7.1.13

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Σε μια πορεία κοινή με τους τραγικούς της ζωής*




Τον τελευταίο καιρό πασχίζει να φέρει στο νου της τον εαυτό της παιδί. Και να τον τσακώσει σε κάποια τελείως ανύποπτη στιγμή να ονειρεύεται μεγάλα πράγματα για λογαριασμό της. Καμία τέτοια στιγμή δε βρίσκει. Στην πραγματικότητα δε θυμάται ποτέ να ‘χει πλάσει ούτε και μικρότερα όνειρα για την ίδια. Ζούσε πάντα το σήμερά της, το απλό και καθημερινό της σήμερα, δίχως να την απασχολεί το αύριο, που ίσως και να το θεωρούσε σκοτούρα περιττή.
 Είχε βρει, όμως, ένα δρόμο, ένα κρυφό μονοπάτι, που, ακολουθώντας το, κατάφερνε να δίνει στο εκάστοτε παρόν της μιαν άλλη διάσταση, κάνοντάς το να γεμίζει την ψυχή της, που ζητούσε τα αλλιώτικα. Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο αυτό∙ έχωνε τη μουρίτσα της μες στις σελίδες των βιβλίων, όπου στριμώχνονταν ένα σωρό μεγάλοι και σπουδαίοι, οι ήρωές τους, έχωνε και το χέρι της κρυφά μες στο δικό τους και χανόταν μαζί τους.
Γέμιζε έτσι τις ώρες της με μιαν ομορφιά που δεν είν’ εύκολο να συναντήσεις μες στην απλή και καθημερινή ζωή, μες στην πεζή πραγματικότητα.
Δεν απαίτησε ποτέ από τη ζωή∙ δεχόταν μ’ ευχαρίστηση ό,τι ακριβώς της έδινε. Δεν παραπονέθηκε ποτέ για εκείνα που δεν είχε∙ ήταν πάντα ευχαριστημένη μ’ αυτά που είχε. Και προχωρούσε. Προχωρούσε χαμογελώντας και με το κεφάλι ψηλά, τελείως ανέγγιχτη από κείνη τη μιζέρια και την γκρίνια που δέρνει πολλούς από τους γύρω της. Που μπορεί και να έχουν πολλά…
Ανασκαλεύοντας το παρελθόν, πέφτει κάθε φορά πάνω σε κάποια στιγμή που έζησε έντονα και χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη της. Έχει σχέση με τη δυστυχία, που δεν ήθελε ποτέ της να δει, που δεν ήθελε να υπάρχει ούτε κι έξω από την ίδια.
Παραμονές Χριστουγέννων ήταν και βρέθηκε με τις συμμαθήτριές της των γυμνασιακών της χρόνων σ’ ένα γηροκομείο, κρατώντας στα χέρια τα καθιερωμένα γλυκά των ημερών. Στάθηκαν απέναντι στους παππούδες, ψάλλοντας τα κάλαντα. Ζεστάθηκαν κι εκείνων οι καρδιές κι άρχισαν να σιγοτραγουδούν μαζί με τα παιδιά με την τρεμουλιαστή, σπασμένη πια φωνή τους. Άνοιξαν οι βρύσες των ματιών της-της συνέβαινε εύκολα αυτό-και πάλευε να κρυφτεί, για να μη μεγαλώσει τους πόνους της καρδιάς τους∙ τους πόνους που είχε έρθει για να απαλύνει. Πώς μπορούσαν οι δικοί τους να τους κρατούν μακριά τους, ξεριζώνοντάς τους απ’ το φυσικό τους χώρο, φυλακίζοντάς τους μέσα σε σιωπηλά, άχαρα ιδρύματα!...

