30.4.10

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Γενική εικόνα της ελληνικής οικονομίας 19ος - 20ος αιώνας

Την εποχή της Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα διέθετε μία υπανάπτυκτη αγροτική οικονομία με μικρή παρουσία στο μεταποιητικό τομέα. Αν και οι Έλληνες έμποροι είχαν παγιώσει επί μακρόν μία κυρίαρχη θέση στο περιφερειακό εμπόριο στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ελάχιστοι είχαν επιλέξει ως τόπο διαμονής τους το νεογέννητο κράτος. Ακόμη και εκείνοι που διέμεναν στην Ελλάδα σπάνια επανεπένδυαν σε άλλους παραγωγικούς τομείς τα κέρδη που αποκόμιζαν1. Η γεωργία παρέμεινε η ‘ατμομηχανή’ της ελληνικής οικονομίας για πολύ καιρό μετά την έλευση του 20ου αιώνα. Πριν από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, τα κύρια γεωργικά προϊόντα ήταν το λάδι, τα εσπεριδοειδή και η σταφίδα. Με την αξιοποίηση των γόνιμων κάμπων του βορρά, η Ελλάδα κέρδισε σημαντικές εκτάσεις κατάλληλες για την καλλιέργεια σιταριού και καπνού. Ωστόσο, ο πρωτογενής τομέας δεν ξέφυγε ποτέ από ένα περιορισμένο φάσμα καλλιεργειών. Τα αγροτικά νοικοκυριά στηρίζονταν αποκλειστικά στις παραδοσιακές μεθόδους και σπάνια εξασφάλιζαν εισοδήματα πάνω από τα όρια της πενίας. Το κλίμα και η μορφολογία του εδάφους εν μέρει θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την κατάσταση αυτή. Το μεγαλύτερο ποσοστό του εδάφους ήταν άγονο, με την καλλιεργήσιμη γη να αποτελεί είδος σε διαρκή ζήτηση. Το 1929, καλλιεργούνταν μόνο το 18% της συνολικής έκτασης της χώρας2. Επιπλέον, το μικρό μέγεθος του κλήρου έθετε εμπόδια σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Παρά τον υψηλό βαθμό αστικοποίησης, οι δυσκολίες στις μεταφορές δυσχέραιναν σημαντικά την πρόσβαση των αγροτών στις αγορές των πόλεων, ενώ οι έμποροι έβρισκαν ευκολότερο να συναλλάσσονται με άλλες παράκτιες περιοχές παρά με την ενδοχώρα. Επιπροσθέτως, τα υψηλά επιτόκια αποθάρρυναν τις επενδύσεις3.

Μολαταύτα, οι Έλληνες αγρότες αξιοποίησαν μία σειρά ευκαιριών. Η πρώτη προέκυψε από την αύξηση της ευρωπαϊκής ζήτησης για σταφίδα κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ήδη από το 1821 εξάγονταν 6.000 τόνοι σταφίδας, κυρίως στη Βρετανία. Με το άνοιγμα νέων αγορών στη Γαλλία, την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη, οι εξαγωγές έφτασαν τους 43.000 τόνους το 1861 και τους 81.000 τόνους το 1871. Η επιδημία φυλλοξήρας στα γαλλικά αμπέλια δημιούργησε μία πρόσθετη ευκαιρία, εκτινάζοντας τις τιμές σε νέα ύψη. Μεταξύ 1890-94, η μέση σοδειά της σταφίδας έφτασε τους 163.000 τόνους, από τους οποίους το 98% οδηγείτο στο εξωτερικό. Ωστόσο, τα κέρδη δεν επανεπενδύονταν στη βελτίωση των καλλιεργητικών συστημάτων αλλά στην επέκταση της καλλιεργούμενης, με σταφίδα, έκτασης. Το 1900, πάνω από το ένα τέταρτο της συνολικής καλλιεργούμενης γης αφορούσε στη σταφίδα, απασχολώντας το ένα τρίτο του ενεργού αγροτικού δυναμικού. Με τη βαθμιαία ανάκαμψη, όμως, της γαλλικής παραγωγής, οι διεθνείς τιμές επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα και οι ετήσιες ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά μέσο όρο 27% την περίοδο 1905-14. Παρά τη μείωση των κερδών τους, οι σταφιδοπαραγωγοί ήσαν απρόθυμοι να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες με αποτέλεσμα η συνολική παραγωγή να μείνει σταθερή έως το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την αντιμετώπιση της περιορισμένης διεθνούς ζήτησης, η ελληνική κυβέρνηση παρενέβη αγοράζοντας την πλεονάζουσα σταφιδοπαραγωγή και ιδρύοντας στη συνέχεια τη Σταφιδική Τράπεζα με σκοπό τη διαχείριση των πλεονασμάτων. Παρότι οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και η βρετανική ζήτηση αυξήθηκε κατακόρυφα μετά το 1918, η γενικότερη τάση ήταν πτωτική. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η ελληνική κυβέρνηση ίδρυσε τον Αυτόνομο Σταφιδικό Οργανισμό (ΑΣΟ): αυτό συνέβαλε πρόσκαιρα στη σταθερότητα των τιμών, αλλά σύντομα ο οργανισμός αντιμετώπισε το φάσμα της χρεοκοπίας. Το sine qua non αίτημα μιας πιο διορατικής προσέγγισης στα προβλήματα της σταφιδοπαραγωγής δεν υλοποιηθήκε ποτέ4.

Με το τέλος της χρυσής εποχής της σταφίδας, μία νέα ευκαιρία εξαγωγών προέκυψε μετά το 1920. Ο καπνός υπήρξε επί μακρόν η κύρια καλλιέργεια των περιοχών που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Οι έλληνες αγρότες ανταποκρίθηκαν στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση και η μέση σοδειά κατά την περίοδο 1923-26 ήταν διπλάσια από εκείνη των ετών 1919-22. Όπως και με τη σταφίδα, τα κέρδη επανεπενδύθηκαν στην αύξηση της καλλιεργούμενης, με καπνό, έκτασης. Το 1926, ο καπνός αποτελούσε σχεδόν το ένα πέμπτο της συνολικής γεωργικής παραγωγής, μολονότι κάλυπτε περίπου το ένα δέκατο της καλλιεργούμενης γης, και απέφερε το ήμισυ των συνολικών εισροών από τις εξαγωγές. Η υπερβολική εξάρτηση από τη γερμανική αγορά είχε αρνητικές συνέπειες από τη στιγμή που η ζήτηση άρχισε να φθίνει μετά το 1926. Ωστόσο, οι έλληνες αγρότες συνέχισαν να ενθαρρύνουν την καπνοπαραγωγή με την καλλιεργούμενη έκταση να διπλασιάζεται μεταξύ 1926-29, με αποτέλεσμα οι τιμές του καπνού να πέσουν έως και 45%. Αν και σε κάποιο βαθμό υπήρξε στροφή σε άλλες καλλιέργειες, η καπνοκαλλιέργεια, όπως και παλαιότερα η σταφιδοπαραγωγή, αντιμετώπιζε τις ίδιες μεγάλες δυσκολίες, διαιωνίζοντας τα δομικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας5.

