25.4.10

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Ανθελληνικόν

«Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι ποτέ, το αίμα σου θα χύσουμε, γουρούνι Αλβανέ», «Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα απ' αυτούς», «Θα γίνει μακελειό, μετά θα εκδικηθώ, όταν θα προσκυνήσετε σημαία και σταυρό» και άλλα παρόμοια μισαλλόδοξα συνθήματα κραύγαζαν την Πέμπτη, ενώ παρήλαυναν στην Πανεπιστημίου μέλη της Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών του Λιμενικού Σώματος, όπως μπορεί να δει κανείς στο βίντεο-ντοκουμέντο που δημοσιεύει την Παρασκευή η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».
(από το διαδίκτυο)




Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που -κάμνουνε για λίγο- να μη νοιώθεται
η πληγή.

(Κ.Π. Καβάφης, ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΣΩΝΟΣ ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ.
ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗι. 595 Μ.Χ)


Aφιερώνεται στη μνήμη του δεκαπεντάχρονου αφγανού «οικονομικού πρόσφυγα» Χαμί Νατζάφι, που διαμελίστηκε και πέθανε ύστερα από έκρηξη μιας «ορφανής» βόμβας -την οποία είχαν τοποθέτησαν «άγνωστοι»- σε κάδο σκουπιδιών στην Αθήνα.

Στην παρέλαση λοιπόν… Εκεί ακούστηκαν οι κραυγές! Εκεί, όπου για λόγους οικονομίας φέτος δεν αντικρίσαμε τα σιδερένια πουλιά να σκίζουν τους ουρανούς, τα τρομερά αγήματα των τεθωρακισμένων με τις ερπύστριες να σείουν τη γη (δεν ξέρω γιατί πάντα τους Ναζί να μπαίνουν στην Αθήνα μου θυμίζουν και τη μεγαλειώδη τους παρέλαση μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, κι ύστερα τα τανκς εκείνα του επίορκου ταξίαρχου Πατακού που σιώπησαν και πάτησαν κάτω την Ελλάδα εφτά χρόνια…).

Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.
Όσο κι αν στάθηκε του βίου του
η κόπωσις μεγάλη,

ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου
δεν του λείπει.
Θυμάται πόσο στη Συρία θρήνησαν,
τι είδους λύπη

είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα
των Μακεδονία.-
Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι. τους αυλούς,
τη φωταψία.

Την ίδια ώρα, μια άλλη παρέλαση σέρνεται σαν ψωραλέα συντροφιά στις Βρυξέλλες. Η ελληνική κυβέρνηση κρούει τις κλειστές πόρτες της Ευρώπης για λίγη παράταση ζωής στο πεθαμένο όνειρο, για μια ανάσα στο -όλα κι όλα: απαράγραπτο και αδιαπραγμάτευτο!- Εθνικό δικαίωμα του… «δανεισμού με μικρότερο επιτόκιο».

Είν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων
Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Ο ελληνικός λαός αναθρεμμένος με τα νάματα της ύψιστης φιλοπατρίας, βουτηγμένος ως το μεδούλι στην πάνδημη δόξα των αρχαίων και αφημένος στο αχρησιμοποίητο κλέος 2.500 χρόνων, ούτε που αντιλαμβάνεται πια τη μούχλα του μουσείου που τον περιστοιχίζει μήτε την οσμή του σεσηπότος και όζοντος Εθνους. Κάτοικος ο έλληνας (αυτός που περισσεύει δηλαδή αν… αφαιρέσουμε τους «βαρβάρους») μιας χώρας που ο ίδιος -αυτοβούλως και ιδιοχείρως- κατάκαψε, κακομεταχειρίστηκε κατά το δοκούν, τεμάχισε με αντιπαροχή πενήντα και βάλε χρόνια- ορίζοντας την κυριαρχία του σε οικόπεδα παραθαλάσσια και στο βουνό. Εχει αναγάγει προ πολλού σε ιδεολογία και εθνική συνείδηση την τέχνη της εξαπάτησης και της χρονίζουσας ρεμούλας. Αυτός ο ασύδοτος, ο θεομπαίχτης πάππου προς πάππου, που κορόϊδεψε όλους τους άλλους μα πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του, αποκαμωμένος τώρα παρατηρεί την πτώση του ονείρου. Ακολουθεί τις κυβερνήσεις στον απότομο κατήφορο…


[…] οι Έλληνες (οι Έλληνες!)
να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πιά, ν’ ακολουθούνε μόνο.

