16.7.13

Σ. ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Μετά που έφυγες…

Μετά που έφυγες κατάλαβα τη θεωρία της σχετικότητας όσον αφορά το χρόνο. Κατάλαβα πόσο αργά κυλάει ο χρόνος όταν μας λείπει κάποιος που αγαπάμε. Τόσο που τα τρία χρόνια να μας φαίνονται σαν ένας αιώνας και βάλε…
Αμέσως μετά που έφυγες, σαράντα μέρες μετά, κατάλαβα τι σημαίνει να κληροδοτούνται σε κάποιον, σχεδόν αυτομάτως, οι αρχές του πατέρα του.
Ήταν εκείνη η νύχτα της αγρύπνιας γιατί η τελείως άγνωστη σε μένα κυρία –πάντα φύλαγες καλά τα μυστικά που σου εμπιστεύονταν οι άνθρωποι- μου έδειξε την ίδια απόλυτη εμπιστοσύνη που σου είχε και σένα, ακουμπώντας μου τρεις χιλιάδες ευρώ, για να τα διαχειριστώ όπως ήθελα. Έτσι, χωρίς απόδειξη. Αυτή η απόλυτη εμπιστοσύνη που μου ‘δειξε χωρίς καθόλου να με ξέρει, απλώς επειδή είμαι παιδί σου, μου προκάλεσε τεράστια ταραχή, αυξάνοντας την ευθύνη μου απέναντι σε όλους.
Μετά που έφυγες δεν έπαψα να βλέπω δάκρυα στα μάτια των παιδιών μου σε κάθε αναφορά του ονόματός σου. Το ήξερες πόσο πολύ σε αγαπούσαν και σ’ αγαπάνε ακόμη…
Αμέσως μετά που έφυγες έμαθα από το συγγραφέα του τόπου καταγωγής μας στον Πόντο, τον Κώστα Νικολαΐδη, πως παπα-Δημήτρης ήταν κι ο ένας από τους δύο τελευταίους ιερείς στο χωριό των παππούδων μας, στο Άκνταγ Μαντέν (για τον άλλο ιερέα του χωριού, τον δραστήριο παπα-Μιχάλη Ναλπαντίδη που προστάτεψε όλο το χωριό στον ξεριζωμό και πέθανε στη Θεσσαλονίκη, ήξερα, γιατί είναι πρόγονός μας), και λειτουργούσε κι αυτός σε Αϊ-Νικόλα, τον Αϊ-Νικόλα του όμορφου Παχτσατσίκ, που σημαίνει Περιβολάκι…
Μετά που έφυγες και μέχρι σήμερα συνειδητοποιώ τι σημαίνει να ζω χωρίς την προστατευτική ομπρέλα που άπλωνες πάνω μας όσο ζούσες…
Πάντα εσένα είχα στο νου όταν τραγουδούσα το δίστιχο στο τραγούδι του Λοΐζου «Σου ‘πα θα πεθάνω αν σκοτωθείς/κι όμως έχω ζήσει». Μετά που έφυγες όμως κατάλαβα πόσο απαιτητική είναι η ζωή και πόσο δυνατά μάς τραβάει με το μέρος της. Κι έτσι συνεχίζουμε να ζούμε όπως ζούσαμε πριν χάσουμε κάποιον που αγαπούσαμε και συνεχίζουμε ν’ αγαπάμε το ίδιο πολύ…
Μετά που έφυγες κατάλαβα καλύτερα τα λόγια του αγαπημένου μου Δασκάλου «Πατρίδα είναι κι οι αγαπημένοι μας νεκροί» και «Πατρίδα μου» σε ονόμασα και σ’ ονομάζω…
Τόσον καιρό μετά που έφυγες δεν ξεχνώ καθόλου τη βαθιά έγνοια που είχες για τους άλλους, για τον άνθρωπο, που «ζωντανό ναό του Θεού» τον έλεγες πάντα. Την είδα και πιστοποιημένη γραπτά στην αφιέρωση του φίλου σου του Απόστολου:
«Είσαι για μένα ένας πνευματικός αδερφός με απέραντη αγάπη και ενδιαφέρον. Στήριγμα αληθινό σε κάθε μου πρωτοβουλία και προσπάθεια». Κι επιβεβαιώνω για μια φορά ακόμα πως αυτό ακριβώς ήσουν για όλους μας.
Τρία χρόνια μετά που έφυγες εξακολουθώ να ακούω πώς μιλάνε για σένα οι αγαπημένοι σου ενορίτες και βλέπω πως δε σ’ έχουν ξεχάσει…