Πέρασαν χρόνια από τότε. Κι ενώ η ζωή τους κυλούσε ήσυχα, ένα τηλεφώνημα αναποδογύρισε τα πάντα της. Όταν ήταν είκοσι δυο χρονών…
Αρρώστησε ο αδερφός της. Ο μεσαίος από τα τρία αδέρφια, ο γλυκύτερος στην όψη, ο μαλακότερος στην ψυχή. Δεκαεννιάχρονο παλικαράκι ήταν τότε. Στο ξεκίνημα της ζωής του. Κι η αρρώστια που ανέκοψε την πορεία του αλλόκοτη∙ εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι εκείνη περνούσε ως τότε για αρρώστια. Αρρώστησε, βλέπεις, η ψυχή και όχι το κορμί του. Χτύπησε τελείως ξαφνικά την πόρτα του σπιτιού τους και μπήκε ακάλεστη-έτσι κάνει πάντα, γιατί κανείς δεν την προσκαλεί. Και τους βρήκε όλους εντελώς ανίδεους για το τι ακριβώς κουβαλούσε μαζί της∙ για το τι τους περίμενε από κει κι έπειτα.
 Ανίδεους στην εποχή της πληροφόρησης∙ μιας πληροφόρησης που, όσες φορές συμβαίνει να είναι γνήσια κι όχι παραπλανητική, απευθύνεται συχνότερα στο νου και σπανιότερα στην ψυχή του δέκτη της πληροφορίας. Έτσι, τις πιο πολλές φορές την αφήνει το ίδιο παγερή και σκληρή όσο ακριβώς την βρήκε.
 Παθαίνοντας μαθαίνει κανείς. Κι εκείνη μάθαινε τη αλήθεια σταγόνα-σταγόνα. Ψηλαφώντας μες στο σκοτάδι που την τύλιγε σχετικά με το πρόβλημά τους. Κι αγωνιζόταν. Έκανε έναν πολύ σκληρό αγώνα μαζί με τους άλλους δικούς της ανθρώπους σε μέτωπα πολλά.
Είχε ν’ αντιμετωπίσει την ίδια την αρρώστια, που κρυβόταν μες σ’ ένα γερό κορμί. Αυτό την ξεγελούσε. Την έκανε να δυσκολεύεται να παραδεχτεί την ύπαρξή της. Κι όμως υπήρχε και τους βασάνιζε όλους, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη φανερά, χειροπιαστά, για να τους πείθει πως είναι εκεί, πως συμπορεύεται αδιάκοπα με όλους τους.
Είχε ν’ αντιμετωπίσει τους γύρω της. Απέκτησε ξαφνικά σημασία ιδιαίτερη η συμπεριφορά της, δεν μπορούσε πια να περνάει απαρατήρητη. Την εξουθένωναν κάθε φορά οι εξηγήσεις κι οι αναλύσεις. Την πλήγωναν απ’ την αρχή. Ακόμα κι όταν απευθύνονταν στους πιο καλοπροαίρετους συνομιλητές. Κι απαγόρευε στο μυαλό της να φαντάζεται τι λέγαν στα κρυφά οι κακόβουλοι. Δεν έπρεπε να ξοδεύει πολύτιμες δυνάμεις σε σκέψεις και στενοχώριες περιττές κι ανώφελες.
Το τρίτο μέτωπο είχε στηθεί εντός της. Εκεί διεξαγόταν ο σκληρότερος αγώνας. Έπρεπε να συνεχίσει να ζει. Φαίνεται ίσως εγωιστικό, αλλά ένιωθε την ανάγκη να εξακολουθήσει να ζει. Να ζει κι όχι να επιβιώνει. Αρνιόταν να μετατρέψει τη ζωή της από αληθινή ζωή σε απλή επιβίωση. Κι έπρεπε να το καταφέρει αυτό δίχως να έχει ξεγελάσει τον εαυτό της, χωρίς να τον έχει στηλώσει με αυταπάτες. Μόνον έτσι θα απέφευγε μια ζωή πλασματική, στηριγμένη στο ψέμα. Γιατί τέτοια ζωή δεν την ήθελε, τι να την κάνει;
Θεωρητικά φαινόταν αδύνατο να καταφέρει όσα ήθελε. Η πράξη, όμως, τη δικαίωνε. Ένιωθε να ‘χει τη ζωή σύμμαχό της. Την ίδια τη ζωή, που είχε ετοιμάσει για λογαριασμό της ένα πολύ βαρύ φορτίο. Αυτό ήταν το μερίδιο το δικό της και δεν αρνιόταν να το αποδεχτεί. Ούτε και διατύπωσε ποτέ το συνηθισμένο παράπονο: «Γιατί σε μένα;». Αντίθετα, δεν υπήρξε στιγμή, ούτε ακόμα και στην κορύφωση της αγωνίας, που να μην είπε: «Γιατί όχι σε μένα;». Κι ένιωθε πάντα πως η ζωή, ενώ με το ένα χέρι τής πρόσφερε πόνο μεγάλο και διαρκή, με τ’ άλλο της χέρι της έδειχνε το δρόμο προς τα καταφύγια που θα την έσωζαν. Αντιπολεμικά καταφύγια που τα είχε ετοιμάσει γι’ αυτήν από πριν, φροντίζοντας να τα ‘χει στη διάθεσή της, όταν θα βρισκόταν στο πεδίο της μάχης της σκληρής. Γι’ αυτό και της χρωστούσε ευγνωμοσύνη.

