6.1.13

Κάποτε στην Καστοριά

[στήλη]

Επετειακή ομιλία για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Καστοριάς

Θέλοντας να τιμήσουμε τους γουναράδες ευεργέτες και πατριώτες πού συνέβαλαν στην απελευθέρωση της Πατρίδας μας και της Μακεδονίας ιδιαίτερα, δημοσιεύουμε τον πρόλογο μιας επετειακής έκδοσης του ΜΜΑ-Καστοριάς. Ο πρόλογος γράφτηκε από τον συμπολίτη μας Νίκο Δόικο και καταγράφεται αυτούσιος χωρίς περικοπές.
«Ως υπερτροφοδότης της τοπικής οικονομίας, η γουναρική τέχνη υπήρξε ασφαλώς καταλυτική για την οικονομική και πολιτισμική εξέλιξη της Καστοριάς, της Σιάτιστας και της ευρύτερης περιοχής, όμως η σημασία της υπερβαίνει τα όρια της Ορεστίδος και προσλαμβάνει όντως οικουμενικές διαστάσεις.
 Αναπτύσσοντας σημαντικές εμπορικές δραστηριότητες, αρχικά, στα κέντρα της Ανατολικής και Δυτικής Αυτοκρατορίας, οι γουναράδες κατακτούν, αργότερα, πολύ μεγαλύτερη επιρροή μέσα στις δομές ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου οι «πρωτογουνάριοι» της Αυλής συγκεντρώνουν, πέραν της οικονομικής, καθοριστική πολιτική δύναμη.
Το επίπεδο της ίδιας της γουναρικής τέχνης, η υψηλή αισθητική και ποιοτική της αξία, την κατατάσσει στα «ευγενή» επαγγέλματα της Αυλής, μαζί με εκείνα των διπλωματών, των ιατρών και των οικονομικών συμβούλων. Δεν είναι τυχαίο ότι η μοναδική συντεχνία που μνημονεύεται στους Πατριαρχικούς Εσπερινούς είναι αυτή των γουναράδων «υπέρ της ευλογημένης συντεχνίας των γουναράδων», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αρχιμ. Δοσίθεος στο σχετικό πόνημα «Η εν Κωνσταντινουπόλει συντεχνία των Γουναράδων» και όπως διαπιστώνει όποιος έχει την τύχη να προσευχηθεί σε έναν κατανυκτικό Πατριαρχικό Εσπερινό, στο Φανάρι ή στην Χάλκη. Και πώς να μην μνημονεύονται όταν τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως όσο και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων επανειλημμένα ενισχύονται οικονομικά, κάποτε κυριολεκτικά συντηρούνται και, άλλοτε, διασώζονται από τοκογλυφικές περιπέτειες επαχθών δανειοδοτήσεων, πάντοτε χάρη στις συστηματικές χρηματοδοτήσεις των γουναράδων.
Η ισχυρότερη όλων των συντεχνιών, το περίφημο «Ρουφέτιον των Γουναραίων» και γνωστοί κιουρκτζήμπασήδες (αρχιγουναράδες), με πρώτο τον κυρΜανωλάκη τον Καστοριανό (Εμμανουήλ Βλαστό), χρηματοδοτούν την ανέγερση αλλά και την μετέπειτα λειτουργία δεκάδων Ελληνικών Σχολείων και Σχολών, ανακατασκευάζουν κατεστραμμένους ή αναγείρουν εκ βάθρων νέους ναούς, ανιδρύουν και συντηρούν μονές, ανακατασκευάζουν τον ίδιο τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και τα ξυλόπηκτα κτίρια του Πατριαρχικού συγκροτήματος, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1720, χρηματοδοτούν την κατασκευή του Δικτύου Υδρεύσεως στην περιοχή του Φαναρίου και στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Κωνσταντινούπολης, και