Με δεδομένα τα προβλήματα και στα δύο βασικά εξαγώγιμα προϊόντα, έμφαση δόθηκε κυρίως στη παραγωγή δημητριακών. Η Ελλάδα ανέκαθεν εξαρτιόταν από τις εισαγωγές σιταριού, γεγονός που έγινε περισσότερο αισθητό και με τον πλέον οδυνηρό τρόπο κατά το συμμαχικό αποκλεισμό στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι έντονες εκκλήσεις για αύξηση της σιτοπαραγωγής είχαν ως αποτέλεσμα το 1927 την επιβολή δασμών και την υποχρέωση των αλευροποιών να απορροφούν τουλάχιστον κατά το ένα τέταρτο εγχώριο σιτάρι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η κρατική παρέμβαση έγινε εντονότερη με την ίδρυση ενός νέου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος (ΑΤΕ) το 1929, τη δημιουργία αγροτικών πιστωτικών συνεταιρισμών καθώς και κρατικών οργανισμών, με στόχο την απορρόφηση των κυριότερων αγροτικών προϊόντων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψε κάποια βελτίωση. Μεταξύ 1933-37, ο μέσος όρος της καλλιεργούμενης έκτασης με σιτάρι αυξήθηκε κατά 43% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό των ετών 1928-32, ενώ η απόδοση ανά στρέμμα κατά 46%, εν μέρει λόγω της χρήσης νέων ποικιλιών. Η βαμβακοκαλλιέργεια αποτέλεσε επίσης κληρονομιά της κρατικά επιδοτούμενης στροφής προς την αυτάρκεια, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Μετά την επιβολή δασμολογικών φραγμών στις εισαγωγές ακατέργαστου βαμβακιού, οι βαμβακοκαλλιέργειες διπλασιάστηκαν κατά την περίοδο 1933-37 σε σχέση με την περίοδο 1928-32. Το 1937, η βαμβακοπαραγωγή ήταν πέντε φορές υψηλότερη από το μέσο όρο των ετών 1929-316.

Στα πρώτα της στάδια, η βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα αντανακλούσε τη θέση της χώρας ως μιας οπισθοδρομικής αγροτικής οικονομίας με περιορισμένους φυσικούς πόρους. Ο μεταποιητικός τομέας λίγο ωφελήθηκε από την οικονομική ισχύ που είχαν αποκτήσει οι Έλληνες κεφαλαιούχοι της διασποράς κατά το 19ο αιώνα, ενώ η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), το τραπεζικό μονοπώλιο της ελληνικής οικονομίας κατά το 19ο και 20ο αιώνα, δεν διαδραμάτισε ενεργό ρόλο καθώς οι εργασίες της περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό του εμπορίου. Οι τράπεζες ουσιαστικά συναλλάσσονταν με ένα περιορισμένο αριθμό βιομηχανικών επιχειρήσεων7. Υπό αυτές τις συνθήκες η βιομηχανική ανάπτυξη ήταν αναπόφευκτα αργή. Η μεταποίηση παρέμεινε προσανατολισμένη σε παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης, και αφορούσε συνήθως μικρής κλίμακας επεξεργασία εγχώριων γεωργικών προϊόντων, όπως το αλεύρι, το ελαιόλαδο και τη σταφίδα. Στο μεταξύ, οι τεχνολογικές μεταβολές που συνέβαιναν σε άλλες χώρες είχαν σαρώσει πληθώρα βιομηχανικών κλάδων: η χειροτεχνική παραγωγή βαμβακονημάτων κατέρρευσε απέναντι στον αγγλικό ανταγωνισμό, ενώ η άλλοτε εύρωστη ναυπηγική βιομηχανία εισήλθε σε παρατεταμένη ύφεση με τη βαθμιαία αύξηση της χρήσης των ατμόπλοιων. Στα χρόνια πριν από το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε η πρώτη εισροή ξένων κεφαλαίων σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις, μαζί με την ανάδυση μιας εγχώριας ομάδας βιομηχάνων που προωθούσαν τη μεγάλης κλίμακας παραγωγή ευρέος φάσματος αγαθών, όπως τα χημικά λιπάσματα, το τσιμέντο, το σαπούνι, τον οίνο και τα οινοπνευματώδη. Αν και οι ιδιοκτήτες τέτοιου τύπου επιχειρηματικών μονάδων εξελίχθηκαν σε μία ιδιαιτέρως ισχυρή ομάδα, οι μεγάλες σύγχρονες βιομηχανίες παρέμειναν η εξαίρεση σε μία οικονομία που κυριαρχούνταν από παραδοσιακούς τεχνίτες (μαστόρους)8.

Την εικοσιπενταετία που ακολούθησε μετά το 1914, η βιομηχανία εδραιώθηκε στην Ελλάδα, αν και γεωγραφικά ήταν συγκεντρωμένη στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποδείχτηκε ωφέλιμος για εκείνους τους βιομηχάνους που προσάρμοσαν την παραγωγή στις ανάγκες της ζήτησης του πολέμου, κυρίως τους υφαντουργούς. Κατά τη δεκαετία του 1920 η μέση ετήσια ανάπτυξη στο μεταποιητικό τομέα άγγιζε το 6,8%. Αυτό υπήρξε αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Αφενός η Μικρασιατική Καταστροφή δημιούργησε μία τεράστια δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού. Αφετέρου οι μειώσεις στους φόρους και οι αυξήσεις στους εισαγωγικούς δασμούς το 1926 προσέφεραν επίσης ένα σημαντικό αναπτυξιακό κίνητρο, όπως και η απελευθέρωση των πιστώσεων της ΕΤΕ προς τη βιομηχανία. Η εργατική δύναμη στη βιομηχανία αυξήθηκε από 154.633 το 1920 σε 278.855 το 1930, αλλά όμως δεν ισοδυναμούσε με αντίστοιχη ανάπτυξη στις μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης. Τη μεταποίηση συγκροτούσε ένας αριθμός ελαφρών βιομηχανιών οι οποίες προσανατολίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην εσωτερική κατανάλωση, αποτέλεσμα της προστασίας που παρείχε το κράτος, και λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που συνυπήρχαν με ένα πλήθος μικρών μονάδων. Το 1930, επιχειρήσεις με προσωπικό κάτω από πέντε άτομα απασχολούσαν το 42% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ενώ επιχειρήσεις με πάνω από είκοσι πέντε άτομα το 39%. Σε κάθε περίπτωση, οι μικρές σε μέγεθος επιχειρήσεις συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, παρά τα μεγάλης κλίμακας νεοτερικά εγχειρήματα9.

