5.1.13

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Πιτ και Πολ




Πώς μπορούσε και τις ξεχώριζε ο Τζίμης, ήταν πραγματικά μυστήριο.
Τις δύο γκάλιες, καλιακούδες, δηλαδή. Κυκλοφορούσε πάντοτε και με τις δύο, από μία σε κάθε ώμο. Μ’ αυτές πήγαινε για ψώνια στο μπακάλικο της γειτονιάς, μ’ αυτές έκανε και τις βόλτες του κάτω στο μώλο. Τις μιλούσε, τις μάλωνε, τις ντάντευε, κι αυτές εκεί, δεν έλεγαν να το κουνήσουν από τη θέση τους.
Κάπου κάπου έβγαζαν και ένα δυνατό κρα-κρα, κάτι λέγανε στη γλώσσα τους, αλλά κανείς δεν καταλάβαινε τι, εκτός από τον Τζίμη, τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν ο ίδιος.

Ο Τζίμης είχε έλθει από την Αμερική πριν από μερικά χρόνια. Έφτιαξε ένα πραγματικό αρχοντόσπιτο, στόλισμα όχι μόνο της γειτονιάς, όλης της πόλης, αν όχι της περιοχής ολόκληρης!
Μόνος ήταν, γυναίκα και παιδιά δεν θέλησαν να επιστρέψουν μαζί του στην πατρίδα. Κάποιες φήμες τον ήθελαν να έχει κερδίσει στο σουίπ-στέϊκ πολλά λεφτά, ο ίδιος ζούσε πολύ συμμαζεμένα, αν εξαιρέσεις όσα δαπάνησε για το σπίτι. Σε όλους φερόταν καταδεκτικά και απλά, ούτε επίδειξη, ούτε καυχησιές. Τού άρεσε να συνομιλεί με τους γείτονες, να πειράζει τα παιδιά, να παραδείχνει περιπέτειες δικές του και άλλων στα ξένα.
Του άρεσαν και οι μακρινοί περίπατοι στους γύρω λόφους. Από έναν τέτοιο ανοιξιάτικο περίπατο γύρισε μια μέρα με δυο μικρές γκάλιες στις χούφτες. Κάπου τις βρήκε πεσμένες ανάμεσα σε βράχια και ανήμπορες να πετάξουν. Ούτε και ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα τα κατάφερνε να τα κρατήσει στη ζωή, πόσο μάλλον όλοι οι άλλοι, που τον δούλευαν ψιλό γαζί γι αυτήν του την προσπάθεια.
Τα κατάφερε μια χαρά, και όταν αυτές άρχισαν να ζωηρεύουν, τις έδωσε και ονόματα, Πιτ και Πολ, από τους δύο αποστόλους, έλεγε, αλλά στα αμερικάνικα, όπως και το δικό του όνομα, άλλωστε.
Πώς ξεχώριζε τον Πίτ από τον Πολ, ήταν πραγματικό μυστήριο. Γεγονός πάντως είναι, πως τις ξεχώριζε. Φώναζε τον Πίτ, κι αυτός αμέσως έσκυβε με το ράμφος του και του τσιμπούσε το μάγουλο. Μάλωνε τον Πολ κι εκείνος γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά! Και όταν ήταν η ώρα φαγητού, έσκυβαν μια η μία και μια ή άλλη και τσιμπούσαν τα σπυριά καλαμποκιού από το χέρι του.

Κανείς πια δεν μπορούσε να φανταστεί τον Τζίμη χωρίς τις γκάλιες, και τις γκάλιες χωρίς τον Τζίμη. Τι κι αν πετούσαν σμήνη ολόκληρα από καλιακούδες πάνω απ` τα κεφάλια τους. Σημασία δεν έδιναν, αν και στην αρχή ο Τζίμης ανησυχούσε πολύ, μήπως και συμβεί κάτι τέτοιο, μήπως και τον παρατήσουν για να ακολουθήσουν τη δική τους γενιά.

Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, όταν ο καιρός ήταν καλός, ο Τζίμης έπαιρνε έναν υπνάκο σε μία σεζλόνγκ που είχε τοποθετήσει στην άκρη του κήπου, κάτω απ` τη σκιά μιας φουντωτής βερικοκιάς. Ο Πίτ και ο Πολ χοροπηδούσαν στο χορτάρι τσιμπολογώντας.
Ένα απομεσήμερο, όταν ο Τζίμης άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε γύρω του, αλλά τα πουλιά δεν φαίνονταν πουθενά. Σηκώθηκε γρήγορα, και άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη: Πίιιτ! Πόοολ! Καμία απάντηση. Άρχισε να ψάχνει σαν τρελός σε όλον τον κήπο.
Κάποια παιδιά από τον δρόμο του είπαν πως είχαν δει δύο γκάλιες σκοτωμένες κάτω στο μώλο. Και συμπλήρωσαν, ότι είχαν συναντήσει λίγο νωρίτερα κάποιους νεαρούς με σφενδόνες.
Ο Τζίμης έκλεισε το σπίτι και ξανάφυγε για την Αμερική.
Κλειστό και έρημο είναι ακόμη!...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Οκτωβρίου 2012, αρ. φύλλου 663


2 σχόλια:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