Αρκετό καιρό μετά που έφυγες έφτιαξα μια προστατευτική ομπρέλα, δικής μου έμπνευσης νόμιζα ως πριν από λίγο καιρό: την πίστη που είχα πάντα, πως οι καλοσύνες ενός ανθρώπου που ευεργετεί ευλογούνται από το Θεό και με κάποιον τρόπο επιστρέφουν πίσω στον ίδιο, την επέκτεινα και στους απογόνους του. Στη δική σου περίπτωση δεν έπαψα ούτε στιγμή να νιώθω πως εξακολουθείς κι από κει ψηλά –προπαντός από κει- να μας στέλνεις την ευλογία σου, που την έχουμε τόσο πολύ ανάγκη, λόγω των δυσκολιών στη ζωή μας, που πολλαπλασιάστηκαν. Κι ένιωσα κατά κάποιον τρόπο δικαιωμένη, όταν, μόλις πριν από λίγο καιρό, διάβασα ένα άγνωστό μου ως τώρα, αλλά πολύ σοφό λαϊκό μας παραμύθι με τίτλο «Ένα παράξενο πουλάκι», ο ήρωας του οποίου, ένας ευεργέτης, φτωχαίνει αλλά δεν παύει να βοηθάει αυτούς που βρίσκονται σε ανάγκη με όποιον τρόπο μπορεί. Στη συνέχεια όμως ο γιος του ευνοείται πολύ από την τύχη, έχοντας τη βοήθεια ενός παράξενου πουλιού, που στο τέλος τού αποκαλύπτει πως είναι η ψυχή ενός από τους ευεργετημένους από τον πατέρα του ανθρώπους…
Με τέτοιες ιστορίες πλασμένες από ένα λαό που ήξερε έτσι όμορφα να μεταφέρει σοφές συμβουλές για τη ζωή στους επόμενους, μ’ αυτές τις ιστορίες που, όσο κι αν φαίνονται απλοϊκές σε κάποιους, δεν παύουν να είναι εξαιρετικά στηρικτικές και δυναμωτικές, και με αυτά τα συναισθήματα, πολυαγαπημένε μου πατέρα, αλλά κυρίως με τα δικά σου λόγια –παρακαταθήκη ιερή κι αξεπέραστη- πέρασα τα τρία αυτά χρόνια που δε σ’ έχω πλάι μου, αλλά εντός μου. Και δεν έπαψα να σου τραγουδώ μυστικά τους στίχους ενός πολύ αγαπημένου μου από παλιά τραγουδιού του Ξυδάκη σε στίχους του Θοδωρή Γκόνη:
Μα εγώ το ξέρω θα σε βρω
 και θα σε συναντήσω
Μόνο δεν ξέρω αν μπορώ
στον άλλο κόσμο που θα ‘ρθω
 γλυκά να σε φιλήσω…
Εδώ και τρία χρόνια και το ξέρω πως με ακούς…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4 Απριλίου 2013, αρ. φύλλου 686

3 σχόλια:

  1. Μιμόζα η αισχυντηλή16/7/13

    Δεν ξέρω πώς το βλέπουν άλλοι αναγνώστες, αλλά είναι σίγουρο ότι κάθε κόρη που έχει χάσει τον πατέρα της δεν θα μπορέσει να τελειώσει την ανάγνωση παρά μόνο με δάκρυα στα μάτια ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μ' ακούς ;16/7/13

    Μιμόζα, συμφωνώ. Αν μάλιστα τον έχασε δυο φορές, τότε όχι απλά δάκρυα, αλλά θρήνος και κοπετός!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος18/7/13

    Συγχαρητήρια κυρία Σόνια!
    Δεν θα έλεγα ότι μόνο όποιος έζησε την απώλεια του πατέρα μπορεί να συγκινηθεί και να καταλάβει, γιατί υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, αντί να αναπληρώσουν την απουσία του ή να αποδώσουν έμμεσα τιμή στη μνήμη του, καθίστανται "πατροκτόνοι" (για των άλλων τους πατεράδες όμως).
    Το βλέπουμε αυτό κι ας μη το διαλαλούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