Συγκεκριμένοι βιομηχανικοί κλάδοι συνέχισαν να ακμάζουν κατά τη δεκαετία του 1930, κυρίως ως συνέπεια της κυβερνητικής στροφής προς την αυτάρκεια. Η έμφαση στην υποκατάσταση των εισαγωγών, ενισχύθηκε από την επιβολή ποσοστώσεων και υψηλότερων δασμών σε ένα ευρύ φάσμα εμπορευμάτων, γεγονός που επέτρεψε στην εγχώρια βιομηχανία να επεκτείνει το μερίδιό της στην εσωτερική αγορά. Για πολλούς βιομηχάνους, πάντως, το γεγονός ότι απολάμβαναν ένα ουσιαστικό μονοπώλιο τους επέτρεπε να αποκομίζουν υψηλά κέρδη, χωρίς την ανάγκη για επανεπενδύσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ξένο ανταγωνισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες, πολλές βιομηχανίες (ιδιαιτέρως βαμβακιού, υφαντουργικές και χημικών) αποδείχτηκαν εξαιρετικά κερδοφόρες. Οι περιορισμοί στη χορήγηση ξένου συναλλάγματος για την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών, λειτούργησε ως πρόσθετο αντικίνητρο για την αντικατάσταση του βιομηχανικού εξοπλισμού. Έτσι, οι βιομήχανοι συνέχιζαν να αποκομίζουν σημαντικά κέρδη, διατηρώντας ένα όλο και πιο απαρχαιωμένο εξοπλισμό. Ειδική έρευνα του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου για τη βαμβακοβιομηχανία διαπίστωσε, το 1936, πως τουλάχιστον το ένα τρίτο των μηχανημάτων έπρεπε να αντικατασταθεί. Οι περιορισμοί άμβλυναν τον ανταγωνισμό, κάτι το οποίο ενθαρρυνόταν και από την ΕΤΕ, που ενεργά προωθούσε την εδραίωση ισχυρών επιχειρηματικών καρτέλ. Η συνεχής επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας προοιώνιζε δεινά για το μέλλον του βιομηχανικού τομέα σε περίπτωση κατάργησης των υψηλών δασμών και των ποσοστώσεων στις εισαγωγές10.

Στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούσαν να κρατούν τη γεωργία προσανατολισμένη στα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα, από τα οποία το ένα (σταφίδα) βρισκόταν σε παρακμή και το άλλο (καπνός) εξαρτιόταν υπερβολικά από τη γερμανική ζήτηση. Τα κέρδη από το σιτάρι αποτελούσαν τη μόνη θετική εξέλιξη καθώς, για πρώτη φορά, οι προσπάθειες των παραγωγών κατευθύνονταν έστω και εν μέρει στη βελτίωση της ποιότητας των καλλιεργειών παρά στην επέκταση της καλλιεργούμενης έκτασης. Ωστόσο, η γεωργία υστερούσε σε ανάπτυξη και τα ερεθίσματα που πρόσφερε στους άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας ήταν μάλλον περιορισμένα. Εξάλλου, η βιομηχανία, παρά τη δυναμική που εμφάνισε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η οποία ήταν αποτέλεσμα της ύπαρξης φτηνού εργατικού δυναμικού και της προστασίας που παρείχε το κράτος, δεν σημείωνε αντίστοιχη βελτίωση στο πεδίο της παραγωγικότητας ή της τεχνολογίας.

Ο μόνος τομέας που απέκτησε δύναμη και ανταγωνιστικότητα διεθνώς ήταν η ναυτιλία. Ήδη από το 1838, ο ελληνικός εμπορικός στόλος μετρούσε πάνω από χίλια ιστιοφόρα πλοία. Το 1870, η καθαρή χωρητικότητα έφτανε τους 268.000 κόρους. Ακολούθησε μία περίοδος ύφεσης εξαιτίας της ανόδου της ατμοπλοΐας, με το στόλο να ανακάμπτει προς το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως χάριν της αγοράς μεταχειρισμένων σκαφών. Το 1902, η χωρητικότητα των ατμόπλοιων (181.000 κόροι) ξεπερνούσε αυτή των ιστιοφόρων (176.000 κόροι) για πρώτη φορά. Το 1914, ο στόλος είχε αυξηθεί στους 592.000 κόρους καθαράς χωρητικότητας (κκχ)11, ενώ τα ιστιοφόρα είχαν αρχίσει βαθμιαία να εκλείπουν. Αν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκαν σημαντικές απώλειες, ο ελληνικός εμπορικός στόλος γιγαντώθηκε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, καθώς προέκυψαν τεράστια κέρδη από τους υψηλότερους ναύλους έως τα τέλη της δεκαετίας του 1920, φτάνοντας τους 1.900.000 κόρους ολικής χωρητικότητας (κοχ)12 το 1937, γεγονός που τον έφερε στην ένατη θέση παγκοσμίως, ενώ στις ναυλώσεις ξηρού φορτίου η χωρητικότητα υπολειπόταν μόνο έναντι της Βρετανίας13.

