και ένα διάδρομο μεταξύ της ελληνοτουρκικής μεθορίου στη Θράκη. Στην Αλβανία παραχωρήθηκε ένα μεγάλο μέρος της Ηπείρου, ενώ στη Βουλγαρία δόθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μακεδονίας και η Δυτική Θράκη.

Με την πτώση της Κρήτης έκλεισε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ένδοξης ελληνικής ιστορίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου του 1940 και τελείωσε την 30η Μαΐου του 1941, απασχολώντας τις δυνάμεις του Άξονα επί επτά ολόκληρους μήνες! Η Γερμανία, στον πόλεμο των 55 ημερών εναντίον της Ελλάδας, είχε περισσότερες απώλειες και λιγότερα οφέλη, όπως εξάλλου συνέβη και με την Ιταλία κατά την πεντάμηνη εκστρατεία της εναντίον της Ελλάδας. Για μια φορά ακόμη επιβεβαιώθηκε, ότι από τον πόλεμο ουδείς βγαίνει κερδισμένος.

Εντούτοις, εκείνο που είχε ιδιαίτερη σημασία, είναι ότι η απροσδόκητη παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, επιβράδυνε την έναρξη των εχθροπραξιών της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κατά έξι εβδομάδες. Η καθυστέρηση αυτή οδήγησε τον αήττητο μέχρι τότε Χίτλερ, να έρθει ενώπιος ενωπίω με την αρχή του τέλους του, άμα τη εμφανίσει στα πεδία των μαχών του τρομερού λευκοφόρου Ρώσου στρατηλάτη, του φοβερού ρωσικού χειμώνα. Αν και πολλά περί αυτού έχουν λεχθεί και πολλοί έπαινοι έχουν γραφτεί, αρκεί μόνο ένα σύντομο σχόλιο του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας στις 27 Απριλίου του 1942: «Πολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, γιατί είστε Έλληνες. Ως Ρώσοι, εξαιτίας της θυσίας σας, κερδίσαμε χρόνο για να αμυνθούμε. Σας ευγνωμονούμε».

***

Οι ηρωικοί αγώνες στα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφεραν τη μικρή Ελλάδα στο κέντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Οι σύμμαχοι ενθαρρύνθηκαν και η διεθνής διπλωματία άρχισε πλέον να στρέφεται σε βάρος του Άξονα. Πολιτικοί, στρατιωτικοί και άνθρωποι του πνεύματος από όλο τον κόσμο διαγκωνίζονταν, προκειμένου να εκφράσουν θαυμασμό και επαίνους, ενώ μερικοί διορατικοί τόλμησαν να αποδώσουν στις ελληνικές νίκες μεγάλη σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη του πολέμου. Και είχαν δίκιο.

Οι Τάιμς του Λονδίνου έγραφαν τότε: «Η Ελλάς έχει το δικαίωμα να συγχαίρει τον εαυτό της για την πάλη της εναντίον εχθρού υπερπενταπλασίου. Η λέξη τυραννία δεν πραγματοποίησε μεγαλύτερη πρόοδο εναντίον του πρώτου προμάχου των ελευθεριών στην Ευρώπη από όση οι Πέρσες, όταν πριν 2.500 χρόνια κατατροπώθηκαν από τους Έλληνες, παρά την υπεροπλία τους στην ξηρά και στη θάλασσα». «Ρίξτε ένα βλέμμα στον μακρύ κατάλογο των εθνών που υποτάχτηκαν στον άξονα από το 1938 και θα δείτε ότι η γενναιοψυχία των Ελλήνων φωτίζει σαν ήλιος ένα σκοτεινό κόσμο». Αλλά και οι αμερικανικές εφημερίδες έγραφαν: «Το θέαμα των λίγων Ελλήνων στρατιωτών, που συγκρατούν και απωθούν τα στρατεύματα της μεγάλης φασιστικής Ιταλίας, έχει τόση σημασία, ώστε μπορεί κανείς να πει αδίστακτα, ότι ίσως εκεί επάνω στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας κρίνεται η τύχη όλου του πολέμου». «Ο ελληνικός στρατός αποδείχτηκε αντάξιος των προγόνων του. Κατάφερε την πρώτη μεγάλη ήττα, που σημειώθηκε κατά τον μεγάλο αυτό πόλεμο».

Στις 9 Νοεμβρίου του 1940 ο τότε πρωθυπουργός της Αγγλίας Ουίνστον Τσώρτσιλ δήλωσε: «… Είναι γενναία η Ελλάς και τα στρατεύματά της που υπερασπίζουν σήμερα το πάτριο έδαφος εναντίον της τελευταίας ιταλικής επιδρομής. Προς αυτούς στέλνουμε σήμερα από την καρδιά του παλιού Λονδίνου την πιστή υπόσχεση, ότι μέσα σε όλες μας τις στενοχώριες και τις αγωνίες θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, για να τους βοηθήσουμε στον αγώνα τους …».

Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά, όπως είχε προβλέψει ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας δύο μέρες μετά την απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου, σε απόρρητη συνέντευξή του με τους εκπροσώπους του αθηναϊκού τύπου. «Θα έπρεπε», είπε, «δια να αποφύγομεν τον πόλεμον, να γίνομεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδας προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψει κανείς, ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος …».