Κι όχι μόνο γι’ αυτό. Στο δεύτερο κομμάτι της ζωής της-ορόσημο η αρρώστια του χώρισε τη ζωή της στα δυο-ήξερε πια να εκτιμά και το ελάχιστο δώρο που της πρόσφερε εκείνη η ίδια που της είχε προσφέρει και τη μεγάλη πίκρα κι ήξερε ακόμα να την ευχαριστεί γι’ αυτό.
Πορευόταν έτσι, συμφιλιωμένη βαθιά μαζί της, και φαινόταν πως τα κατάφερνε. Σε γενικές γραμμές βέβαια, γιατί υπήρχαν και πάμπολλες στιγμές που η τραγικότητα που βίωνε έφτανε στο αποκορύφωμα, κάνοντάς την να νομίζει πως δε θα την άφηνε ζωντανή.
Αναγκάστηκε να υποστεί και την οδύνη της στέρησής του. Χρειάστηκε να τον νιώσει-εξακολουθεί να τον νιώθει-φυλακισμένο κι αυτόν με τη σειρά του σ’ ένα άχαρο και σιωπηλό κτίριο. Μακριά από το φυσικό του χώρο. Μακριά από το σπίτι του.
Μια μακριά οδύνη κάθε της επίσκεψη εκεί. Άρρωστη από τη στιγμή που παιρνόταν η απόφαση, θεατρίνα τη στιγμή της επίσκεψης, άρρωστη ξανά μετά την αναχώρησή της από κοντά του. Η απόσταση, βλέπεις, που τους χώριζε αρκετά μεγάλη. Και κάθε φορά την περίμενε ο ίδιος κλονισμός∙ να τον έχει στο νου καλά, τον αδερφό που ήξερε καλά για δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια, και να πέφτει πάνω στη μετάλλαξή του. Αδύνατον να βιωθεί το πέρασμα από την εικόνα τη στερεωμένη στο μυαλό στην εικόνα την τωρινή. Κι εκείνη να κάνει κάθε φορά ένα βηματάκι προς τα πίσω, να υποχωρεί ελαφρά, κρατώντας, όμως, και κάποια δεδομένα δικά της τελείως αδιαπραγμάτευτα.
 Αρνιόταν να φανταστεί πως θα μπορούσαν να χαθούν οι γονείς τους έχοντάς τον ως το τέλος μακριά τους(στην πραγματικότητα υπέφερε πολύ βλέποντάς τους να γερνούν, ενώ εκείνος συνέχιζε να λείπει από κοντά τους). Και, κάθε φορά που πήγαινε και τον έβλεπε, προσπερνούσε βιαστικά τ’ άλλα εξωτερικά του χαρακτηριστικά «που είχαν αγριέψει μετά την αρρώστια», όπως έλεγε η μάνα η πικρή, και κάρφωνε μ’ αγωνία τα μάτια της στα μαλλιά του∙ την ανακούφιζε να μην τα βλέπει ν’ ασπρίζουν. Δε θ’ άντεχε (;) να τον βλέπει να γερνάει εκεί μέσα.
«Πόσο πλεονέκτης είναι ο άνθρωπος!» σκεφτόταν συχνά. «Πόσα πολλά ζητάει, όταν όλα στη ζωή του πηγαίνουν καλά…». Εκείνοι θα ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένοι να τον είχαν κοντά τους, να ζούσε ήρεμα ανάμεσά τους κι ας μην είχε να καυχηθεί για καμιά επιτυχία. Αυτό θα ήταν γι’ αυτούς η μεγαλύτερη επιτυχία, η μεγαλύτερη χαρά τους.
 Ένα καινούριο πεδίο είχε ανοιχτεί μπροστά της από την πρώτη στιγμή. Κι από την πρώτη στιγμή αναζητούσε μ’ αγωνία απαντήσεις στα ερωτήματα που γεννιούνταν εντός της. Το ένα από αυτά ήταν: αυτού του είδους οι καταστάσεις αφορούν μερικούς ανθρώπους ή δεν κάνουν διακρίσεις και αφορούν όλους ανεξαιρέτως; Στο νου της έφτασε αμέσως εκείνος ο ποιητής και πεζογράφος που είχαν μάθει στο σχολείο πως είχε τελειώσει τη ζωή του μέσα σ’ ένα τέτοιο ίδρυμα∙ ο Βιζυηνός.
 Κι έπειτα έπεσε πάνω σ’ εκείνον τον άλλο μεγάλο Έλληνα, το Γιαννούλη Χαλεπά:
Ο ΧΑΛΕΠΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΕΟΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ, ΠΟΥ Μ’ ΟΠΟΙΟ ΚΙ ΟΝΟΜΑ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΟΥΜΕ, ΘΕ ΝΑΤΑΝ ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΓΑΛΩΣΥΝΗ ΤΟΥ…ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΣ ΑΠΟ ΘΕΙΑ ΜΟΙΡΑ, ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΚΙ ΩΣ ΤΟΥ ΕΙΤΑΝ ΩΡΙΣΜΕΝΟ ΕΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ ΚΑΤΩ ΩΣ ΕΝΤΕΚΑ ΟΛΑΚΑΙΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΚΑΙ ΞΑΝΑΝΕΒΗΚΕ ΠΑΛΙ ΚΑΤΑ ΘΕΙΑ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΕΠΑΝΩ ΚΟΣΜΟ «ΠΑΣΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΙ ΚΑΙ ΑΓΝΕΙΑ ΕΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ» Μ’ ΕΠΙΤΕΛΕΣΜΕΝΟ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟ ΜΕΓΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΛΕΡΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ Μ’ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΤΟΥ ΕΝΣΤΙΚΤΟΥ, ΤΙΣ ΑΝΟΝΟΜΑΤΙΣΤΕΣ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙ ΟΠΟΥ ΣΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΦΥΤΡΩΝΟΥΝ «ΤΑ ΡΙΖΩΜΑΤΑ ΠΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΕΔΟΚΛΕΟΥΣ» ΤΑ ΡΙΖΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ!
 Δ. ΠΙΚΙΩΝΗΣ
διάβασε κατεβαίνοντας μια στενή σκάλα του σπιτιού του στην Τήνο, που λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
 Φιγούρες τραγικές και οι δυο. Που γνώρισαν τον Άδη πριν φύγουν από τη ζωή αυτή. Δυο μεγάλοι και κοντά τους ένα πλήθος από μικρούς ανθρώπους που είχαν επίσης πορεία τραγική. Ανάμεσά της κι ο δικός της άνθρωπος, ο αγαπημένος.
 Πορεύτηκε κι εξακολουθεί να πορεύεται έτσι. Δε σταμάτησε να χαμογελά. Αναμετρήθηκε σκληρά με τη δυστυχία, που ήταν εύκολο να τη νικήσει. Κι εκεί που νόμιζε πως δε θα μπορούσε να τα καταφέρει και πως η δυστυχία θα την κατάπινε ολόκληρη, εκεί ξεπετιόταν πάλι ζωντανή, με το κεφάλι ψηλά. Μόνο που τα μάτια της, εκείνα που δεν ήθελαν να δουν ποτέ τη δυστυχία, έγιναν πόρτες πλατιές. Όποτε την ανταμώνουν σε ζωές ξένες, έξω από τη δική της, την αφήνουν και περνά μέσα της κι η ψυχή της την οικειοποιείται∙ την κάνει- όχι πάντα μόνιμα και σίγουρα όχι ολοκληρωτικά- δική της. Κι οι βρύσες των ματιών της εξακολουθούν ν’ ανοίγουν εύκολα. Πολύ πιο εύκολα από πριν….    

(*) Το κείμενο αφιερώνεται από καρδιάς σε όλους τους ψυχικά ασθενείς και στις οικογένειές τους με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας (10 Οκτωβρίου).
                                         

φωτό: Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938), «Το παραμύθι της πεντάμορφης» (λεπτομέρεια), Εθνική Γλυπτοθήκη.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Οκτωβρίου 2012, αρ. φύλλου 661

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