τόσα άλλα, η απαρίθμηση και μόνον των οποίων θα απαιτούσε ειδικό πολυσέλιδο τόμο. Παρόλα αυτά, κανείς δεν είχε συστηματικά ασχοληθεί με την καταγραφή, τουλάχιστον, των ιστορικών αρχείων αυτής της τόσο ενδιαφέρουσας βιοτεχνικής δραστηριότητας και μοναδικής τέχνης, που μάγεψε βασιλιάδες, αυτοκράτορες και σουλτάνους, σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραχωρούν στους αρχιγουναράδες τους προνόμια και πολιτική επιρροή αδιανόητη για τους λοιπούς παρατρεχάμενους αυλικούς αριστοκράτες. Παντελής απουσία μονογραφιών για τις επιχειρηματικές δράσεις μερικών χιλιάδων Δυτικομακεδόνων που μετέτρεψαν μια γραφική γωνιά της παραπίνδιας ενδοχώρας σε διεθνές βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο, με μια ζώνη συναλλαγών από την Νέα Υόρκη έως το Χόνγκ Κόνγκ και από το Ελσίνκι έως το Ντουμπάϊ, και με σωρευτικά αποτελέσματα ιδιαιτέρως σημαντικά για την Εγχώρια Οικονομία. Ας σημειωθεί πως μόνον το εισρέον από την γουνοποιία συνάλλαγμα, κατά τις δεκαετίες του ʼ70 και του ʼ80, κατείχε την δεύτερη θέση, μετά το Ναυτιλιακό. Θα έλεγε κανείς πως με τις πρωτότυπες εργασίες του Λεωνίδα Πουλιόπουλου ξεκινά ακριβώς η αποκατάσταση της ιστορικής δεοντολογίας και τάξης. Διαθέτοντας την βιωματική εμπειρία του καστοριανόπαιδου που μεγάλωσε μέσα στα εργαστήρια γούνας και, μαζί, την τεχνοκρατική-επιστημονική συγκρότηση, ο ιστοριογράφος Πουλιόπουλος προσεγγίζει το θέμα του με το μεράκι του γουνεργάτη-τεχνίτη και την μεθοδικότητα του επιστήμονα.
Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει την Γούνα ως θέμα της πτυχιακής του εργασίας «Das Pelzgewerbe in Kastoria», η οποία εκδίδεται και σε βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Carl Bold Verlag, στο Βερολίνο, το 1978. Και συνεχίζει με συστηματικές δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις σε θεματικές ημερίδες και διεθνή επιστημονικά συνέδρια, ενώ εκδίδει μπροσούρες και οργανώνει διαλέξεις. Η ώριμη βιβλιογραφία του αρχίζει με το πρωτόλειο «Ιστορική Εξέλιξη της Γουνοποιίας και ο ρόλος της Καστοριάς», όπου επιχειρεί να αναδείξει την ιστορική συνέχεια της γουνοποιίας, την διαχρονικότητα της γούνας ως στοιχείου βασικών ενδυματολογικών απαιτήσεων και, παράλληλα, ως αντικείμενου τέχνης υψηλών προδιαγραφών και εργαλείου κοινωνικής διάκρισης, υπογραμμίζοντας εμφαντικά την δυσανάλογη με την πληθυσμιακή της κλίμακα σημασία της Καστοριάς, μιας μικρής περιφερειακής πόλης, στην παγκόσμια εμπορική κίνηση της γουνοποιίας.
Στη δεύτερη προσέγγιση, στο «Λεξικό Γούνας με Καστοριανό Γλωσσάρι», ο Πουλιόπουλος και η Βενετία Σιώντα ασχολούνται με το «εργαλείο επικοινωνίας» των γουναράδων, με το γλωσσάρι που τους διαφοροποιεί από τις άλλες συντεχνίες, διευκολύνει τις κλαδικές συνεργασίες και συναλλαγές και ενισχύει την εσωτερική κοινωνική συνοχή τους. Η συνάρτηση της κοινωνιολογίας με την ιστορία της Γούνας διευκολύνει καθοριστικά την κατανόηση του προβλήματος, και αυτό ακριβώς επιχειρεί ο κ. Πουλιόπουλος με το ανά χείρας «Ιστορία της Γούνας και η συμβολή των Γουνοποιών στους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους».