Τα βατράχια στο βάλτο κράζουν ανελέητα, μονότονα το θλιβερό τους τραγούδι. Τα «βατράχια» όμως που εισέβαλαν ιερώ δικαιώματι – φερέλπιδες νέοι, πανέτοιμοι και άρτια εκπαιδευμένοι- στην παρέλαση περί άλλα… κοάζουν. Το συγκεκριμένο θορυβώδες, αμόρφωτο και βάρβαρο «βατράχι» όπως γνωρίζετε θα λάβει -ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα- σύνταξη στα σαράντα πέντε. Ο εθνικός κορβανάς θα ανταμείψει με εφάπαξ αποζημίωση την εθνική του δράση στο ξεφώνισμα των αλβανών στις παρελάσεις (και τις ανδραγαθίες ξυλοδαρμού «λαθρομεταναστών» ίσως). Και η πατρίδα σύσσωμη θα σφυρίξει αδιάφορα απέναντι στην απερίγραπτη κακομοιριά και στο λούφαγμα του σαν οι τούρκικες φρεγάτες αρμένιζαν στο Σαρωνικό μόλις λίγες μέρες πριν ενώ αυτός προετοίμαζε το ποδοβολητό και τις ιαχές της παρέλασης. Σκιάχτρο θλιβερό…
Το μέλλον του στη συνέχεια σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Θ’ αρχίσει μιαν άλλη ζωή. Θ’ αγοράσει ίσως 4Χ4 με φυμέ τζάμια. Θα ξυρίσει το κεφάλι. Θα χτίσει αυθαίρετο στο νησί ή στο βουνό ψηλά μέσα στο δάσος. Θα εργαστεί νύχτα «πόρτα» σε μεγάλο μπαρ ή αρχισεκιουριτάς αναδεικνύοντας κι άλλο το μεγαλείο αυτής της χώρας. Θα ζήσει για πάντα σαν υπόδειγμα απαράμιλλης και απερίγραπτης προσφοράς στο Εθνος και στην ιδέα της πατρίδας (δεν είναι παρά επιταγές προς εξόφλησιν οι ιδέες αυτές για το «βάτραχο»).
Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, πρεσβύτης και εκπρόσωπος της αιώνιας αγάπης του Θεού προς τα πλάσματά του, απελπίζεται από άμβωνος. Βγήκε λέει στις πλατείες της Αθήνας κι απ’ αυτά που αντίκρισε «μαύρισε το μάτι του». Κάνει κακόγουστο και χυδαίο λογοπαίγνιο ο Δέσποτας. Τόσοι λοιπόν ήταν οι μαύροι που πένονταν, που απεγνωσμένα εμπορεύονταν σπασμένα DVDs , τσάντες και άλλες διάφορες ακόμα «μούφες και μαϊμούδες» που μαύρισε το μάτι του δεσπότη…

κ’ η Αλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής
άθλιους ειδωλολάτρας αποστρέφονταν.