Το Μάρτιο του 1947, όταν ο πρόεδρος Truman ζήτησε από το Κογκρέσσο την έγκριση οικονομικής βοήθειας $400 εκ. προς την Ελλάδα και την Τουρκία (απάντηση στη διακρινόμενη τότε Σοβιετική απειλή), η εξαρθρωμένη ελληνική οικονομία ατένιζε ένα αβέβαιο μέλλον. Η πιο ενθαρρυντική εξέλιξη ήταν η ανάκαμψη της αγροτικής παραγωγής, ιδιαιτέρως των δημητριακών: το Δεκέμβριο του 1946 η παραγωγή σιταριού σχεδόν είχε ξεπεράσει το μέσο όρο των ετών 1935-38, ενώ τα δύο κύρια εξαγώγιμα προϊόντα, ο καπνός και η σταφίδα, είχαν καταγράψει χαμηλά ποσοστά, μόλις 51% και 28% αντιστοίχως της προπολεμικής περιόδου. Η βιομηχανία επίσης παρουσίαζε άνιση ανάκαμψη, αν όχι απογοητευτικές επιδόσεις, καθώς ο γενικός δείκτης ήταν στο 67% του προπολεμικού μεγέθους14. Το 1950 ο πρωτογενής τομέας, που συγκέντρωνε το 60% του εργατικού δυναμικού της χώρας, έναντι 14% στη μεταποίηση και 23% στις υπηρεσίες, αντιπροσώπευε το 28,5% του ΑΕΠ, ο δευτερογενής το 20,2% και ο τριτογενής το 51,3%15.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, στο πλαίσιο της προσφερομένης μέσω του Σχεδίου Marshall βοηθείας, η οικονομική υποδομή είχε πλέον αποκατασταθεί, ενώ η παραγωγή και η κατανάλωση είχαν υπερβεί τα προπολεμικά επίπεδα παρά τις αντιξοότητες των πρώτων μεταπολεμικών ετών. Το Δεκέμβριο του 1953 η βιομηχανική παραγωγή υπερκέρασε κατά 67% το επίπεδο της προπολεμικής περιόδου. Σημαντική αύξηση σημείωσε και η μεταλλευτική παραγωγή, που πλέον αντιστοιχούσε στο 77% του 1939. Στο μεταξύ η γεωργική παραγωγή ξεπέρασε κατά 50% το μέσο όρο της περιόδου 1935-38. Με την επέκταση της μηχανικής καλλιέργειας, τη βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων, τη χρησιμοποίηση σε μεγαλύτερη κλίμακα λιπασμάτων, νέων αποδοτικότερων σπόρων και αποτελεσματικότερων φαρμάκων, η καλλιεργούμενη έκταση όχι μόνο αυξήθηκε, αλλά και παρατηρήθηκε βελτίωση στο πεδίο της παραγωγικότητας, με αύξηση της στρεμματικής απόδοσης και της γεωργικής παραγωγής στις περισσότερες καλλιέργειες, κυρίως στο σιτάρι και σε νέα προϊόντα, όπως το ρύζι. Αντιθέτως, η ανασυγκρότηση στην κτηνοτροφία που παρουσίαζε και πριν από τον πόλεμο ανεπαρκή ανάπτυξη, ήταν σχετικά αργή. Τα επόμενα έτη ακόμη μεγαλύτερες εκτάσεις καλλιεργήθηκαν και υψηλότερες αποδόσεις επιτεύχθηκαν στις περισσότερες καλλιέργειες. Στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας του αγροτικού τομέα συνέβαλε όχι μόνο η εκμηχάνιση των καλλιεργειών και τα εγγειοβελτιωτικά έργα, αλλά και η αναδιάρθρωση του αγροτικού προϊόντος, με μεγάλες αυξήσεις στην παραγωγή δενδροκαλλιεργειών, εσπεριδοειδών και ζαχαροτεύτλων. Η συμμετοχή των παραδοσιακών καλλιεργειών, όπως του σιταριού και του καπνού, στο αγροτικό προϊόν περιορίστηκε16.

Σε γενικές γραμμές η στρατηγική της μεταπολεμικής ανάπτυξης βασίστηκε στην εκβιομηχάνιση και στην ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνή αγορά, γεγονός το οποίο επικυρώθηκε με τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ το 1961, και την πλήρη ένταξη το 1981: σημείο καμπής υπήρξε η δραστική συναλλαγματική αναπροσαρμογή της δραχμής τον Απρίλιο του 1953, η σχετική φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος των εισαγωγών καθώς και η εφαρμογή μιας πολιτικής που ρύθμιζε ευνοϊκά τις ξένες άμεσες επενδύσεις και την εισροή ξένων κεφαλαίων γενικά.

Κατά τη δεκαετία του 1950 κινητήρια δύναμη της βιομηχανικής επέκτασης ήταν η εγχώρια αγορά, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των βιομηχανικών επενδύσεων, του προϊόντος της μεταποίησης και του ΑΕΠ 18,3%, 7,6% και 5,6% αντιστοίχως17. Μολαταύτα, τα βασικά χαρακτηριστικά του βιομηχανικού και του αγροτικού τομέα ελάχιστα διέφεραν από εκείνα της προπολεμικής περιόδου: την παραδοσιακή κυριαρχία της μικρής ιδιοκτησίας στη γεωργία και το μεγάλο αριθμό μικρών μονάδων στη βιομηχανία συμπλήρωνε η υπερτροφική ανάπτυξη παρασιτικών δραστηριοτήτων, όπως η χρυσοφιλία και η κερδοσκοπική νοοτροπία, επακόλουθα των μακροχρόνιων πληθωριστικών πιέσεων και της δυσπιστίας προς το εθνικό νόμισμα. Αν και έγιναν κάποιες προσπάθειες να ενισχυθούν οι εντατικές καλλιέργειες, κυρίως όμως σε βάρος της αγρανάπαυσης, δεν σημειώθηκαν αξιόλογες ποιοτικές μεταβολές στην παραγωγική διάρθρωση του αγροτικού τομέα: σημαντικό τμήμα της αγροτικής παραγωγής αφορούσε σε ένα μικρό αριθμό προϊόντων, όπως ο καπνός, το λάδι, το βαμβάκι και η σταφίδα. Εξάλλου, αν εξαιρεθεί ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας, το 1960 πάνω από το 50% της συνολικής παραγωγής στη μεταποίηση αφορούσε στην κάλυψη βασικών αναγκών του πληθυσμού, δηλ. παραδοσιακούς μεταποιητικούς κλάδους όπως κλωστοϋφαντουργικά είδη, τρόφιμα, ποτά, οικοδομικά υλικά και είδη ιματισμού και υπόδησης18.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ελληνική οικονομία είχε ήδη εξαντλήσει το δυναμισμό της, με αποτέλεσμα την πτώση των εξαγωγών και τη μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, από 7,2% κατά μέσο όρο την περίοδο 1955-57 σε 3,7% το διάστημα 1958-60. Την εικοσαετία που ακολούθησε μετά το 1960 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα γνώρισε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, τόσο στις επενδύσεις, όσο και στην παραγωγή και παραγωγικότητα, χαρακτηρίσθηκε δε από τη συνεχή αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ. Κατά τη δεκαετία 1961-70 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παρουσίασε διακύμανση από 2,4% στον κλάδο των τροφίμων έως 23,8% στα βασικά μέταλλα, με τη μεταποίηση να αγγίζει το 14%. Το 1970 η συμβολή των παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης στο ακαθάριστο προϊόν μειώθηκε σε 42,4% από 51,1% το 1960, ενώ τα χημικά, τα μέταλλα, η μεταλλουργία, οι ηλεκτρικές συσκευές, οι μηχανές και τα μεταφορικά μέσα αύξησαν το μερίδιό τους σε 36,6% από 28,5%. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις, με τη δημιουργία μονάδων που διεύρυναν το φάσμα της βιομηχανικής παραγωγής και διευκόλυναν τη μεταφορά νέων τεχνολογιών. Αν και το ενδιαφέρον των ξένων επιχειρήσεων επικεντρώθηκε στους κλάδους των χημικών, των πετρελαιοειδών, των βασικών μετάλλων, των ηλεκτρικών ειδών και των μέσων μεταφοράς, κατά κύριο λόγο ήταν προσανατολισμένες προς την εγχώρια αγορά παρά προς τη διεθνή, όπου απέκτησαν κυρίαρχη θέση λόγω της τεχνολογικής και οργανωτικής τους ανωτερότητας19.