Ανακεφαλαιώνοντας και εμπλουτίζοντας τα ιστορικά του δεδομένα, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές συνιστώσες της γουνοποιίας, αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της πολλαπλής συνδρομής των Γουναράδων στην Εθνική Ανόρθωση, τα σημαντικά ευεργετήματα και κληροδοτήματα, τα οποία εναργέστατα πιστοποιούν την βαθειά κοινοτική και εθνική τους συνείδηση. Παράλληλα, προσπαθεί να εντάξει, σε τούτο το πλαίσιο και να ερμηνεύσει τις σύγχρονες εξελίξεις του κλάδου, τις διαδοχικές κρίσεις, την μετατόπιση των αγορών, τις πρωτόγνωρες προκλήσεις που αναμένουν αντίστοιχες πρωτότυπες προσεγγίσεις από την νέα γενιά των Γουναράδων. Ο Πουλιόπουλος μας ξεναγεί σε ένα γοητευτικό, γεμάτο ευχάριστες εκπλήξεις ταξίδι γνωριμίας με τις «ρίζες» και την βιολογική, στην πρωτόγονη εκδοχή της, την εμπορική και, αργότερα, αισθητική πλευρά της Γούνας. Από την πάλη με τις ακραίες κλιματικές συνθήκες της Παλαιολιθικής και Νεολιθικής εποχής και την σωτήρια χρήση των γουναρικών, στην κεντροβόρεια Ευρώπη της Εποχής του Μπρούντζου και του Σιδήρου, έως τους Ιστορικούς χρόνους, όπου Αιγύπτιοι, Έλληνες και Ρωμαίοι , εκτός της ενδυματολογικής σημασίας, απαιτούν και διακοσμητικά, αισθητικά στοιχεία στα γουναρικά τους. Από τους κατεξοχήν γουνο-φόρους Σκύθες περνά στους βυζαντινούς χρόνους και την μεσαιωνική Ευρώπη για να καταλήξει στην μακραίωνη Οθωμανική κυριαρχία, όταν τις ανάγκες πνευματικής και πολιτισμικής επιβίωσης της Ρωμιοσύνης έρχονται να καλύψουν γενναιόδωρα οι Ρωμιοί Ευεργέτες, με πρώτους ανάμεσα τους τούς γουνοποιούς και γουνέμπορους.  Σε τούτο το πλούσιο ιστορικό και κοινωνιολογικό «φόντο» ο κ. Πουλιόπουλος εντάσσει τις οικονομικές κρίσεις του κλάδου και επιχειρεί να προδιαγράψει τις προοπτικές του, τις νέες ευκαιρίες και προκλήσεις που ξεπροβάλουν στις νέες δυναμικές αγορές. Ελπίζω και εύχομαι ο Λεωνίδας Πουλιόπουλος να συνεχίσει, με τον ίδιο δημιουργικό ζήλο και την ίδια ερευνητική προδιάθεση, να εμπλουτίζει την βιβλιογραφία και τις γνώσεις μας για την Τέχνη της Γουνοποιίας και την συμβολή των ανθρώπων της γούνας στην Οικονομία, τον Πολιτισμό και, ιδιαιτέρως, στην ανόρθωση της Ρωμιοσύνης».
Η ομιλία αυτή με θέμα «Ιστορία της Γούνας και η συμβολή των Γουνοποιών στους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους» θα γίνει στο Άργος Ορεστικό το Σάββατο 13-10-12 στις 6μμ στην αίθουσα του μορφωτικού συλλόγου ʽʼΗ Ορεστίςʼʼ .



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Οκτωβρίου 2012, αρ. φύλλου 661



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