Τη γνώρισα μόλις πριν από τρία χρόνια, όταν ήταν ήδη ογδόντα έξι χρονών. Μπήκε στη ζωή μου πολύ διακριτικά, μ’ ένα τηλεφώνημα όπου η φωνή της είχε την αδυναμία της ηλικίας της, αλλά συνάμα μια ξεχωριστή εκφορά του λόγου συνδυασμένη με μια βαθιά ευγένεια.
Πριν από το τηλεφώνημά της αυτό αγνοούσα παντελώς την ύπαρξή της-μετά έγινε μία από τις πιο συναρπαστικές συναντήσεις της ζωής μου. Γιατί η γυναίκα αυτή πραγματικά με συνεπήρε. Κοντούλα, κάτω του μετρίου ήταν σίγουρα και στα νιάτα της, με μια ακτινοβολούσα καθαρότητα στη μορφή και στο λόγο. Σπάνια μορφή. Και σπάνιος άνθρωπος.
Από τότε μιλήσαμε κάποιες φορές στο τηλέφωνο-ειδωθήκαμε λιγότερες. Μα κάθε φορά ήταν και μία πλουσιότατη συνάντηση· από εκείνες τις συναντήσεις που σε κάνουν να νιώθεις αναδρομικά ένοχη για τις αμέτρητες συναντήσεις της ζωής σου με πρόσωπα η με τα οποία έχεις συνευρεθεί πολλές φορές και για πολλές ώρες και δεν ωφελήθηκες. Γιατί κάθε συνάντηση μαζί της με άφηνε πολλαπλά κερδισμένη.
Λοιπόν, η γυναίκα αυτή διακρίνεται για τη φοβερή της ταπεινότητα. Στην πραγματικότητα πιστεύω πως δεν έχω συναντήσει πιο ταπεινό άνθρωπο στη ζωή μου. Αλλά διακρίνεται και για τη βαθύτατη και σπάνια αυτογνωσία της. Μου περιέγραψε πολλές φορές πως έμπαιναν στο γραφείο της τότε που ήταν διευθύντρια κλινικής μεγάλου νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη κι ενώ ήθελαν την ίδια, απευθύνονταν στη γραμματέα της, γιατί κανείς δε φανταζόταν πως μπορούσε να κατέχει ένα τόσο μεγάλο αξίωμα αυτή η απλή απλούστατη εμφανισιακά γυναίκα, που δε θα της έριχνες μια δεύτερη ματιά αν τη συναντούσες χωρίς να ξέρεις. Κι όμως…
Όταν έγινε γιατρός κι έπιασε δουλειά -μου αποκάλυψε μετά που συναντηθήκαμε- πήρε μιαν απόφαση: αν θα έκανε οικογένεια, να αφοσιωθεί στα δικά της παιδιά, αν όχι, να αφοσιωθεί στα άλλα παιδιά σαν να είναι δικά της. Και αυτό έκανε· έκανε δικά της όχι μονάχα τα ξένα παιδιά, μα όλους τους ασθενείς της. Και τους αφοσιώθηκε με κάθε τρόπο: από το να τους υπηρετεί με αμέτρητη αγάπη, γιατί ήξερε πως αυτό ήταν που αυτοί χρειάζονταν περισσότερο από εκείνην, μέχρι το να επεκτείνεται η φροντίδα της γι’ αυτούς και πολύ πιο πέρα από τα θέματα της υγείας τους κι από το να μην τηρεί το ωράριό της όταν υπήρχαν ανάγκες που πίεζαν μέχρι το να δίνει το μισό της μισθό για φάρμακα που δεν μπορούσαν να προμηθευτούν αλλιώτικα οι ασθενείς της.