Τούτ’ αυτό βεβαίως συνέβη μεσοπρόθεσμα, μετά τη γερμανική επίθεση, σε ό,τι αφορά τα άνω άκρα της Ελλάδας τα οποία κρέμονταν πλέον ως αιμορραγούντα κολοβώματα το μεν προς την Ιταλία το δε προς την Βουλγαρία, ενώ το σώμα της παρέμενε ως κύριο γεύμα της Γερμανίας. Αλλά και η Αγγλία δεν έμεινε εκτός της πρόβλεψης αποκόψασα τα κάτω άκρα της συμμάχου της Ελλάδας και μάλιστα βαθέως από τις μηροβουβωνικές πτυχές. Διότι, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου μόνο διθυράμβους αρεσκόταν να απευθύνει, κατά την μεταπολεμική περίοδο δεν έχασε την ευκαιρία να αδικήσει εδαφικά την νικηφόρο σύμμαχό της έναντι των ηττημένων και ουδετέρων κρατών, αλλά και να χαλκεύσει τον εθνικό διχασμό των ευπίστων και αφελών Ελλήνων, φευ, ενός αδελφοκτόνου πολέμου τρισχειρότερου του παγκοσμίου, προκειμένου να τηρήσει τις διακανονισθείσες στη Γιάλτα αναλογίες επιρροής στην Ελλάδα (Αγγλία και ΗΠΑ 90%, Σοβιετική Ένωση 10%).

Τους ηρωικούς αγώνες της Ελλάδας για την ελευθερία ακολούθησε, «ως τίμημα», η μαύρη κατοχή. Οι βαθιές πληγές του πολέμου ήταν δύσκολο να επουλωθούν λόγω της εξαρθρωμένης οικονομίας. Φοβερός λιμός απειλούσε τον πληθυσμό των μεγαλουπόλεων και χιλιάδες ανάπηροι, ορφανά και θύματα πολέμου έτειναν απελπισμένα χείραν βοηθείας προς το κράτος. Ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στα ύψη. Οι Γερμανοί απαίτησαν από την κυβέρνηση Τσολάκογλου να καλύπτει τις «δαπάνες κατοχής», επιτάσσοντας συνάμα τις πρώτες ύλες και τα είδη διατροφής, προκειμένου να τα αποστέλλει στη Γερμανία. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δημιουργήθηκε φοβερή έλλειψη τροφίμων και η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω, όταν οι Άγγλοι προέβησαν σε αποκλεισμό της Ελλάδας, άκουσον άκουσον, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από την πείνα πολλοί κάτοικοι των μεγαλουπόλεων κατά τον επάρατο χειμώνα του 1941-1942. Πόλεμος και λιμός κατέβαλαν πάνω από 300 χιλιάδες Ελλήνων εξαιτίας εχθρών και συμμάχων, συναγωνιζομένων μεταξύ τους ποιος θα επιφέρει το φονικότερο πλήγμα. Η εξόριστη τότε ελληνική κυβέρνηση πίεζε αλλά και εκλιπαρούσε την Αγγλία να χαλαρώσει τον αποκλεισμό, ώστε να περάσουν λίγα τρόφιμα για τα λιμοκτονούντα παιδιά των ηρώων του πολέμου. Αλλά η μη κορεσθείσα εισέτι Γηραιά Αλβιών αρκούνταν να αποσπά τις ελάχιστες απομένουσες σάρκες από το ημιθανές ελληνικό σώμα.
Σωτηρία αποδείχτηκε τότε η βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των Σουηδών αντιπροσώπων του στην Ελλάδα.

Τον Ιούνιο του 1944 είχε αρχίσει ήδη η αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της ναζιστικής Γερμανίας, κάτω από την πίεση του προελαύνοντος ρωσικού στρατού προς το Βερολίνο και τις αποβατικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στη Νορμανδία. Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν ολοσχερώς την Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου του 1944. Στις 30 Απριλίου του 1945 αυτοκτόνησε ο Χίτλερ, και στις 8 Μαΐου τελείωσε ο πόλεμος στην Ευρώπη με την επίσημη υπογραφή παράδοσης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στους Συμμάχους.

Οι Γερμανοί, γενικώς, αλλά κυρίως προς το τέλος του πολέμου, ήταν απάνθρωποι ως προς την εφαρμογή των αντιποίνων κατά των αμάχων, γι’ αυτό έγιναν μισητοί από τους λαούς. Τα μέτρα αυτά ήταν πολύ πιο σκληρά στα Βαλκάνια και την Ανατολική, παρά στη Δυτική Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό στη Ρωσία, Πολωνία, Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία άρχισε από νωρίς η αντίσταση με τον ανταρτοπόλεμο ο οποίος κορυφώθηκε τα έτη 1943 και 1944.
Οι απώλειες της ανθρωπότητας σε έμψυχο υλικό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασαν περίπου τα 40 εκατομμύρια νεκρούς και 20 εκατομμύρια τραυματίες και αγνοούμενους. Εξήντα εκατομμύρια κατά το πλείστον υγιείς και δημιουργικοί άνθρωποι θυσιάστηκαν χωρίς λόγο στο βωμό της τρέλας και της ηλιθιότητας. Οι τρελοί και οι αθώοι έγραψαν την ιστορία, οι ιστορικοί απλώς την κατέγραψαν.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18.6.2009, 2.7.2009 & 9.7.2009





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