Τα λέει αυτά και δεν αισχύνεται ο γενειοφόρος πρεσβύτης. Το ποίμνιό του όμως λιγώθηκε! Στέκεται το Έθνος-Ποίμνιο και απολαμβάνει μέσα στην γενική ατμόσφαιρα της απανταχού λαμογιώσεως, της εθνικής πανηλιθιώσεως, της «νομιμοηθικής» ανάπτυξης και όλως αντισυμβατικής απόκτησης αγαθών, με τους φραπέδες αγκαλιά και τις μπύρες σε καναπέδες αποχαυνώσεως την χάρμα -ειδέσθε εικοσά- χρονη αρτίστα Τζούλια τη νέα εθνική μας σταρ που αποκαλύπτει όλους τους κρυφούς δρόμους που οδηγούν κατευθείαν στην Κόλαση. Ο Λαός αξιεπαίνως ηδονίζεται όπως και :

[…] αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τές οικογενειακές του παραδόσεις,
Το χρέος προς την πατρίδα,
κι άλλα ηχηρά παρόμοια

Στην παρέλαση και πάλι. Λίγο πιο κει ένας άλλος σεβάσμιος γέροντας ο Πρόεδρος όλων των Ελλήνων είχε μόλις χειροκροτήσει το ένδοξο άγημα που πέρασε σιωπηλό μπροστά του. Το καρύδι στο λαιμό του Προέδρου ίσως έπαιξε στην ανάμνηση της δικής του νεότητας, ίσως στο ρυθμό της μπάντας, ίσως μονάχα στην θέα του νεανικού σφρίγους που σχίζει τους χασέδες παρελαύνοντας… Νωρίτερα είχε περάσει το άγημα κάποιου Λυκείου -όνομα και μη χωριό, καταραμένο νάναι- όπου Αλβανίς υπήκοος ηλικίας 18 ετών (γεννήθηκε στην Ελλάδα από πατέρα Αλβανό υπήκοο επίσης, που γεννήθηκε στην Κορυτσά, πρώην λαθρομετανάστη και νυν σκληρά εργαζόμενο οικοδόμο με άδεια παραμονής κι από μητέρα επίσης πρώην λαθρομετανάστιδα νυν πλύστρα-καθαρίστρια σε σπίτια εύπορων δημοσίων υπαλλήλων μάλλον εφοριακών, που δεν τους γραπώνει κανένα πόθεν έσχες, κι αυτή φυσικά με άδεια παραμονής) αριστεύσασα στην δευτέρα Λυκείου κρατούσε με υπερηφάνεια το λάβαρο με την ελληνική σημαία που ανέμιζε καθ’ ότι κάποιο αεράκι το επέτρεψε. Λάβαρο μιας πατρίδας που δεν της αναγνωρίζει ακόμα το δικαίωμα να λέγεται ελληνίδα-δεκαοκτώ χρόνια μετά- και ας είναι σε πολλά καλύτερη από τους δηλωμένους ως Ελληνες κι αυτή κι η οικογένειά της

Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οι περήφανοι όμως έλληνες καταδρομείς, τα σκληρά εκπαιδευμένα βατράχια, μουγκανίζουν και βρυχώνται. Αποσπούν το βλέμμα από την αριστεύσασα με άδεια παραμονής. Η εθνική ταπείνωση που όλες αυτές τις μέρες δέχονται ως επί προσωπικού, ο πληγωμένος καταναλωτής, ο άρρωστος δανειολήπτης με τα δανεικά κι αγύριστα όνειρα, στα δικά τους μάτια βρίσκει τώρα τον ένοχο. Φταίει ο Αλβανός, ο Σκοπιανός κι ο Τούρκος για το κατάντημά μας. Κανένα δίκιο αυτοί; Κανένα έλεος εμείς! Θα τους πιούμε το αίμα λοιπόν, θα τους γδάρουμε, θα τους τυραννήσουμε μέχρι θανάτου. Στο τέλος θα τους βάλουμε να προσκυνήσουν και το σταυρό. Αξια παιδιά -τρισέγγονα του Βασιλείου του καλουμένου και Βουλγαροκτόνου:

Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου
το νοικοκυρεμένο σπίτι μπαίνει-
αόρατος, άϋλος- ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.