Τα χρόνια της δικτατορίας (1967-74) παρά την ανοδική τάση στο δευτερογενή τομέα έως και το 1973, με μέση ετήσια αύξηση του συνολικού προϊόντος 8,6% και ταχύτερο αυξητικό ρυθμό στη βασική μεταλλουργία και στη χημική βιομηχανία, οι υψηλοί ρυθμοί οφείλονταν κυρίως στη λειτουργία των μεγάλων μονάδων που είχαν δημιουργηθεί πριν από τη δικτατορία, όπως το Αλουμίνιο της Ελλάδος, η Λάρκο, οι βιομηχανίες λιπασμάτων και τα διυλιστήρια πετρελαίου. Το αγροτικό προϊόν αυξήθηκε με μέσο ρυθμό χαμηλότερο από το μέσο ρυθμό του ΑΕΠ (2,7% έναντι 6,4%): επιβράδυνση η οποία αντανακλούσε την έλλειψη ουσιώδους βελτίωσης στο μέγεθος του γεωργικού κλήρου και στη σύνθεση της παραγωγής. Ο κύριος όγκος του αγροτικού τομέα εξακολουθούσε να βασίζεται στα παραδοσιακά προϊόντα, όπως το σιτάρι, τον καπνό, το λάδι και τη σταφίδα, ενώ η χώρα συνέχισε να είναι ελλειμματική σε βασικά ζωοκομικά προϊόντα. Στον τριτογενή τομέα, το προϊόν αυξήθηκε με μέσο ρυθμό που δεν απείχε πολύ από το μέσο αυξητικό ρυθμό του συνολικού εθνικού προϊόντος και η συμμετοχή του στο ΑΕΠ άγγιζε το υψηλό ποσοστό του 50%. Αντιθέτως, συνεπεία της καθυστέρησης στη γεωργική ανάπτυξη και των υψηλών ρυθμών ανόδου στη βιομηχανία, η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο εθνικό προϊόν μειώθηκε από 22,2% το 1966 σε 16,6% το 1974, ενώ του δευτερογενούς αυξήθηκε από 27,3% σε 31,5% αντιστοίχως20.

Μετά το 1973-74, ο δυναμισμός των προηγούμενων ετών υποχώρησε, με αποτέλεσμα σχετικά χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και βαθμιαία κάμψη της συμβολής του δευτερογενούς τομέα στο ΑΕΠ: ενώ το 1963-73 η μεταποίηση συμμετείχε με 25,8% στη μεγέθυνσή του, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 14,7% το 1974-79 προς όφελος των υπηρεσιών που αύξησαν τη συμμετοχή τους στο 77,2% από 50,1%. Παράλληλα, η βαρύτητα των παραδοσιακών καταναλωτικών αγαθών και των μη μεταλλικών ορυκτών στο μεταποιητικό προϊόν αυξήθηκε σε 54,5% το 1979 από 50% το 1970, κάτι που διατηρήθηκε έως και τη δεκαετία του 1990. Όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τα χαρακτηριστικά της διακλαδικής κατανομής τους έδειξαν επίσης μία μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τους κλάδους των τροφίμων, των ποτών και της υφαντουργίας: ειδικότερα, στο σύνολο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στους τομείς των χημικών, των πλαστικών-ελαστικών, των βασικών μετάλλων και των ηλεκτρικών μηχανών οι άμεσες ξένες επενδύσεις το 1974-81 αντιπροσώπευαν ποσοστό 5,4%, 2,5%, 10,1% και 17,9% ενώ το 1963-73 32,3%, 13,8%, 24,9% και 22,5% αντιστοίχως21.

Η ανάπτυξη που επιτεύχθηκε έως και το 1973-74 βασίσθηκε κατά κύριο λόγο στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, αποτέλεσμα της αύξησης του εισοδήματος και της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης του πληθυσμού από την επαρχία στα αστικά κέντρα, και δευτερευόντως στην υποκατάσταση των εισαγωγών. Η συμβολή των εξαγωγών άρχισε να παίζει κάποιο ρόλο μετά το 1965, για να αποκτήσει μεγαλύτερο βάρος περί τα μέσα της δεκαετίας του 197022. Το 1960 το 70% των εξαγωγών αποτελείτο από τα εξής αγροτικά προϊόντα: λάδι, ελιές, βαμβάκι, καπνός, φρούτα και σταφίδα. Τα επόμενα έτη οι εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων σημείωσαν άνοδο τόσο ως ποσοστό στο σύνολο των εξαγωγών από 14,9% το 1965 στο 40,7% το 1970, όσο και ως ποσοστό στο σύνολο του ακαθάριστου προϊόντος της μεταποίησης από 6,9% σε 19,6 % κατά την ίδια περίοδο. Το 1981 το 23,8% των συνολικών εξαγωγών αποτελούνταν από προϊόντα των κλάδων τροφίμων, ποτών και καπνού, το 6,1% από ορυκτά και μεταλλεύματα, το 2,7% από ακατέργαστες πρώτες ύλες, όπως βαμβάκι και δέρματα, το 32% από κλωστοϋφαντουργικά, τσιμέντο, γουναρικά και είδη από μέταλλο, ενώ μόλις το 8,4% από χημικά, πλαστικά και μεταλλουργικά είδη. Με τη σταδιακή κατάργηση κάθε μορφής προστατευτισμού στα χρόνια μετά την πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ το 1981, ο ρυθμός μεταβολής των ελληνικών εξαγωγών επιβραδύνθηκε σημαντικά: κατά την περίοδο 1980-92 και 1987-92 ο μέσος ρυθμός αύξησης ήταν 4,8% και 3,2% αντιστοίχως, έναντι 11,2% κατά τη δεκαετία του 197023.