Με την ασυνήθιστη όμως αυτή στάση της «χαλούσε την πιάτσα» κι έκανε ζημιά στους άλλους συναδέλφους της. Και, όπως ήταν επόμενο, κυνηγήθηκε σκληρά. «Μα ο Θεός δε με άφησε» συνηθίζει να λέει κάθε φορά που αναφέρεται στις πίκρες που της επεφύλασσε η ζωή και κλείνει μ’ ένα φαρδύ πλατύ «Δόξα Σοι», που βγαίνει από μια ειρηνικότατη ψυχή και δυο χείλη στο σχήμα του χαμόγελου. Μαθήματα ζωής τα λόγια της, που βλέπεις πως είναι πιο αληθινά κι από την ίδια την αλήθεια. «Θα έδινα όλη μου την τεχνολογία για να περνούσα ένα απόγευμα με το Σωκράτη» έλεγε ο Στιβ Τζομπς κι εγώ δε χρειάστηκε να δώσω τίποτε για να περάσω αυτές τις λίγες συνολικά ώρες με μια γυναίκα που μου χάρισε τόσα πολλά. Κι όσο απλόχερα μου χάριζε τους θησαυρούς της ψυχής της άλλο τόσο απλόχερη ήταν με τους ανθρώπους: όπου διέκρινε ανάγκη έδινε. Άλλωστε αυτό εννοούσε όταν έταζε να κάνει τους άλλους δικούς της. Και πίστευε πάντοτε πως αυτή απλώς διαχειρίζεται χρήματα που για τους άλλους προορίζονται. Πράγματα δηλαδή που στα βιβλία διαβάζουμε και στα συναξάρια με τους βίους των αγίων η κυρία Μαρία τα έκανε κι εξακολουθεί να τα κάνει πράξη. Όσο πιο αθόρυβα γίνεται. Γι’ αυτό δεν είχα ακούσει ποτέ πριν γι’ αυτήν. Και ομολογώ ότι ζαλιζόμουν κάθε φορά που άκουγα σε τι ποσά –ιλιγγιώδη για μένα και για πολλούς άλλους φαντάζομαι- ανέρχονταν πολλές από τις δωρεές της. Κι έτσι, για εκείνο το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» της Γραφής, αναγκάστηκε να αρχίσει να κάνει μόνη της τις φορολογικές της δηλώσεις –η πνευματική της διαύγεια της επιτρέπει να τις κάνει ακόμα μόνη της- γιατί η φοροτεχνικός της, όπως χαρακτηριστικά λέει, γνώριζε τις δωρεές της κι αυτό ήταν κάτι που η ίδια δεν το ‘θελε καθόλου. Για τον ίδιο λόγο δε ζητούσε και δε ζητάει αποδείξεις. Αυτό σε συνδυασμό με την αγαθότητα και την καθαρότητα της ψυχής της, θα μπορούσε να βάλει σε πολλούς την ιδέα να την εκμεταλλευτούν. Κάποιοι το έκαναν, όπως παραδέχεται η ίδια. Κι είναι μια απλή παραδοχή, όπως απλή είναι η από μέρους της παραδοχή πως υπήρξαν και πολύ δικά της πρόσωπα που, μολονότι τους στήριξε και τους βοήθησε πολύ και μολονότι δεν είχαν οικονομικά προβλήματα, αποδείχτηκαν πολύ αχάριστοι απέναντί της. Γιατί, όπως συνήθως γίνεται, περίμεναν να είναι οι αποκλειστικοί αποδέκτες όλων της των εσόδων και δεν αναγνώριζαν πως ό,τι τους έδινε δωρεά ήταν, αφού ήταν ελεύθερη να διαθέτει τα χρήματά της όπως η ίδια ήθελε και πίστευε. Και πάλι συνηθισμένο θα μου πείτε, όπως τελείως συνηθισμένο είναι το να δίνεις στους ανθρώπους πολλά κι αυτοί, αντί να σε ευχαριστούν, να σου θυμώνουν γιατί δεν τους τα ‘δωσες όλα-άλλη μια απόδειξη της απληστίας που δέρνει την πλειονότητα των ανθρώπων και που είναι η ρίζα του κάθε κακού επάνω στη γη.