Δεν θα μπορούσα να μην σταθώ σε άρθρο συνεργάτη της ΟΔΟΥ που σε προηγούμενο φύλλο (φ. 534, Κ.Π. Καβάφης, Ποιητικά και Πολιτικά) όχι φυσικά για να διαφωνήσω μα για να διασκεδάσω πιο πολύ τον -παράλογο κατ’ εμέ- φόβο που εκφράζει ο συγγραφέας του κειμένου, πως τον Καβάφη και την ποίησή του τάχα θα επιχειρήσουν να μας τον στερήσουν καραδοκούντες σφετεριστές (εν προκειμένω «οι αραπάδες»). Θα υπογραμμίσω κι εγώ λοιπόν πως ο Καβάφης -Κωστής Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης- υπήρξε ΄Ελλην… Αλεξανδρινός

που κι ο ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν
που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός

ο οποίος έζησε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκλεκτό μέλος ανάμεσα στους κόλπους της ελληνικής παροικίας. Η Αλεξάνδρεια εξακολουθεί να παραμένει Αιγυπτιακή και η Αίγυπτος φυσικά -εις πείσμα των καιρών και της Γεωγραφίας- Αφρικανική χώρα. Η ελληνική παροικία και εκεί όπως και αλλού εκφυλίσθηκε και τώρα πνέει τα λοίσθια, αφήνοντας την σημαντική δική της ιστορία και τώρα πια μια τελευταία αναλαμπή. Μαζί της ένα σωρό αξιόλογες και πολυπληθείς παροικίες όπως ή αγγλική και η γαλλική έσβησαν και χάθηκαν εκεί.
Είναι πράγματι ο Κ. Π. Καβάφης, ίσως μετά τον Εζρα Πάουντ, ο μεγαλύτερος Ποιητής του κόσμου στον 20ο αιώνα (κατ’ άλλους ο μεγαλύτερος κι ας έχει γράψει μονάχα 153 ποιήματα). Δεν υπήρξε μονάχα «Έλλην». Ήταν «Ελληνικός». Μ’ αυτήν την πανανθρώπινη και σημαντική για τον παγκόσμιο πολιτισμό σημασία της λέξης… Και για το λόγο αυτό ο Καβάφης ανήκει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Δεν χωράει η Ελλάδα έναν Καβάφη. Άλλωστε ο «περήφανος ελληνικός λαός» ούτε τον γνωρίζει σε βάθος ούτε αναφέρεται σ’ αυτόν (πλην φυσικά των «Θερμοπυλών» και της «Ιθάκης» που προσφέρονται σε αθρόα ιδεολογική εκμετάλλευση και σε ασύστολη παπαγαλία ή αντιγραφή για τις παλαιές εκθέσεις ιδεών των ελληνοπαίδων).

Ο Καβάφης με τα αδιάφορα σε μας διαπιστευτήριά του (οι χαμηλοί του τόνοι, η φιλοσοφική του διάθεση, η θλιμμένη του αναπόληση, ο σχεδόν επιτύμβιος λόγος του, η απουσία κραυγαλέας εμπάθειας ή επικού πνεύματος όπως επίσης οι γαργαλιστικές φήμες για την σεξουαλική του παρέκκλιση) δεν γίνεται ευρέως αποδεκτός. Ο Καβάφης λοιπόν ανήκει σ’ όσους ερώνται την ποίηση όχι σε όσους φυλάττουν κούφιες Θερμοπύλες. Δεν είναι προϊόν προς εκμετάλλευσιν των πολιτικών χαρτογιακάδων και των αγοραίων τύπων.
Κι άλλωστε η ποίηση που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι Έλληνες πλέον είναι αυτά τα παραπάνω κακοφορμισμένα δίστιχα με την βαριά αποφορά καταγωγίου χασικλήδων ή ασύλου ολιγοφρενών και παραφρόνων που φωνούνται-κραυγάζονται εν χωρώ ακόμα και στις παρελάσεις των καλουμένων Εθνικών εορτών…

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.

Των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν’ κι αισθήματα.

Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