Το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας στις πιέσεις του εντεινόμενου ανταγωνισμού από τις βιομηχανικές χώρες της ΕΟΚ ή τρίτες χώρες, είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και την εξάλειψη βασικών κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας με υψηλό βαθμό έντασης εργασίας, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο 1995-2003. Μάλιστα, παρά τις αυξημένες δυνατότητες χρηματοδότησης από την ΕΕ και τη στενότερη διασύνδεση της αγροτικής παραγωγής με την εγχώρια βιομηχανία και το εμπόριο, ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε περαιτέρω. Αντιθέτως, η ναυτιλία και ο τουρισμός –τομείς παροχής διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών στους οποίους η Ελλάδα αποτελεί μια καθαρά εξαγωγική χώρα– χαρακτηρίσθηκαν από μία δυναμική πορεία σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, συμβάλλοντας σημαντικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με ρυθμό ωστόσο που υπολειπόταν των αναπτυξιακών δυνατοτήτων τους.

Το ποσοστό συμμετοχής του γεωργικού τομέα στο ΑΕΠ μειώθηκε από 15,5% το 1980 στο 10,9% το 1990, στο 6,6% το 2000 και στο 3,5% το 2008 ενώ της μεταποιητικής βιομηχανίας από 15,6% το 1990 στο 11,1% το 2000, στο 9,9% το 2003 και στο 11% το 2008. Αντιθέτως, εκείνο του τριτογενούς τομέα ανήλθε στο 76,1% το 2008. Η πολύ μεγάλη πτώση του ποσοστού του αγροτικού τομέα στην εγχώρια παραγωγή συνοδεύτηκε από την εξίσου μεγάλη πτώση της απασχόλησης σε αυτόν, από 30,3% το 1980 στο 17% το 1988, στο 12,6% το 2004 και στο 11,3% το 2008. Ο αριθμός των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα υποχώρησε στους 496,7 χιλ. το 2008 ή το 11,2% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα (4.539 χιλ. άτομα). Στη μεταποίηση κυμάνθηκε περίπου στα ίδια ποσοστά. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των απασχολουμένων σε επιχειρήσεις άνω των 10 ατόμων, παρουσίασε σταθερή υποχώρηση κατά την περίοδο 1995-2005, με συνέπεια τη μείωση της συμμετοχής τους στη συνολική απασχόληση από 6,7% το 1995 στο 4,6% το 200624.

Κατά τη δεκαετία του 2000, περίοδο υψηλής ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου, οι δεσμοί της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας με την εγχώρια ελληνική οικονομία ενισχύθηκαν περαιτέρω, με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση των καθαρών εισπράξεων από τη ναυτιλία στο εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας στο 4,1% του ΑΕΠ το 2008, από 2,2% το 2002 και 3,1% το 2000. Έτσι, το 2008, η συμβολή του κλάδου των θαλάσσιων μεταφορών στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 4,4%, από 2,0% το 2002. Το Φεβρουάριο του 2009, ο ελληνόκτητος στόλος κατείχε και πάλι την πρώτη θέση παγκοσμίως με 4.161 πλοία άνω των 1.000 κοχ, με συνολική χωρητικότητα 263,6 εκατ. dwt25 , αποτελούσε δε περίπου το 15,2% της παγκόσμιας χωρητικότητας. Ωστόσο, μόνο το ένα τέταρτο περίπου των πλοίων ελληνικής ιδιοκτησίας άνω των 1.000 κοχ έφεραν την ελληνική σημαία26. Ακόμη εμφανέστερη είναι η συμβολή του κλάδου του τουρισμού καθώς το 2008 το σύνολο της προστιθέμενης αξίας του, αποτελούσε το 16,3% του ΑΕΠ, ενώ οι άμεσα απασχολούμενοι στον τουριστικό τομέα και σε συναφείς δραστηριότητες το 19,8% της συνολικής απασχόλησης, μεγέθη ισοδύναμα όχι μόνο με εκείνα της Ισπανίας, αλλά και μεγαλύτερα από όλες τις άλλες μεγάλες χώρες στην ευρωζώνη. Τα συνολικά έσοδα της χώρας από τον εξωτερικό τουρισμό ήταν από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ανήλθαν δε στο 4,8% του ΑΕΠ το 200827.

Η ανάπτυξη της μεταποιητικής βιομηχανίας βασίζεται πλέον ολοένα και περισσότερο σε προϊόντα με σχετικά υψηλό μεταφορικό κόστος για την εισαγωγή τους (χημικά, προϊόντα πετρελαίου, προϊόντα από πλαστική και ελαστική ύλη, κ.ά.) και στην επεξεργασία των προϊόντων της γεωργικής παραγωγής –ιδιαιτέρως του κλάδου των τροφίμων– και των εγχωρίων πρώτων υλών (μη μεταλλικά ορυκτά, μεταλλουργίες, προϊόντα από μέταλλο, κ.ά.). Αντιθέτως, οι κλάδοι έντασης εργασίας με υψηλό βαθμό εμπορευσιμότητας στις ξένες αγορές, των οποίων η διεθνής ανταγωνιστικότητα προσδιορίζεται σε αυξημένο βαθμό από το εγχώριο κόστος εργασίας και το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης, τείνουν να υποχωρούν ή/και να εξαφανίζονται. Αν και οι επενδύσεις στη μεταποιητική βιομηχανία, ως ποσοστό των συνολικών επενδύσεων, παρουσίασαν σημαντική μείωση από το 23% το 1975 στο 9,4% το 1995 και στο 8,4% το 2005, η ανοδική πορεία τους στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε συνδυασμό με την ταχεία ανάπτυξη του ελληνικού χρηματιστηρίου, την είσοδο ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών στη χώρα, την πτώση των επιτοκίων δανεισμού και την αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση, συνέβαλε στην ανάκαμψη και αναδιάρθρωση της μεταποιητικής παραγωγής, στη δημιουργία νέων διεθνοποιημένων επιχειρήσεων με κατάλληλη οργανωτική δομή και διευρυμένο επιχειρηματικό ορίζοντα στην εγχώρια και στις ξένες αγορές, και στην εξάρτηση της μεταποίησης όλο και περισσότερο από τον τομέα των υπηρεσιών28.