Τι φοβερός που είναι ο άνθρωπος τελικά!... Αλλά και «ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος η»!... Κι η κυρία Μαρία είναι πράγματι ένας άνθρωπος γεμάτος χάρες και γεμάτος από τη χάρη του Θεού. Αυτό φαίνεται από μακριά. Φαίνεται μόλις μπαίνεις στο χαμηλό της σπιτάκι που απ’ έξω με τίποτα δε φανερώνει τον αμύθητο κι ατίμητο θησαυρό που κρύβει μέσα του-τη μοναδική του ένοικο εννοώ φυσικά-, φαίνεται κι από την καλλιέργειά της την πνευματική, εννοώ και της ψυχής και του νου της (ο εννιάχρονος μαθητής μου Κωνσταντίνος είναι σίγουρος πως φοράει φωτοστέφανο κι ας μην το ‘χω δει εγώ ακόμα…). Ογδόντα εννέα χρονών σήμερα και πολύ την θαύμασα για τα διαβάσματά της τα εκπληκτικά. Μου έκανε την τιμή να μου εμπιστευτεί τα σημεία που την ενθουσιάζουν και της προκαλούν αγαλλίαση-πόσο θα ήθελα να της έχω φέρει μαζί μου τους πιο όμορφους σελιδοδείκτες, για να μη διπλώνει τις σελίδες των αληθινά ζηλευτών της βιβλίων!... Θα φροντίσω να της φέρω την άλλη φορά, αν μου δοθεί ξανά η υπέροχη ευκαιρία να τη συναντήσω και πάλι. Γιατί…
Γιατί μόλις σήμερα που την επισκέφτηκα μου εξομολογήθηκε πως πιστεύει πως ο χρόνος που πριν από λίγες μέρες άρχισε θα ‘ναι ο τελευταίος της ζωής της. Πως είναι ευχαριστημένη για τα χρόνια που ο Θεός της χάρισε και για το γεγονός πως άκουσε όλες τις προσευχές της να ζήσει κι άλλο για να βοηθήσει και άλλους ανθρώπους. Όπως έκανε όλο το 2012 που από την αρχή του έθεσε στην υπηρεσία των παιδιών που έχουν ανάγκες. Και ξέρετε πώς μου το διατύπωσε; «Παρακαλώ το Θεό να μου χαρίσει ακόμη μία δημιουργική χρονιά»! Το διανοείσθε; Να πλησιάζει τα 90 και να εξακολουθεί να παλεύει για δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου της! Και να θεωρεί δημιουργία την άνευ ορίων προσφορά στους άλλους! Αλήθεια, τι φοβερή ψυχή! Τι υπέροχος άνθρωπος! Κι όμως τόσο αθόρυβος, τόσο διακριτικός και με τόσο ανάλαφρη παρουσία μες στον πολύβουο κόσμο μας, που, δυστυχώς, τόσο πολύ μοιάζει με κύμβαλον αλαλάζον!...
Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα της μίλησα όπως δεν της έχω μιλήσει ποτέ ως τα τώρα. Της εξομολογήθηκα όλα όσα σκέφτομαι και νιώθω γι’ αυτήν και ζήτησα για μιαν ακόμη φορά την ευχή της.
Γιατί είμαι βέβαιη πως το πολυτιμότερο πράγμα που μπορεί κανείς να κερδίσει από έναν τέτοιο άνθρωπο, αν έχει την τύχη να τον συναντήσει στη ζωή του, είναι η ευχή που εκπορεύεται από μια τόσο καθαρή κι ακτινοβολούσα καρδιά. Τίποτε παραπάνω από μια τέτοια ευχή, αλλά και τίποτε λιγότερο από αυτήν…
Κάποια μέρα του Ιανουαρίου 2013
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Ιανουαρίου 2013, αρ. φύλλου 676
φωτό: William Adolphe Bouguereau (1825-1905), "Φιλανθρωπία".
Φυρί-φυρί το πας κι εσύ, κυρία Σόνια …
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως αυτό κάνει για απάντηση στο ερώτημά σου ;
http://odos-kastoria.blogspot.gr/2008/01/blog-post_9667.html?showComment=1367248045801#comment-c4481663561351338243
Κ.Σόνια όταν γνωρίζουμε ένα Άγιο άνθρωπο με Πνεύμα ταπεινής μαθητείας, παρέχουμε στον εαυτόν μας την αρίστη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή Ανάσταση εύχομαι, σε σάς και στην κ. Μαρία.