Παρά τις εν γένει οργανωτικές αδυναμίες, τις μικρές σε έκταση – συνήθως οικογενειακές – γεωργικές εκμεταλλεύσεις29, την περιορισμένη κατά την περίοδο 2000-08 μέση ετήσια αύξηση (9%) των εξαγωγών σε σχέση με τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης (16,9%) των εισαγωγών σε πολλά αγροτικά προϊόντα, ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, στον οποίο η Ελλάδα κατέχει συγκριτικά πλεονεκτήματα και μεγάλες δυνατότητες για παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα, ο πληθυσμός της υπαίθρου δεν έχει αποκτήσει τις απαιτούμενες δεξιότητες, το μορφωτικό επίπεδο, την επαγγελματική κατάρτιση και την επιχειρηματική συμπεριφορά για να πρωταγωνιστήσει σε ανταγωνιστικές συνθήκες στην εγχώρια και στις ξένες αγορές. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αγρότες συνέχισαν την καλλιέργεια παραδοσιακών προϊόντων, ανεξαρτήτως κόστους και συνθηκών ζήτησης, αποσκοπώντας κυρίως στη μεγιστοποίηση της παραγωγής και την απολαβή αυξημένων επιδοτήσεων και άλλων παροχών από την ΕΕ και το ελληνικό κράτος, που έως το 2005 προσδιορίζονταν ανά τόνο παραγωγής ή ανά στρέμμα. Η υιοθέτηση νέων καλλιεργειών ή/και μεθόδων παραγωγής με στόχο την ανταγωνιστική βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ακόμη και μετά την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) το 2006 και την αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, υστερεί κατά πολύ30.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (WEF), μεταξύ των 133 εξεταζόμενων χωρών, κατά την περίοδο 2009-10 η Ελλάδα διολίσθησε στην 71η θέση της παγκόσμιας κατάταξης από την 67η που κατείχε το 2008 και την 39η το 2003. Δηλαδή, σε χειρότερη θέση από ότι η Μποτσουάνα, το Καζαχστάν και το Αζερμπαϊτζάν. Το φαινόμενο αυτό αποτυπώνει και η διεθνής κατάταξη της Επετηρίδας Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (IMD), κατά την οποία το 2009 η Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των 57 χωρών που μελετώνται, καταλαμβάνοντας την 52η θέση από την 42η σε σχέση με το 2008. Eίναι ενδεικτικό ότι μεταξύ των 24 κρατών-μελών της ΕΕ (δεν περιλαμβάνονται η Κύπρος, η Μάλτα και η Λετονία) που εξετάζονται στην επετηρίδα, η Ελλάδα κατέλαβε την 23η θέση, ξεπερνώντας μόνο τη Ρουμανία. Επιδείνωση καταγράφεται και στην έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας για το επιχειρηματικό περιβάλλον το 2009 (Doing Business 2010), όπου από τις 183 οικονομίες του πλανήτη η Ελλάδα υποβιβάστηκε στην 109η θέση από την 100η που ήταν πριν από ένα χρόνο. Την Ελλάδα ξεπερνούν, στο σύνολό τους, οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και πολλές από τις γειτονικές μας αναπτυσσόμενες οικονομίες, ακόμη και πολλές αφρικανικές χώρες. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον αξιολογείται ως λιγότερο φιλικό συγκριτικά και με χώρες όπως η Παπούα Νέα Γουϊνέα31.





1. Ι. Pepelasis Minoglou, «Political factors shaping the role of foreign finance: The case of Greece, 1832-1932’, στο J Harris – J. Hunter – C. M. Lewis (επιμ.), The New Institutional Economics and Third World Development. London: Routledge, 1995, σ. 252.
2. Το ποσοστό αυτό σε σύγκριση με σύγχρονες του περιπτώσεις ήταν 39% για τη Βουλγαρία, 49% για τη Ρουμανία και 63% για την Ουγγαρία. Royal Institute of International Affairs, South-Eastern Europe: A Political and Economic Survey. London: Oxford University Press, 1939, σ. 158.
3. L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453. New York: Holt, Rinehart and Winston, 1958, σ. 296-98.
4. M. Mazower, Greece and the Inter-War Economic Crisis. Oxford: Clarendon Press, 1991α, σ. 81-86. Stavrianos, ό.π., 1958, σ. 298, 477-78. Α.F. Freris, The Greek Economy in the Twentieth Century, London: Croom Helm, 1986, σ. 23-24.
5. Mazower, ό.π., 1991α, σ. 86-88.
6. Στο ίδιο, σ. 88-91, 239, 243, 251, 253. «South-Eastern Europe...», ό.π., 1939, σ. 156, 159-60.
7. M. Dritsas, «Bank industry relations in inter-war Greece: The case of the National Bank of Greece», στο P. L. Cottrell – H. Lindgren – A. Teichova (επιμ.), European Industry and Banking between the Wars: A Review of Bank Industry Relations, Leicester: Leicester University Press, 1992, σ. 213-17. Μ. Mazower, «Banking and economic development in interwar Greece», στο H. James – H. Lindgren – A. Teichova (επιμ.), The Role of Banks in the Interwar Economy, Cambridge University Press, 1991β, σ. 206-31.
8. Mazower, ό.π., 1991α, σ. 53-55. Stavrianos, ό.π., 1958, σ. 298-99. G. Harlaftis, A History of Greek-Owned Shipping: The Making of an International Tramp Fleet, 1830 to the Present Day, London: Routledge, 1996, σ. 115-17.
9. Mazower, ό.π., 1991α, σ. 55-57, 91-95. Dritsas, ό.π., 1992, σ. 203-17. Mazower, ό.π., 1991β, σ. 206-31.
10.Mazower, ό.π., 1991α, σ. 210-24, 250-56. Dritsas, ό.π., 1992, σ. 203-17. Mazower, ό.π., 1991β, σ. 206-31.
11. Καθαρά χωρητικότητα (net register tonnage) είναι ο συνολικός όγκος σε κόρους που μένει αν από την ολική χωρητικότητα αφαιρεθεί ο όγκος ορισμένων χώρων του πλοίου που δεν προσφέρονται προς εκμετάλλευση (είτε μεταφοράς επιβατών, είτε φορτίου) π.χ. οι χώροι μηχανοστασίου, δεξαμενών και αποθηκών εφοδίων, χώροι ενδιαίτησης πληρώματος, γέφυρα κλπ. Ο κόρος (register ton) είναι μονάδα μέτρησης όγκου με την οποία γίνεται η μέτρηση της χωρητικότητας ενός πλοίου. Ένας κόρος αντιστοιχεί σε 100 κυβικά πόδια ή 2,83 κυβικά μέτρα. Βλ. Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
12. Ολική χωρητικότητα (gross register tonnage) είναι ο συνολικός εσωτερικός όγκος όλων των μόνιμα σκεπαστών και κλειστών χώρων του πλοίου που βρίσκονται είτε κάτω από το ανώτατο κατάστρωμα είτε πάνω από αυτό, μετρούμενος σε κόρους. Στην ολική χωρητικότητα περιλαμβάνονται όλοι οι μονίμως κλειστοί χώροι που διατίθενται για φορτίο, εφόδια πλοίου και ενδιαίτηση πληρώματος/επιβατών. Βλ. Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
13. Harlaftis, ό.π., 1996, σ. 108-109, 187-94, 365.
14. C.A. Coombs, Financial Policy in Greece during 1947-48. Ph.D., Harvard University, 1953, σ. 20-21.
15. Κ. Βαϊτσος – Τ. Γιαννίτσης, Τεχνολογικός Μετασχηματισμός και Οικονομική Ανάπτυξη: Ελληνική Εμπειρία και Διεθνείς Προοπτικές. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, 1987, σ. 16.
16. ΤτΕ, Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978. Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), 1978, σ. 375-79.
17. Δ. Κυρκιλής, «Ανάπτυξη και κρίση στην ελληνική οικονομία: Η διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας την μεταπολεμική περίοδο», στο Μελέτες προς Τιμήν του Καθηγητού Θεοδώρου Α. Σκούντζου, Πειραιάς: Πανεπιστήμιο Πειραιώς, 2005, τόμ. α΄, σ. 590.
18. Στο ίδιο, σ. 590. «Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια...», ό.π., 1978, σ. 379-85.
19. Κυρκιλής, ό.π., 2005, σ. 591, 615.
20. «Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια...», ό.π., 1978, σ. 625-29.
21. Κυρκιλής, ό.π., 2005, σ. 592-94, 615.
22. Βαϊτσος – Γιαννίτσης, ό.π., 1987, σ. 20-21. Α.Α. Κιντής, Ανάπτυξη της Ελληνικής Βιομηχανίας, Aθήνα: Gutenberg, 1983, σ. 50-55.
23. Κυρκιλής, ό.π., 2005, σ. 591-92, 598-600.
24. «Η Ελληνική μεταποίηση: Η αναδιάρθρωση και ανασυγκρότηση συνεχίζεται στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 109, 2009, σ. 24-44.
25. Η χωρητικότητα εκτοπίσματος (dead weight tonnage - dwt) υπολογίζεται σε τόνους «νεκρού βάρους». Η χωρητικότητα αυτή είναι διάφορη της καθαράς και ολικής αφού υπολογίζεται σε βάρος, δηλαδή σε τόνους των 2.240 λιβρών. Η χωρητικότητα εκτοπίσματος προσδιορίζει το μέγιστο συνολικό βάρος που μπορεί να μεταφέρει ασφαλώς το πλοίο σε φορτίο, εφόδια κ.ά. εφόσον διατηρεί το βύθισμα (γραμμή φόρτωσης) που προβλέπεται από τους ισχύοντες κανονισμούς. Από το συνολικό αυτό βάρος αν αφαιρεθεί το βάρος καυσίμων, εφοδίων (ύδατος, τροφίμων, κλπ) και έρματος προκύπτει το πραγματικό βάρος που μένει για το φορτίο δηλ. η πραγματική σε φορτίο μεταφορική ικανότητα του πλοίου, που ονομάζεται χωρητικότητα φορτίου (loading or carrying capacity). Βλ. Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια.
26. «Εμπορική ναυτιλία: Το καλό σκαρί φουρτούνα δεν φοβάται!», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 110, 2009, σ. 20, 24, 28-29, 32, 34.
27. «Τουρισμός: Μεγάλες δυνατότητες αναπτύξεως με αυτοδύναμη επιχειρηματικότητα», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 110, 2009, σ. 3-5.
28. «Η Ελληνική μεταποίηση...», ό.π., 2009, σ. 24-44.
29. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ το 1971 οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις άνω των 100 στρεμμάτων αποτελούσαν το 25% της καλλιεργούμενης έκτασης, το 1991 προσέγγιζαν το 45%: αντιστοίχως οι εκμεταλλεύσεις άνω των 200 στρεμμάτων από 9% αυξήθηκαν σε 24%. Ωστόσο, το μέσο μέγεθος εκμετάλλευσης, αν και έφτασε στα 43 στρέμματα το 1991, παρέμεινε μικρό σε σχέση με τα 165 στρέμματα που ήταν στην ΕΕ. Α. Φραγκιάδης, Ελληνική Οικονομία 19ος-20ος Αιώνας: Από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2007, σ. 213.
30. «Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα: Επιδοτήσεις και παροχές αντί για αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων», Οικονομικό Δελτίο (Alpha Bank), 109, 2009, σ. 6-7, 13.
31. «Μεγάλη βουτιά της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη για την ανταγωνιστικότητα», Η Καθημερινή, 19/5/2009. «Υποχώρησε το 2009 η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας», Η Καθημερινή, 9/9/2009. «Επιδεινώθηκε η θέση της χώρας στη δυνατότητα ίδρυσης εταιρείας», Η Ναυτεμπορική, 10/9/2009. «Επιδείνωση των συνθηκών για την επιχειρηματικότητα», Εξπρές, 10/9/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